Το τέλος του κολοκοτρωνέικου μπάσκετ
Παρακολουθώντας ξανά –για τελευταία φορά, σας το υπόσχομαι- τους αγώνες της Εθνικής μας από την τελική φάση του Eurobasket, και ειδικά τους τρεις νικηφόρους επί του Ισραήλ, της Λιθουανίας και της Φινλανδίας, καταθέτω μερικές τελευταίες σκέψεις πριν από το ετήσιο μακροβούτι στα θολά πρασινοκόκκινα νερά της Euroleague.
Σταθείτε, μη φεύγετε, το ξέρω ότι το Eurobasket ολοκληρώθηκε. Είναι το τελευταίο μου σχόλιο περί Εθνικής πριν τον Νοέμβριο και μην κοιτάτε που ακόμα φοράω τη γούρικη ρετρό φανέλα του Παναγιώτη Γιαννάκη. Από αύριο θα είμαι ξανά μαζί σας, εκεί που με φωνάζετε. Από βδομάδα, άλλωστε, ετοιμάζουμε πράματα, θάματα και θαύματα. Διαβολοβδομάδες, διαβόλους και τριβόλους, με ορίζοντα το final-4 της Αθήνας.
Αποχαιρετίζοντας προς ώρας την «επίσημη αγαπημένη», που ίσα ίσα πρόφτασε να πάρει μια ανάσα προτού οι εραστές της σκορπίσουν στους πέντε ανέμους, έχω να πω τα εξής.
Είναι ίσως η πρώτη φορά, που η Εθνική Ελλάδας αντιμετώπισε το μπάσκετ με μπάσκετ και που καταστρατήγησε την πατροπαράδοτη συνταγή του ανταρτοπολέμου. Όσοι βγάζουν φλύκταινες όποτε ακούν την παρεξηγημένη μετοχή «σκεπτόμενο» βγήκαν από το Eurobasket με δερματάκι άψογο και προσωπάκι αλφάδι. Ούτε φλύκταινες ούτε σπυριά ούτε τίποτε.
O Bασίλης Σπανούλης και οι παίκτες του μιλούσαν συνεχώς για την άμυνα την οποία θεωρούσαν εφόδιο εκ των ων ουκ άνευ, αλλά στην πραγματική ζωή η ομάδα κέρδιζε από την επίθεση. Ναι, και από το μυαλό της! Διότι «σκεπτόμενο» δεν σημαίνει απαραίτητα να βάζεις τρικλοποδιές στους αντιπάλους.
Σκεπτόμενο σημαίνει να διαβάζεις τις συνθήκες του αγώνα, να εντοπίζεις τα μειονεκτήματα του αντιπάλου και να τα χτυπάς αλύπητα, να καμουφλάρεις τεχνηέντως τις δικές σου αδυναμίες, να βγάζεις στην επιφάνεια τα προτερήματά σου. Και πρώτα απ’ όλα να έχεις κάνει την προεργασία σου.
Σε κάθε αγώνα, με εξαίρεση τον μοναδικό όπου ο αντίπαλος (Τουρκία) είχε εμφανή και μάλλον ακατανίκητη ανωτερότητα, η Εθνική ακολούθησε το παραπάνω δόγμα στην εντέλεια. Και ας μην είχε πάντοτε τα εργαλεία για να μπλοκάρει τα ατού των αντιπάλων της.
Για παράδειγμα, η άμυνα στον Βαλανσιούνας στο ποστ (από τον Ντίνο Μήτογλου) αποδείχθηκε mission impossible, μέχρι που ο Λιθουανός γίγαντας κουράστηκε από τα κορ-α-κορ. Η σβελτάδα και το «μάκρος» των νεαρών Ισπανών πόιντ γκαρντ (Ντε Λαρέα και Σεντ-Σουπέρι) δεν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστούν στα ίσα από τα χαμηλότερα κορμιά και τα αδύναμα πόδια των Σλούκα, Τολιόπουλου. Το αμυντικό φίλτρο της ομάδας, ιδίως στην περιφερειακή γραμμή της, υστερούσε σε σύγκριση με την Εθνική προηγούμενων ετών.
Σε τέτοιου είδους δυσεπίλυτα ή και άλυτα προβλήματα, ο ελληνικός πάγκος απαντούσε όχι με τεχνάσματα, αλλά με μπάσκετ. Κάθε κλέψιμο και κάθε «ντιφλέξιο» στην περιφέρεια (όπου διέπρεψε ο παίκτης-κλειδί Καλαϊτζάκης) συνοδευόταν από την ιαχή «τρέξτε», ώστε να φεύγει η ομάδα στον αιφνιδιασμό ακόμα και όταν οι προϋποθέσεις ήταν συζητήσιμες. Ο Σλούκας, ο Τολιόπουλος και ο Παπανικολάου πατούσαν το γκάζι ακόμα και όταν το ένστικτό τους έλεγε: «Φρένο».

Χαλινάρι δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια. Σε συνθήκες πέντε εναντίον πέντε, η εντολή Σπανούλη ήταν βγαλμένη απ’ ευθείας από το εγχειρίδιο του σύγχρονου μπάσκετ: «Παίρνουμε το πρώτο ελεύθερο σουτ ανεξαρτήτως συνθηκών». Και ανεξαρτήτως προσώπων, προσθέτω εγώ. Στο τελευταίο δεκάλεπτο του αγώνα με τη Λιθουανία, ο Σαμοντούροφ και ο Καλαϊτζάκης δοκίμασαν ανενόχλητοι έξι σουτ από τις γωνίες.
Συμπτωματικά τα έχασαν όλα, αλλά οι επιθέσεις ήταν σωστές, αφού η αντίπαλη άμυνα αναγκαζόταν να ανοιχτεί και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο έβρισκε χώρους για να πιάσει στασίδι στο ποστ και να ζητήσει τη μπάλα απέναντι στον κατάκοπο Βαλανσιούνας.
Ο Γιάννης έπαιξε, επιτέλους, στη σωστή του θέση: πόιντ-σέντερ. Για να είμαι τίμιος, το ίδιο είχε επιχειρηθεί και παλαιότερα, αλλά ο ίδιος δεν είχε μάθει καλά τον ρόλο ή καθυστερούσε να ξεφορτωθεί τη μπάλα ή προσπαθούσε να τρυπήσει τοίχους. Σε αυτό το Eurobasket, η δημιουργία από μέσα προς τα έξω με τις πάσες λέιζερ του Γιάννη ήταν κλειδί επιτυχίας, αφού οι αποστάσεις ήταν σχεδόν πάντα σωστές και όλοι οι ακροβολισμένοι παίκτες απειλούσαν το αντίπαλο καλάθι με ζημιάρικα ποσοστά.
H Eθνική τελείωσε το τουρνουά με ποσοστό 39,5% στα τρίποντα με 10 εύστοχα ανά αγώνα, ποσοστό που εκτοξεύεται στο 44 τοις εκατό εάν μείνουν στο κλάσμα μόνο οι τρεις βασικοί γκαρντ (Σλούκας, Ντόρσεϊ, Τολιόπουλος). Ο Τάιλερ Ντόρσεϊ τερμάτισε δεύτερος στη λίστα με τους κορυφαίους «βομβαρδιστές» του Eurobasket με 27 τρίποντα σε 9 αγώνες και ποσοστό 47%, χειροπιαστή απόδειξη ότι του έλεγαν αλήθεια όσοι στο πίτσι-πίτσι του Ιουλίου του υπόσχονταν «έναν ατελείωτο φεστιβάλ ελεύθερου τρίποντου».
Ο Μήτογλου είχε και αυτός 44% με ένα βαρύ «πρέπει» στους ώμους του («πρέπει να βάλεις τα σουτ για να διευκολύνεις το έργο του Γιάννη»), ο Σλούκας 44%, ο Τολιόπουλος 39%, ο Παπανικολάου 36%, ο Λαρεντζάκης 43% σε πιο περιορισμένο ρόλο. Μέχρι και ο Θανάσης έβαλε μία τριποντάρα, θεμέλιο νίκης στο ντέρμπι της πρεμιέρας με τους Ιταλούς!
Τα περισσότερα ελληνικά τρίποντα σε αυτό το Eurobasket έφεραν τη σφραγίδα του Γιάννη Αντετοκούνμπο (4,1 ασίστ), αυτού που «υστερεί στην πάσα», ντε. Για τους λάτρεις της στατιστικής, η Εθνική του 2024 (με Καλάθη, Γουόκαπ, αντί των Σλούκα, Ντόρσεϊ και παρόμοια κατά τα λοιπά σύνθεση) είχε σκάρτο 30% στα τρίποντα, με 9 εύστοχα σε κάθε ματς.
Και μέση συγκομιδή 74 πόντων, έναντι 84 της φετινής, η οποία έβαλε 92 στους Φινλανδούς, 87 στους Λιθουανούς, 84 στους Ισραηλινούς και 90 στους Ισπανούς. Δέκα ολόκληροι πόντοι διαφορά! Kαι πού να γυρίσουμε στο 2005, όταν το χρυσό μετάλλιο κατακτήθηκε με μέση παραγωγή 66,4 πόντους...
Πού θα έφτανε η περυσινή ομάδα εάν είχε στη σύνθεσή της και τον Κώστα Σλούκα; Θα κερδίζαμε πιο λαμπερό μετάλλιο εάν αντί του φιλότιμου αλλά άπειρου Κατσίβελη είχαμε τον Νικ Καλάθη; Για Ρογκαβόπουλο δεν ανοίγω καν κουβέντα. Αφού δεν επιθυμεί ο ίδιος να σκοτίζεται, ας μη του χαλάσουμε τη ζαχαρένια.
Η μεγαλύτερη υπέρβαση της φετινής Εθνικής είναι ότι οι πλάτες των παικτών της άντεξαν το «πρέπει» δίχως να λυγίσουν από το ασήκωτο βάρος που επωμίζονταν. Σχεδόν όλοι κλήθηκαν να αναλάβουν ευθύνες που δεν αναλογούσαν σε παίκτες με ελάχιστη συμμετοχή στις ομάδες τους, μηδαμινή πείρα ή (στην περίπτωση των Σλούκα, Παπανικολάου) ακραία σωματική επιβάρυνση.
Η ταχύρρυθμη ανασύνταξη και ανασυγκρότηση μετά τη συντριβή από τους Τούρκους ήταν η τελευταία και σημαντικότερη πινελιά, αστραφτερό γαλόνι στη στολή του προπονητικού επιτελείου. Ο Βασίλης Σπανούλης θαυμάστηκε για το κοουτσάρισμά του σε όλη τη διάρκεια του τουρνουά, αλλά τα περισσότερα «μπράβο» τα αξίζει για την σφραγίδα ανωτερότητας που παρουσίασε η Εθνική σε όλους τους αγώνες που έπρεπε και μπορούσε να κερδίσει: Ιταλία, Γεωργία, Ισπανία, Ισραήλ, Λιθουανία, Φινλανδία.
«Ήρθατε για να χάσετε», έλεγαν τα βλέμματα των διεθνών μας καθώς σημάδευαν τους απέναντι στη διάρκεια της παρουσίασης. Και πράγματι, η ελληνική ομάδα κράτησε το προβάδισμα επί 40 λεπτά, ή σχεδόν, σε όλα τα παιχνίδια που κέρδισε. Δεν χρειάστηκε ούτε μία φορά να καλύψει χάντικαπ ή να σαλπίσει ηρωική αντεπίθεση με «ψυχάρες» και κολοκοτρωνέικα. Σε όλες τις ερωτήσεις, απαντούσε με μπάσκετ, μπάσκετ ωραίο, γρήγορο, μοντέρνο και ελκυστικό. Και, ναι, σκεπτόμενο.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta. Ακολούθησέ μας και στο Google News.
