Ντούσαν Ίβκοβιτς, «δεν είναι τίποτα να λείπεις...»

Μαριλένα Καλόπλαστου
Ντούσαν Ίβκοβιτς, «δεν είναι τίποτα να λείπεις...»
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, «έφυγε» την 16η μέρα του Σεπτέμβρη του 2021, αφήνοντας πίσω του άχρονη τη θύμησή του.

Λίγα πρόσωπα στον αθλητισμό αποπνέουν τέτοιο μεγαλείο. Είναι η αύρα τους, το βλέμμα, η περπατησιά και η φωνή τους. Ο τρόπος που μπαίνουν σ' ένα χώρο και γεμίζει μονομιάς. Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς υπήρξε μια τέτοια φιγούρα. Ένας από τους καλύτερους προπονητές που πάτησαν τα παρκέ, ένας θρυλικός δάσκαλος που ενέπνεε δέος και σεβασμό. Ένα πρόσωπο που αν μπορούσες να τον τοποθετήσεις σε ένα κινηματογραφικό καρέ, θα ήταν στην άκρη ενός κάπως μοναχικού μπαρ μειλίχιος κι απρόσιτος την ίδια στιγμή να πίνει ουίσκι. Θα ταίριαζε εξίσου όμως και σε σκληροπυρηνικού Γουέστερν στη μέση συμπλοκής μεταξύ συμμοριών και δεν θα είχε τον ρόλο του σερίφη.

«Ο πατέρας μου μού έδωσε πείσμα, επιμονή και πίστη στη δουλειά και με έμαθε ότι η οικογενειακή ανατροφή είναι το θεμέλιο του ανθρώπου. Μια μέρα μου είπε: Γιε μου, είναι καλύτερο να είσαι καλός τεχνίτης παρά κακός διανοούμενος», είπε κάποτε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο οποίος αποφοίτησε από τη Σχολή Μεταλλείων και Γεωλογίας στο Βελιγράδι, αλλά αποφάσισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του ότι το μπάσκετ ήταν ο δρόμος του, κι έτσι είχαμε την ευλογία να πάρουμε κάποιες τζούρες απ' το μεγαλείο του.

Αυτό που τράβηξε περισσότερο την προσοχή του μικρού Ντούντα στο μπάσκετ ήταν το γεγονός ότι ο στόχος ήταν σε οριζόντιο επίπεδο. Σε αντίθεση με τα γκολ στο ποδόσφαιρο ή στο χάντμπολ, η ιδιαίτερη επιδεξιότητα που απαιτείται για να στείλεις την μπάλα στο καλάθι. Επιπλέον, έχοντας από μικρός αγαπήσει τα περιστέρια άρχισε να παρομοιάζει τους μπασκετμπολίστες με αγωνιστικά περιστέρια που πετούσαν μαζί.

Για να καταλάβεις την ιερή του μοναδικότητα πρέπει να βρεθείς στο Βελιγράδι, στον τόπο του, να περπατήσεις στους δρόμους της συνοικίας Crveni Krst. Εκεί, στο σταυροδρόμι της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ο θρυλικός Σέρβος, δεν έχει περάσει στις συνειδήσεις ως απόλυτα θνητός. Εκεί, είναι πρόσωπο λατρευτικό, με τον τρόπο που θεοποιήθηκε ο Ντιέγκο Μαραντόνα απ' τους Ναπολιτάνους και τους Αργεντινούς.

Κι αυτό γιατί στις έξι δεκαετίες της ζωής του που αφιέρωσε στο μπάσκετ, συνδέθηκε ειλικρινά και βαθιά με κάθε σύλλογο, με κάθε παίκτη, με κάθε οπαδό που «άγγιξε» άμεσα ή έμμεσα με τις ενέργειές του. Η λατρεία του στα περιστέρια -αυτή που τελικά τού κόστισε τη ζωή- τον βοήθησε να γίνει ο «δάσκαλος» που υπήρξε. Μελετώντας τα, φροντίζοντάς τα, προσπαθώντας να καταλάβει τί έχουν ανάγκη. Με κέρδος εκείνα να του γαληνεύουν την ψυχή, να τον «λυτρώνουν» από τον «τρελό κόσμο που ζούμε».

«Για να νιώσεις κοντά στα περιστέρια πρέπει να συγκεντρωθείς και να αρχίσεις να σκέφτεσαι σαν περιστέρι. Είναι απαραίτητο αν θέλεις να καταλάβεις τί θέλουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους παίκτες. Σχέσεις μεταξύ προπονητών και παικτών δεν υπάρχουν αν δεν υπάρχει ψυχολογική σχέση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Φυσικά, δεν μπορείς να συγκρίνεις παίκτες και περιστέρια, αλλά κατά τη διάρκεια της καριέρας μου δεν είχα ποτέ ψυχολόγο στην ομάδα. Πάντα δημιουργούσα μόνος μου αυτές τις ψυχοθεραπευτικές σχέσεις». Δικά του λόγια.

Γιατί στο τέλος, αυτό είχε και τη μεγαλύτερη σημασία για εκείνον, τόσα για τα ζώα στα πρόσωπα των οποίων ο άνθρωπος συμβόλισε την Ειρήνη, όσο και για τους παίκτες του, να τα δει να μεγαλώνουν, «αυτή είναι η ομορφιά, όταν ένα περιστέρι μεγαλώνει, στο λαιμό του εμφανίζονται λιλά, πράσινα και γκρίζα φτερά. Όταν ο ήλιος λάμπει και οι ακτίνες πέφτουν στο λαιμό του, σε αυτή την αντανάκλαση βλέπεις τα πιο όμορφα χρώματα στον κόσμο».

Στη ζωή του ο Ντούσαν περπάτησε αφήνοντας να τον πλησιάσουν πραγματικά μόνο οι παίκτες του και τα περιστέρια. Δεν ήταν δύστροπος ήταν όμως κάπως διστακτικός με τους ανθρώπους. Επέτρεπε να τον διαβάσει κανείς τόσο όσο ήθελε εκείνος. Παρέμενε ωστόσο και αφοπλιστικά ειλικρινής κι αυθόρμητος.

Αν θες να «ψάξεις» τον Ντούντα δεν θα τον βρεις στους τίτλους που κατέκτησε. Θα τον βρεις στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου στη δεύτερη θητεία του ως προπονητής του Ολυμπιακού και στην απάντηση: «τόσα χρόνια ο Παναθηναϊκός είχε ένα πλεονέκτημα στον πάγκο, όχι πια γιατί τώρα είμαι εγώ εδώ». Ή σε εκείνο το βίντεο στο οποίο ο Βασίλης Σπανούλης προπονείται στο άδειο ΣΕΦ και μπαίνει από τη φυσούνα και λέει με τον χαρακτηριστικό του τρόπο «ο μεγαλύτερος εργκάτης, πάντα το έλεγα». Στρέφει το βλέμμα του ο «kill Bill» και χάνει λίγο από το μεγαλείο του κοιτώντας τον. «Μικραίνει», σα να κρατούσε μπάλα για πρώτη φορά, γιατί του απευθύνεται εκείνος.

Θα τον βρεις στο αγαπημένο του εστιατόριο στην οδό Σκανταρλίγια, στο Βελιγράδι και στον σεβασμό του Δημήτρη Μητροπάνου που κέρδισε επάξια. Θα τον βρεις στην παραλία της Όστια που πήγε τα «ερυθρόλευκα παιδιά» του, πριν τον τελικό της Ρώμης αντί για το «Παλαέουρ». Στη βόλτα στον Βόσπορο με το βαρκάκι που αποφάσισε να πάνε πριν από εκείνον της Πόλης. Στο πώς στέκεται στο «πεταχτάρι» του Γιώργου Πρίντεζη σχεδόν ανέκφραστος γιατί απομένουν κάποια δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του αγώνα. Ή στον τρόπο που λύγισε ο «αλήτης» Σάσα Ντανίλοβιτς ένας από τους πιο σκληρούς τύπους που έπαιξαν το άθλημα, τη μέρα που έφυγε απ' τη ζωή.

Θα τον βρεις σε όλα εκείνα τα μπουκάλια που ήπιες ως το τέρμα γιατί στην τελική «δεν είναι τίποτα να λείπεις»...

«Να λείπεις ― δεν είναι τίποτα να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο…»

Απόσπασμα από το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου «Οι γειτονιές του κόσμου»

@Photo credits: INTIME