Φάκελος Μακάμπι: Γιατί απέτυχε, οι μέτριες επιλογές και η αδυναμία στο crunch time

Φάκελος Μακάμπι: Γιατί απέτυχε, οι μέτριες επιλογές και η αδυναμία στο crunch time

Φάκελος Μακάμπι: Γιατί απέτυχε, οι μέτριες επιλογές και η αδυναμία στο crunch time
Η Euroleague Greece ανοίγει το… μαύρο κουτί της Μακάμπι Τελ Αβίβ επιχειρώντας τον εντοπισμό των αιτιών της φετινής αποτυχίας και του αποκλεισμού από τα Playoffs της διοργάνωσης.

Η φετινή ανηφόρα έγινε αντιληπτή από το ξεκίνημα της διοργάνωσης διότι άλλη ψυχολογία χτίζει μια ομάδα όταν στις πρώτες οκτώ στροφές ενός αγωνιστικού μαραθωνίου στρογγυλοκάθεται στις δάφνες των έξι νικών και αποκτά τη δυνατότητα διαχείρισης αγώνων έχοντας περάσει τη διαδικασία της αποσυμπίεσης (αυτό έγινε πέρυσι), από αυτή που αρχίζει με ποσοστό αποτελεσματικότητας χαμηλότερο του 30% (σ. σ. τρεις νίκες σε έντεκα αγώνες). Είναι οι δύο διαφορετικές όψεις του νομίσματος που είδε η Μακάμπι σε βάθος διετίας και δυστυχώς γι’ αυτήν, η κακή ήταν η φετινή. Αν δηλαδή είχε επενδύσει στην απόκτηση ψυχολογίας μέσα από τα αποτελέσματα στο ξεκίνημα της χρονιάς, αυτό γύρισε μπούμερανγκ γιατί στη διάρκεια της σεζόν δεν έφτασε στο επιθυμητό αγωνιστικό επίπεδο, ούτε κατάφερε να κρύψει τη δική της αλήθεια, το αναπόφευκτο βάσει ρεαλιστικών δεδομένων. Ποια είναι αυτή;

Πηγάζει μέσα από ένα από τα ισχυρότερα δόγματα των προπονητών το οποίο επιμένει ότι ««οι ομάδες χτίζονται το καλοκαίρι», αλλά αυτό που μας πέρασε και λόγω της ερμαφρόδιτης κατάστασης στην οποία υποβλήθηκαν κάποιες ομάδες, αυτό δεν κύλησε με ηρεμία. Προηγήθηκε η διακοπή των εθνικών Πρωταθλημάτων λόγω της πανδημίας και στη συνέχεια η ανάγκη ολοκλήρωσής τους με κάθε κόστος. Για τη Μακάμπι, η ιστορία περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο καθώς ο τελευταίος αγώνας (της περσινής χρονιάς) δόθηκε όταν σκάνε τα τζιτζίκια, στις 28 του Ιούλη. Υποχρεωτικά συρρικνώθηκε επικίνδυνα το διάστημα ξεκούρασης για τους αθλητές, τούτο δεν ξέφυγε από τις 15-20 ημέρες και βιολογικά είναι αδύνατο (σε τόσο μικρή περίοδο) να επανέλθει ένας επιβαρυμένος οργανισμός.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ;

Αυτός ο προβληματισμός εκφράστηκε και στις… καλύτερες οικογένειες, όχι μόνο σ’ αυτή της Μακάμπι, λόγω της νέας πραγματικότητας που διαμόρφωσε ο COVID 19. Εκείνη την περίοδο, η αγορά προσπαθούσε να βρει τα ζύγια της, κανείς δεν γνώριζε πότε θα ανοίξει η μεγαλύτερη εξ’ αυτών όπως είναι τούτη του ΝΒΑ, καλά-καλά οι πρώτες ουσιαστικές συζητήσεις για την τρέχουσα σεζόν στις Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν μήνα Σεπτέμβριο. Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν η μετάλλαξη της αγοράς σ’ ένα περιβάλλον αμφιβολιών, δικαίως οι παίκτες ανέπτυξαν μέσα τους την αίσθηση της αναποφασιστικότητας και οι ομάδες χρειάστηκε να σκίσουν και να σχεδιάσουν από την αρχή.

Η Μακάμπι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, ταυτόχρονα είχε να διαχειριστεί έναν ακόμη παράγοντα. Την απώλεια εσόδων περί των 10.000.000 ευρώ από τα εισιτήρια διαρκείας και τα μεμονωμένα εισιτήρια. Αυτό είναι το ποσό που προστίθεται κάθε χρόνο στο μπάτζετ της «ομάδας του λαού» και στοιχειοθετεί μια μορφή επιβράβευσης του κόσμου για τη διαρκή στήριξή του. Φέτος, αυτό το ποσό έφυγε από τον ισολογισμό της εταιρίας και κατ’ επέκταση από τον αγωνιστικό προϋπολογισμό. Πρακτικά αυτό σημαίνει, χαμηλότερο μπάτζετ, περιορισμένες επιλογές από το πάνω ράφι, προσθήκη παικτών χαμηλότερης ή αμφισβητήσιμης ποιότητας.

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΓΗΚΑΝ

Η εξέλιξη του scouting σε συνδυασμό με το εύρος των πληροφοριών που συγκεντρώνει ένα τεχνικό επιτελείο πριν καταλήξει σε κάποιον παίκτη, θεωρητικά, μείωσαν το ποσοστό ρίσκο. Στην πραγματικότητα όμως, κάθε μεταγραφή ισοδυναμεί με μια ζαριά ενός τζογαδόρου διότι η ορθότητα αυτής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Το περασμένο καλοκαίρι, με ξεκάθαρο στόχο τον περιορισμό του ποσοστού λάθους και βάσει του αγωνιστικού προϋπολογισμού, η Μακάμπι εμφανίστηκε ιδιαίτερα μετρημένη στις κινήσεις της. Διατήρησε τους περισσότερους παίκτες του βασικού κορμού (σ. σ. Ουίλμπεκιν, Ντόρσεϊ, Χάντερ, Μπράιαντ, Ντιμπαρτολομέο, Κολιάρο, Κάσπι, Ζουσμάν, Σάντι Κοέν) επενδύοντας προφανώς στην ομοιογένεια που την χαρακτήρισε την περασμένη σεζόν και η οποία την είχε οδηγήσει στην εξασφάλιση θέσης στα Playoffs δύο αγωνιστικές πριν το τέλος της κανονικής διάρκειας.

Στην πραγματικότητα προχώρησε στην απόκτηση τριών παικτών. Η επιλογή του Ντράγκαν Μπέντερ αποδείχθηκε λανθασμένη, αυτή του Άντε Ζίζιτς δεν είχε τον προσδοκώμενο βαθμό ανταπόκρισης, ενώ ο Κρις Τζόουνς έδειξε την ικανότητά του αλλά δεν έλυσε ένα από τα βασικά προβλήματα της ομάδας. Στη ρακέτα, η Μακάμπι δεν είχε τα χαρακτηριστικά της σκληροτράχηλης ομάδας, για να το απλουστεύσουμε, έπαψε να διαθέτει τον περσινό τσαμπουκά.

ΟΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΛΗΓΩΣΑΝ

Αυτό το κεφάλαιο σηκώνει ανάλυση γιατί, μπορεί ένας παίκτης (θεωρητικά) να επιστρέψει από έναν τραυματισμό και να υπολογίζεται στο ρόστερ της ομάδας αλλά μπορεί να μην καταφέρει ποτέ να επανέλθει στο επίπεδο που ήταν ή μάλλον, να ανταποκριθεί στον ρόλο του. Φέτος η Μακάμπι κλήθηκε να διαχειριστεί 2+1 σοβαρούς τραυματισμούς. Οι προβολείς εστιάζουν στην περίπτωση του Όμρι Κάσπι, τούτο εμπεριέχει λογική, γιατί εκτιμήθηκε ότι ο πολύπειρος Ισραηλινός φόργουορντ θα μπορούσε να διαδραματίσει τον ρόλο του ηγέτη. Έπειτα μάλιστα από την περσινή (εξαιρετικά) δύσκολη σεζόν όπου επίσης λόγω τραυματισμού περιορίστηκε τους έξι αγώνες. Φέτος έπαιξε σε 13, προσπαθώντας να βρει αγωνιστικό ρυθμό και είναι αλήθεια ότι δεν τα κατάφερε.

Ο Γιοβέλ Ζουσμάν δεν έχει ρόλο πρωταγωνιστή αλλά είναι ο παίκτης των ειδικών αποστολών, αυτός που συνδέει την περιφερειακή με τη γραμμή των ψηλών στην άμυνα (λόγω ταχύτητας, αντίληψης, deflection και μεγάλων χεριών) και από τους βασικούς εκφραστές της Μακάμπι στο transition παιχνίδι. Μπήκε στο… παιχνίδι μετά τη 12η αγωνιστική στη δική του μάχη για να βρει πατήματα και ρυθμό.

Ο τρίτος της παρέας είναι ο Τζόν Ντιμπαρτολομέο, ο απομηχανής θεός της Μακάμπι στο πρώτο μισό της περσινής χρονιάς. Αυτός ήταν ο… άσος στο μανίκι του Γιάννη Σφαιρόπουλου διότι πρόσφερε πόντους, δημιουργία, κλέψιμο μπάλας αλλά η χρονιά γι’ αυτόν ολοκληρώθηκε στη 13η αγωνιστική όταν τραυματίστηκε σοβαρά. Πριν καλά-καλά πατήσει στο παρκέ, προέκυψε κι άλλος σοβαρός τραυματισμός. Η επιστροφή έπειτα από σχεδόν 14 μήνες δεν είναι απλή υπόθεση. Γύρισε μετά τη 10η αγωνιστική αλλά η φετινή χρονιά είναι μεταβατική γι’ αυτόν.

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΥΧΗ

Παλιότερα στέκονταν στα λεγόμενα «special moments», πλέον το «βαφτίσαμε»… «crunch time», οι προπονητές άλλων δεκαετιών απλώς έλεγαν οι «στιγμές των αγώνων». Ό,τι κι αν διαλέξει η Μακάμπι από τα τρία, το πρόσημο είναι αρνητικό. Πρόκειται γι’ αυτό που σημειώσαμε στις πρώτες γραμμές αυτού του κειμένου, τον απολογισμό των τριών νικών στους πρώτους έντεκα αγώνες. Η Μακάμπι γνώρισε οκτώ ήττες, οι έξι εξ’ αυτών με διαφορά μικρότερη των τεσσάρων πόντων. Στο ΣΕΦ την «σκότωσε» ο Χάρισον του Ολυμπιακού, το ίδιο έκανε και ο Μάλκολμ Ντιλέινι με την Αρμάνι, ακολούθησε ο Σαμ Βαν Ρόσομ με τη Βαλένθια, υπολογίστε και τα τρίποντα που δεν έβαλε η ίδια. Συνολικά τα παιχνίδια που κρίθηκαν στους 4 ή και λιγότερους πόντους και τελείωσαν με ήττα για τη Μακάμπι είναι 10! Η ουσία είναι ότι από το 3-8 δεν γυρίζεις εύκολα κι αυτό αποδείχθηκε στην περίπτωση της Μακάμπι. Πολλώ δεν μάλλον όταν αδυνατείς να λύσεις αγωνιστικά προβλήματα που βγάζουν μάτι όπως η…

…ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε στη διάρκεια της χρονιάς, αυτό που δεν κατάφερε να επιλύσει, πλην ελάχιστων αγώνων. Μπορεί όλοι οι κοντοί να τοποθετούνται στο ευρύ… καζάνι των γκαρντ, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Βασικά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που δημιουργούν για τους άλλους και στους αντίστοιχους για τους εαυτούς τους. Φέτος, οι γκαρντ της Μακάμπι έχουν το δεύτερο στοιχείο με χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι τέσσερις «κοντοί», Ουίλμπεκιν-Τζόουνς-Ντόρσεϊ-Ντιμπαρτολομέο έδωσαν συνολικά 9.1 τελικές πάσες.

Αυτός ο αριθμός είναι τρομερά χαμηλός για ομάδες που θέλουν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διοργάνωση. Καθόλου τυχαία, φέτος η ισραηλινή ομάδα είναι η 16η της Euroleague με 15.9 ασίστ κατά μέσο όρο κι ενώ πέρυσι ήταν 10 έχοντας 1.2 επιπλέον. Η σημασία της απόστασης φαίνεται περισσότερο στα συγκεντρωτικά νούμερα. Η περσινή Μακάμπι μοίρασε 479 ασίστ και είχε 364 λάθη και φέτος έχει 447 ασίστ με 377 λάθη. Αυτή η αναλογία δείχνει τον αριθμό των κατοχών της κάθε ομάδας, σε συνδυασμό ασφαλώς με τα επιθετικά ριμπάουντ. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Μακάμπι έδειχνε στατική στο επιθετικό παιχνίδι της, μειονεκτούσε σε κυκλοφορία μπάλας και δημιουργία, υποχρεωτικά πήγαινε περισσότερο σε παιχνίδι ένας εναντίον ενός. Εδώ υπολογίστε τις επιλογές που δεν βγήκαν, τους τραυματίες που δεν επανήλθαν, αλλά και τη πεσμένη (φέτος) απόδοση του Σκότι Ουίλμπεκιν. Βελτιώθηκε στη δημιουργία με τις 4.1 ασίστ, αλλά σκόραρε λιγότερο με τους 14.5 πόντους, κυρίως όμως με χαμηλότερο ποσοστό στο τρίποντο (33.2%) το οποίο έπεσε δέκα ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με πέρυσι.

Στην επίθεση, ο φετινός μέσος όρος πόντων (76.7) της Μακάμπι είναι χαμηλότερος σε σχέση με τον περσινό (81.8) κι αυτό εξηγείται μέσα από την πτώση της σε όλες τις στατιστικές κατηγορίες. Γιατί πέρσι σούταρε καλύτερα από μακρινή και κοντινή απόσταση, είχε δημιουργία και λιγότερα λάθη. Συν ένα ακόμη στοιχείο. Το κλέψιμο μπάλας καθώς πέρυσι η Μακάμπι ήταν η κορυφαία ομάδα της Euroleague με 7.75 κατά μέσο όρο. Βέβαια, κλέψιμο από… κλέψιμο έχει διαφορά. Έχει αξία πού θα γίνει, ποιες προϋποθέσεις υπάρχουν για απόλυτη αξιοποίησή του στο ανοιχτό γήπεδο. Στη Μακάμπι δεν έφταιξε τόσο το γεγονός ότι φέτος δέχθηκε 0.5 περισσότερους πόντους από πέρυσι, όσο ότι δεν είχε την επιθετική άμυνα της περσινής χρονιάς.

ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Αυτή είναι η επόμενη κίνηση που οφείλει να κάνει η Μακάμπι και κρίνοντας από τα δημοσιεύματα του ισραηλινού Τύπου, το έχει πράξει. Η αλήθεια δεν κρύβεται εξάλλου και στη «ομάδα του λαού» ήδη συζητούν για την επόμενη σεζόν με αίσθημα εμπιστοσύνης για τον Γιάννη Σφαιρόπουλου καθώς είναι ο άνθρωπος που έβαλε τη Μακάμπι στη σωστή ρότα και την αντίληψη ότι ο αγωνιστικός προϋπολογισμός θα πρέπει να επανέλθει σε περσινά επίπεδα. Με την ελπίδα ότι η φετινή χρονιά (σε εγχώριο επίπεδο) δεν θα τραβήξει σε μάκρος κι έτσι θα δημιουργηθούν συνθήκες κανονικότητας για τη δημιουργία κάτι καινούργιου. Διότι αλλαγές θα υπάρξουν, κανείς δεν ξέρει τον αριθμό, σίγουρα όμως θα πραγματοποιηθούν προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της ποιότητας του συνόλου.