Ντίνος Αγγελίδης: Το Gazzetta στο εστιατόριό του στο Μπιλμπάο

Γιώργος Κούβαρης
ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
Ο Ντίνος Αγγελίδης κατοικεί μόνιμα τα τελευταία εννέα χρόνια στο Μπιλμπάο και υποδέχθηκε το Gazzetta στο ελληνικό εστιατόριο που διατηρεί στην χώρα των Βάσκων μιλώντας για το παρόν και την απόφασή του να αφήσει πίσω την Ελλάδα αλλά και για το χρυσό του παρελθόν μέσα στις τέσσερις γραμμές του παρκέ.

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΜΠΙΛΜΠΑΟ: Γιώργος Κούβαρης

Αν καμιά φορά βρεθείτε στο Μπιλμπάο και περπατήσετε την οδό Henao Kalea όπου υπάρχουν αρκετά μπαρ το ένα δίπλα στο άλλο, μην νομίζετε ότι κάνατε λάθος εάν δείτε ένα γνώριμο πρόσωπο. Όχι, δεν θα έχετε κάνει λάθος. Αυτός θα είναι. Ο Ντίνος Αγγελίδης. Το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να μπείτε, να φάτε και να απολαύσετε τα εξαιρετικά εδέσματα στο ελληνικό εστιατόριο που διατηρεί τα τελευταία εννέα χρόνια στη χώρα των Βάσκων. Την «Grecocina».

Σίγουρα θα αναρωτιέστε. Πώς από τα παρκέ και τις μεγάλες στιγμές που έζησε μέσα στις τέσσερις γραμμές του παρκέ αποφάσισε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του; Όχι μόνο στο μπάσκετ, αλλά και στην Ελλάδα. Εμείς είχαμε αυτήν την απορία. Και αφού παραμίλησε ο ουρανίσκος μας από τις μεσογειακές γεύσεις που μας σέρβιρε ο παλαίμαχος μπασκετμπολίστας, μας ξετύλιξε και το κουβάρι της απόφασης του.

Να αφήσει την Ελλάδα και να μεταναστεύσει μόνιμα στο Μπιλμπάο. Εκεί, όπου κατά κάποιον τρόπο, βρέθηκε από… σπόντα και αυτό διότι η πρώτη του επιλογή μετά την κρίση που χτύπησε την χώρας μας με αποτέλεσμα να αφήσει την εστίαση στην Ελλάδα και να αναζητήσει αλλού το επόμενο επαγγελματικό βήμα, ήταν οι ΗΠΑ. Μέχρι και πράσινη κάρτα είχε βγάλει και ήταν έτοιμος για το υπερατλαντικό ταξίδι.

 

Τι συνέβη όμως και εδώ και εννέα χρόνια αποτελεί μόνιμο κάτοικο στην χώρα των Βάσκων; Γιατί δεν ασχολείται πλέον με το μπάσκετ; Πώς αντιμετωπίζουν οι Ισπανοί το επιχειρηματικό του βήμα και τι γνώμη έχουν σχηματίσει για την ελληνική κουζίνα;

Το Gazzetta επισκέφθηκε την «Grecocina» του Ντίνου Αγγελίδη στο Μπιλμπάο, δοκίμασε τα μοναδικά πιάτα και στη συνέχεια απόλαυσε την φιλοξενία του άλλοτε μπασκετμπολίστα για μια συνέντευξη όπου μίλησε για το ταξίδι της ζωής του.

- Καλησπέρα, Ντίνο. Σε ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία στο εστιατόριό σου εδώ στο Μπιλμπάο. Η πρώτη και πιο βασική ερώτηση είναι: Πώς βρέθηκε ο Ντίνος Αγγελίδης να ανοίγει ελληνικό εστιατόριο στην Χώρα των Βάσκων;

«Ευχαριστώ κι εγώ για την επίσκεψη. Χαίρομαι που μιλάμε μετά από αρκετό καιρό με Έλληνες εδώ στην Ισπανία. Η αλήθεια είναι πως, όπως γνωρίζεις και εσύ, όταν τελείωσα την μπασκετική μου καριέρα στην Ελλάδα, ασχολήθηκα με την εστίαση από το 2004. Για 10-11 χρόνια είχα ένα μαγαζί στην Αθήνα, το οποίο πήγαινε πάρα πολύ καλά. Δυστυχώς, όμως, για όλους τους Έλληνες, ήρθε η οικονομική κρίση. Μετά το 2012 ήταν εμφανές ότι τα πράγματα δυσκόλευαν χρόνο με τον χρόνο. Φτάσαμε στο σημείο να υπολογίζουμε αν μας συμφέρει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε κόντρα στο «κτήνος», που λέγεται, το ελληνικό κράτος. Πήραμε, ευτυχώς, την απόφαση να ψάξουμε μια άλλη αγορά.»

- Και πώς προέκυψε το Μπιλμπάο συγκεκριμένα; Ήταν στο αρχικό πλάνο η Ισπανία ή υπήρχαν και άλλες σκέψεις;

«Εντελώς τυχαία, τον Οκτώβριο του 2016, ο κουνιάδος μου, που είναι και συνέταιρός μου εδώ, με κάλεσε σε ένα μίνι-ταξίδι στην Ισπανία, συγκεκριμένα στο Μπιλμπάο. Εγώ είχα έρθει πολλές φορές στην Ισπανία με το μπάσκετ, αλλά ουδέποτε είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ τον Βορρά. Ήταν ένα ταξίδι αναψυχής. Μας ξεγέλασε το κλίμα, βρήκαμε μια εποχή με 27 βαθμούς και ήλιο, και μας άρεσε η πόλη, μια μικρή πόλη σε σχέση με την Αθήνα. Την τελευταία μέρα της επίσκεψής μας βρήκαμε αυτό το μαγαζί, το οποίο ήταν ξενοικίαστο. Και από τη στιγμή που ήμασταν σε φάση να ψάχνουμε ένα καλύτερο αύριο, είπαμε, γιατί εδώ και όχι αλλού; Παράλληλα, είχα κάνει τα χαρτιά μου για πράσινη κάρτα στις ΗΠΑ, καθώς ήταν ένα από τα πλάνα μας. Όμως, εκείνη την εποχή που ήμασταν στο Μπιλμπάο, διαπιστώσαμε ότι η νοοτροπία των Βάσκων είναι πολύ πιο κοντά στα δικά μας «θέλω» και τις συνήθειες που έχουμε σαν Έλληνες, σε σχέση με τους Αμερικανούς. Τελικά,και αν και μας πήραν τηλέφωνο να μας πουν ότι είχε εγκριθεί η πράσινη κάρτα για την Αμερική, επιλέξαμε να έρθουμε εδώ, και τον Φεβρουάριο του 2017 ανοίξαμε το μαγαζί.»

- Πώς βρήκατε το μαγαζί; Η ιστορία ακούγεται σαν να ήταν γραφτό να γίνει!

«Ήταν όντως μια ωραία ιστορία. Λες και ήθελε ο Θεός να εμφανιστεί για να το πάρουμε εμείς το μαγαζί. Την τελευταία μέρα των διακοπών μας, περνώντας από το κέντρο, βρήκαμε αυτό το μαγαζί κλειστό με μια αφίσα ότι νοικιάζεται. Κανονίσαμε ραντεβού με τον μεσίτη και τον πρώην ιδιοκτήτη. Εγώ πήρα χαμπάρι ότι ο ιδιοκτήτης ήταν Γερμανός, και επειδή η μητέρα μου είναι Αυστριακή, μιλάω Γερμανικά. Κατευθείαν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε γιατί κανείς δεν μιλούσε καλά ισπανικά! Ο Γερμανός, κατά σύμπτωση, είχε στήσει το μαγαζί ως ελληνικό και το όνειρό του ήταν ο επόμενος να συνεχίσει ως ελληνικό. Εμφανιστήκαμε εντελώς τυχαία εμείς, που ξέραμε την ελληνική εστίαση από την Αθήνα. Όλα «κούμπωσαν» μέσα σε ένα δεκαήμερο και σε λιγότερο από έναν μήνα κάναμε την ανακαίνιση και αλλάξαμε τις ζωές μας. Είχαμε βρεθεί και μια κοπέλα αρχιτέκτονα, εγώ ζωγράφιζα τις ιδέες μου σε μια χαρτοπετσέτα και σε λιγότερο από εναν μήνα κάναμε ένα βήμα στο αβέβαιο.»

- Αν γυρνούσαμε πίσω στον χρόνο, θα ξανακάνατε το ίδιο βήμα;

«Ειδικά τώρα που ξέρω τι με περίμενε, εύκολα. Η αλήθεια τότε ήταν ένα τόλμημα εκ μέρους μας. Η ποιότητα ζωής και το εργασιακό περιβάλλον εδώ είναι μέρα με τη νύχτα σε σχέση με αυτό που είχαμε μάθει στην Ελλάδα. Δεν το μετανιώνω σε καμία περίπτωση. Και εδώ όλοι θέλουν να βγουν και διασκεδάσουν με τις παρέες τους. Εδώ οι Βάσκοι έχουν παντρέψει τη βορειοευρωπαϊκή κουλτούρα που σημαίνει λιγότερη γραφειοκρατία, ένα κράτος πιο οργανωμένο, πιο αξιοκρατικό, πράγμα που κάνει τη δική μας ζωή ως επιχειρηματίες πολύ πιο εύκολη. Δεν αισθανόμαστε ότι μας κυνηγάει το κράτος, ίσα-ίσα, αισθανόμαστε ότι είναι σύμμαχός μας στην όποια προσπάθεια κάνουμε. Ακόμα και στα χρόνια του Covid είχαμε μια κυβέρνηση που νοιαζόταν για τον πολίτη της. Δεν λέω ότι δεν νοιάζεται και η ελληνική αλλά όσοι έχουν ασχοληθεί με την εστίαση γνωρίζουν πολύ καλά τι εννοώ»

- Τι σας λείπει από την Ελλάδα και πώς έχουν προσαρμοστεί τα παιδιά σας;

«Η προσαρμογή ήταν παιχνιδάκι για τα παιδιά, ήρθαν πολύ μικρά, έχω δίδυμα. Ήταν 7 χρονών όταν ήρθαν, τώρα είναι 16. Όσον αφορά τι μας λείπει: μας λείπει το βρώμικο φαγητό της Ελλάδας! Οι ευκολίες που έχεις σε κάθε γωνία ένα καφέ ή ένα σουβλατζίδικο. Μας λείπουν αυτές οι γεύσεις. Φυσικά, κάθε καλοκαίρι χαίρονται πολύ που πηγαίνουν πίσω, γιατί αλλιώς είναι η καθημερινότητα στην Ελλάδα, αλλιώς στην Ισπανία. Όσον αφορά την επιστροφή, σε αυτή τη φάση της ζωής μας δεν έχω λόγο να γυρίσω. Ναι μεν έχω πολλούς φίλους και οι γονείς μου μένουν στην Αθήνα αλλά πάμε κάθε χρόνο τα καλοκαίρια για 2.5 μήνες. Να μην ξεχνούν τα παιδιά την ελληνική νοοτροπία και τη γλώσσα. Έχω ξεσυνηθίσει πλέον τους ρυθμούς της μεγαλούπολης. Πιθανόν να επιστρέψουμε, σε 15-20 χρόνια, όταν θα ζητήσω τη σύνταξή μου!»

- Οι Ισπανοί πώς αντιμετωπίζουν την ελληνική κουζίνα; Ζητούν συγκεκριμένα πράγματα για φαγητό;

«Οι Ισπανοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: όσοι έχουν επισκεφτεί την Ελλάδα, οι οποίοι ζητάνε τα κλασικά πράγματα που έχουν συνηθίσει, και όσοι δεν έχουν πάει ποτέ, αλλά γνωρίζουν ότι η μεσογειακή κουζίνα είναι από τις πιο υγιεινές. Είναι άνθρωποι με ανοιχτό μυαλό και δεν έχουν κόμπλεξ να δοκιμάσουν κάτι καινούριο. Εμείς ασχολούμαστε πολύ ενεργά για να εξηγήσουμε στον πελάτη τι παραγγέλνει, πώς το συνδυάζει, ακόμα και την ιστορία του πιάτου. Δεν είμαστε της λογικής να προσαρμόζουμε τις γεύσεις μας στα θέλω του πελάτη. Αν κάτι προβλέπεται στην ελληνική κουζίνα να είναι γλυκό, έτσι θα το σερβίρουμε. Έχουμε καταφέρει η γεύση να είναι πολύ κοντά στις ελληνικές.»

- Ποια πιάτα είναι σταθερά best-sellers, αυτά που προτιμάει ο κόσμος;

«Το ημερήσιο μενού αλλάζει κάθε εβδομάδα, και η κανονική μας κάρτα αλλάζει 3-4 φορές τον χρόνο. Δεν μπορώ να βγάλω το μουσακά ή το σουβλάκι από την κάρτα! Είναι ο «κράχτης» μας και έχει διεθνή ανταπόκριση και ζήτηση. Στα 9 χρόνια έχουμε πάντα αρνί στην κάρτα μας αλλα το προσαρμόζουμε διαφορετικά.»

- Έρχονται Έλληνες; Υπάρχουν στο Μπιλμπάο;

«Πολλοί λίγοι. Γενικά η Ισπανία και η Ελλάδα είναι όμοιες χώρες. Εννοώ ότι λίγοι Ισπανοί κάνουν το βήμα να πάμε στην Ελλάδα και αντιστρόφως Έλληνες να πάνε στην Ισπανία. Οπότε είναι λίγοι. Έχουμε 18-20 Έλληνες οι οποίοι είμαστε σ' ένα φιλελληνικό σύλλογο, τον 'Εν Πλω' και έρχονται εδώ, τρώνε και γενικά έχουμε διάφορες συναντήσεις. Κρατάμε επαφές. Η κοινότητα είναι πολύ μικρή»

- Έλληνες μπασκετμπολίστες ή προπονητές σας επισκέπτονται;

«Έχει περάσει αρκετός κόσμος από το Μπιλμπάο, όπως ο Κατσικάρης, ο Μαυροειδής, ο Ζήσης, ο Τσαλμπούρης. Όσοι Έλληνες παίκτες ή προπονητές περνάνε από εδώ, έρχονται. Έρχονται και τα παιδιά που παίζουν στην Μπιλμπάο όπου αγωνίζεται στα εφηβικά και ο γιος μου. Ετσι λειτουργεί η μπασκετική οικογένεια. Ο Μάρβιν Τζόουνς (πρώην παίκτης του Μπιλμπάο, νυν ΠΑΟΚ) ήταν καθημερινός πελάτης πέρυσι. Έφερε μάλιστα εδώ το ευρωπαϊκό κύπελλο που κέρδισαν πέρυσι, το FIBA EuroCup! Φωτογραφηθήκαμε, πήγαμε κα είδαμε και το ματς, ενώ κάποιοι φίλοι του ΠΑΟΚ και λόγω της παρουσίας μου στον Άρη, άρχισαν και έγραφαν τα σχόλιά τους.»

- Έχεις παίξει όμως στον ΠΑΟΚ

«Ναι έχω παίξει, αλλά αυτή παρένθεση στην καριέρα μου, θεωρώ ότι και για τους Αρειανούς και για τους ΠΑΟΚτσήδες, είναι αμελητέα».

- Όσοι δεν σε ξέρουν και έρχονται στο μαγαζί, δεν σε ρωτάνε εάν έπαιζες μπάσκετ;

«Εννοείται. Το ύψος και ο βήχας δεν κρύβονται! Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι γνώστες, Συνηθως όμως με μια απλή ερώτηση τους απαντάω και τους λέω τι ήμουν στο παρελθόν. Όμως μέλημά μου είναι να περάσουν καλά εδώ τρώγωντας».

- Σου έχει λείψει το μπάσκετ;

«Το μπάσκετ που είχα μάθει να παίζω εγώ, ναι. Δυστυχώς, για μένα προσωπικά, ο τρόπος με τον οποίο έχει αλλάξει το άθλημα, αποθεώνοντας το σουτ από την περιφέρεια… Εγώ πάντα το λέω στους ανθρώπους που με ρωτάνε, είμαι της «σχολής Πόποβιτς». Μου αρέσει το μπάσκετ με μυαλό, τακτική και οργάνωση σαν ομάδα. Κάτι το οποίο βλέπω ότι χρόνο με τον χρόνο γίνεται όλο και πιο σπάνιο. Όχι, δεν μου έχει λείψει, νομίζω ότι έκανα ό,τι έπρεπε. Μου λείπε να είχα χρόνο να παρακολουθω περισσότερο.»

- Η καριέρα σου συνδέθηκε με τον Άρη. Έμεινες δέκα χρόνια, περνώντας χρυσές στιγμές με Γκάλη και Γιαννάκη, αλλά και πέτρινα χρόνια αργότερα. Τι σου έχει μείνει περισσότερο;

«Αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός που μπήκα σε πολύ μικρή ηλικία στον κορυφαίο αθλητικό οργανισμό της Ελλάδας. Στον πρωταθλητή τότε Ελλάδας. Είχα την τύχη να παίζω με τους αστέρες του ελληνικού μπάσκετ. Αυτό που κέρδισα σαν άτομο και σαν παίκτης από τον Γκάλη, τον Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά ήταν ανεκτίμητο. Και παράλληλα ήμουν και μέλος της Εθνικής ομάδας. Αλλά κέρδισα πάρα πολλά και όταν αποχώρησαν, αφήνοντας πίσω έναν σύλλογο που οικονομικά ήταν στα Τάρταρα. Υπήρχε πίεση από τον κόσμο και απαίτηση από το φίλαθλο κοινό επειδή είχε μάθει να πρωταγωνιστεί ο Άρης. Δεν ήταν εύκολο. Περάσαμε περίοδο που τίποτα δεν πήγαινε καλά. Ούτε διοικητικα, ούτε πουθενά. Με πολύ προσωπική δουλειά, κόπο και θυσία, μαζί με άλλους συμπαίκτες όπως ο Λιαδέλης και ο Γαλακτερός, καταφέραμε στα μαύρα χρόνια της κακομοιριάς του Άρη οικονομικά, να σηκώσουμε κάποια κύπελλα στη Θεσσαλονίκη τα οποία θα μείνουν στην ιστορία. Και εμένα με βοήθησαν να διαμορφώσω έναν χαρακτήρα ότι όλα είναι εφικτά. Και αυτό με συνοδεύει έως και σήμερα στα επιχειρηματικά μου βήματα. Ότι όσες σφαλιάρες και αν φας θα υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.»

"""

- Αν έπρεπε να διαλέξεις ένα τρόπαιο από αυτά που κατέκτησες με τον Άρη, το Κύπελλο Σαπόρτα του 1993, το Κόρατς του 1997, ή το Κύπελλο Ελλάδας του 1998, ποιο γνωστό και ως Κύπελλο των απλήρωτων, ποιο θα ήταν;

«Είναι δύσκολο, γιατί και τα τρία είναι εξίσου σημαντικά. Το Κύπελλο Ελλάδας του 1998, που το πήραμε ως γκραν αουτσάιντερ με μια ομάδα χωρίς καμία οικονομική στήριξη… Ουσιαστικά παίζαμε μόνοι μας. Βάζαμε λεφτά από την τσέπη μας για να μαζευτούμε και να κρατήσουμε την ομάδα, και καταφέραμε να κερδίσουμε μέσα στο σπίτι μας μεγάλες ομάδες, όπως τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ του Ιωαννίδη. Από την άλλη, τα δύο ευρωπαϊκά κύπελλα... Όταν πάρθηκε επιτέλους ο πρώτος ευρωπαϊκός τίτλος του Άρη στο Τορίνο, μετά τα επεισόδια, αν έμπαινες μέσα στα αποδυτήρια αφού είχαμε κατακτήσει το τρόπαιο, επικρατούσε νεκρική σιγή. Το μόνο που άκουγες ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης στη γωνία με κατεβασμένο το κεφάλι, και όλοι οι υπόλοιποι: «Ουφ, ευτυχώς το καταφέραμε, επιτέλους!». Ήταν μια ένα 10λεπτο συνειδητοποίησης ότι το βάρος που κουβαλούσαμε τόσα χρόνια, για να πάρει ο Άρης ευρωπαϊκό τίτλο, επιτέλους έφυγε. Δεν μπορώ να βγάλω ένα γεγονός από αυτές τις στιγμές. Όλες είναι εξίσου σημαντικές.»

- Οι ιστορίες από τα παρασκήνια και τα ταξίδια είναι πάντα οι καλύτερες. Θυμάσαι κάποιο αστείο ή απίθανο περιστατικό;

«Υπάρχουν στιγμές, φαντάζομαι ότι όλοι οι παίκτες έχουν να διηγηθούν. Να σου πω μια ιστορία από το Τορίνο: Λίγο πριν αναχωρήσει η αποστολή για το γήπεδο, μας ενημερώνουν ότι ένας φίλαθλος του Άρη που ήρθε με φεριμπότ κοιμήθηκε ή ηταν σουρωμένος! Δεν πήρε χαμπάρι ότι είχε δέσει το πλοίο. Την ώρα που έφευγε, σαλτάρει από το φεριμπότ και σκάει με τα πόδια στην προβλήτα! Μας τον φέρνουν στο ξενοδοχείο, πέντε λεπτά πριν φύγει το λεωφορείο για το γήπεδο, με τις δύο φτέρνες του σπασμένες, για να τον δει ο γιατρός της ομάδας. Δεν υπήρχε κανένας Ιταλός να τον παραλάβει, οπότε μας τον φέρανε σε εμάς ως Ελληνα φίλαθλο να τον φροντίσουμε εμείς! Ναι, υπάρχουν ιστορίες... και στις προετοιμασίες με τις «σκαστές» από τα δωμάτια. Είτε με εθνική, είτε με τον Άρη. Αλλά να σου πω την αλήθεια, μερικά πράγματα είναι καλό να μη λέγονται. Να μένουν στεγανά! Οι αναμνήσεις αυτές έχουν το ειδικό τους βάρος.»

 

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta. Ακολούθησέ μας και στο Google News.