Το δώρο που δεν κοστίζει τίποτε

Νίκος Παπαδογιάννης Νίκος Παπαδογιάννης
Το δώρο που δεν κοστίζει τίποτε
Ο Νίκος Παπαδογιάννης πέρασε -για καλό- την πόρτα δημόσιου νοσοκομείου και ένιωσε καλύτερα μπαίνοντας, παρά βγαίνοντας.

Η γιατρίνα που μου τηλεφώνησε τον Απρίλιο, άγνωστη σε μένα, ήταν προφανές ότι πλησίαζε στα όρια της απόγνωσης. Σχεδόν έκλαιγε.

«Βρήκαμε στα μητρώα μας ότι είστε αιμοδότης. Σας εκλιπαρώ εκ μέρους όλων εδώ στο νοσοκομείο, ελάτε όποτε μπορέσετε για να δώσετε λίγο αίμα. Δεν πατάει κανείς αυτές τις μέρες. Η κατάσταση είναι απελπιστική».

Επηρεασμένος ίσως από τον φόβο και την τρομολαγνεία της πρώτης καραντίνας, δεν πήγα. Ούτε με ξανακάλεσαν.

Φρόντισα τουλάχιστον να το διαδώσω σε όσους από κάποιο βίτσιο με ακολουθούν στα social media. Εννέα μήνες αργότερα, κατέφτασε, πλησίστιο, στην πόρτα μου το κάρμα.

«Οι γιατροί δεν αναλαμβάνουν την επέμβαση, εκτός αν δώσουμε πρώτα αίμα. Έτσι κάνουν πια σε όλα νοσοκομεία».

Και πολύ σωστά. Διότι δεν γίνεται αλλιώς. Εάν περίμενε το σύστημα υγείας από το αίσθημα εθελοντισμού του Έλληνα, δεν θα είχε μείνει αίμα ούτε για τα κουνούπια.

Το νοσοκομείο μύριζε σαν ακριβό ξενοδοχείο. «Τέτοια καθαριότητα δεν έχω ούτε στο σπίτι μου», εξομολογήθηκε η νοσηλεύτρια που μου πήρε τα στοιχεία.

Ο γιατρός φορούσε διπλή μάσκα, όπως ο Τσιόδρας σήμερα στη Βουλή. «Κάποια στιγμή το είχαμε καθιερώσει, για πρόσθετη ασφάλεια. Τώρα πια είμαστε όλοι εμβολιασμένοι».

Τα είδα έξω τα γεροντάκια, να περιμένουν τη σειρά τους για να εμβολιαστούν ενάντια στον Covid-19. Μη φανταστείτε ότι γινόταν κανένας χαλασμός: ένας παππούς στο παγκάκι, μία γιαγιά όρθια μπροστά στην πόρτα, ένας μέσα, ένεκα του υποχρεωτικού ραντεβού.

«Δυστυχώς δεν έχουμε αρκετά εμβόλια για όλους, είναι θέμα χρόνου να ξεμείνουμε», μου είπαν στο γκισέ. «Δεν μας έφτανε η έλλειψη επάρκειας, έχουμε και τα ρουσφέτια των ημετέρων που καβαλάνε τη σειρά…».

Για την αιμοδοσία δεν απαιτείται ραντεβού, παρά μόνο καλή διάθεση και λευκό ιατρικό μητρώο. Ερημιά, άλλωστε, στο αρμόδιο τμήμα. Και ας έχει δική του είσοδο για να αποφεύγεται ο συγχρωτισμός με τυχόν ασθενείς.

Πώς είναι η προσέλευση εθελοντών αυτές τις μέρες;

«Χλιαρή. Χρειαζόμαστε περισσότερους για να καλυφθούν οι καθημερινές ανάγκες. Έχει αυξηθεί βεβαίως η ροή σε σχέση με την περασμένη άνοιξη, αλλά τώρα γίνονται και περισσότερα χειρουργεία. Η ζήτηση είναι πολύ μεγαλύτερη».

Μπορώ μήπως να σας δώσω διπλή δόση; Τι να το κάνω εγώ τόσο αίμα, μου περισσεύει! Δεν μπορούσα. Δεν γίνονται αυτά.

«Αρχικά υπήρχε ο φόβος του αγνώστου, αλλά τώρα αυτό έχει ξεπεραστεί. Να πείτε στους αναγνώστες σας, ότι είναι πολύ πιο εύκολο να κολλήσει κάποιος τον ιό στο σούπερ μάρκετ ή στο μετρό, παρά στο νοσοκομείο. Τηρούμε τα μέτρα ασφαλείας τόσο σχολαστικά, που ο κίνδυνος είναι μηδαμινός. Τη μάσκα δεν την αποχωριζόμαστε ούτε για μια στιγμή».

Ένα ανώδυνο τσιμπηματάκι, δέκα λεπτά μετάγγισης, λίγη αποτρίχωση στο μπράτσο, μία σέλφι δύο γλυκά χαμόγελα και ξεμπερδέψαμε. Ήδη ανυπομονούσα να περιλάβω το τριγωνικό τυράκι και τον χυμό που κερνάνε, για να καρδαμώσει ο οργανισμός.

Όπως πάντοτε, ένιωθα σαν να ζούσα την ωραιότερη μέρα της ζωής μου. Και όχι επειδή μου αρέσει το τυρί της αγελάδας που γελάει.

Λίγο πριν σηκωθώ από την καρέκλα της φιλάνθρωπης ευεξίας, σήκωσα το βλέμμα προς την τηλεόραση και είδα τη μουτσούνα μου, από μία συνέντευξη που έδωσα στο δελτίο του ΑΝΤ1, για το θέμα της Σοφίας Μπεκατώρου.

Στην αίθουσα απλώθηκε γενική ευθυμία. Λίγο ακόμη και θα μου ζητούσε αυτόγραφο, ένα φανταράκι που έδινε αίμα. «Δεν έρχεσαι μαζί στη μονάδα, να σε δει ο λοχαγός που έχει έρωτα με το μπάσκετ;»

Στα επόμενα λεπτά, της προβολής του ρεπορτάζ, έλαβον: ένα «τώρα το θυμήθηκε;», ένα «κάποια σκοπιμότητα κρύβεται από πίσω», ένα «έχουμε και εμείς 1-2 ανώμαλους στο καράτε», ένα «μπράβο της, που άνοιξε τον δρόμο και για άλλα θύματα» και ένα «εγώ σιχαίνομαι τον Κιμούλη».

Γιατρός και νοσοκόμα με αποχαιρέτισαν, ψάλλοντας τα δώδεκα (και βάλε) ευαγγέλια ενάντια στην κυβέρνηση, «που προσλαμβάνει παπάδες και αστυνομικούς ενώ εμάς τους υγειονομικούς μας έχει του κλώτσου και του μπάτσου».

Σκέφτηκα να τους πω ότι ο Βασίλης Κικίλιας είναι φίλος μου, αλλά είπα να το αποφύγω, όσο υπήρχαν γύρω μου ψαλίδια, σύριγγες και νυστέρια.

Άλλωστε δεν τα έβαλαν μαζί του, αλλά με τους υψηλότερα ιστάμενους. Α, και με τους δικούς μου συναδέλφους. Ιδίως εκείνους που αποφεύγουν να δώσουν αίμα.

Λίγο πριν περάσω την εξώπορτα, είδα να καταφτάνει στις Πληροφορίες μία μάνα με δύο μικρά παιδιά. Κανένα από τα κουτσούβελα δεν φορούσε μάσκα.

Και γιατί έτσι, παρακαλώ, κυρία μου; Δεν τα λυπάστε τα μικρά σας;

«Δεν κολλάει ο ιός στα παιδιά, αγαπητέ. Άλλωστε, η μάσκα τα ασχημαίνει. Εγώ θέλω να βλέπω τα χαμόγελά τους!»

Η επιστήμη σήκωσε τα χέρια ψηλά, σε σχήμα φάσκελου. Έριξα μια τελευταία ματιά στην τηλεόραση. «Σοκ στην Πάτρα, εννιάχρονος νοσεί από κορονοϊό», έγραφε η κάρτα.

Τα χαμόγελα εξανεμίστηκαν μεμιάς.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.