To δέντρο με τα κλαδιά

To δέντρο με τα κλαδιά
Ο Νίκος Παπαδογιάννης ξαναζεί το «Μπερσί» και θυμάται τη νύχτα που ξόρκισε τα φαντάσματα, μετά τις 8 αποτυχημένες απόπειρες των ελληνικών ομάδων σε φάιναλ-φορ.

Το φάιναλ-φορ του Παρισιού πλησίαζε, όπως και οι τε­λικοί της Α1. Το δίπολο Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού είχε ήδη εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του εντός των τειχών και ο πόλεμος των άστρων βρισκόταν στην κορύφωσή του. Οι «κόκκινοι» προέρχονταν από δύο χαμένους τελικούς Κυπέλ­λου Πρωταθλητριών, αλλά θεωρούσαν επιτυχημένα τα φάι­ναλ-φορ του 1994 και του 1995, ένεκα του διπλού θριάμβου επί του Παναθηναϊκού στους πολύκροτους ημιτελικούς.

Το τρόπαιο τους ενδιέφερε σαφώς λιγότερο, αλλά ουδείς στο λιμάνι φανταζόταν ότι ο Παναθηναϊκός θα κατόρθωνε να αλώσει τον ευρωπαϊκό θρόνο πριν αποθέσει τα οπίσθιά του στον εγχώριο. Ο Ολυμπιακός του Γιάννη Ιωαννίδη μετρούσε τρεις συνεχόμενους τίτλους στην ελληνική, ενώ το «τριφύλ­λι» 12 χρόνια ανομβρίας.

Ο Παναθηναϊκός προκρίθηκε στο φάιναλ-φορ του Παρι­σιού, ενώ ο Ολυμπιακός αποκλείστηκε. Πίσω στο λιμάνι, ο Γιάννης Ιωαννίδης έτρωγε τα λυσσακά του.

«Προπόνηση Τρίτη βράδυ, προπόνηση Πέμπτη βράδυ», πρόσταξε τους παίκτες του. Πάνω στο δόξα πατρί του φάι­ναλ-φορ, φυσικά. Την ώρα του ημιτελικού και την ώρα του τελικού. Παναθηναϊκός-ΤΣΣΚΑ και Παναθηναϊκός-Μπαρ­τσελόνα. Το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας βυθίστηκε στο ημί­φως της μελαγχολίας.

Στην Πόλη του Φωτός ταξίδεψαν 10 χιλιάδες Έλληνες. Στον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, ο Ντομινίκ Ουίλ­κινς έγραψε 35άρα και έκανε τους ανθρώπους που πλήρωναν το παντεσπάνι του να παραληρούν. Οι παράξενοι που συνη­θίζουν να κοιτάζουν το δεξί μισό της στατιστικής εκστασιά­στηκαν με το μικρό αριστούργημα του Στόγιαν Βράνκοβιτς, του ίδιου που είχε προσυπογράψει με μία τάπα στο Τρεβίζο την πρόκριση του Παναθηναϊκού: 8 πόντοι, 12 ριμπάουντ, 7 μπλοκ, 3 ασίστ, 0 λάθη.

«Αυτός είναι ικανός να κερδίσει το MVP ενός αγώνα χω­ρίς να σκοράρει καθόλου», προφήτευσε κάποιος οξυδερκής μέσα στο στριμωξίδι των δημοσιογραφικών θεωρείων, ακρι­βώς απέναντι από τις τηλεοπτικές κάμερες.

Στο ξεκίνημά του, ο τελικός θύμιζε πικνίκ. Στο ημίχρονο, ο Παναθηναϊκός είχε διψήφιο προβάδισμα. Δύο λεπτά πριν το τέλος, η διαφορά παρέμενε σε διψήφιο νούμερο και οι διορ­γανωτές στόλιζαν την κούπα με πράσινη κορδέλα για να μην καθυστερεί το τελετουργικό και σχολάσουν τα εστιατόρια στο Μαρέ.

Ο Φραγκίσκος Αλβέρτης σκόραρε σαν σεληνιασμένος μολονότι τραυματίας (17 πόντοι), ο Ντομινίκ γινόταν διπλός πράκτορας με πόντους (16) και ριμπάουντ (10), ο Γιαννάκης κρατούσε τα ηνία με βλέμμα που έκαιγε το κρανίο των αντι­πάλων του, ενώ ο Βράνκοβιτς ρύθμιζε την εναέρια κυκλοφο­ρία χωρίς να ζητάει ποτέ την μπάλα. Η τελική στατιστική του αγώνα τον βρήκε με 0/1 σουτ σε 34 λεπτά συμμετοχής.

Οι ελάχιστοι Καταλανοί θεατές είχαν λουφάξει και οι πά­μπολλοι Έλληνες χόρευαν όρθιοι μπροστά στα κατακόκκινα καθίσματα. Οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι ίσιωναν τις γραβά­τες τους για την απονομή, ενώ η σύζυγος του ατσαλάκωτου Μπόζινταρ Μάλκοβιτς ετοίμαζε χώρο στην τροπαιοθήκη του αντρούλη της, πίσω στο Σπλιτ. Η κατάρα μίας οκταετίας γκρεμισμένων ονείρων έπνεε τα λοίσθια στο παρκέ του «Παλέ ντε Μπερσί».

Στα καθίσματα των δημοσιογράφων, τα πρώτα πούρα εμ­φανίστηκαν ένα τρίλεπτο προτού ολοκληρωθεί ο τελικός. «Αν δεν βγει να τραγουδήσει η χοντρή, εγώ πούρο δεν ανά­βω», είπε πίσω μου μία παλιοσειρά, που είχε ζήσει από κοντά τα δράματα των προηγούμενων ετών: Γάνδη, Μόναχο, Σα­ραγόσα, Αθήνα, Τελ Αβίβ, πάλι Σαραγόσα, μηδέν στα έξι με οχτώ ομάδες. H χοντρή της παριζιάνικης Όπερας καθυστε­ρούσε. Ακόμη έκανε γαργάρες μπροστά στον καθρέφτη της.

Περίπου 2:50 πριν ξεκινήσουν οι άριες, το σκορ ήταν 63-52. Τότε, οι χίμαιρες έστησαν χορό και το σενάριο της αυτοκα­ταστροφής άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Ο Αλβέρτης παραχώρησε φάουλ για τρεις βολές, το 5ο του. Ο Γιαννάκης έπεσε σε παγίδα και έχασε την μπάλα πριν φτάσει στη σέντρα. Ο Κόρφας, που δεν αστοχούσε ποτέ από τη γραμμή, σημάδεψε δύο φορές το σίδερο. Ο Οικονόμου τράκαρε και πυροδότησε ισπανικό αιφνιδιασμό. Η ατσάλινη άμυνα δέχθηκε «γκολ φάουλ» από τον σπιθαμιαίο Γκαλιλέα.

Το σκορ έγινε με συνοπτικές διαδικασίες 67-66, αφού η Μπαρτσελόνα χρειάστηκε μόλις εκατό δευτερόλεπτα για να σκαρώσει αυτό το 4-14. Ο Ντομινίκ σούταρε άτσαλα από απόσταση επαφής, αλλά ο Βράνκοβιτς άρπαξε το πολύτιμο επιθετικό ριμπάουντ και ο Παναθηναϊκός ανανέωσε την κα­τοχή της μπάλας. Το χρονόμετρο έγραφε 00:35 και ένα καλά­θι των «πρασίνων» μπορούσε να αρχειοθετήσει τον τελικό.

Αλλά ποιος θα έπαιρνε την ευθύνη για το μεγαλύτερο σουτ στην έως τότε ιστορία του ελληνικού συλλογικού μπά­σκετ; Ποιος, από τους πέντε απρόθυμους;

Ο Τζον Κόρφας κόντεψε να τρυπήσει το παρκέ από τις ντρίμπλες, ώσπου αποφάσισε να ξεφορτωθεί την μπάλα. Ο Γιαννάκης την παρέλαβε μέσα σε κλοιό, έφαγε μία γονατιά, μπουρδουκλώθηκε και την άφησε να ξεγλιστρήσει από τα ροζιασμένα δάχτυλά του, την ίδια στιγμή που το χρονόμετρο της επίθεσης (των 30 δευτερολέπτων) μηδενιζόταν. Ο χρόνος σταμάτησε, μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Η γραμματεία σταμάτησε το ρολόι, αλλά η κόρνα έμεινε σιωπηλή. Οι ιαχές έδωσαν τη θέση τους σε στριγγλιές. Οι φωτογραφίες της στιγμής, από τον πάγκο, την εξέδρα και το παρκέ, απαθανάτισαν μάτια έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες. Οι Ισπανοί ξεχύθηκαν στον αιφνιδιασμό, τρεις ενα­ντίον ενός. Ο Κόρφας επιχείρησε ένα απονενοημένο πλονζόν για να αποσοβήσει το μοιραίο, αλλά έπιασε αέρα κοπανιστό. Τρεις συμπαίκτες του τραβούσαν τα ιδρωμένα μαλλιά τους, μαρμαρωμένοι στην άλλη άκρη του γηπέδου.

Ένας, μόνο ένας, βρέθηκε σε κατάσταση εγρήγορσης ενώ­πιον του κόκκινου συναγερμού. Ήταν ο κατάλληλος άνθρω­πος, στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή.

Άλλος στη θέση του θεόρατου Στόικο δεν θα προλάβαινε να διασχίσει έγκαιρα τον αγωνιστικό χώρο, στα 2-3 δευτερό­λεπτα που κυλούσαν βασανιστικά μέσα στο μυαλό των θεα­τών. Ο χρόνος έμοιαζε να αιωρείται πάνω από το παρκέ. Ο Βράνκοβιτς έδωσε ένα σάλτο και υπερπήδησε τον ισοπεδω­μένο Κόρφα, σαν καθαρόαιμο άλογο ιππασίας. Ο Φερνάντεθ προσπάθησε να τον εκτροχιάσει με μία σπρωξιά, αλλά δεν είχε τη δύναμη του Κροάτη.

«Έρχεται ο πύργος του Άιφελ», κραύγασε ο Λουκάς Πα­παϊωάννου από το μικρόφωνο της ΕΤ1. Με σάρκα, οστά, φτερά στα πόδια και ένθεη μανία στην καρδιά. Ο μονό­φθαλμος κύκλωπας των 217 εκατοστών έφτασε στο πόστο του τσαλαπατώντας όποιον βρήκε μπροστά του και άπλωσε τα κλαδιά του σαν θεόρατο δέντρο, ακριβώς τη στιγμή που ο Μοντέρο επιχειρούσε το λέι-απ της μεγάλης ανατροπής. Καθυστερημένος, ωστόσο, κατά ένα ανεπαίσθητο κλάσμα του δευτερολέπτου.

Η μπάλα βρήκε ελάχιστα στο ταμπλό και εξοστρακίστηκε μακριά από το καλάθι, σπρωγμένη από τα κουπιά του Στό­γιαν. «Μετράει! Μετράει! Μετράει!» ωρύονταν εξ αποστά­σεως οι Ισπανοί. «Νόου, δεν μετράει», είπαν ο Ισραηλινός Βιρόβνικ και ο Γάλλος Ντοριζόν, ο οποίος βρισκόταν πιο κο­ντά. «Το ρολόι», φώναξε κάποιος, «κοιτάξτε το ρολόι, είναι σταματημένο». Αλλά το ματς δεν είχε σταματήσει. Η φάση συνεχιζόταν σε κενό χρόνου.

«Μέσα στον χαλασμό, δεν ήξερα αν κερδίσαμε ή χάσαμε», παραδέχθηκε μετά ο Βράνκοβιτς: «Μετά την τάπα, έσκασα στο παρκέ σαν καρπούζι. Σηκώθηκα άρον άρον και ξαναστή­θηκα κάτω από το καλάθι, σαν ζαλισμένο κοτόπουλο».

Ο Γκαλιλέα πήρε την μπάλα, είδε το χρονόμετρο κολλημέ­νο στα 04:9 και δεν ήξερε τι να κάνει. «Σούταρε, όμπρε!» του φώναξαν οι συμπαίκτες του. Σαστισμένος αυτός, πήρε φόρα και τράκαρε πάνω στον Οικονόμου, ο οποίος έκλεψε εύκολα την μπάλα. Ήταν το τέλος ή ίσως η αρχή.

Ακόμα και η χοντρή σοπράνο που βγήκε στη σκηνή για το ανκόρ κοίταζε μουδιασμένη δεξιά κι αριστερά. Όφειλε να τραγουδήσει στα ελληνικά ή στα ισπανικά; Ρεμπέτικα της πα­λιάς Αθήνας ή κανένα σπανιόλικο φλαμένγκο; Ανήμπορη να αποφασίσει, αποσύρθηκε στο καμαρίνι της και έδωσε σύνθη­μα για να ξεκινήσει βαβυλωνιακή ομοβροντία σκληρού ροκ.

Αρχικά, οι Καταλανοί κατάλαβαν ό,τι κατάλαβαν οι σχο­λιαστές της ελληνικής τηλεόρασης, δηλαδή τίποτε απολύτως. Οι Έλληνες άναψαν επιτέλους τα μισοφαγωμένα από την αγωνία πούρα και ξαμολήθηκαν στο παρκέ για να γιορτά­σουν τον θάνατο της άρπυιας, το τέλος της κατάρας. Ο Γιαν­νάκης παρέλαβε πρώτος το τρόπαιο που ονειρευόταν σχεδόν δέκα χρόνια και πανηγύρισε σαν μικρό παιδί. «Το αφιερώνω στην πατρίδα μου, που έχει λιγότερα από όσα αξίζει», δήλωνε στα μικρόφωνα που τον πλησίαζαν.

Ο Ντομινίκ φορούσε το διχτάκι για περιδέραιο και με­τρούσε μέσα του τα δολάρια του πριμ. Ο Μάλκοβιτς έσκασε κάτι σαν ανθυποχαμόγελο. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης έκοβε βόλτες στον αγωνιστικό χώρο και υποσχόταν «συνέχεια του χρόνου στη Ρώμη», λες και το κύπελλο πρωταθλητριών του μπάσκετ ανήκε στο ποδόσφαιρο. Οι Γιαννακόπουλοι υπό­σχονταν πριμ εκατομμυρίων δεξιά κι αριστερά. Οι οπαδοί άναβαν τα καπνογόνα δέκα δέκα. Και η εύσωμη ντιζέζ περί­μενε στο ακουστικό της κάνοντας γαργάρες.

Το αποδυτήριο των διαιτητών, ακριβώς δίπλα στο δικό της καμαρίνι, μετατράπηκε βαθμηδόν σε πολιορκημένο οχυρό. Γκρίζες στολές, μαύρα κουστούμια, μπλαουγκράνα ιδρωμέ­νες φανέλες, πράσινα πούρα, ποικιλόχρωμα στυλό και μικρό­φωνα, βρισιές και ζητωκραυγές σε ανεξιχνίαστες διαλέκτους, όλα τούρλα, μέχρι τη μελέτη της ένστασης που με οργισμένες πινελιές κατέθεσε η ηττημένη Μπαρτσελόνα.

Μισή ώρα. Μία ώρα. Μιάμιση ώρα. Δύο ώρες. Τρεις ώρες. Τέσσερις ώρες. «Η απονομή έγινε, πάμε να φύγουμε, απο­κλείεται πια να μας πάρουν το κύπελλο και να το παραδώ­σουν στους Ισπανούς», είπαν οι Έλληνες φίλαθλοι που διάλε­ξαν το Παρίσι και το μπάσκετ για να γιορτάσουν τη Μεγάλη Πέμπτη τους.

Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής των ορθοδόξων σή­μαναν οι πένθιμες καμπάνες για τους καθολικούς Ισπανούς. «Η ένσταση απορρίφθηκε και το φύλλο αγώνα του τελικού έκλεισε. Η επίμαχη φάση ήταν στην κρίση των διαιτητών», ανακοίνωσε ο κομισάριος Ναρ Ζανολίν, με στόμα που μύριζε, από την πείνα και το άγχος.

Δεν υπήρχε τότε ούτε VAR ούτε instant replay. «Ντεζολέ, έκανα λάθος», παραδέχθηκε ο Γάλλος ρέφερι Ντοριζόν όταν κάποιος τον παλούκωσε μπροστά στο βίντεο: «Το καλάθι του Μοντέρο έπρεπε να μετρήσει».

Και τι μ’ αυτό, μεσιέ; Το χρονόμετρο έπρεπε να σταματή­σει στα 04:09 δευτερόλεπτα, οπότε η δραματική φάση που ακολούθησε ήταν νεκρό γράμμα. «Εσκάνδαλο, μας λήστε­ψαν», έγραψαν οι ισπανικές εφημερίδες. «Παραλίγο να μας κλέψουν», απάντησε από την Αθήνα το Τρίποντο. «Εκτός των άλλων, οι διαιτητές όφειλαν να καταλογίσουν φάουλ υπέρ του Γιαννάκη, και μάλιστα αντιαθλητικό», δήλωσε στο Πα­ρίσι ο προπονητής της 4ης, Ρεάλ, αυτόκλητος υπερασπιστής των «πράσινων» συμφερόντων. Το όνομά του ήταν Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς.

Η Μπαρτσελόνα απείλησε ότι θα προσφύγει στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, αλλά ουδείς τής έδινε πια σημασία. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, σφάλματα και συγ­γνώμες δεν αναγνωρίζονται. «Ο Στάνκοβιτς ζει στην Αθήνα και διαρκώς υποστηρίζει τους Έλληνες», ξεσπάθωσε ο πρόε­δρος των Καταλανών. «Λένε ανοησίες οι Ισπανοί, το χρονό­μετρο βοήθησε αυτούς και όχι τον Παναθηναϊκό», απάντησε από την Αθήνα μασουλώντας θαλασσινά με ουζάκι ο Στάν­κοβιτς.

Δώδεκα μήνες αργότερα, η ίδια Μπαρτσελόνα ηττήθηκε από άλλη ελληνική ομάδα, τον Ολυμπιακό, σε έναν ακόμη ευρωπαϊκό τελικό, δεύτερο συνεχόμενο χαμένο για την ίδια, δεύτερο συνεχόμενο νικηφόρο για ελόγου μας. Ο προπονη­τής της, Αΐτο Ρενέσες, έμεινε αστεφής. «Μάγειρα» τον απο­καλούσε τότε ο πάνσοφος Έλληνας φίλαθλος.

«Το ελληνικό μπάσκετ δεν θα σταματήσει στο ένα κύπελ­λο. Έπεται συνέχεια, τώρα που γίναμε πρώτοι στην Ευρώπη», απείλησε μέσα από τη στήλη του ο Φίλιππος Συρίγος. Στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Παναθηναϊκός έγινε ξα­κουστή δυναστεία και κατέκτησε άλλα πέντε Κύπελλα Πρω­ταθλητριών, ενώ ο Ολυμπιακός μάζεψε τρία για λογαριασμό του. Εννέα δαχτυλίδια σε δεκαοχτώ χρόνια, για τη χώρα που φοβόταν ότι την είχε ματιάξει κάποιος αδυσώπητος ανθέλ­λην δαίμονας!

*** Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο μου, «Τα Ματς Της Ζωής Μας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

* Kόρφας: "Θυμάμαι μόνο τον Στόγιαν να περνάει από πάνω μου"

* Βράνκοβιτς: "100% κανονική η τάπα μου στο Παρίσι"

* Ντομινίκ: "Έχω κορνιζάρει τη φανέλα του τελικού"

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.