Οι χιονάνθρωποι φορούσαν κίτρινα

Οι χιονάνθρωποι φορούσαν κίτρινα

Οι χιονάνθρωποι φορούσαν κίτρινα
Ο Νίκος Παπαδογιάννης έτρεχε μέσα στα χιόνια, για να προλάβει το τζάμπολ. Είχε ραντεβού με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη.

Έτρεχα. Έτρεχα πανικόβλητος, σαν κυνηγημένος, μέσα στα χιόνια. Κυνηγημένος από τον λεπτοδείκτη, που κάλπαζε ακάθεκτος. Και από το κρύο, το οποίο είχε μουδιάσει τις αισθήσεις μου.

Δεν ήμουν ο μοναδικός που έτρεχε. Γύρω μου, έτρεχαν κι άλλοι αργοπορημένοι, βρίζοντας θεούς, δαίμονες και γαλαζοαίματους. Ήταν Έλληνες. Και να μη το ήξερα, το καταλάβαινα από τις βρισιές.

«Γαμώ το χιόνι σας και την Αγγλία σας και τη βασίλισσά σας και το τσάι σας και τα αυτοκίνητα που οδηγάνε ανάποδα και τους Μπήτλις σας και τα γαμημένα τα τρένα σας». Και άλλα παρόμοια γλυκόλογα.

Εκείνοι, όμως, δεν είχαν λόγο να βιάζονται όσο εγώ. Στη χειρότερη περίπτωση, θα έχαναν λίγα λεπτά αγώνα. Στην καλύτερη, θα έριχναν και καμιά χιονιά στον περίβολο του γηπέδου.

Εμένα, όμως, με περίμενε μετάδοση: Κίνγκστον-Άρης. Η πρωταθλήτρια Μεγάλης Βρετανίας Κίνγκστον είχε φτάσει στους 8 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1990-91 αποκλείοντας την ΤΣΣΚΑ Μόσχας σε διπλούς αγώνες, με 93-77 και 72-74.

Αργότερα νίκησε τη Μακάμπι, τη Σκαβολίνι και τη Λιμόζ, ενώ ηττήθηκε στην παράταση από τη μετέπειτα τροπαιούχο Ποπ ’84, πάει να πει Γιουγκοπλάστικα.

Και νίκησε και τον Άρη, αυτή η Κίνγκστον. Μην αλλάζετε κανάλι, σας ορκίζομαι ότι λέω αλήθεια. Δεν υπάρχουν ίχνη μυθοπλασίας σε αυτό το κείμενο.

Η τηλεοπτική μετάδοση δεν περιμένει να ανοίξει ο καιρός. Δεν περιμένει καν να γίνει το τζάμπολ. Το δορυφορικό κύκλωμα ξεκινούσε στις 19.40 και η ώρα κόντευε κιόλας οχτώ. Έβλεπα το κατάφωτο γήπεδο στο βάθος, αλλά ένιωθα σαν να διέσχιζα κινούμενη άμμο.

Με χώριζαν από την είσοδο περίπου 400 μέτρα, όταν κατάλαβα να ίπτανται από την τσέπη της καπαρντίνας οι σημειώσεις μου, οι λίγες που είχα σκαρώσει όσο έτρωγα τα νύχια μου μετρώντας τα χιλιόμετρα μέσα στο βαγόνι.

Μπορούσα κάλλιστα να σταματήσω για να μαζέψω τις σκορπισμένες σελίδες, αλλά θα έχανα μισό λεπτό από την πολύτιμο χρόνο μου. Δεν είχα την πολυτέλεια να χάσω μισό λεπτό, ακόμα και αν οι σημειώσεις μου ήταν για Πούλιτζερ. Που δεν ήταν.

Τις άφησα να κείτονται στο χιόνι, μαζί με τις τελευταίες ελπίδες μου να προφτάσω την έγκαιρη «καλησπέρα» προς τους Έλληνες τηλεθεατές.

Υπήρχε, φυσικά, η δικλείδα ασφαλείας του εφεδρικού σπήκερ από την Αθήνα. Πάντοτε έβαζαν κάποιον σταντ-μπάι, κλεισμένο σε θαλαμίσκο, τα χρόνια που υπήρχε πρόβλημα με το κύκλωμα έξω από το Βελιγράδι. Έτσι δεν έλεγε το πατροπαράδοτο κλισέ της δημόσιας τηλεόρασης;

Δεν είχα κινητό τηλέφωνο για να ειδοποιήσω την Αθήνα για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα το 1991. Ούτε ίντερνετ, να προειδοποιεί για τα ακραία καιρικά φαινόμενα.

Η χιονοθύελλα με συνέλαβε απροετοίμαστο, σχεδόν αμέριμνο, στο κέντρο του Λονδίνου. Ο ουρανός ήταν στεγνός το προηγούμενο βράδυ και ευχάριστα παγερός το ίδιο πρωινό. Οι λιγοστές νιφάδες δημιουργούσαν ευφορία και πάντως όχι αίσθηση απειλής.

Ήταν αδύνατο να υποψιαστώ, ότι οι επόμενες ώρες θα έθαβαν την αχανή μητρόπολη κάτω από ένα μέτρο χιονιού και θα έβγαζαν στις τηλεοράσεις τα γεροντάκια, να νοσταλγήσουν την προπολεμική νιότη τους: «Γιόκα μου, έχω να δω τέτοια χιονόπτωση από τότε που μας βομβάρδιζαν οι Γερμανοί…».

Μπήκα σχεδόν ήσυχος σε ένα ινδικό εστιατόριο για μεσημεριανό γεύμα και αποχώρησα χορτάτος για να ξεκινήσω προς το Κρύσταλ Πάλας, με χρονικό μαξιλάρι το πεντάωρο που μεσολαβούσε μέχρι τον αγώνα.

Πίστευα ότι ήταν αρκετό, αλλά πλανήθηκα πλάνη οικτρά. «Νόου», είπε στεγνά ο Άγγλος ταξιτζής μόλις άκουσε τον προορισμό μου. «Δεν υπάρχει τρόπος, να φτάσουμε εκεί που θέλεις».

Κυριευμένος από μία πρώτη δόση πανικού, ελεγχόμενου ακόμη, προσφέρθηκα να τον αποζημιώσω γενναία προκειμένου να με εξυπηρετήσει κακήν κακώς.

Έβγαλα από την τσέπη μου όσα χαρτονομίσματα εντόπισα και βάλθηκα να τα ανεμίζω, σαν οδικός παραβάτης που υποσχόταν στον τροχονόμο ξεδιάντροπο μπαξίσι.

«Δεν γίνεται, μίστερ. Δεν κινείται τίποτε. Η ροή των αυτοκινήτων κάτω από το αυλάκι έχει σταματήσει. Μπορώ να σας πάω μέχρι τον σταθμό της Βικτόρια για να αναζητήσετε από εκεί λύση, αλλά να ξέρετε ότι δεν κυκλοφορούν ούτε τρένα».

Στο Κρύσταλ Πάλας, όπου θα γινόταν το ματς καιρού επιτρέποντος, νότια του Τάμεση (του «αυλακίου»), έφτανε μόνο ο προαστιακός. Ο υπέργειος προαστιακός. Με τις ράγες εξαφανισμένες κάτω από το χιόνι.

Σπατάλησα ένα άγονο αλλά τουλάχιστον ζεστό δίωρο στον σταθμό της Βικτόρια, ενώνοντας τη φωνή μου με εκείνες, τις ελαφρώς άναρθρες, των Ελλήνων φοιτητών που είχαν έρθει από διάφορα σημεία της Αγγλίας για να θαυμάσουν τον κραταιό Άρη της εποχής, με Γκάλη και με Γιαννάκη.

«Κάντε λίγη υπομονή, δουλεύουμε σκληρά για να καθαρίσουμε τις γραμμές», υποσχέθηκε ένας μελαψός υπάλληλος, με καταγωγή από τόπο όπου δεν χιονίζει ποτέ.

Υπό την πίεση εκατοντάδων Ελλήνων των οποίων οι ορμόνες που ξεχείλιζαν από τα αυτιά, το δρομολόγιο προς το Κρύσταλ Πάλας έλαβε προτεραιότητα. Συστοιχήθηκα με τις ορδές, με τη φρούδα προσδοκία να φτάσω στο γήπεδο στην ώρα μου για τη μετάδοση.

Δεν προλάβαινα πια να περάσω από το ξενοδοχείο για να περιμαζέψω τα παρατημένα συμπράγκαλα, οπότε δεν είχα καν ταυτότητα δημοσιογράφου μαζί μου. Πόσο μάλλον σημειώσεις ή τη χαλκέντερη γαλάζια γραφομηχανή μου.

Τα υπόλοιπα υπήρχε η δυνατότητα να τα μπαλώσω με αυτοσχεδιασμούς, την καθυστέρηση όχι. Συνήθως έφτανα στο μετερίζι μου μιάμιση με δύο ώρες πριν την έναρξη της μετάδοσης.

Το καμπανάκι της μίας ώρας με βρήκε μέσα σε ένα κατάμεστο τρένο, που προχωρούσε με ταχύτητα τρίποδου νηστικού μουλαριού και σταματούσε συνεχώς στην παγωμένη μέση του κάτασπρου πουθενά.

Υπό κανονικές συνθήκες, η διαδρομή θα διαρκούσε περίπου 45 λεπτά. Οι συνθήκες ήταν κάθε άλλο παρά κανονικές.

«Ελπίζω να καθυστερήσουν και οι ομάδες», μουρμούρισα στον ασυγχώρητο εαυτό μου για να τον παρηγορήσω.

Γνώριζα εξαρχής, ότι η αποστολή του Άρη έμεινε σε ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στο γήπεδο, όπως άλλωστε και εγώ.

Ήταν σφάλμα καθοσιώσεως από μέρους μου, να ξεκινήσω για τουριστική περιήγηση στο Σόχο, με τέτοιον καιρό. Αλλά δεν είχα ξαναπάει στο Λονδίνο και δεν σκόπευα να αφήσω την ευκαιρία για τουρισμό αναξιοποίητη.

Έφτασα στην είσοδο του γηπέδου, λαχανιασμένος όσο ποτέ άλλοτε. Το πρώτο πράγμα που κοίταξα, με την άκρη του ματιού, πίσω από το ξανθό κεφάλι του πορτιέρη, ήταν το ηλεκτρονικό ταμπλό.

Το χρονόμετρο έτρεχε ακάθεκτο, ανεπηρέαστο από την κακοκαιρία. Ο αγώνας είχε ήδη ξεκινήσει, απτόητος και αυτός από το χιόνι. Η επαγγελματική ταυτότητά μου βρισκόταν ξεχασμένη σε κάποιο ζεστό δωμάτιο, μαζί με τα λοιπά σύνεργα τα δουλειάς.

Ενώπιος ενωπίω με τον κλειδοκράτορα, δεν είχα ούτε αναπνοή για να μιλήσω ούτε ξεκούραστο εγκεφαλικό κύτταρο για να θυμηθώ τα συνήθως αξιόπιστα αγγλικά μου.

Από κάποιο θαύμα του χιονιά, ο ανθρωπάκος κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί και έχαψε χωρίς πολλές ερωτήσεις το αφήγημα που, ασθμαίνοντας, του αράδιασα.

Έβαλε μάλιστα κάποιον να με συνοδεύσει μέχρι τη θέση του τηλεσχολιαστή, όπου ένας άγιος Άγγλος συνάδελφος από το Eurosport , ο Στούαρτ Στόρεϊ, με περίμενε αγωνιωδώς, έχοντας προνοήσει για όλες τις απαραίτητες πρόβες και συνεννοήσεις.

Πήρα δέκα ανάσες, ήπια μονορούφι πέντε γουλιές νερό της ποικιλίας scottish pale ale και άναψα τις μηχανές, μπερδεύοντας τις καλησπέρες με συγγνώμες και με ευχαριστίες για όσους βοήθησαν να κυλήσουν τα πρώτα λεπτά του αγώνα χωρίς άλλα προβλήματα.

Οι προσευχές μου στους θεούς του χιονιά είχαν εισακουστεί εν μέρει, αφού το τζάμπολ καθυστέρησε για ένα εικοσάλεπτο λόγω απουσίας του εγκλωβισμένου από το απέραντο λευκό σημειωτή. Δεν έχασα ολόκληρο ημίχρονο, αλλά μισό.

Η περιγραφή μου ξεκίνησε γύρω στο 9ο λεπτό του αγώνα και ο Άρης έχανε ήδη με 10 πόντους. Το γεμάτο Έλληνες γήπεδο θύμιζε Αλεξάνδρειο, αλλά χωρίς τη Μαρινέλλα.

Το ματς ολοκληρώθηκε με σκορ 97-96 γύρω στα μεσάνυχτα, αφού παίχτηκαν και δύο παρατάσεις. Υπέρ όχι του Άρη, όπως ήλπιζαν οι ορδές των κιτρινοφορεμένων φοιτητών, αλλά της Κίνγκστον.

Μάλιστα κρίθηκε από καλάθι ενός άγραφου τύπου που πρωτομπήκε στο παιχνίδι μόλις 7 δευτερόλεπτα νωρίτερα, ένεκα λειψανδρίας. Θυμάμαι ακόμη το όνομά του, Μάθιου Κάνιγχαμ, τα ξεκούμπωτα αυτιά του και την τρυφερή ηλικία του: 17 ετών.

Μπορεί να ήταν και ανηψιός του πορτιέρη, μη μου ζητάτε λεπτομέρειες. Στα μπαρ του Λονδίνου θα του σέρβιραν μόνο πορτοκαλάδα.

Ο Άρης αμέλησε να παίξει άμυνα στην τελευταία φάση (μετά τις άστοχες 1+1 βολές του Μπραντ Σέλερς), λες και είχε καλύτερες δουλειές να κάνει εκείνη την ώρα. Ο πλησιέστερος φρουρός του πιτσιρικά (Δοξάκης) βρισκόταν σε απόσταση τριών μέτρων.

Τα 15 λεπτά δημοσιότητας διήρκεσαν για τον τυπάκο με τα πεταχτά αυτάκια λιγότερο και από 15 δευτερόλεπτα. Και είχαν φόντο κάτι πανό που έγραφαν ελληνιστί: «Άρης-Χαλκίδα».

Στην τελική ευθεία του, ο αγώνας ήταν τραγέλαφος. Η Κίνγκστον είχε χάσει αρκετούς παίκτες με πέντε φάουλ και ολοκλήρωσε το ματς με ρεζέρβες, που καλά καλά δεν γνώριζαν η μία την άλλη.

Το 5ο του Παναγιώτη Γιαννάκη το είχε διαπράξει στην πραγματικότητα κάποιος άλλος, αλλά ουδείς το πήρε χαμπάρι πλην εμού και άλλωστε ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το ταμείο.

Τα δάχτυλα του αργοπορημένου σημειωτή στη γραμματεία ήταν ακόμη ξυλιασμένα και σημείωναν άλλα αντ’ άλλων.

Οι Άγγλοι πανηγύρισαν σαν παλαβοί και με το δίκιο τους. Είχαν μόλις νικήσει τον Γκάλη. Κι ας μην τον ήξεραν, καλά καλά.

Οι οργισμένοι Έλληνες φοιτητές διοχέτευσαν τις ξέχειλες ορμόνες σε ευρηματικές πολύγλωσσες βλαστήμιες σε βάρος των διαιτητών. Κάποιος ασυγκράτητος υποσχόταν να τους θάψει κάτω από το χιόνι.

Κατηφόρισα προς τα αποδυτήρια μαζί με τους παράγοντες του Άρη, οι οποίοι αναζητούσαν τον κομισάριο, αποφασισμένοι να υποβάλουν επίσημη διαμαρτυρία για τη διαιτησία.

Αλλά ο κομισάριος ήταν ένας Βούλγαρος κοιλαράς με κόκκινη μύτη, που μύριζε αλκοόλ ακόμα και πίσω από την κλειστή πόρτα όπου αναζήτησε καταφύγιο. Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα φτηνή βότκα.

Αυτή η αναπόδραστη ήττα δρομολόγησε τον αποκλεισμό του Άρη (χωρίς τον Γιάννη Ιωαννίδη πια) από το φάιναλ-φορ του Παρισιού.

Μετά από τρεις απανωτές παρουσίες στη λαμπερή γιορτή, Γάνδη, Μόναχο και Σαραγόσα, η πάλαι ποτε αυτοκρατορία άκουγε τα θεμέλιά της να τρίζουν. Το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης ουδέποτε φιλοξενήθηκε στην κατάμεστη τροπαιοθήκη του Παλέ ντε Σπορ.

Οι Έλληνες φοιτητές που κατατρόπωσαν τα στοιχεία της φύσης για να φτάσουν στο Κρύσταλ Πάλας συνέχισαν το υβρεολόγιο όλη τη νύχτα, στο βασανιστικό ταξίδι της επιστροφής. Πολλοί είχαν αγοράσει τα εισιτήρια στη μαύρη αγορά.

Η ταλαίπωρη αφεντιά μου τρύπωσε στο λεωφορείο του Άρη και κατόρθωσε να γυρίσει στο ξενοδοχείο, με στάση σε μία φιλόξενη πιτσαρία που ξενυχτούσε, για το δείπνο της παρηγοριάς.

Εάν ήταν ακόμη προπονητής του ο «ξανθός» (και όχι ο διάδοχος Λάζαρος Λέτσιτς), θα με εγκατέλειπε στους δρόμους να ξεπαγιάσω.

Ιδίως αν -όπως είχε κάθε δικαίωμα- θεωρούσε την παρουσία μου στο γήπεδο γρουσούζικη.

Η περιπέτεια δεν ολοκληρώθηκε εκεί. Το επόμενο πρωινό βρήκε τις συγκοινωνίες σε κατάσταση παράλυσης και τους σταθμούς του υπέργειου προαστιακού κλειδαμπαρωμένους. Η πρόσβαση στο απομακρυσμένο Χήθροου έμοιαζε αδύνατη.

Η δημοσιογραφική ταυτότητα φώλιαζε στην τσέπη μου, αλλά μου έλειπε κάτι σαφώς πιο χρήσιμο: χρήματα. Δεν είχα ακόμη πιστωτική κάρτα ούτε κουβαλούσα μαζί μου αρκετά μετρητά.

Τα ψιλά που μου περίσσευαν δεν έφταναν ούτε για μία έξτρα διανυκτέρευση, πόσο μάλλον για έκδοση νέου αεροπορικού εισιτηρίου.

Η τελευταία ελπίδα για τη μετάβαση στο κέντρο, από όπου ήλπιζα βάσιμα ότι θα έβρισκα λύση, ήταν το ωτοστόπ.

Σε μία εκκωφαντική στιγμή διάψευσης της πάγιας θεωρίας μου ότι δεν υπάρχει Θεός, ένα θεόρατο τζιπ σταμάτησε δίπλα μου και μου άνοιξε τις πύλες του.

«Ρίξε τη βαλίτσα πίσω και μπες», πρόσταξε μία ευγενέστατη και κάπως τσαούσα πενηντάρα. «Πηγαίνω προς το κέντρο, οπότε θα σε αφήσω σε κάποιον σταθμό του μετρό. Μάλλον στο Πικαντίλι».

Τα λόγια της ακούστηκαν σαν μουσική του Μπόουι στα κατακόκκινα από τον παγετό αυτιά μου. Ευτυχώς για τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες, οι Άγγλοι φρόντιζαν να εκχιονίζουν τη σιδηροδρομική γραμμή προς το αεροδρόμιο.

Ευχαρίστησα την κυρία με τα θερμότερα λόγια που μπόρεσα να ανακαλύψω στο λεξιλόγιό μου, αν και νομίζω ότι περίμενε φιλί.

Φιλί δεν της έδωσα ποτέ, αλλά θέλησα να την ευχαριστήσω δημόσια, με παλαιομοδίτικη επιστολή προς τους Sunday Times, όπου εξιστορούσα περιληπτικά τα μαρτύρια που πέρασα και το αδιέξοδο στο οποίο είχα περιέλθει.

Το γράμμα μου δεν είδε ποτέ το φως του ήλιου (ή έστω της βαριάς λονδρέζικης συννεφιάς), αλλά η εφημερίδα μού απέστειλε ταχυδρομικώς έγγραφη συγγνώμη, με υπογραφή του διευθυντή της.

«Δυστυχώς, η πληθώρα επιστολών καθιστά αδύνατη τη δημοσίευση. Σας ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σας και σας ενθαρρύνουμε να επικοινωνήσετε ξανά μαζί μας στο μέλλον».

Έτριψα τα μάτια μου για να βεβαιωθώ ότι ήμουν ξύπνιος και αρχειοθέτησα το ραβασάκι ως παντοτινό σουβενίρ βρετανοπρεπούς τυπικότητας και γαλαντομίας.

Συνήθως αρχειοθετώ σε κάποιο συρτάρι και τις σημειώσεις από τις περιγραφές μου, αλλά αυτές τσαλαπατήθηκαν από τις γαλότσες κάποιου θυμωμένου συμπατριώτη μας, στον εποχιακό παγετώνα του Κρύσταλ Πάλας.

* Το …επίκαιρο κείμενο είναι δανεισμένο από το βιβλίο μου, Τα Ματς Της Ζωής Μας (εκδ. Key Books). Ολόκληρο τον αγώνα Κίνγκστον-Άρη μπορείτε να τον παρακολουθήσετε εδώ https://www.youtube.com/watch?v=4HiOkuHn8_s&feature=emb_logo , εάν αντέχετε τις δυνατές συγκινήσεις.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.