Καραϊσκάκης, ο γιος της Καλογριάς!

Γιώργος Ντυμένος
Καραϊσκάκης, ο γιος της Καλογριάς!

bet365

Το Gazzetta Weekend Journal τιμά την επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1821, γράφοντας για τον ασυμβίβαστο ήρωα, Γεώργιο Καραϊσκάκη!

Η ελληνική γλώσσα φαντάζει και είναι τόσο πλούσια, αλλά ορισμένες φορές ούτε εκείνη δύναται να αποτυπώσει ανάγλυφα τη ζωή και τα πεπραγμένα ορισμένων συνανθρώπων μας. Ή πιο σωστά εκείνων που άφησαν το στίγμα τους τόσο έντονα σε τούτα τα βράχια και κάθε γωνιά της χώρας μας φέρει το όνομά τους.

Η πατρίδα μας γιορτάζει την 25η Μαρτίου, εις ανάμνηση του έπους που γράφτηκε το 1821, όταν μια χούφτα... τρελοί αποφάσισαν να πάνε κόντρα σε κάθε λογική και να ορθώσουν το ανάστημά τους σε μία Αυτοκρατορία, την Οθωμανική. Ηταν τότε που όλοι μαζί βροντοφώναξαν, προς όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης, πως δεν θέλουν να ζουν σκλαβωμένοι και ότι προτιμούν να πεθάνουν στο όνομα της ελευθερίας.

Αν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ο μεγάλος εμπνευστής και στρατηλάτης της… αποκοτιάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν εκείνος που δικαιωματικά στέκεται δίπλα του, σαν ίσος προς ίσο.

Γενναίος, αθυρόστομος, ασυμβίβαστος και τόσα άλλα μαζί, δεν είναι τυχαίο πως ο «Γέρος του Μωριά» τον αισθάνονταν σαν παιδί του και στο άκουσμα της απώλειάς του, έσκισε τα ρούχα του και θρήνησε βαθιά.

Χωρίς ίχνος εθνικισμού, μισαλλοδοξίας ή οποιουδήποτε άλλου ακραίου συναισθήματος, στο άκουσμα και μόνο των προκλητικών, εώς εμπρηστικών, διαγγελμάτων εξ' ανατολάς, ας θυμόμαστε πάντα τι είπε στον Μαχμούτ Σκόρδα Πασά, όταν τον Ιούλιο του 1823 του έστειλε από τη Λάρισα μία επιστολή, μέσω της οποίας του ζητούσε να παραδοθεί και να δηλώσει υποταγή στον Σουλτάνο. «Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Οποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Οποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε», έγραφε σχετικά.

Ο Καραϊσκάκης τότε του αποκρίθηκε με τον δικό του, χαρακτηριστικό τρόπο.. «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον π@#@#@#ν μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ' επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».

Γεννημένος στις αρχές του 1782, ως τοποθεσία καταγωγής του έριζαν, μέχρι και τις αρχές του περασμένο αιώνα, τρία χωρία, εκ των οποίων τα δύο βρίσκονται στην Καρδίτσα και άλλο στην Αρτα. Μετά από σχετικές έρευνες που συμμετείχαν και τα εγγόνια του, αποφασίστηκε πως οι «ρίζες» του βρίσκονται στο Μαυρομάτη Καρδίτσας, αλλά το θέμα αναζωπυρώθηκε το 2005. Τότε, στα πλαίσια του «Καποδίστρια», ως «Γεώργιος Καραϊσκάκης» ονομάστηκε ο νεοσύστατος Δήμος στην Αρτα που υπάγεται η Σκουληκαριά και εκεί καθιερώθηκε να διεξάγεται η επίσημη εορτή στη μνήμη του. Αυτόματα «φούντωσε» εκ νέου η σχετική διαμάχη.

Πάντως ο ήρωας ουδέποτε αισθάνθηκε την ζεστασιά ενός τόπου και τη θαλπωρή μίας οικογενειακής εστίας.

Βλέπετε ήταν μεν γιος του οπλαρχηγού Δημήτρη Ισκου ή Καραϊσκου και της ιερωμένης Ζωής Διμισκή (γράφεται και Ντιμισκή), αλλά ο πατέρας του δεν τον αναγνώρισε. Αντίθετα η μητέρα του ήταν εκείνη που στάθηκε στο πλευρό του και προσπάθησε να απαλύνει τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Στις 23 Ιανουαρίου εκείνου του έτους αναγκάστηκε να γεννήσει σε μία σπηλιά – είχε εκδιωχθεί από το μοναστήρι και βρήκε καταφύγιο στα βουνά – και ο Καραϊσκάκης, από νεογέννητο μωρό κατάλαβε πόσο σκληρός θα ήταν ο κόσμος απέναντί του.

Μαζί γυρνούσαν στην ευρύτερη περιοχή και με δυσκολία κέρδιζαν τα προς το ζην, ενώ ήταν τόσο έντονη η κοινωνική κατακραυγή επειδή ήταν νόθος, που τον φώναζαν «Γιο της Καλαγριάς», ενώ το «Καραϊσκάκης» με το οποίο έμεινε στην ιστορία, αποτελεί το υποκοριστικό, άρα κοροϊδευτικό, του «Καραϊσκου». Μάλιστα εκείνα τα χρόνια για να μαλώσουν τα άτακτα παιδιά τους έλεγαν «Καταντήσατε σαν το Καραϊσκάκη», όχι «τον» αλλά «το».

Εκείνος ορισμένες φορές υπέγραφε ως «Καραΐσκος», αλλά ουδέποτε έδειξε να ντρέπεται. «Καθὼς ἡ φύση δέχεται τὰ κεντρώματα καὶ δείχνει τὰ μπολιασμένα δέντρα πλειὸ καλὰ ἀπὸ τ’ ἀγρία, ἔτσι κι’ ὁ Θεὸς κάνει πολλὲς βολὲς τὰ μπάσταρδα παιδιὰ πλειὸ ἄξια ἀπὸ τ’ ἄλλα, τὰ γνήσια», έλεγε χαρακτηριστικά, ενώ έχουν διασωθεί και πιο ακραίες σχετικές του εκφράσεις, όπως εκείνη που ξεστόμισε σε κάποιον που τον κορόιδευε. «Εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψ@#@# ώσπου να με γεννήσει», ήταν τα λόγια του.

Λέγεται μάλιστα πως ο τρόπος που μίλαγε αποτελούσε «κληρονομιά» της μητέρας του, καθώς κατέφυγε σε βωμολοχίες ώστε να αντικρούσει τα όσα της καταλόγιζαν. Ας μην ξεχνάμε πως για την εποχή ήταν μεγάλο «ατόπημα» να μείνει έγκυος μία έγκλειστη γυναίκα σε μοναστήρι, η οποία μάλιστα βρέθηκε εκεί με τη θέλησή της, μόλις έμεινε χήρα από τον πρώτο της γάμο. Ετσι από παιδί έμαθε στα δύσκολα και σε ηλικία 15 ετών έγινε κλέφτης στα βουνά. Μαζί με άλλους συνομήλικούς του, σύντομα αποτέλεσαν τον φόβο και τρόμο της ευρύτερης περιοχής των Αγράφων. Αυτόματα άρχισε να «χτίζει» τον... μύθο του, αλλά και να επιδεινώνεται η υγεία του. Λόγω των κακουχιών που πέρασε μικρός, προσβλήθηκε από φυματίωση και θα ταλαιπωρούνταν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Αλής που διαφέντευε την Ηπειρο και όχι μόνο, άκουσε για εκείνον και έστειλε ένοπλο τμήμα ώστε να καταστείλει τη δράση του. Κάτι που τελικά συνέβη και έπεσε στα χέρια του «λιονταριού». Στην αυλή του βασανίστηκε, όμως ο Πασάς των Ιωαννίνων δεν τον σκότωσε. Ορισμένοι πιστώνουν τη σχετική του απόφαση επειδή γνώριζε την μητέρα του από παλιά – ήταν συγγενής του αρματολού Γώγου Μπακόλα – και άλλοι αναφέρουν πως διέκρινε στον Καραϊσκάκη τα ηγετικά χαρίσματα που θα τον χαρακτήριζαν στο μέλλον. Επειδή μετά από καιρό θα του φερθεί και δεύτερη φορά με επιείκεια, ως πιο πιθανό ενδεχόμενο φέρεται το δεύτερο, αφού αναζητούσε χαρισματικούς άνδρες όπως εκείνον.

Με την πάροδο του χρόνου από έγκλειστος μετατράπηκε σε φιλοξενούμενος, έμαθε γραφή και ανάγνωση, ενώ γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, με τον οποίο θα συνδέθηκε φιλικά. Παράλληλα εξοικειώθηκε με την «τέχνη» του πολέμου και συμμετείχε, υπό το λάβαρο του Αλή, στην εκστρατεία κατά του Πασβάνογλου. Διακρίθηκε, αιχμαλωτίσθηκε, αλλά λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στα Ιωάννινα.

Ηταν μάλιστα τόσο πολύ αρεστός στον Πασά που δεν του έκανε το παραμικρό, όταν ο Μουκτάρ, γιος του Αλη, παραπονέθηκε στον πατέρα του για απρεπή συμπεριφορά του Καραϊσκάκη στο πρόσωπό του. Η παρεξήγηση συνέβη όταν ο ατίθασος νεαρός σήκωσε επίτηδες τη φουστανέλα του όταν περνούσε ο διάδοχος και φάνηκαν τα απόκρυφά του, κάτι που θεωρήθηκε πολύ μεγάλη προσβολή. Ο Καραϊσκάκης δικαιολογήθηκε πως χόρευε εκείνη τη στιγμή και το συμβάν έληξε εκεί.

Ωστόσο στα 1800 αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να ζήσει ελεύθερος, απέδρασε από τα Γιάννινα και εντάχθηκε στο ένοπλο τμήμα του Αντώνη Κατσαντώνη. Ο οποίος δρούσε στην Ηπειρο και αποτελούσε έναν εκ των βασικών πολέμιων του Αλή. Ο τελευταίος για τον εντοπισμό του έστειλε στα 1806 τον «θρυλικό» Βεληγκέκα, που φημίζονταν για τους βάρβαρους τρόπους του και αποτελούσε το φόβητρο των Χριστιανών. Η ιστορία κατέγραψε πως στη θέα του από μακριά, τόσο ο Καραϊσκάκης όσο και ο Κατσαντώνης πυροβόλησαν εναντίον του, ένα από τα δύο βόλια τον πέτυχε και Οθωμανός σκοτώθηκε ακαριαία, κάτι που οδήγησε στην άτακτη διάλυση των ανδρών του.

Λίγους μήνες αργότερα συνάντησε για πρώτη φορά τον πατέρα του, όταν ο Ιωάννης Καπποδίστριας συγκάλεσε στη Λευκάδα σύναξη όλων των οπλαρχηγών της Στερεάς και της Ηπείρου, με σκοπό να τους ζητήσει βοήθεια σε περίπτωση που ο Αλής εκστράτευε στα Επτάνησα. Οπως διασώζεται δεν τον χαιρέτησε καν, ενώ τότε ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης εντυπωσιάστηκε από τον Καραϊσκάκη και τον πήρε υπό την προστασία του.

Την ίδια στιγμή όμως ο Πασάς αναζητούσε εκδίκηση για τον θάνατο του Βεληγκέκα, ενώ ήθελε να διασώσει και το γόητρό του. Ετσι συνέχισε να καταδιώκει τον Κατσαντώνη και στα 1808 τον συνέλαβε και τον θανάτωσε, ύστερα από φρικτά βασανιστήρια.

Ο Καραϊσκάκης μη έχοντας που να πάει και κυνηγημένος, παραδόθηκε στον Αλή. Εκείνος όμως τον συγχώρεσε και λέγεται πως τον ρώτησε τι τιμωρία πρέπει να του επιβληθεί λόγω της προδοσίας του. «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη», του αποκρίθηκε και σύντομα ανέλαβε την αρχηγία σε ένα ένοπλο τμήμα του Πασά. Ο οποίος στον επερχόμενο πόλεμο κατά της Πύλης που προετοίμαζε, ήθελε κοντά του μυαλά όπως του Ελληνα στρατιωτικού.

Τα επόμενα χρόνια έζησε για λίγο την θαλπωρή ενός σπιτιού, αφού γνώρισε και παντρεύτηκε τη Εγκολπία Σκυλοδήμου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Παράλληλα όμως μυήθηκε στη «Φιλική Εταιρεία» και μέσα του άρχισε να φουντώνει η φλόγα της ελευθερίας. Στα 1820 και ενώ ο Αλής γνώριζε από τον Σουλτάνο την ήττα σε όλα τα μέτωπα, έπεισε τους Τούρκους πως ήθελε να αλλάξει στρατόπεδο και αφού αρχικά εξασφάλισε την ασφάλεια της οικογένειάς του – την οδήγησε στη νήσο Κάλαμο – εγκατέλειψε και εκείνους. Για όλους είχε σημάνει η ώρα της λευτεριάς.

Η πρώτη αποστολή που του ανατέθηκε ήταν να ξεσηκώσει την περιοχή της Βόνιτσας, όμως δεν τα κατάφερε και αποσύρθηκε στα Τζουμέρκα. Εκεί ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης και η πρώτη του επιτυχία ήταν η πυρπόληση του οχυρού πύργου που υπήρχε στο χωριό Καλύβια του Μάλιου.

Συμμετείχε σε αρκετές εχθροπραξίες και διακρίθηκε σε εκείνη του Αϊ Βλάση, όταν με λιγότερους από 1.000 άνδρες κατατρόπωσε περίπου 5.000 Οθωμανούς του Ομέρ Βρυώνη, οι οποίοι επέστρεφαν στη βάση τους μετά την πρώτη πολιορκία του Mεσολογγίου.

Εκεί μάλιστα προχώρησε σε μία κίνηση που δεν την... χωρούσε ο νους, με γνώμονα τα στρατιωτικά δεδομένα της εποχής και όχι μόνο. Οταν οι Τούρκοι έφτασαν μπροστά από το σημείο που βρίσκονταν Ελληνες, ονομάζεται «Κορομηλιά», ο αρχηγός τους Χατζή Μπέντος του προσέφερε 500.000 γρόσια, ώστε να τους αφήσει να περάσουν με προορισμό τον Αχελώο ποταμό, όπου κατευθύνονταν για ανεφοδιασμό. Ο Καραϊσκάκης όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά τον προκάλεσε σε μονομαχία και τον σκότωσε! Μόλις έπεσε νεκρός, το ηθικό των συναγωνιστών του αναπτερώθηκε και επικράτησαν των αντιπάλων τους, έχοντας ελάχιστες απώλειες.

Ο αντίκτυπος των όσων διαδραματίστηκαν εκείνη την ημέρα ήταν πολύ μεγάλος και ο Διονύσιος Σολωμός αφιέρωσε 13 στροφές του Εθνικού μας Υμνου στη νίκη των ελληνικών όπλων. Οπου και περιέγραψε το πώς θανατώθηκαν εκατοντάδες Τούρκοι, ακόμη και με πνιγμό, όταν καταδιώχθηκαν από τον Καραϊσκάκη και τους άνδρες του.

Λίγες ημέρες μετά τραυματίστηκε ελαφρά στο Κομπότι της Αρτας και το «κακό» συνέβη λόγω του αντισυμβατικού του χαρακτήρα. Εκεί ηγούνταν μίας δύναμης μόλις 30 ενόπλων, αλλά απέναντι σε πολυάριθμους αντιπάλους, ανέβηκε σε ένα βράχο και προκαλούσε τους Τούρκους, σηκώνοντας τη φουστανέλα του και δείχνοντας τα γεννητικά του όργανα. Τότε δέχθηκε μία σφαίρα στη βουβωνική χώρα και για μικρό χρονικό διάστημα αποσύρθηκε, ώστε να αναρρώσει πλήρως.

Πάντα στην πρώτη γραμμή, ενέπνεε και καθοδηγούσε τους άνδρες του, υποβάλλοντας όμως και τον εαυτό του σε θανάσιμο κίνδυνο. Στα μέσα του 1823 προήχθη σε στρατηγό, μετά τη μάχη του Σοβολάκου, αλλά κάπου εκεί η διχόνοια έκανε την εμφάνισή της.

Ο Καραϊσκάκης ήταν αρκετά παρορμητικός και ενεπλάκη ενεργά στους δύο εμφυλίους πολέμους, που οδήγησαν την Επανάσταση ένα βήμα πριν την καταστροφή. Ο μεγαλύτερος «εσωτερικός» εχθρός του ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που δεν συναινούσε ώστε να αναλάβει το αρματολίκι των Αγράφων, κάτι που αποτελούσε τη μεγάλη του φιλοδοξία.

Οι δυο τους ήρθαν πολλές φορές σε προστριβές και τον Απρίλιο του 1824 σύρθηκε σε δίκη, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Σύμφωνα με τα όσα του καταλογίζονταν, προχώρησε σε επαφές με τον Ομέρ Βρυώνη ώστε να πάρει την ηγεσία της περιοχής και ως αντάλλαγμα, οι Οθωμανοί δεν θα ενεργούσαν εναντίον του. Ο Μαυροκορδάτος προσπαθούσε να αποδυναμώσει την επιρροή των στρατιωτικών και μετά τον Κολοκοτρώνη, ο Καραϊσκάκης ήταν ο επόμενος στόχος του.

Σε διάστημα τριών ημερών βγήκε η απόφαση, που ήταν καταδικαστική αλλά υπήρχε ένα τρόπο τινά, αν επιτρέπεται η έκφραση, παράθυρο. Η ετυμηγορία δεν ήταν σε νομικό επίπεδο αλλά σε διοικητικό και του επιβλήθηκε η ποινή της καθαίρεσης. Μάλιστα τονίζονταν, μεταξύ άλλων, πως οι πολίτες πρέπει να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας» μέχρι «να μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν».

Ετσι πικραμένος αποσύρθηκε στο Καρπενήσι και διασώζεται ένα γράμμα που έστειλε σε συμπολεμιστή του, όπου σχολίαζε. «Ε, ρε Μαυροκορδάτε. Εσύ την προδοσία μού την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γρήγορα ελπίζω να σού τη γράψω εις το μέτωπόν σου. Να φανή ποιός είσαι». Λίγο αργότερα για να πέσουν οι τόνοι ζήτησε συγνώμη, αλλά ο πολέμιός του δεν την δέχθηκε, όμως τον Ιούνιο κλήθηκε εσπευσμένα στο Ναύπλιο και αποκαταστάθηκε πλήρως, έχοντας την αναγνώριση σχεδόν όλων.

Ωστόσο τα πάθη εκείνων των καιρών δεν «έσβησαν», αλλά αντίθετα... φούντωσαν στον δεύτερο εμφύλιο, που ξέσπασε στα τέλη του ίδιου έτους. Ο Καραϊσκάκης αυτή τη φορά ήταν με το μέρος των «νικητών» (η Ελλάδα και η Επανάσταση έχασαν μόνο) και προέβη σε ακραίες πράξεις κατά των αντιπάλων του. Κυρίως της οικογένειας Ζαϊμη, όπου λεηλάτησε την περιουσία της στα Καλάβρυτα και υπέπεσε σε πράξεις που «αμαύρωσαν» το όνομά του.

Υπό αυτές τις συνθήκες ο Ιμπραϊμ Πασάς έφτασε στην Πελοπόννησο και αφού νωρίτερα έσπειρε τον όλεθρο σε αρκετά νησιά. Μόνο τότε οι αγωνιστές παραμέρισαν τις έριδες και προσπάθησαν να αντισταθούν, ενώ ο «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας» όπως αποκαλούνταν μετά τη δημιουργία μονάδας στα Σάλωνα, απέδειξε ξανά τις αρετές του στο πεδίο της μάχης. Μη έχοντας ουσιαστικό ρόλο συμμετείχε στην αποτυχημένη εκστρατεία στα Κρεμμύδια, αλλά τον Μάιο του 1825 επέστρεψε στη Στερεά και προσπάθησε να «φουντώσει» στην Επανάσταση.

Αρχικά, με δεξιοτεχνικές κινήσεις, «απάλυνε» πολλές φορές την πίεση από το δοκιμαζόμενο Μεσολόγγι, ενώ το 1826 στην Αράχοβα αποδείχθηκε το μέγεθος της στρατιωτικής του ευφυίας. Με ένα αριστουργηματικό σχέδιο παρέσυρε εντός της πόλης τις τουρκικές δυνάμεις που κινούνταν για την κατάληψή της, οι ελληνικές από την προηγούμενη βρίσκονταν σε καίριες θέσεις εντός αυτής και από τους 1.800 που συγκροτούσαν το οθωμανικό σώμα, μόλις 300 κατάφεραν να επιστρέψουν σε φίλιες γραμμές.

Η επιτυχία του τόνωσε το ηθικό όλων των Ελλήνων, που είχε καταρρακωθεί μετά την πτώση της «Ιερής Πόλης» και την προέλαση των ενωμένων Τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων. Μάλιστα χαρακτηρίζεται ως η δεύτερη σημαντικότερη νίκη των ελληνικών όπλων μετά τα Δερβενάκια, καθώς διατήρησε «ζωντανή» την Επανάσταση στη Στερεά.

Παράλληλα «ένωσε» και τους Καραϊσκάκη-Ζαϊμη, καθώς ο δεύτερος είχε εκείνο τα διάστημα αναλάβει την πολιτική ηγεσία και παρά τα όσα συνέβησαν στον δεύτερο εμφύλιο, αναγνώρισε στο πρόσωπο του «Γιου της Καλογριάς», τον άνθρωπο που θα «έσωζε» τη Ρούμελη. Τον φώναξε στο Ναύπλιο και τον διόρισε Αρχιστράτηγο, ενώ με δάκρυα στα μάτια τον αγκάλιασε και του είπε πως τον συγχωρεί, για όσα έκανε στην οικογένειά του. «Δεν έχουν σημασία τα μεταξύ μας, σημασία έχει η Ελλάδα», φέρεται να του μετέφερε.

Από μαρτυρίες που σώζονται ο Καραϊσκάκης επίσης «λύγισε» από τη συγκίνηση και ο Βασίλης Μπουντούρης, Υδραίος άρχοντας, άδραξε την ευκαιρία να του... θυμίσει τα παλιά. «Δεν έκανες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, ο Θεός να σε φωτίσει να το κάνεις από εδώ και εμπρός», ήταν τα λόγια του. Η απάντηση του στρατηγού αντικατοπτρίζει ανάγλυφα την κρισιμότητα της στιγμής. «Δεν το αρνούμαι. Οταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος».

Η εθνική παλιγγενεσία είχε και πάλι τον «φύλακά» της και μαζί με τον Κολοκοτρώνη που δρούσε στον Μωριά, καλούνταν να διατηρήσουν ζωντανή τη φλόγα της ελπίδας. Σύντομα ανέτρεψε άρδην την κατάσταση και τον Φλεβάρη του 1827 η Ρούμελη ήταν και πάλι σε ελληνικά χέρια, πλην του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου. Ετσι στράφηκε στην Αθήνα όπου ο Κιουταχής την πολιορκούσε και άμεσα τον μετέτρεψε σε... πολιορκούμενο.

Οι επιτυχίες του, όπως στο Χαϊδάρι, απέκοψαν τους δρόμους ανεφοδιασμού των Οθωμανών και οι δύο άνδρες συναντήθηκαν «τυχαία», μετά από πρωτοβουλία του Κόμη Δεριγνί (αργότερα πρωταγωνίστησε στο Ναβαρίνο). Ο Γάλλος ναύαρχος έφτασε στον Πειραιά με μοίρα πολεμικών σκαφών, αφού οι ξένες δυνάμεις άρχισαν τότε να αναμιγνύονται ενεργά στο ελληνικό ζήτημα.

Αρχικά προσκάλεσε τον Τούρκο στη φρεγάτα του και τη στιγμή που αποχωρούσε, έφτασε ο Καραϊσκάκης. Ολα συνηγορούν πως ήταν μία προμελετημένη κίνηση από τον Δεριγνί, μήπως και επέλθει προσωρινή εκεχειρία. Μεταξύ τους επικράτησε ψυχρότητα και ο Οθωμανός δελέασε τον αγέρωχο στρατηγό με προσωπικά οφέλη, αρκεί να τον προσκυνούσε. Εκείνος δεν το συζήτησε καν και με αφορμή τον διάλογο που είχαν οι δυο τους, έγραψε στον Κολοκοτρώνη. «Σα να γίναμε φίλοι και ελπίζω να του κοστίσει η φιλία μου. Είπαμε πολλά, εκείνος με την ιδέα ότι έχει να κάνει με ραγιάδες και εγώ με την ιδέα πως είμαστε ελεύθεροι». Η μοίρα όμως σύντομα θα του επεφύλασσε το δικό της παιχνίδι...

Μετά από απόφαση της Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα, την αρχηγία του στρατού ανέλαβαν οι Κόχραν ως «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων» και Τσωρτς, με την ιδιότητα του «διευθυντή χερσαίων δυνάμεων». Αμφότεροι ήρθαν σε σύγκρουση με τον Καραϊσκάκη, αφού διακατέχονταν από διαφορετική φιλοσοφία. Ετσι πολλές φορές εκδόθηκαν αντικρουόμενες διαταγές, ενώ αποφασίστηκε η μεταφορά ανδρών στη Σαλαμίνα και άλλα μέρη, αδυνατίζοντας έτσι τον κλοιό γύρω από το οθωμανικό στρατόπεδο που βρίσκονταν έξω από την Αθήνα. Παράλληλα αποφασίστηκε η ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών, παρά την αντίθετη γνώμη του Ελληνα στρατηγού, που γνώριζε καλά πως τα στρατεύματά του ήταν περισσότερο αποτελεσματικά κάνοντας πόλεμο φθοράς και όχι κατά μέτωπο επιθέσεις.

Ομως δεν μπορούσε να αρνηθεί και ως ημερομηνία έναρξης μίας τέτοιας ενέργειας, ορίστηκε η 23η Απριλίου του 1827. Ο Καραϊσκάκης έδωσε εντολή σε όλους να αποφύγουν την παραμικρή εμπλοκή με τον εχθρό, ώστε να υπάρξει το στοιχείο του αιφνιδιασμού και αποσύρθηκε στη σκηνή του, αφού η υγεία του ήταν κλονισμένη. Ωστόσο δεν εισακούστηκε και το απόγευμα της 22ης Απριλίου υπήρξαν πυροβολισμοί από ορισμένα φυλάκια. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για τον στρατηγό, που έσπευσε στο σημείο της αναταραχής ώστε να επιβάλει την τάξη. Τότε δέχθηκε ένα βόλι και έπεσε λιπόθυμος, απέναντι από τον τωρινό σταθμό του ηλεκτρικού στο Παλαιό Φάληρο. Μεταφέρθηκε αιμόφυρτος στο στρατόπεδο, έλαβε τη Θεία Κοινωνία και τα ξημερώματα της επομένης, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, έφυγε από τη ζωή.

Λίγο πριν ξεψυχήσει, σε μία τραγική ειρωνεία της τύχης, έφτασε ένας αγγελιοφόρος με μήνυμα του Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον προέτρεπε να μην εκθέτει τον εαυτό του σε άσκοπο κίνδυνο, καθώς τυχόν απώλειά του θα επιφέρει μεγάλο πλήγμα στο στράτευμα, ηθικό και ουσιαστικό. Παράλληλα του τόνιζε πως ο ρόλος του αρχηγού είναι στα μετόπισθεν, ώστε να αποκτά σαφή αντίληψη του πεδίου της μάχης και να καθοδηγεί με ασφάλεια τους άνδρες του.
Τα τελευταία του λόγια ήταν κυρίως προτροπές για ομόνοια και αγάπη μεταξύ των Ελλήνων, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες που ανέφεραν πως ήξερε τον δολοφόνο του. «Γνωρίζω τον αίτιον, και αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (σ.σ. εκδίκη­ση), ειδέ και πεθάνω, ας μου κλάσει τον π#@#@@#@ και αυτός», εκμυστηρεύτηκε σε ορισμένους στενούς του συνεργάτες.

Εκτοτε πολλά λέγονται και γράφονται για το πώς σκοτώθηκε, αλλά ουδέποτε αποδείχθηκε πως ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης από συμπατριώτες μας, λόγω των εσωτερικών προστριβών που υπήρχαν. Ή μετά από εντολή των Αγγλων, που σχεδίαζαν τότε το πρώτο ελληνικό κράτος με σύνορα ως την Πελοπόννησο και τα νησιά και οι επιτυχίες του στη Στερεά Ελλάδα, έθεταν σε κίνδυνο τα πλάνα τους. Την τελευταία άποψη υποστήριξε εγκάρδια ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν σήμερα πως ο πυροβολισμός προήλθε από όπλο Τούρκου και μάλιστα έφιππου, όπως συμπεραίνεται από τη φορά της σφαίρας.

Αυτή λοιπόν ήταν επιγραμματικά η ζωή και τα πεπραγμένα ενός ασυμβίβαστου ήρωα, που έδωσε τη ζωή του ώστε όλοι εμείς σήμερα να είμαστε ελεύθεροι. Ο οποίος αντιλαμβάνονταν την ιπποσύνη του Μεσαίωνα με ένα ξεχωριστό τρόπο, ενώ δεν δίσταζε να παραδέχεται τα λάθη του. Αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους άνδρες τους, ακόμη και όσους χλεύαζε με το... θρυλικό «Βρακί της Κατερίνας». Σε κάθε μάχη είχε στη ζώνη του ένα γυναικείο εσώρουχο και μετά την ολοκλήρωσή της, προέτρεπε ενώπιων όλων να το πάρουν και να το φορέσουν εκείνοι που δείλιαζαν. Εικάζεται πως πήρε την... ιδέα από την καπετάνισσα Μόσκω Τζαβέλλα, η οποία όταν οι Τούρκοι έφταναν στο Σούλι έβαζε έναν ντελάλη να γυρνά την περιοχή και να φωνάζει ότι όποιος άνδρας δεν πολεμήσει, θα τον ντύσει γυναικεία και θα τον περιφέρει στα χωριά!

Αλλωστε εκείνος έδινε πάντα το παράδειγμα. Στο Φάληρο, λίγο πριν πεθάνει, έφυγε από τη ζωή η σύζυγός του, αλλά δεν άφησε τους άνδρες του και έμεινε στο πλευρό τους. Εκτός των άλλων ουδέποτε «άκουσε» τους ειδικούς που επισκέπτονταν στην Ιθάκη, λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν αδυνατισμένος και ταλαιπωρημένος, αλλά υπέμενε όλες τις κακουχίες που βίωνε ο απλός στρατιώτης.

Μάλιστα «περίπαιζε» τους γιατρούς και είναι χαρακτηριστικό ένα παράδειγμα που διασώθηκε. Μια φορά ζήτησε να τον επισκεφτεί κάποιος γνωστός της εποχής, αλλά στα σκεπάσματα του κρεβατιού έβαλε να ξαπλώσει ένας φίλος και εκείνος κρύφθηκε στο δωμάτιο. Μόλις ο γιατρός κράτησε το χέρι του άγνωστου για να δει τον σφυγμό του, ανέφερε «Στρατηγέ, οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ» και τότε ο Καραϊσκάκης του φανερώθηκε και με την αθυροστομία που τον χαρακτήριζε φώναξε: «Ο π#@#@ μου έπεσε μωρέ όχι οι δυνάμεις μου»!

Λόγω της ευάλωτης υγείας του είχε πάντα μαζί μία κοπέλα που λέγονταν Μαριό. Ελάχιστα διασώθηκαν για εκείνη, παρά μόνο ότι ήταν Τουρκάλα και τη βρήκε μικρή και μόνη σε μία περιοχή της Πελοποννήσου. Αμέσως τη συμπάθησε και επειδή γνώριζε τα βασικά της ιατρικής, την πήρε κοντά του ως νοσοκόμα. Αφού βέβαια βαφτίστηκε Χριστιανή. Οι αντίπαλοί του άφηναν υπόνοιες πως ήταν και ερωμένη του, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε από κανέναν και μάλλον αποτελεί συκοφαντία της εποχής.

Ο Καραϊσκάκης ήταν βαθιά θρησκευόμενος και πολλές φορές αποσύρονταν στη Μονή Προύσου της Ευρυτανίας, ώστε να ξεκουραστεί αλλά και να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Εκεί «δέθηκε» με τον τόπο και αισθάνονταν πως θεραπεύονταν με τη Δύναμη της Παναγίας.

Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης έκανε δωρεά το κάλυμμα της εικόνας της Μεγαλόχαρης που υπάρχει στο μοναστήρι, όπου σήμερα φυλάσσονται το όπλο, το σπαθί και το φέσι του. Ομως την ίδια στιγμή έδειχνε αμείλικτος στο πεδίο της μάχης και στην Αμφισσα έφτιαξε μία πυραμίδα από 300 κεφάλια Τούρκων, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να εκδικηθεί για την πτώση του Μεσολογγίου.

Οσο για τα τρία του παιδιά που έμειναν ορφανά σε διάστημα λίγων μόνο μηνών, αρχικά πέρασαν δύσκολα χρόνια. Παρότι ο στρατηγός στη διαθήκη που συνέταξε τους άφηνε όλες τις οικονομίες του, περίπου 45.000 γρόσια, ουδέποτε πήραν αυτά τα χρήματα. Αρχικά την ανατροφή τους ανέλαβαν διάφοροι συγγενείς, οι οποίοι όμως αντιμετώπιζαν, όπως όλοι στην πατρίδα μας, τεράστια οικονομικά προβλήματα.

Υπό αυτές τις συνθήκες έστελναν συνεχώς επιστολές στο νεοσύστατο κράτος και ζητούσαν βοήθειά, αλλά τους δόθηκε μόνο μία μικρή ενίσχυση επί Καποδίστρια, που φυσικά δεν ήταν αρκετή για να τους συντηρήσει. Η πλήρης αποκατάστασή τους έγινε από τον Οθωνα, οπότε έλαβαν και γη, ενώ οι κόρες του στρατηγού νυμφεύτηκαν επιφανείς νέους της αυλής. Ο γιος του βρέθηκε στον πολιτικό στίβο και το όνομά του δεν «έσβησε» ποτέ.

Η ζωή αλλά και ο θάνατος του Γεωργίου Καραϊσκάκη περικλείονται από πολλούς μύθους, που τον ακολουθούν ακόμη και τώρα. Οπου ουδείς γνωρίζει που επ' ακριβώς βρίσκονται τα οστά του. Ως τελευταία του κατοικία ο ίδιος επέλεξε τη Σαλαμίνα, την Κούλουρη όπως την έλεγε, και αυτό συνέβη.

Το άψυχο κορμί του μεταφέρθηκε εκεί με το πολεμικό πλοίο «Σπαρτιάτης» και ο πρώτος τάφος του βρίσκονταν δίπλα στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου, που τότε ήταν πολύ μικρότερος. Ο Καραϊσκάκης τον θεωρούσε προστάτη του και το 1824 έκανε εκεί δωρεά το ασήμι από τις λιωμένες πιστόλες του.

Ομως επί Οθωνα αποφασίστηκε να δημιουργηθεί, τόσο για τον ίδιο όσο και για πολλούς πολεμιστές του 1821, ένα μνημείο στο Παλαιό Φάληρο και ο τότε βασιλιάς έδωσε εντολή τα λείψανά του να μεταφερθούν στην Αττική.

Οι κάτοικοι αντέδρασαν και στην αρχή δεν έδιναν σαφείς πληροφορίες για το που βρίσκονταν το μνήμα του στρατηγού, μέχρι που οι αρχές τις απέσπασαν χάρις σε ένα τέχνασμα (αστυνομικοί προσποιήθηκαν απλούς πολίτες που ήθελαν να του ψάλουν επιμνημόσυνη δέηση).

Στον Ναό παράμειναν μόνο ορισμένα του οστά, που έκρυψε ο τότε παπάς της εκκλησίας, σε ένδειξη σεβασμού της βούλησης του αποθανόντα (παρά τη μεταγενέστερη επέκταση του Ναού, ο τάφος του παρέμεινε άθικτος). Ο Βαυαρός μονάρχης θαύμαζε και σέβονταν τον στρατηγό και στα αποκαλυπτήρια του μνημείου που ανοικοδόμησε, είπε για εκείνον πως «σε ανταμείβω μετά θάνατον για τα κατορθώματά σου».

Επί Χούντας όμως υπήρξαν τοπογραφικές αλλαγές στην περιοχή και οι γνώμες διίστανται για το τι ακριβώς συνέβη. Μία αναφέρει πως τα οστά του αποθηκεύτηκαν και έμειναν ξεχασμένα σε κάποιο γκαράζ-αποθήκη του δημοσίου, ενώ ορισμένοι κάνουν λόγο για ένα τραγικό λάθος, καθώς πετάχθηκαν στη θάλασσα όταν εκλήφθηκαν ως... μπάζα!

Ανεξάρτητα πάντως τι ακριβώς συνέβη, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ζει δια μέσου των αιώνων από τις πράξεις του και είναι χαρακτηριστικό πως ο Κωστής Παλαμάς τον αποκάλεσε ως τον «Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης».

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

 

Τελευταία Νέα