Η «πανδημία» ελληνικού μπάσκετ!

Η «πανδημία» ελληνικού μπάσκετ!
Ο Αντώνης Καλκαβούρας επιχειρεί τον απολογισμό των «αιωνίων αντιπάλων» στην εφετινή Euroleague, αναγνωρίζει τα ελαφρυντικά της πανδημίας κι εξηγεί τους λόγους για τους οποίους, «ερυθρόλευκοι» και «πράσινοι» αποδείχτηκαν κατώτεροι των προσδοκιών και των περιστάσεων.

Πάντοτε, όταν η έρχεται η ώρα να μπουν οι τίτλοι τέλους και να γίνει το ταμείο μίας αγωνιστικής χρονιάς, μοιραία οφείλουμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να λάβουμε υπ' όψιν τι λέγαμε στην αρχή της σεζόν. Ποιοι ήταν οι στόχοι των ομάδων μας, ποιες ήταν ρεαλιστικές προσδοκίες και ποιο αποτέλεσμα θα συνιστούσε επιτυχία και αντίστοιχα αποτυχία.

Από τον υπογράφοντα, στις 4 του περασμένου Δεκεμβρίου, όταν ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός είχαν δώσει 11 και 10 παιχνίδια αντίστοιχα, διαβάσατε ότι το εφετινό «ταβάνι» των «αιωνίων αντιπάλων» δεν θα μπορούσε να είναι ψηλότερο από την 8η θέση της βαθμολογίας, δηλαδή την τελευταία που οδηγεί στα playoffs.

Μία πρόκριση, που με βάση τους αρχικούς υπολογισμούς, προβλεπόταν ότι θα «κλειδώσει» στις 17-18 νίκες, αλλά τελικά πήγε στις 19 (!) και μία 8η θέση, που μέχρι και πέρυσι, θα θεωρούνταν αποτυχία για τους δύο εκπροσώπους του ελληνικού μπάσκετ των 9 συνολικά ευρωπαϊκών τροπαίων και την οποία τελικά πήρε η Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης, μόλις στην 2η συμμετοχή της στην διοργάνωση.

Ας μιλήσουμε, όμως, για καθεμία από τις ομάδες μας ξεχωριστά, ξεκινώντας από τους Πειραιώτες που τερμάτισαν 12οι (εισπράττοντας και 250.000 Ευρώ από το πριμ κατάταξης) και λαμβάνοντας υπ' όψιν όλους τους πρωτόγνωρους κι αστάθμητους παράγοντες μίας σεζόν – που μόνο από το γεγονός ότι ολοκληρώνεται ομαλά – συνιστά τεράστια επιτυχία.

Ολυμπιακός: Αποκλεισμός στο ΣΕΦ και ψυχολογία στα τάρταρα!

Οι «ερυθρόλευκοι» μπήκαν στην αφετηρία του εφετινού μαραθωνίου της Euroleague από θέση ισχύος σε σχέση με τον Παναθηναϊκό. Όχι τόσο γιατί δεν είχαν εγχώριες υποχρεώσεις και ουσιαστικά άρχισαν τον σχεδιασμό της χρονιάς από την άνοιξη του 2020 (η πανδημία διέκοψε οριστικά και τους αγώνες πρωταθλήματος των «πρασίνων»), αλλά γιατί οι πρωταθλητές βίωσαν την μετάβαση στην μετά Γιαννακόπουλων εποχή και άρχισαν να στήνουν την ομάδα στις αρχές του περασμένου Ιουλίου.

Ένα ακόμη πλεονέκτημα ήταν ότι στον πάγκο παρέμεινε ο Γιώργος Μπαρτζώκας, ο οποίος είχε διαγνώσει έγκαιρα τις αδυναμίες του περυσινού ρόστερ (έλλειψη αθλητικότητας) και έστησε την ομάδα της τρέχουσας σεζόν, έχοντας από νωρίς ως δεδομένη την επιστροφή του Κώστα Σλούκα, με κλειστό (2+1) συμβόλαιο.

Μία κίνηση που στα χαρτιά, ήταν η ιδανική για να διασφαλίσει την παρουσία μίας ηγετικής φυσιογνωμίας μέσα στο παρκέ, στο πλαίσιο της σταδιακής μετάβασης του συλλόγου στην μετά Σπανούλη εποχή. Επιπροσθέτως, ο Ολυμπιακός ευτύχησε να ανανεώσει για μία ακόμη διετία τον Σάσα Βεζένκοφ (με χρήματα που αυτή τη στιγμή είναι λιγότερα της εκτοξευθείσας χρημαστηριακής του αξίας), ενώ τον περασμένο Σεπτέμβριο επέκτεινε για τρία ακόμη χρόνια τη συνεργασία του με τον Κώστα Παπανικολάου.

Αν σε όλα τα παραπάνω, προσθέσουμε την αγωνιστική υπέρβαση του Λαρεντζάκη (έδωσε περισσότερα απ' όσα πίστευε ο προπονητής του) αλλά και ότι τρεις από τους έξι ξένους της ομάδας ικανοποίησαν με την απόδοσή τους και ήδη βρίσκονται στον σχεδιασμό της νέας σεζόν (ο ΜακΚίσικ που ανανέωσε, ο Μάρτιν που είχε διετές και ο Ζαν Σαρλ που θα ενεργοποιηθεί η προοπτική ανανέωσης), τότε θα διαπιστώσουμε ότι πλην Τζένκινς και Χάρισον (απογοήτευσαν) και του Έλις (δεν δικαίωσε τις προσδοκίες), το αγωνιστικό πλάνο της ομάδας είχε περισσότερες ευστοχίες από αστοχίες.

Υλικό για playoffs με εξαίρεση την χαμηλή στάθμη αμυντικής ενέργειας στην περιφέρεια!

Από την άποψη, λοιπόν, της απόδοσης του έμψυχου δυναμικού, η αποτυχία του μοναδικού εφετινού εγχειρήματος γίνεται πιο εμφατική. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι οι Πειραιώτες δεν κατάφεραν ποτέ να βρουν ρυθμό διαρκείας και όταν έβρισκαν μία δυναμική, δεν μπορούσαν να την διατηρήσουν.

Πότε την έχαναν από κρούσματα covid-19 (οι δύο εβδομάδες απραξίας του Νοεμβρίου και η εντός έδρας ήττα από την Μπασκόνια, χωρίς ψηλούς, ήταν το πρώτο σοβαρό χτύπημα), πότε από τραυματισμούς (ο Παπανικολάου δεν ξανάπαιξε από τα Χριστούγεννα και μετά), πότε από την έλλειψη συγκέντρωσης στα παιχνίδια του άδειου Σταδίου «Ειρήνης και Φιλίας», αλλά και από την φανερή αδυναμία στην περιφερειακή άμυνα (ειδικότερα απέναντι σε ομάδες με αθλητικούς guards).

Αυτοί οι δύο τελευταίοι παράγοντες, σε συνδυασμό με το διαφορετικό μήκος κύματος, στο οποίο έφτασαν κάποια στιγμή να βρίσκονται οι περισσότεροι παίκτες σε σχέση με τον Γιώργο Μπαρτζώκα (με την ευθύνη να ισομερίζεται), θεωρώ ότι έπαιξαν κομβικό ρόλο για τον πρόωρο αποκλεισμό του Ολυμπιακού από τα playoffs.

Αν ρίξουμε μία ματιά στις πρώτες τέσσερις σεζόν που η Euroleague διεξάγεται με το ισχύον σύστημα, μπροστά στους φιλάθλους τους, στην χειρότερη περίπτωση (πέρυσι και πρόπερσι) οι ερυθρόλευκοι έκαναν μάξιμουμ πέντε ήττες! Το εφετινό κοντέρ σταμάτησε στις διπλάσιες (10) και ειδικότερα εκείνες από την Ζάλγκιρις, την Βαλένθια, την Βιλερμπάν και τον Παναθηναϊκό (οι δύο τελευταίες «πόνεσαν» περισσότερο) να είχαν αποφευχθεί, τώρα θα ζούσαν στον «πυρετό» των playoffs.

Άλλωστε μέχρι την 20η αγωνιστική, οπότε και άρχισε η «κατηφόρα» και για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία του συλλόγου η ομάδα έχασε επτά διαδοχικά παιχνίδια, οι παίκτες του Γιώργου Μπαρτζώκα είχαν θετικό ρεκόρ (11-9) και βρίσκονταν εντός στόχου. Η ήττα στο Κάουνας και ο τρόπος που ήρθε σε συνδυασμό με το «βατερλό» από τον «αιώνιο αντίπαλο» στο ΣΕΦ, μοιάζουν να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την ψυχολογική καθίζηση που ακολούθησε.

Όσον αφορά την περιφερειακή άμυνα, η εφετινή διοργάνωση απέδειξε ότι οι ομάδες με αθλητικά και δυνατά παιδιά στις θέσεις των guards, που μπορούσαν να τρέξουν, να κυνηγήσουν και να πιέσουν στην άμυνα, ήταν αυτές που ξεχώρισαν.

Η Μπάρτσα με την καλύτερη άμυνα είχε τους Καλάθη, Κούριτς, Χίγκινς, Μπολμάρο. Η ΤΣΣΚΑ είχε τους Τζέιμς, Χάκετ και προς το τέλος τον Λούντμπεργκ. Η Εφές τους Μίτσιτς, Λάρκιν, Μπομπουά και Μπαλμπάϊ. Η Αρμάνι τους Ντιλέινι, Πάντερ και Ροντρίγκεζ. Η Μπάγερν τον Μπάλντουιν, τον Ουάϊλερ-Μπαμπ, η Φενέρμπαχτσέ τον Μπράουν και η Ρεάλ τον Καμπάτσο (γι' αυτό και υπέστη καθίζηση όταν έφυγε) και τον Τέιλορ.

Ο Ολυμπιακός, πλην του Τζένκινς και του ΜακΚίσικ (που δεν είχε σταθερό αμυντικό προσανατολισμό), δεν είχε άλλον παίκτη (ο Παπανικολάου έπαιξε λιγότερα από τα μισά παιχνίδια), που μπορούσε να φυλάξει αποτελεσματικά έναν ποιοτικό επιθετικό αλλά ούτε εκείνον που θα ανταποκρινόταν με σταθερότητα σε συνθήκες ενεργητικής ή παθητικής πίεσης. Συν τοις άλλοις, τα σχήματα με τον Σπανούλη και τον Σλούκα στο παρκέ, είχαν πάντα «αχίλλειο πτέρνα» την άμυνα, με τους αντίπαλους προπονητές, απολύτως φυσιολογικά να στοχεύουν από την αρχή με συνέπεια και υψηλό ποσοστό αποτελεσματικότητας τον 38χρονο “Kill Bill” αλλά και τον απρόσμενα αρνητικό στα ανασταλτικά του καθήκοντα "Slouki Luke" .

Εν κατακλείδι, με βάση όλα τα ανωτέρω, η «ερυθρόλευκη» αποτυχία κρίνεται φυσιολογική αν και κάλλιστα θα μπορούσε να αποφευχθεί γιατί τελικά προέκυψε στις λεπτομέρειες. Το ότι η ομάδα στόχευε τις 17-18 νίκες, τελείωσε με 16 και η πρόκριση «κλείδωσε» στις 19, δεν μετριάζει το τελικό αποτέλεσμα.

Παναθηναϊκός: Δεν είναι κακό να παραδεχτούμε ότι έπαιζε καλύτερα με Βόβορα!

Για τους «πράσινους», δεν μπορούμε να πούμε ότι ξεκίνησαν με το ίδιο ευνοϊκές συνθήκες, όπως αυτές που χαρακτήρισαν τον Ολυμπιακό. Η απόφαση του Δημήτρη Γιαννακόπουλου να διακόψει την οικονομική ενίσχυση της ομάδας και να απέχει από τα κοινά, αλλά και η αποχώρηση του “passe partout”, Μάνου Παπαδόπουλου (ήταν ο άνθρωπος που έλυνε όλα τα προβλήματα της ομάδας), ανάγκασαν τον σύλλογο να ξεκινήσει από το μηδέν.

Μέχρι και τις αρχές Ιουλίου, δεν υπήρχε ούτε οργανόγραμμα! Ο προπονητής (Βόβορας) είχε πάρει το χρίσμα πριν αποχωρήσει ο μεγαλομέτοχος της ΚΑΕ, ενώ στο ρόστερ υπήρχαν τρεις Έλληνες διεθνείς παίκτες (Παπαπέτρου, Παπαγιάννης και Μήτογλου), πάνω στους οποίους έπρεπε να «χτιστεί» ο βασικός κορμός.

Η μεγάλη αλλά όχι σκόπιμη καθυστέρηση στην λήψη αποφάσεων, κόστισε την απόκτηση ενός ποιοτικού point-guard, ο οποίος αποτελεί την πιο νευραλγική θέση για τον σχεδιασμό μίας νέας ομάδας. Η ανάληψη ευθυνών από τους παίκτες-σημαίες του «τριφυλλιού» (Αλβέρτης και Διαμαντίδης ανέλαβαν από κοινού ηγετικό ρόλο στο front-office και ο Καλαϊτζής τον πολύ σημαντικό ρόλο του team manager), είχε επικοινωνιακή αλλά και ουσιαστική επίδραση και προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού μεταξύ των φιλάθλων.

Ο πολύτιμος χαμένος χρόνος και οι ατυχείς επιλογές (μέσα στο πρόγραμμα πάντα) για την θέση του point-guard, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες του συλλόγου (απουσία του κόσμου και των εσόδων από τα εισιτήρια αλλά και ελλείψει επενδυτή, ο «εξάστερος» είχε το χαμηλότερο budget στην εφετινή διοργάνωση), υποχρέωσαν τους «πράσινους» να κινηθούν πολύ προσεκτικά στις μετεγγραφές και μοιραία να φτιάξουν ένα ρόστερ με το χαμηλότερο «ταβάνι» (από πλευράς αγωνιστικών στόχων), στην σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία της ομάδας.

Από επίσημα χείλη, βέβαια, οι στόχοι ποτέ δεν οριοθετήθηκαν. Στις 3 Ιούλη, όταν ο νέος πρόεδρος Παναγιώτης Τριαντόπουλος μαζί με το δίδυμο Αλβέρτη-Διαμαντίδη μίλησαν για τα χαρακτηριστικά που θα έχει το πλάνο της σεζόν, έγινε λόγος για αξιοπιστία στις οικονομικές υποχρεώσεις και προσπάθεια στήριξης της ομάδας σε μία δύσκολη καμπή. Τότε, άλλωστε, το ρόστερ δεν είχε κλείσει.

Στην media day, όμως, μιλώντας στην κάμερα του gTV, οι δύο γενικοί διευθυντές της ΚΑΕ αναφέρθηκαν στην δημιουργία ενός συνόλου που θα εκπέμπει αγωνιστική αξιοπρέπεια, θα είναι ανταγωνιστικό και που θα θέσει τις βάσεις, ώστε να χτιστεί κάτι στέρεο πάνω στην χρονιά που άρχιζε. Η διάθεση να στηριχθεί στο πρόσωπο του Γιώργου Βόβορα, ο προπονητής του Παναθηναϊκού και η θέση του να πάψει να αποτελεί «ηλεκτρική καρέκλα», ήταν δεδομένη και εκφράστηκε και δια στόματος του “Φράγκι”.

Το ξεκίνημα έδειξε ότι θα «πουλήσει ακριβά το τομάρι του»!

Η αλήθεια είναι παρά την αποτυχία στους βασικούς μετεγγραφικούς στόχους για την θέση του point-guard (Λαπροβίτολα και Μπράουν), τις αστοχίες με τις επιλογές του Τζάκσον και του Σάικς (έμεινε μόνο για έναν μήνα) και τις αναγκαστικές λύσεις που κλήθηκε να δώσει ο Σαντ-Ρος στον “άσο” (στην πορεία προστέθηκε και ο Μακ), η εικόνα των «πρασίνων» στα πρώτα 11 ματς, χαρακτηρίστηκε απ' όλα αυτά τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκαν οι δύο γενικοί διευθυντές.

Παρά το αρνητικό ρεκόρ (2-4) στο πολύ δύσκολο πρόγραμμα που είχε μέχρι την 6η αγωνιστική, ο Παναθηναϊκός έβγαζε μία ανταγωνιστική εικόνα (νίκησε εκτός την Χίμκι και εντός την Φενέρ), πάλευε όλα τα ματς στα οποία έχασε (Ολυμπιακό, Μπάρτσα, Εφές και ΤΣΣΚΑ) και σε γενικές γραμμές εξέπεμπε μία πολύ αξιοπρεπή εικόνα σε σχέση με το υλικό που διέθετε κι έδινε αμυδρές υποσχέσεις για σταδιακή βελτίωση.

Η πρώτη έμπρακτη και ρεαλιστική διαπίστωση ότι η ομάδα δεν θα πλησιάσει καν στην ζώνη της διεκδίκησης των playoffs, ήρθε στην πρώτη «διαβολοβδομάδα» επί ισπανικού εδάφους. Η απότομη προσγείωση από την Βαλένθια (-12) και η ήττα με κατεβασμένα τα χέρια δύο μέρες αργότερα στην Βιτόρια (-21), ήταν το πρώτο «καμπανάκι».

Ακολούθησε η «πανωλεθρία» από την Βιλερμπάν (-24) και παρ' ότι οι νίκες επί της Μπάγερν στο ΟΑΚΑ και επί της Αρμάνι στο Μιλάνο, έδωσαν κάποια ελπίδα, η κατά κράτος εντός έδρας ήττα από την Ζάλγκιρις και οι δύο κολλητές σε Τελ Αβιβ και Βελιγράδι, λίγο πριν την εκπνοή του 2020, άρχισαν την σταδιακή εξάτμιση της αυτοπεποίθησης και από το περιβάλλον των παικτών.

Έκανε «διορθώσεις» όταν το «τρένο» είχε χαθεί!

Με απολογισμό 5 νίκες και 11 ήττες στον πρώτο γύρο (εκκρεμούσε το ματς της Αγίας Πετρούπολης), ήταν πλέον οφθαλμοφανές ότι ο στόχος της ανταγωνιστικής πορείας στην Euroleague, είχε «τερματίσει». Αλλά όταν λέγεσαι Παναθηναϊκός όμως, και έχεις μπροστά σου άλλα 18 παιχνίδια, δεν νοείται να αντιμετωπίζεις τα μισά εξ' αυτών, το περισσότερο με αδιαφορία και το λιγότερο πετώντας «λευκή πετσέτα»!

Ειδικότερα όταν μπαίνεις στην διαδικασία να υποβάλλεις την ομάδα σε ένα «ηλεκτροσόκ», αλλάζοντας τον προπονητή που την «έχτισε» (με τα όποια λάθη στα οποία υπέπεσε) και εν συνεχεία πετυχαίνοντας ένα επικοινωνιακό και μπασκετικό «λαχείο», στο πρόσωπο του Μάριο Χεζόνια!

Είναι δεδομένο ότι κανείς δεν περίμενε από τον Όντεντ Κάτας να κάνει θαύματα! Ειδικότερα με ένα ρόστερ που έχει σχεδιαστεί με το χαμηλότερο budget της διοργάνωσης και σε μία χρονική συγκυρία που μοιραία, η ομάδα δεν κυνηγάει κάτι στην Euroleague. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά από το ξεκίνημα της θητείας του Ισραηλινού τεχνικού (δυστυχώς γι' αυτόν), οι παίκτες έμοιαζαν σαν να περιμένουν πότε θα τελειώσει το ευρωπαϊκό μαρτύριο.

Δεν είναι και οι καλύτερες συνθήκες για να αποδώσει ένας προπονητής που ξαφνικά «πετάχτηκε» στα «σαλόνια» του ευρωπαϊκού μπάσκετ μετά από 14 χρόνια και ο οποίος, συν τοις άλλοις, δεν ασχολείται ιδιαίτερα με το κομμάτι της άμυνας. Πολλώ δε μάλλον, όταν μετά την ψυχολογική νίκη επί του Ολυμπιακού, η ομάδα «χτυπήθηκε» από πολλαπλά κρούσματα covid-19 κι έμεινε για τρεις εβδομάδες χωρίς αγωνιστικό ρυθμό στην Ευρώπη.

Παρ' όλα αυτά, αν εξαιρέσουμε τα θεωρητικά βατά εντός έδρας ματς με την Βιλερμπάν, την Χίμκι, οι «πράσινοι» έβγαλαν σφυγμό και αντίδραση κόντρα στην Μακάμπι και ήταν εντυπωσιακοί στο 2ο μέρος με την Αρμάνι (ανατρέποντας μία διαφορά 20 πόντων), ενώ αποδείχτηκαν ανώτεροι των περιστάσεων μόνο στο ντέρμπι του ΣΕΦ.

Σε όλα τα υπόλοιπα ματς (με εξαίρεση το 2ο μέρος στην Μαδρίτη και τις μάχες με Μπάγερν στο Μόναχο και Μπάρτσα στο ΟΑΚΑ) παρουσιάστηκαν από αδιάφοροι έως αποκαρδιωτικοί στην άμυνα (μ.ο. 83,8π. από τότε που έγινε η αλλαγή στον πάγκο) και ωφελήθηκαν από ελάχιστα έως καθόλου από τις διορθωτικές κινήσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Παναθηναϊκός του Βόβορα δεχόταν κατά μέσο όρο 83,1 πόντους και με μεγάλο κέρδος τον Γιώργο Παπαγιάννη και με καλές στιγμές τον Ιωάννη Παπαπέτρου, είχε ρεκόρ 6-12, ενώ στις μέρες του Κάτας είχε 5-11, έχασε πέντε παιχνίδια με κατεβασμένα τα χέρια και σε γενικές γραμμές δεν παρουσίασε ούτε βελτίωση, αλλά ούτε και κάτι ελπιδοφόρο για το μέλλον! Με μοναδική εξαίρεση τον free agent το καλοκαίρι, Ντίνο Μήτογλου!

Συμπέρασμα: To Final 4 θέλει τύχη και τουλάχιστον 10 εκατομμύρια budget!

Με δεδομένο ότι περσινά τα playoffs δεν διεξήχθησαν (λόγω πανδημίας), φέτος φτάσαμε στη μοναδική σεζόν που το ελληνικό μπάσκετ, όχι απλά δεν θα έχει εκπρόσωπο στα προημιτελικά της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, αλλά επιπροσθέτως και οι δύο ομάδες μας ολοκλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους με περισσότερες ήττες από νίκες (ρεκόρ 16-18 ο Ολυμπιακός, 11-23 ο Παναθηναϊκός και 27-41 στο σύνολο).

Ο καταποντισμός της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό μπασκετικό προσκήνιο, άλλωστε, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι καμία ελληνική ομάδα δεν βρίσκεται μεταξύ αυτών που συνεχίζουν στα playoffs ή στο Final 8 των τριών κορυφαίων ευρωπαϊκών διοργανώσεων (Euroleague, Eurocup και BCL).

Πως μπορεί να αλλάξει αυτό; Σίγουρα χρειάζεται καλύτερος σχεδιασμός, επιστροφή του κόσμου στα γήπεδα (η συμπαράσταση των Ελλήνων φιλάθλων είναι ίσως η μεγαλύτερη στην Ευρώπη και προσθέτει πολλά συν στις ομάδες) και περισσότερη τύχη. Πρωτίστως, όμως, απαιτείται και μεγαλύτερη επένδυση, δηλαδή υψηλότερο budget.

Ανεξάρτητα αν το πλεονέκτημα έδρας, φέτος, έχει τον πιο εξασθενημένο ρόλο (με εξαίρεση τα ματς της Ρωσίας), μία ματιά στους προϋπολογισμούς των έξι εκ των επτά πρώτων ομάδων της βαθμολογίας (μόνο η Μπάγερν έχει budget πολύ λιγότερο από 18 εκατομμύρια Ευρώ), θα σας βοηθήσει να καταλάβετε γιατί με κάτω από 10 εκατομμύρια Ευρώ για παίκτες, δύσκολα θα «ονειρευτούμε» ξανά το Final 4!

Photo credit: Μάνος Περδικάκης

To 5o My Story είναι στον «αέρα» με τον Νίκη Ζήση να εξιστορεί μια ιστορία 6 ετών με τον Αντερσον Βαρεχάο, μετά την αγκωνιά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κρυφή συνάντηση στην Αθήνα Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού και πέντε ακόμη ομάδων, δυσαρέσκεια κατά του Μπερτομέου!

Ο Μπερτομέου κάλεσε έκτακτο συμβούλιο μετόχων

Παναθηναϊκός: Ο «πράσινος» έλεγχος στην regular season της EuroLeague (vids)

Παναθηναϊκός: Ο ευρωπαϊκός απολογισμός του Χεζόνια (vids & poll)

Ολυμπιακός: Ο έλεγχος παικτών και Μπαρτζώκα (vids)

Ο καταποντισμός της Ελλάδας φαίνεται στα playoffs

EuroLeague: Η 12η θέση δίνει €250.000 στον Ολυμπιακό, η 16η τίποτε στον Παναθηναϊκό!