Γεια σας ρε μάγκες! (vids)

Γεια σας ρε μάγκες! (vids)

bet365

Το Gazzetta Weekend Journal θυμάται τους μεγάλους Δημήτρη Μητροπάνο και Νίκο Παπάζογλου, που «έφυγαν» την 17η μέρα του Απρίλη, τη... μαύρη μέρα για το ελληνικό τραγούδι. Άνθρωποι και καλλιτέχνες έξω καρδιά που σήμερα σπανίζουν.

“Εγώ θα τραγουδάω και συ θα με κοιτάς, θα με ακούς, κι ας μην είσαι εδώ”. Η απάντηση δεν ακούστηκε, ταξίδεψε πάνω στη γέφυρα του λόγου και ένωσε τις μοναδικές μορφές, τους ήχους και τα συναισθήματα τους. Οι δύο δεν έγιναν ένα, αλλά έκαναν το ένα να γεννιέται ξανά και ξανά. Το λαϊκό τραγούδι οφείλει πολλά στη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου και στο αγέρωχο, ευαίσθητο, βλέμμα του Νίκου Παπάζογλου. Το λαϊκό τραγούδι οφείλει πολλά στην απλότητα και την ντομπροσύνη του Μητροπάνου, όπως και στην ταξιδιάρικη φωνή του Παπάζογλου. Ο ένας να απλώνει τα χέρια και να μαζεύει φως, σκοτάδι, στάχτες, καπνούς, καημούς και ο άλλος να αφήνεται στη βουή του κόσμου κρατώντας το ντέφι.

Ο ένας να πληρώνει και να εισπράττει το χαράτσι της δημιουργίας και ο άλλος να κάνει την παράγκα παλάτι και τους ανθρώπους βασιλιάδες. Αν δεν βρίσκονταν στη ζωή μας, ίσως κανείς να μην τραγουδούσε και οι καλησπέρες μας να ήταν νεκρές, πεθαμένες. Ο σκληρός μήνας, ο Απρίλης, και οι έρημοι, αναλλοίωτοι, τόποι τους δέχθηκαν στη γη τους και αυτοί άφησαν πίσω τα καλλιτεχνήματα, της ψυχής τα σπαράγματα, ένα πακέτο τσιγάρα και ένα κόκκινο φουλάρι. Η φωνή επέστρεψε και αποκάλυψε: Δημήτρης Μητροπάνος, Νίκος Παπάζογλου, οι μάγκες υπήρξαν! Σαν σήμερα (17/4) “έφυγαν” από τη ζωή, ο πρώτος το 2012, ο δεύτερος το 2011.

Κάτι αληθινά ξεχωριστό

Οι δυο τους δεν συνυπήρξαν καλλιτεχνικά, βρέθηκαν όμως στον κατάλληλο τόπο την κατάλληλη στιγμή. Ο τόπος είναι το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Η στιγμή είναι η ανάγκη του λαϊκού τραγουδιού για ανανέωση, ανακάλυψη νέων διαδρομών. Αναπόφευκτο και αναγκαίο στην καλλιτεχνική δημιουργία. Οι φωνές-θεμέλια των Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Μπέλλου στήριζαν το οικοδόμημα των μεγάλων μας συνθετών -Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ζαμπέτας, Πάνου, Σαββόπουλος. Ο ρυθμός της συνολικής δημιουργίας έδειχνε να ατονεί και αυτό δυσκόλευε την πορεία του λαϊκού μας τραγουδιού. Φυσικά και προχωρούσε, ωστόσο η πρόοδος προέκυτε κυρίως από την επανάληψη και τα αποθέματα των ιδιοφυών μας δημιουργών.

Οι συνθήκες, λοιπόν, απαιτούσαν κάτι αληθινά ξεχωριστό, ατόφια λαϊκό. Ο Μητροπάνος διαθέτει μια καθαρή, μεγάλης έκτασης, φωνή, αληθινή, με το παράπονο της ψυχής και το ξέσπασμα της να ξεχωρίζουν. Στην ουσία δίνει σχήμα στην μεγάλη εκπνοή του απλού ανθρώπου. Κάπου εκεί έρχεται ο Παπάζογλου και συμπληρώνει τις αρετές του Μητροπάνου. Πώς; Βρίσκει την ποίηση που γεννιέται στους δρόμους, κι ας έλεγε ότι “εγώ δεν είμαι ποιητής…”. Η φωνή του, η μουσική του, οι στίχοι του εκφράζουν κρυμμένες αλήθειες, σεμνούς, απλούς ανθρώπους. Δεν είναι τυχαίο ότι αμφότεροι αγαπήθηκαν από τους νέους της εποχής τους, ακριβώς γιατί απαντούσαν στην αγωνία τους, στη διάθεση τους.

Ο ταπεινός κύριος Μητροπάνος

Ο Μητροπάνος δίνει φωνή και σώμα σε δημιουργίες του Ζαμπέτα, του Πάνου, του Μάνου Ελευθερίου, του Τάκη Μουσαφίρη, του Κώστα Βίρβου, του Σπύρου Παπαβασιλείου, του Απόστολου Καλδάρα, του Γιώργο Χατζηνάσιου, του Μάριου Τόκα, του Θάνου Μικρούτσικου… Τραγούδια όπως “Αλίμονο”, “Άλλος για Χίο τράβηξε”, “Ρόζα”, “Για να σε εκδικηθώ”, “Σε μια στοίβα καλαμιές”, “Πες μου που πουλάν καρδιές”, “Πεθαμένες καλησπέρες” έχουν εγγραφεί στη συλλογική μνήμη και στην ιστορία της ελληνικής λαϊκής σκηνής. Ο Μητροπάνος γέμιζε με την παρουσία του την πίστα, τη σκηνή, κάθε χώρο στον οποίο ερμήνευε. Το ίδιο έκανε και στα τραγούδια. Τα γέμιζε με την αγάπη και το είναι του. Ο Μητροπάνος πέρασε τον χαρακτήρα του στη δουλειά του, στα τραγούδια που ερμήνευε, στους χώρους που εργαζόταν. Ακολούθησε τη συμβουλή του Ζαμπέτα που του έλεγε “Σβήσαν τα φώτα; Να είσαι κανονικός άνθρωπος”. Αυτή η κανονικότητα αντανακλάται σε αυτά που μας τραγούδησε και σε αυτά που έλεγε κατά καιρούς. Αν το σκεφτείτε, πάντα μαθητής και πάντα σοβαρός έμπαινε στη διαδικασία της ερμηνείας, της κατανόησης του τραγουδιού, της μουσικής. Δεν είναι τυχαίο ότι δούλεψε και με συνθέτες, τραγουδοποιούς, που δεν ήταν “κλασικά” λαϊκοί (Μικρούτσικος, Πορτοκάλογλου, Λάκης Παπαδόπουλος). Το ενδιέφερε η πρόκληση και η αναμέτρηση με το “διαφορετικό”, το “άγνωστο” μουσικό αντικείμενο.

Ο Νικόλας που μοίραζε τη χαρά και τη λύπη

Ο Παπάζογλου δεν διαφέρει και πολύ από τον Μητροπάνο. Γενναιόδωρος και πραγματικός εργάτης της λαϊκής μουσικής. Έφτιαξε το δικό του στούντιο, το “Αγροτικόν” και βοήθησε πολλούς νέους τραγουδιστές και συγκροτήματα στην προσπάθεια τους να ολοκληρώσουν τις δουλειές τους. Ήξερε πολύ καλά τη διαδικασία παραγωγής και κατανοούσε απόλυτα τον μόχθο που απαιτούσε. Η κοπιώδης προσπάθεια φαινόταν και στον τρόπο που τραγουδούσε, δεν κρατούσε τη χαρά και τη λύπη για τον εαυτό του, προσπαθούσε να τη μοιράσει, να την εκτονώσει, και στο κοινό. Με τον τρόπο του έφτιαχνε την ιδανική κατάσταση για να έρθουν οι άνθρωποι κοντά, να σμίξουν και την ευωχία να στήσουν. Για τον Παπάζογλου οι Ρασούλης, Ξυδάκης, Σαββόπουλος, Βάσω Αλαγιάννη είναι αυτοί που του δίνουν και αυτοί που παίρνουν απ’ αυτόν. Τραγούδια όπως “Αύγουστος”, “Πότε Βούδας, πότε Κούδας”, “Υδροχόος”, “Αχ Ελλάδα”, “Εγώ δεν είμαι ποιητής”, “Κανείς εδώ δεν τραγουδά”, “Στη ρωγμή του χρόνου”, “Τρελή και αδέσποτη” γίνονται η συντροφιά μας, η παρέα μας και διακριτικά μας ακολουθούν, στολίζουν τον ίσκιο μας. Ο Παπάζογλου προσπάθησε να γνωρίσει τη μουσική του σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και η τάση φυγής αν και δεν γίνεται αντιληπτή, είναι εκεί και μας παρασύρει στο ανοιχτό πέλαγος που τόσο αγαπούσε. Στα κομμάτια που μας έδωσε –με όποιον τρόπο- κρύβεται η λαχτάρα για ελευθερία, το ατίθασο πνεύμα και αυθεντικό, λαϊκό, γλέντι.

@Photo credits: INTIME
 

Τελευταία Νέα