«Η φόνισσα της Μαγκουφάνας»: Η θρησκόληπτη σύζυγος πολτοποίησε τον άπιστο άντρα της με γκασμά και μετά εκτελέστηκε

Newsroom
«Η φόνισσα της Μαγκουφάνας»: Η θρησκόληπτη σύζυγος πολτοποίησε τον άπιστο άντρα της με γκασμά και μετά εκτελέστηκε
Ένα από τα πιο άγρια φονικά που σημειώθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, έγινε στις 25 Ιουνίου 1960 στη Μαγκουφάνα, τη σημερινή Πεύκη.

Σαν σήμερα στις 25 Ιουνίου 1960 καταγράφηκε ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα στην Ελλάδα, στην περιοχή της Μαγκουφάνας, στην σημερινή Πεύκη. Η 52χρονη Αθανασία Αγγελινού σκότωσε με φρικιαστικό τρόπο τον σύζυγό της την ώρα που κοιμόταν.

Η θρησκόληπτη Αθανασία και ο άπιστος και βάναυσος Νίκος

Ο σύζυγός της Νίκος ήταν ο δεύτερος σύζυγος της Αθανασίας, καθώς ο πρώτος της άνδρας είχε πεθάνει το 1938. Το 1940 παντρεύτηκε τον Νίκο, ο οποίος ήταν και ξάδελφός της. Τον πρώτο καιρό τα πράγματα κυλούσαν ομαλά για το ζευγάρι. Όμως στη συνέχεια άρχισαν οι συγκρούσεις και οι καυγάδες. Ο Νίκος την απατούσε συστηματικά και την κακοποιούσε.

Η Αναστασία είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την θρησκεία. Του λιβάνιζε συχνά τα ρούχα διότι πίστευε ότι έτσι θα διώξει τον σατανά που υποτίθεται τον είχε κυριεύσει και τον οδηγούσε σε άλλες γυναίκες. Η γυναίκα αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ερωτικές επιθυμίες του συζύγου της, ο οποίος της έδειχνε φωτογραφίες γυμνών γυναικών.

Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη και το ζευγάρι αποφάσισε να πάρει διαζύγιο, αλλά οι διαδικασίες καθυστερούσαν, διότι η Αθανασία ζητούσε μεγάλη διατροφή. Ο Νίκος είχε φύγει από το σπίτι για να επιστρέψει λίγο καιρό αργότερα, προκειμένου να κάνουν ακόμη μια προσπάθεια και να συνεχίσουν την κοινή τους ζωή. Πολύ γρήγορα, όμως, ο άνδρας επέστρεψε στις παλιές του συνήθειες. Και η Αθανασία αποφάσισε να βάλει αιματηρό τέλος στην ιστορία τους.

Φόνος

Η νύχτα της άγριας δολοφονίας

Ο Νίκος ήταν οδηγός λεωφορείου και τα βράδια συνήθιζε να κοιμάται νωρίς. Εκείνο το μοιραίο βράδυ άρχιζε να την κοροϊδεύει για τις εικόνες και τις προσευχές της. Άναψε ένα τσιγάρο, κι εκείνη του είπε πως ενοχλείται. «Δεν το αφήνεις τώρα το κάπνισμα, του είπα. Με πειράζει στα νεύρα και δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ. Αντί να το πετάξει αφού του το ζητούσα, άρχισε να κάνει κι εδώ τα χωρατά του. Πλησιάζει το αναμμένο τσιγάρο στο μπράτσο μου, ως που με έκαψε. Από εκείνη την ώρα νευρίασα τόσο που δεν μπορούσα να κλείσω μάτι», διηγήθηκε

Η Αθανασία ακολουθούσε πιστά το καθημερινό της πρόγραμμα. Άφηνε τον σύζυγό της να κοιμηθεί, του ετοίμαζε το τραπέζι με το πρωινό της επόμενης μέρας και στη συνέχεια ξάπλωνε δίπλα του. Όταν εκείνος πήγε για ύπνο η Αθανασία πήρε «κατευναστικά χάπια» χωρίς όμως αποτέλεσμα. «Αντί να ησυχάσω αναστατώθηκα περισσότερο και κατά τις τρεις το πρωί σηκώθηκα από το κρεβάτι, πήρα την αξίνα από την κουζίνα και χωρίς πια να ξέρω τι κάνω πλησίασα το κρεβάτι, τον χτύπησα στο κεφάλι και τον σκότωσα», διηγήθηκε.

Ο Νίκος αιφνιδιασμένος άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να αμυνθεί σηκώνοντας τα χέρια. Η Αθανασία όμως, απάντησε με νέο δυνατότερο χτύπημα πολτοποιώντας το κεφάλι του. Όταν ο 51χρονος άνδρας έσβησε, η Αθανασία άφησε στο πάτωμα την αξίνα και κάλυψε το πτώμα με πετσέτες για να μην λερώσει το στρώμα του κρεβατιού. «Έριξα την αξίνα κάτω από τη ντουλάπα, σκέπασα το κεφάλι του με χνουδάτες πετσέτες, γιατί δεν μπορούσα να τον βλέπω πλημμυρισμένο στο αίμα και μετά πήρα κίνημα και ότι αλλά χάπια βρήκα για να πεθάνω», είπε.

Όταν ξύπνησε το πρωί, βγήκε στον δρόμο και ζήτησε τη βοήθεια από μια γειτόνισσα για να πάει στο νοσοκομείο. Όταν όμως βρισκόταν στο ταξί, θυμήθηκε τι είχε κάνει λίγα λεπτά πριν πάρει τα χάπια. «Στην αστυνομία να πάμε! Πρέπει να πάμε στην αστυνομία», είπε στον οδηγό που την οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα. «Σκότωσα τον άντρα μου. Πηγαίνετε σπίτι μου στην Άνω Μαγκουφάνα. Θα τον βρείτε νεκρό, στο κρεβάτι του» φώναξε μπαίνοντας στο κτίριο η Αθανασία και κατέρρευσε.

Φόνος

«Κύριε ανακριτά παρέδωσα την ψυχή μου στον Σατανά»

Μπαίνοντας στο γραφείο του ανακριτή είπε: «Σε μια στιγμή τρέλας σκότωσα τον άντρα μου και παρέδωσα την ψυχή μου στον σατανά. Τι κακό ήταν αυτό που με βρήκε μένα, που δεν σηκώνω το χέρι μου για να σκοτώσω το πιο αθώο πλασματάκι του Θεού. Αχ κύριε ανακριτά μου δεν θα μπορέσω να ησυχάσω πια. Ο σκοτωμένος θα με κυνηγάει παντού και δεν θα μπορέσω να ησυχάσω. Δεν ξέρω αν ο Μεγαλοδύναμος θα σταθεί δίπλα σε μια αμαρτωλή, για να της δώσει το κουράγιο που της χρειάζεται για να περάσει τη μεγάλη αυτή δοκιμασία».

Μόλις βγήκε από το ανακριτικό γραφείο η Αθανασία, άλλαξε ξαφνικά συμπεριφορά και άρχισε να γελάει. Στάθηκε να πιει μια πορτοκαλάδα να δροσιστεί, έβγαλε το μαύρο μαντήλι που σκέπαζε τα μαλλιά της και το κράτησε στο χέρι της. Δίπλα της στεκόταν ο δικηγόρος και η κόρη της. «Γλιτώσαμε και σήμερα; Να δούμε τι θα γίνει αύριο. Δεν ξέρω ακόμα πως θα ξεμπλέξω με αυτόν τον άνθρωπο. Δε μιλάει καθόλου. Δεν του παίρνεις λέξη από το στόμα του», είπε στους ανθρώπους που τη συνόδευαν για τον ανακριτή.

Φόνος

Η καταδίκη σε θάνατο

Κατά την διάρκεια της δίκης, ο αδελφός του θύματος διέψευσε τους ισχυρισμούς της κατηγορούμενης περί απιστίας και κακοποίησης, επιμένοντας ότι η Αθανασία προέβη στην εγκληματική της πράξη επειδή το θύμα σκόπευε να πουλήσει το μερίδιο του επί του λεωφορείου που του ανήκε και να αγοράσει κάποια διαμερίσματα σε πολυκατοικίες για να εξασφαλίσει εισόδημα.

Κάποιος άλλος μάρτυρας αποκάλυψε στο δικαστήριο κι άλλη απόπειρα της Αθανασίας να σκοτώσει το σύζυγό της. «Πριν οχτώ μήνες το θύμα μου είχε αποκαλύψει ότι μια νύχτα η κατηγορούμενη τον περιέλουσε με πετρέλαιο από μία γκαζιέρα και προσπάθησε να τον κάψει. Αργότερα του είπε ότι το έκανε σαν αστείο» είπε ο μάρτυρας, τον οποίο επιβεβαίωσε ένα ακόμη πρόσωπο.

Η Αθανασία στην απολογία της ισχυρίστηκε πως το θύμα της φερόταν άσχημα. Ωστόσο, δεν κατάφερε να πείσει τους δικαστές, που τα ξημερώματα της 17ης Ιανουαρίου 1961, την καταδίκασαν σε θάνατο. Τον Οκτώβριο του 1962 η Αθανασία Αγγελινού εκτελέστηκε. Ήταν μία από τις τέσσερις γυναίκες που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα.