Η τελευταία παράσταση του Αυτοκράτορα (pics & vids)

Η τελευταία παράσταση του Αυτοκράτορα (pics & vids)

bet365

Το gazzetta.gr καταγράφει την τελευταία σπουδαία παράσταση του Αρη με την εξιστόρηση των γεγονότων από τρεις πρωταγωνιστές. Λευτέρης Σούμποτιτς, Βασίλης Λυπηρίδης και ο Μιχάλης Κυρίτσης ταξίδεψαν στον χρόνο με συγκίνηση και μελαγχολία.

Σούπερ προσφορά* στα Virtual Sports | *Ισχύουν όροι & προϋποθέσεις

Οι προβολείς εστίασαν σε ένα σημείο. Εκεί στεκόταν. Όρθιος, ελαφρά οπλισμένος, για να υπερασπιστεί την αυτοκρατορία του. Οι φθορές στα τείχη αυτής ήταν ευδιάκριτες. Οι επιτυχίες ανέπτυξαν εκτυφλωτική λάμψη και οι αποτυχίες προκάλεσαν ανοιχτές πληγές. Τα πρόσωπα αποτελούσαν τον συνδετικό κρίκο του παρόντος χρόνου με το παρελθόν. Οι σχέσεις δεν ήταν το ίδιο ισχυρές, τα πλοκάμια της εσωστρέφειας είχαν απλωθεί, αλλοιώνοντας τους άλλοτε ακλόνητους δεσμούς. Τα νούμερα δεν έβγαιναν. Μπροστά στον πόθο της διατήρησης της απόλυτης κυριαρχίας, οι συμφωνίες ήταν καταδικαστικές. «Κραχ». Ήταν φανερό, αυτό το γλυκό ταξίδι πλησίαζε προς το τέλος του. Στον ορίζοντα φαινόταν ο τελικός προορισμός κι όταν το καράβι θα αγκυροβολούσε, ο καθένας θα έπαιρνε τον δρόμο του. Ο Γιάννης Ιωαννίδης ήδη το έχει κάνει. Παρέμεινε στον Θερμαϊκό κόλπο, μα το μυαλό του ήταν στον Πειραιά. Εκεί ήταν ο προορισμός του. Ο Νίκος Γκάλης ήταν εκεί, στη λεωφόρο της δόξας μαζί και τα υπόλοιπα παιδιά αλλά ο Παναγιώτης Γιαννάκης πήγε με μικρή καθυστέρηση.

Ο αυτοκράτορας δεν ήταν το ίδιο ισχυρός με το παρελθόν. Οι κακές αποφάσεις οδήγησαν σε αδιέξοδα, τα ενεργά κύτταρα του οργανισμού αντιλήφθηκαν πολλά περισσότερα απ’ όσα καταλάβαινε ο κόσμος. Αυτός παρέμενε επηρεασμένος από το γλυκό μεθύσι των επιτυχιών. Ίσως δεν ήθελε, ίσως αδυνατούσε να το πιστέψει. Ο Άρης δεν ήταν απλά μόνιμος Πρωταθλητής. Ήταν ο αυτοκράτορας, το μοναδικό και αξεπέραστο φαινόμενο στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Το «σαράκι» όλων των Ελλήνων, η ομάδα του 21ου αιώνα, ένας παντοτινός έρωτας. Τίποτε δεν είχε τελειώσει. Υπήρχε (τουλάχιστον) μία ακόμη παράσταση. Οι πρωταγωνιστές ήξεραν, αλλά ο αθλητικός εγωισμός δεν τους επέτρεπε να φύγουν από την πρώτη σκηνή. Αυτή ήταν δική τους.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΣΟΥΜΠΟΤΙΤΣ: «Ήταν η πιο προβληματική χρονιά. Στη διάρκειά της, ακούγαμε ότι αυτή η ομάδα είχε τελειώσει, ότι είχαμε γεράσει κι αυτό μας είχε ενοχλήσει. Προσωπικά, σε όλο τον δεύτερο γύρο έπαιξα τραυματίας γιατί ξύπνησε ένα πρόβλημα τραυματισμού που είχα στο γόνατο στο οποίο παλιότερα είχα υποβληθεί σε επέμβαση. Έπαιζα με πόνους. Είχαμε την αλλαγή προπονητή, ο Παναγιώτης (Γιαννάκης) ενσωματώθηκε καθυστερημένα, γενικώς ήταν η δυσκολότερη χρονιά σε σχέση με τις προηγούμενες. Οι σχέσεις δεν είχαν κλονιστεί. Αυτό που ένωνε τους πάντες στην ομάδα ήταν η νοοτροπία που είχαμε αποκτήσει, αυτή του νικητή. Βέβαια ήμασταν στη μετά Ιωαννίδη εποχή. Όταν βάζεις στο αμάξι σου μια καινούργια μπαταρία, χρειάζεται χρόνο για να επανέλθει σε κανονική λειτουργία».

Νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1990, ο Γιάννης Ιωαννίδης αποχώρησε. Μάταια ο Άρης προσπάθησε να βρει τον ίδιο καπετάνιο. Ο ρόλος του «ξανθού» δεν περιοριζόταν στις τέσσερις γραμμές και δεν θα μπορούσε άλλωστε, λόγω χαρακτήρα, θέμα ιδιοσυγκρασίας. Αυτή η αποχώρηση στοιχειοθέτησε ισχυρό μήνυμα. Ήταν η αρχή του τέλους.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΥΠΗΡΙΔΗΣ: «Το έργο άρχισε να στραβώνει πριν το 1991. Υπήρχαν σχετικά δείγματα με κορυφαίο την αποχώρηση του Γιάννη Ιωαννίδη και όσα συνέβαιναν σε διοικητικό επίπεδο. Υπήρχε πολυγλωσσία. Παρόντος του Ιωαννίδη υπήρχαν στεγανά γύρω από την ομάδα, έπαιζε καταλυτικό ρόλο στον τρόπο διοίκησης της ομάδας και μετά τη φυγή του, επικράτησε πολυφωνία η οποία δεν οδηγούσε πουθενά. Ταυτόχρονα, έγιναν εντονότερα τα οικονομικά προβλήματα. Προσωπικά, μπορεί να περνούσε διάστημα πέντε ή έξι μηνών στο οποίο δεν εισέπραττα χρήματα. Το 1990 εισέπραξα το 1/3 ή το 1/4 των χρημάτων, τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν στην επόμενη χρονιά και φυσικά δεν τα πήρα ποτέ (γέλια). Είχε φανεί όμως ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά».

Η προσωπικότητα του Ιωαννίδη έλειπε κάθε στιγμή, σε κάθε αγώνα. Είχαν προηγηθεί πολλά. Αδάμαστος χαρακτήρας, οι σχέσεις του με τη διοίκηση είχαν κλονιστεί, συγκρούσεις ήταν μοιραίες, σ’ αυτές είχε σταθεί και ο Νίκος Γκάλης σε συνέντευξη του στο MEGA.

Β.Λ.: «Με τα θετικά και τα αρνητικά του, ο Ιωαννίδης είχε την προσωπικότητά και τον δικό του τρόπο στο να εξισορροπεί τις εντάσεις οι οποίες πάντα υπάρχουν στον επαγγελματικό αθλητισμό και ειδικά σε μια ομάδα με τεράστιες απαιτήσεις και πίεση. Όταν είσαι στους 160 σφυγμούς, οι αντιδράσεις οδηγούν σε συγκρούσεις. Σιγά-σιγά άρχισαν να υπάρχουν πηγαδάκια περί ευνοημένων και μη. Θα έλεγα ότι δεν είχαμε την ίδια ομοψυχία. Αυτό που δεν άλλαξε ποτέ ήταν η νοοτροπία την οποία τη περνάει ο προπονητής. Από το 1984 που ήμουν στον Άρη, δεν χαλάρωσα ποτέ. Το θέμα δεν ήταν μόνο να πάρεις τους τίτλους αλλά και το πώς. Παίζαμε με τον Πανελλήνιο και το ζήτημα δεν ήταν η νίκη αλλά η διαφορά. Η νίκη με μικρή διαφορά ισοδυναμούσε με ήττα. Γιατί αν κέρδιζες τον Πανελλήνιο με 10-15 πόντους διαφορά, αυτομάτως ο Παναθηναϊκός θα ερχόταν για να χάσει με 4-5 και ο Ολυμπιακός για να σε κερδίσει. Οπότε, δεν έπρεπε να δώσεις πάτημα στους άλλους για να ελπίζουν. Γι’ αυτό παίζαμε την επιθετική άμυνα από το πρώτο δευτερόλεπτο και έπρεπε να πάει η διαφορά… όσο πάει. 30, 40, 50, όσο πάει. Αυτή η νοοτροπία έδινε κίνητρο και δέσιμο στην ομάδα».

Η ομάδα απέδειξε μοναδική ικανότητα στην απόκρυψη των προβλημάτων της. Στην Ελλάδα ήταν κυρίαρχη κερδίζοντας και το πρώτο ντέρμπι της χρονιάς με τον ΠΑΟΚ. Στην Ευρώπη και παρά τη μία κακή ήττα, παρέμενε σε τροχιά πρόκρισης στο Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αξιοποιώντας τη δύναμη της έδρας, προσθέτοντας βενζίνη στο ντεπόζιτό της.

Β.Λ.: «Δεν ένιωσα αμφισβήτηση το 1991. Το πρόβλημα ήταν εσωτερικό, γιατί ξέραμε τι συνέβαινε και που πήγαινε η ιστορία. Δεν κοινοποιήθηκε τίποτε κι αν υπήρχε αμφισβήτηση, την οποία προσωπικά δεν αντιλήφθηκα, ίσως γιατί δεν ήταν στο επίπεδο να χάσεις την αυτοπεποίθησή σου. Αυτό το συναίσθημα δεν το εισέπραξα ούτε από τον κόσμο. Η μεγάλη διαφορά ήταν ότι το 1990 και το 1991 το μυαλό μας δεν ήταν μόνο στο γήπεδο. Όταν αρχίζεις να σκέφτεσαι πράγματα τα οποία επεκτείνονται των τεσσάρων γραμμών, αυτό είναι πρόβλημα».

Λ.Σ.: «Μας ενοχλούσε η αμφιβολία, κυρίως αυτό που διαβάζαμε ότι ο Άρης είχε τελειώσει. Ταυτόχρονα μας συσπείρωνε κιόλας. Όταν έχεις μάθει να κερδίζεις τα πάντα για επτά χρόνια, δεν συμβιβάζεσαι με την ήττα. Είχαμε επίσης τη νοοτροπία ότι είναι ευκολότερο να νικάς και να διατηρείσαι από το να προσπαθείς να ανατρέψεις, γεγονός που μας έδινε ψυχολογικό πλεονέκτημα. Προφανώς η ομάδα είχε φθορά από τις διαδοχικές αποτυχίες από τα φάιναλ φορ. Εκείνη τη σεζόν αποκλειστήκαμε νωρίς και ήταν δύσκολη η διαχείριση του αποκλεισμού από την τελική φάση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών».

Μια ήττα από τον Πανιώνιο στο Πρωτάθλημα και η αδυναμία στην εξεύρεση μιας νίκης στα ευρωπαϊκά εκτός έδρας παιχνίδια, ήρθε η αντικατάσταση του Λάζαρο Λέσιτς στην τεχνική ηγεσία. Ένας ακαταπόνητος εργάτης του συλλόγου, είχε αναβαθμιστεί στον ρόλο του πρώτου προπονητή, αλλά η διοίκηση εκτίμησε ότι απαιτούταν άμεσο «ηλεκτροσόκ» κι έτσι προσέλαβε τον μπαρουτοκαπνισμένο Μιχάλη Κυρίτση.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ: «Ξεκίνησα τη σεζόν στον Ολυμπιακό, ήταν η εποχή εμπλοκής ενός Ελληνοαμερικανού εφοπλιστή αλλά πολύ γρήγορα δημιουργήθηκαν οικονομικές υποχρεώσεις, άλλαξε η ηγεσία στον σύλλογο, ζήτησα πράγματα που δεν έγιναν και παραιτήθηκα αφήνοντας τους συνεργάτες μου, τον Κοκορόγιαννη και τον Ράμμο να συνεχίσουν. Εκεί δέχθηκα πρόταση από τον Άκη Μιχαηλίδη, ήταν η πρώτη χρονιά μετά την αποχώρηση του Γιάννη Ιωαννίδη. Συνάντησα μια κατάσταση (κατά κάποιο τρόπο) ανοργάνωτη. Μια κουρασμένη ομάδα τόσο ψυχολογικά όσο και αγωνιστικά. Υπήρχε η λογική δικαιολογία ότι η ομάδα είχε περάσει το στάδιο της κορύφωσης της πορείας της και ουσιαστικά είχε αρχίσει η κάτω γύρα. Η ομάδα ήταν κορεσμένη και συνήθως αυτό συμβαίνει όταν φεύγει ένας μεγάλος προπονητής έπειτα από πολλά χρόνια έχοντας φτιάξει μια ομάδα η οποία ήταν στην κορυφή. Δεν είναι εύκολη η αλλαγή. Από την άλλη πλευρά, ο Λάζαρο Λέσιτς ήταν εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο, άριστος γνώστης, αλλά πάντα είχε ρόλο βοηθού προπονητή. Είχε φιλικές σχέσεις με τους παίκτες κι αυτό είχε τη σημασία του».

Η πρόκριση στο Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και το… αυτονόητο στις εγχώριες διοργανώσεις ήταν οι στόχοι που οριοθετήθηκαν. Ο Άρης κέρδισε εκτός έδρας τη Λιμόζ στο ντεμπούτο του Μιχάλη Κυρίτση, αλλά μάταια έψαξε γι’ ακόμη δύο νίκες σε Τελ Αβίβ και Πέζαρο. Ειδικά η ήττα από τη Σκαβολίνι ήταν καταδικαστική. Κι έτσι ήρθε η αμφισβήτηση.

Λ.Σ.: «Νιώθαμε την αμφισβήτηση του κόσμου, το παράπονό του και την αρνητική πίεση. Καταλάβαινες ότι κάτι είχε αλλάξει. Ωστόσο, παρότι είχαμε πάρει τα πάντα, δεν ήμασταν χαλαροί. Θέλαμε να τελειώσει η χρονιά με τον τρόπο που είχαν ολοκληρωθεί και οι προηγούμενες, δηλαδή με την κατάκτηση του Πρωταθλήματος. Μαθαίναμε, αλλά δεν ασχολούμασταν με το τι έλεγαν οι άλλοι για μας. Θα έλεγα ότι απλά μας έδιναν κίνητρο».

Β.Λ.: «Όλοι είχαμε τη νοοτροπία της υποστήριξης, σε επίπεδο 100%, αυτού που κάναμε, ανεξαρτήτως του ότι δεν αναγνωριζόταν και υπήρχε διαχωρισμός. Για παράδειγμα, είχα εγχειριστεί στο γόνατο, δεν είχε κλείσει η ουλή αλλά μπαντάριζα το γόνατό μου για να παίξω, παρότι ήμουν απλήρωτος και υπήρχε ο εκνευρισμός από την έλλειψη αναγνώρισης. Σε σημείο μάλιστα που όταν τελείωνε το παιχνίδι κι έβγαζα τον επίδεσμο, το γόνατο ήταν μες τα αίματα κι έβλεπα το κόκκαλο. Αυτό είναι το πάθος που αναπτύσσει ένας παίκτης για την ομάδα. Αυτό μας έκανε να μην τα παρατήσουμε ποτέ. Δεν είχε σημασία πώς ήσουν, αλλά το πόσο έτοιμος θα νιώσεις για να βουτήξεις με το κεφάλι για τη διεκδίκηση της μπάλας».

Μ.Κ.: «Πέραν της ανομοιογένειας, της ψυχικής και αγωνιστικής κόπωσης έπειτα από τόσα χρόνια επιτυχιών, η ομάδα αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες οι οποίες πάντα επηρεάζουν αυστηρά επαγγελματίες παίκτες όπως ήταν οι Γκάλης, Γιαννάκης, Σούμποτιτς αλλά και τα άλλα παιδιά. Στην πραγματικότητα, όλοι έβλεπαν ότι ερχόταν το τέλος της αυτοκρατορίας το κλείσιμο ενός κύκλου. Αφετέρου, υπήρξε έντονη επιρροή από εξωγενείς παράγοντες. Ο Άκης Μιχαηλίδης δεν ήταν ο πολύ ισχυρός παράγοντας του παρελθόντος, είχε αρχίσει να φθείρεται και σε εσωτερικό επίπεδο υπήρξαν προστριβές με παράγοντες οι οποίοι ήθελαν να ανακατευτούν. Προσωπικά δεν ήμουν πιτσιρικάς, μαζί με τον Γιάννη (Ιωαννίδη) ήμασταν από τους κορυφαίους Έλληνες προπονητές, είχα την εμπειρία αλλά ήταν δύσκολη η διαχείριση της κατάστασης που συνάντησα. Όταν ανέλαβα, η υπόθεση Ευρώπη θεωρούταν χαμένη γιατί έπρεπε να κάνουμε τρεις μεγάλες εκτός έδρας νίκες. Πετύχαμε αυτή επί της Λιμόζ κι φτάσαμε στο σημείο διεκδίκησης της πρόκρισης στο εκτός έδρας παιχνίδι με τη Σκαβολίνι. Παίξαμε καλά αλλά χάσαμε».

Το σύστημα διεξαγωγής του Πρωταθλήματος προσμετρούσε τα αποτελέσματα της κανονικής διάρκειας στη σειρά των Playoffs. Ο ισχυρός αντίπαλος του Άρη ήταν ο ΠΑΟΚ και οι 2-0 νίκες της regular season έδωσαν στους «κίτρινους» ξεκάθαρο προβάδισμα. Μόνο όμως που εκεί, το σοκ ήταν εξαιρετικά ισχυρό. Όπως είχε πει και ο Ναπολέων… «το να ηττηθείς είναι συγχωρητέο. Το να αιφνιδιαστείς, ποτέ» και ο Άρης μάλλον δεν συγχώρεσε τον εαυτό του για την παροχή δικαιώματος. Ο ΠΑΟΚ κέρδισε τα δύο πρώτα παιχνίδια, ισοφάρισε τη σειρά σε 2-2 και απέκτησε ψυχολογικό πλεονέκτημα.

Μ.Κ.: «Δεν ξέρω αν ήμασταν χαλαροί όταν ο ΠΑΟΚ ισοφάρισε τη σειρά σε 2-2, αλλά είχαμε προβλήματα. Τραυματισμούς τους οποίους δεν κοινοποιούσαμε όπως αυτός του Σούμποτιτς ο οποίος έπαιζε μ’ ένα γόνατο. Ο Μισούνοφ έπαιζε με σπασμένα πλευρά κι έπρεπε να σταματήσει τον Μπάρλοου. Ο Γκάλης ήταν κουρασμένος και πιεσμένος. Απέναντί μας ήταν μια πιο νεανική ομάδα, με παίκτες οι οποίοι ήταν στα ντουζένια τους όπως οι Κόρφας, Πρέλεβιτς, Μπουντούρης, ο Μπάρλοου. Ο ΠΑΟΚ ήταν καλύτερος και πιο νεανικός ως ομάδας. Όταν ο ΠΑΟΚ ισοφάρισε σε 2-2 έγιναν πολλά, αναγκάστηκα να βάλω τις φωνές για να δημιουργήσω μια τεχνητή κρίση, στην πραγματικότητα όμως ήμασταν σε κρίση. Ο συγχωρεμένος ο Ανέστης ο Πεταλίδης διαφωνούσε με την τακτική. Έκανα αυτό που ήθελα, ένιωσα περήφανος αλλά το φίδι από την τρύπα το έβγαλαν οι παίκτες. Θυμάμαι την κριτική που δέχθηκα γιατί έπαιξα ζώνη σε όλο το δεύτερο ημίχρονου του τελευταίου αγώνα γιατί ο Άρης δεν έπαιζε ποτέ ζώνη. Διαφώνησα με τον Νίκο (Γκάλη) καθώς θεωρούσα ότι θα έπρεπε να είχε λιγότερο την μπάλα στα χέρια του. Προσωπική άμυνα έπαιζε ο Μπουντούρης κι όταν πήγαινε προς τα μέσα, έπεφτε πάνω του και ο Φασούλας. Ο Νικ ήταν κουρασμένος γιατί είχε τραβήξει το κουπί όλη τη χρονιά και του είχα πει ότι την μπάλα πρέπει να την κατεβάζει ο Παναγιώτης (Γιαννάκης) για να παίρνει περισσότερες ανάσες. Ο Νικ δεχόταν επιρροή από άλλους. Δεν ήταν υποτιμητικό, προς Θεού. Τσακώθηκα με αρκετούς που ήταν στα πέριξ του συλλόγου. Ήξερα ότι ο ΠΑΟΚ ήταν πιο φρέσκος κι εμείς έπρεπε να βασιστούμε στις προσωπικότητές μας».

Λ.Σ.: «Ο ΠΑΟΚ είχε νιώσει ότι αυτή ήταν η ευκαιρία του. Το βλέπαμε στους παίκτες του, ένιωθαν το «ή τώρα ή ποτέ» και είναι αλήθεια ότι πάλεψαν σαν λιοντάρια. Μετά από χρόνια είχα μιλήσει με τον Κεν Μπάρλοου και μου είχε πει ότι στον ΠΑΟΚ έβλεπαν τη δική μας αγωνιστική φθορά κι ένιωσαν σίγουροι ότι θα κέρδιζαν. Πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο η εμπειρία μας αλλά και το πνεύμα του νικητή. Αυτά τα δύο πράγματα μετρούσαν πολύ στα παιχνίδια με τον ΠΑΟΚ. Θυμάμαι έναν αγώνα όπου ήμασταν 11 πόντους πίσω στο σκορ και το γυρίσαμε σε τρία λεπτά. Για εκείνη την εποχή ήταν τρομερή ανατροπή καθώς ίσχυαν άλλοι κανόνες».

Β.Λ.: «Μετά την ισοφάριση του ΠΑΟΚ μέτρησε το μέταλλο αυτής της ομάδας και οι προσωπικότητες των παικτών. Αυτό που λέμε «Ο Πρωταθλητής». Κακά τα ψέματα, ο ΠΑΟΚ είχε καλύτερη ομάδα από εμάς, έπαιζε ωραίο μπάσκετ και ταυτόχρονα εμείς παρουσιάζαμε τα πρώτα συμπτώματα σήψης και δυσλειτουργίας μέσα στο γήπεδο. Είχαμε όμως το μέταλλο του Πρωταθλητή από τους διαδοχικούς τίτλους. Παίξαμε και λέγαμε… «εγώ δεν χάνω» ενώ ο άλλος που έφτανε για πρώτη φορά κοντά στην πηγή είχε την αμφιβολία του «λες να χάσω;». Εμείς είχαμε την αυτοπεποίθηση των προηγούμενων χρόνων και ο ΠΑΟΚ το αίσθημα των αποτυχημένων προσπαθειών. Θυμάμαι πολύ καλά εκείνα τα παιχνίδια. Μέχρι το τελευταίο λεπτό η ομάδα έπαιρνε σωστές αποφάσεις και είχε την ψυχραιμία της σωστής αντίδρασης. Εκεί μέτρησε η ψυχολογία. Μπορεί να χάναμε πέντε πόντους, λίγα δευτερόλεπτα πριν τελειώσει ο αγώνας, αλλά είχαμε την ψυχολογία του «δεν χάνω». Αντιθέτως, ο αντίπαλος ο οποίος δεν είχε σφυρηλατηθεί τόσο σκληρά όπως εμείς, ένιωθε την αμφισβήτηση μέχρι το τελευταίο σουτ».

Η 5η συνάντηση των δύο ομάδων μπήκε στο πάνθεον της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ. Ο ΠΑΟΚ βαστούσε τη νίκη στα χέρια του. Το σκορ ήταν 83-78, 100’’ πριν το τέλος. Το μισό Παλέ είναι αφηνιασμένο, στο άλλο μισό επικράτησε παγωμάρα και ο εφιάλτης πλησίασε ακόμη περισσότερο. Η προειδοποιητική βολή ήρθε από τον Λευτέρη Σούμποτιτς, ελάχιστοι έδωσαν σημασία.

Λ.Σ.: «Σε αυτά τα παιχνίδια, κάθε λεπτομέρεια έχει την αξία της γιατί διαμορφώνει τη ροή ενός αγώνα. Θυμάμαι εκείνο το τρίποντο, ήταν στο transition παιχνίδι και είχαμε μειώσει σε 83-81. Δεν το σκέφτηκα τότε, ένιωσα σίγουρος ότι θα το έβαζα και μπήκε γιατί αυτή ήταν η ψυχολογία μας. Αυτό το δεν θα χάσω».

16 δευτερόλεπτα πριν το τέλος, ο Τζον Κόρφας έδωσε αέρα τεσσάρων πόντων (85-81). Ο κλοιός είχε σφίξει, αλλά ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι εκεί. Εύκολο λέι απ, κακή επαναφορά από τον Κεν Μπάρλοου, κλέψιμο του Ντίνου Αγγελίδη, πάσα του Νίκου Γκάλη, ασίστ του τελευταίου στον Παναγιώτη Γιαννάκη, τρίποντο του τελευταίου… Τι έκανε Θεέ μου.

Β.Λ.: «Μόνο μία φάση βλέπω συχνά στο youtube. Το τρίποντο του Παναγιώτη γιατί ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω. Την πέταξε (την μπάλα) από τα οκτώ μέτρα. Ναι, ήταν και το τρίποντο του Λευτέρη (Σούμποτιτς)… Ξέρεις στο Eurobasket ’87 όλοι ασχολούνται με τις βολές του Αργύρη (Καμπούρης) κανείς όμως μ’ αυτές του Λιβέρη Ανδρίτσου. Ο Λιβέρης έπρεπε να βάλει και τις δύο για να πάμε στην παράταση. Ο Αργύρης ακόμη κι αν έβαζε μία, παίρναμε το χρυσό μετάλλιο. Οι βολές του Λιβέρη ήταν σαφώς δυσκολότερες. Αυτό που είχε συμβεί στο παιχνίδι με το τρίποντο του Γιαννάκη ήταν μοναδικό στα χρονικά. Πριν μπει, το μισό γήπεδο ήταν όρθιο, ήταν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ οι οποίοι πανηγύριζαν και οι αντίστοιχοι του Άρη (στην πλευρά των επισήμων) ήταν καθισμένοι. Ξαφνικά, το μισό γήπεδο κατέρρευσε».

Λ.Σ.«Η αλήθεια είναι ότι στο 2-2 μας έπιασε πανικός, εκεί φάνηκε όμως η εμπειρία αυτής της ομάδας, όπως αποδείχθηκαν και οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί στα προηγούμενα χρόνια. Θυμάμαι ότι πριν το 6ο παιχνίδι, συζητώντας στο ξενοδοχείο στο Πανόραμα όπου μέναμε, είχαμε πει ότι αν είναι να χάσουμε, θα χάσουμε σαν παλικάρια. Φεύγοντας από το ξενοδοχείο, μπήκαμε στο πούλμαν. Εγώ πάντα καθόμουν στις πρώτες 2-3 θέσεις και ο Παναγιώτης (Γιαννάκης) ήταν στις τελευταίες, μίλησε σε όλους και είχε πει ‘πάμε να το τελειώσουμε’.. Εξαιρετική αντίδραση είχε και ο Μιχάλης Κυρίτσης. Κάθε άλλο παρά τον έπιασε πανικός. Ήταν φανερή η εμπειρία του».

Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ο Άρης είχε διανύσει την απόσταση από την κόλαση στον παράδεισο, είχε αποκτήσει πλεονέκτημα (3-2) και απείχε μία νίκη από την εξιλέωση.

Β.Λ.: «Ακόμη κι όταν ο ΠΑΟΚ ισοφάρισε τη σειρά, η ομάδα δεν είχε ηττοπάθεια. Είχαμε χαλυβδώσει σαν ομάδα, είχαμε χαρακτήρα και ψυχραιμία. Όλες οι τελευταίες επιλογές είχαν αυτοπεποίθηση. Πώς για παράδειγμα βλέπει η νεότερη γενιά το πρόσωπο του Βασίλη Σπανούλη στις τελευταίες φάσεις, έτσι. Αν εστιάσεις στη φάτσα του Γιαννάκη την ώρα που σηκώνεται για να σουτάρει, έπειτα από την πάσα του Γκάλη, καταλαβαίνεις ότι δεν υπήρχε η αίσθηση ότι η ιστορία ήταν χαμένη. Στο 3-2 η ζυγαριά έγειρε. Ενισχύεται η αυτοπεποίθηση του Πρωταθλητή αλλά και η αμφιβολία του αντιπάλου ο οποίος προσπαθεί να τον εκθρονίσει».

Ο σεναριογράφος δεν είχε κέφια, άφησε την ίδια μπομπίνα να παίξει. «Play it again Sam», όπως ψιθύριζαν με μελαγχολία, Χόμφρεϊ Μπόγκαρντ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν για τη μία και μοναδική αγάπη. Όχι, αυτή τη φορά δεν ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης καθώς ο «Δράκος» έδωσε την ασίστ. Ήταν ένα ψιλόλιγνο και ολίγον παρεξηγημένο παλικάρι, ο Μπραντ Σέλερς ο οποίος αμφισβητήθηκε αρκετά λόγω αγωνιστικής αστάθειας.

Μ.Χ.: «Πριν αναλάβω την ομάδα, δεν είχε αναγνωστεί η αξία του Μπράντ Σέλερς ο οποίος ουσιαστικά ήταν ξένο σώμα στην ομάδα. Ο Μπράντ ήταν ιδιαίτερο παιδί και δεν είχε καμία σχέση (σε επίπεδο συνηθειών, ενδιαφερόντων και βιογραφικού) με τους Αμερικανούς που έρχονταν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Αγωνιστικά είχε εξαιρετικά στοιχεία γιατί με ύψος 2.10 έπαιζε και γκαρντ. Το πλεονέκτημα ή μειονέκτημά του ήταν ότι επρόκειτο για ένα πολύ μορφωμένο παιδί το οποίο λάτρευε τη λογοτεχνία και ήταν ιδιαίτερα σκεπτόμενος για αθλητής. Ο Σέλερς ήταν έτοιμος να φύγει καθώς είχε χαθεί στην ανομοιογένεια της ομάδας ενώ ο Λάζαρος δεν είχε την εμπειρία της διαχείρισης Αμερικανών παικτών. Ωστόσο, από εκεί που ήταν ξένο σώμα, ο Σέλερς έγινε σημαντικό γρανάζι της ομάδας με τη δική μου παρέμβαση και από τους βασικούς πρωταγωνιστές στην κατάκτηση του τίτλου. Προσωπικά, έχοντας αναπτύξει σχέσεις με Αμερικανούς, γνώριζα τη ιδιοσυγκρασία τους αλλά και το πώς θα έπρεπε να τον προσεγγίσω».

66’’ πριν το τέλος και ο ΠΑΟΚ στρογγυλοκάθισε σε διαφορά έξι πόντων (80-74). Ο ένας ακόμη τελικός έμοιαζε αναπόφευκτος. Δύο βολές του Γιαννάκη, μία άστοχη (σε 1+1) του Παναγιώτη Φασούλα, ένα καλάθι μπροστά στον τελευταίο από τον Βασίλη Λυπηρίδη έπειτα από το επιθετικό ριμπάουντ της ζωής του και 80-78.

Β.Λ.: «Για μένα το μπάσκετ στηρίζεται σ’ αυτά που λέγαμε σκουπίδια. Στα ριμπάουντ, αλλά και σε πράγματα τα οποία έχουν τεράστια σημασία όταν δεν βγαίνει μια κανονική επίθεση. Η τύχη παίζει ρόλο, περισσότερο μετράει όμως το πόσο αποφασισμένος είσαι να κυνηγήσεις μια κατάσταση. Χάνεις πέντε πόντους, τι κάνεις; Το παρατάς; Όχι, εμείς ορμούσαμε για την κάθε μπάλα. Αυτή ήταν η νοοτροπία μας. Είναι ζήτημα εσωτερικής παρόρμησης αυτή ξεκινά από την αγωνιστικότητα που καλλιεργείς στα χρόνια που προηγήθηκαν. Ορμάς, δεν σταματάς ποτέ. Αυτό έκανα τότε».

Ο Φασούλας φόρεσε τον μανδύα του μοιραίου παίκτη, ο ΠΑΟΚ παραδόθηκε στους δαίμονές του, ο Σέλερς πέτυχε το καλάθι (80-80), έβαλε και τη συμπληρωματική βολή (80-81), ο Παπαχρόνης δεν είδε τον Σταυρόπουλο κι έκανε κάτι σαν σουτ… Τέλος. Ο αυτοκράτορας παραμένει στον θρόνο του.

Μ.Κ.: «Όταν τελείωσε το παιχνίδι και κατακτήσαμε το Πρωτάθλημα, ήρθε ο φίλος μου ο Γιώργος ο Τσιτούρας μαζί με τον γιο του Ραπτόπουλου που είχαν την Express Service και με πήραν στους ώμους τους. Το βράδυ πήγα στο σπίτι για να ηρεμήσω και μετά γλεντήσαμε στο «Ακρόαμα». Είχα ζήσει συγκλονιστικές στιγμές στη καριέρα μου, όπως το Πρωτάθλημα που πήραμε με τον Παναθηναϊκό στο μπαράζ του 1984 στην Κέρκυρα, αλλά αυτό δεν συγκρινόταν. Αυτό που έζησα μ’ έδεσε με τον Άρη. Οι αυτοκρατορία έπεσε κι όπως συνηθίζω να λέω, οι αυτοκρατορίες πάντα πέφτουν από μέσα. Εκείνος ο τίτλος σφράγισε τη ζωή μου. Μας βγήκε η ψυχή, αλλά αυτό που ζήσαμε δεν θα το ξαναζήσουμε ούτε σε τρεις ζωές».

Λ.Σ.: «Ξεσπάσαμε γιατί δεχθήκαμε πολλά χτυπήματα στη διάρκεια της χρονιάς, βγάλαμε ό,τι είχαμε στην ψυχή μας γιατί δικαιωθήκαμε. Για μένα, οι πανηγυρισμοί που μετρούν είναι στο γήπεδο και στα αποδυτήρια. Τα υπόλοιπα είναι για τους φωτογράφους. Ίσως ήταν στη μοίρα μας να κερδίσουμε έτσι το τελευταίο Πρωτάθλημα, σαν τον θεό του Πολέμου. Πολεμήσαμε για να μείνουμε ζωντανοί και το αποδείξαμε. Ήταν η αμφισβήτηση που είχαμε νιώσει. Προσωπικά, έχω κερδίσει τόσους τίτλους, ποτέ όμως δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα χάσω. Σέβομαι τον αντίπαλο, τον αξιολογώ και πολεμάω για να τον κερδίσω».

Β.Λ.: «Τότε έμενα στην οδό Βούλγαρη 31 στον 5ο όροφο. Μετά από τους πανηγυρισμούς, βγήκα στο μπαλκόνι με τον Ντίνο Αγγελίδη και ανοίξαμε σαμπάνια. Δεν είμαι άνθρωπος των άκρων αλλά έτσι ένιωσα τότε, έτσι λειτούργησα».

Στον επίλογο της συγκλονιστικής μετάδοσης του Κώστα Μπατή, ο συνάδελφος ευχήθηκε να υπάρξουν μιμητές των ομάδων της Θεσσαλονίκης και να δημιουργήσουν ομάδες του ίδιου βεληνεκούς. Αυτό επιβεβαιώθηκε λίγους μήνες μετά…

Β.Λ.: «Το βράδυ του τελευταίου Πρωταθλήματος ένιωσα ότι ήταν το τελευταίο ή εν πάσει περιπτώσει όταν τα πράγματα δεν θα είναι ίδια. Είχε καλλιεργηθεί αυτό το συναίσθημα στη διετία που προηγήθηκε, ένιωθα ότι δεν θα συμβεί το ίδιο και του χρόνου».

Μ.Κ.: «Η ομάδα έδειχνε ότι είχε ξεφουσκώσει, τα παιδιά έκαναν ηρωική προσπάθεια αλλά έπρεπε να ενισχυθεί ο ρόλος άλλων παικτών. Νομίζω ότι ήταν καταλυτική η παρουσία του Ντίνου Αγγελίδη, του Βασίλη Λυπηρίδη, του Μπραντ Σέλερς που ανέφερα, έπαιξε ρόλο φυσικά η τύχη αλλά κι εκείνα τα τραγικά λάθη του ΠΑΟΚ. Νομίζω ότι εκείνο το Πρωτάθλημα έβαλε τη σφραγίδα στο κλείσιμο ενός κύκλου και οι λόγοι δεν ήταν μόνο αγωνιστικοί. Ο Νίκος Βεζυρτζής του ΠΑΟΚ ήταν ισχυρός οικονομικά, ο Σωκράτης Κόκκαλης είχε μπει στον Ολυμπιακό ενώ ο Παύλος Γιαννακόπουλος ενώ ήταν μετριοπαθής στα πρώτα τρία χρόνια στον Παναθηναϊκό, μετά προχώρησε σε ακόμη μεγαλύτερη επένδυση. Εκεί έλαβε τέλος η οικονομική υπεροπλία της Θεσσαλονίκης καθώς το χρήμα ήταν στην Αθήνα».

Η τελευταία μεγάλη παράσταση του Άρη έγινε μια μέρα σαν σήμερα, στις 8 Μαΐου 1991. Η τελευταία «ανέβηκε» σχεδόν έναν χρόνο μετά. Στο ΣΕΦ, στον νικηφόρο τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας επί της ΑΕΚ ο οποίος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της σπουδαιότερης ομάδας που ανέδειξε ο ελληνικός αθλητισμός…

 

BASKET LEAGUE Τελευταία Νέα