Όχι μωρέ, σιγά που χρειάζεται να έχει μια ΠΑΕ τεχνικό διευθυντή…

Όχι μωρέ, σιγά που χρειάζεται να έχει μια ΠΑΕ τεχνικό διευθυντή…

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος παρακολουθεί τη σειρά μαθημάτων του Μόντσι και συγκρίνει την νοοτροπία και την μεθοδολογία ενός κορυφαίου τεχνικού διευθυντή με την νοοτροπία και την μεθοδολογία των ελληνικών ποδοσφαιρικών εταιρειών.

Μέσα στον καιρό της καραντίνας του κορονοϊού ο Μόντσι, ένας εκ των κορυφαίων τεχνικών διευθυντών στον πλανήτη στη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο δώρο προς την παγκόσμια αγορά του ποδοσφαίρου: ξεκίνησε να παρουσιάζει ένα Masterclass που αποτελείται από 13 κεφάλαια – βίντεο, στα οποία έχουν οι πάντες δωρεάν πρόσβαση μέσω του καναλιού της Σεβίλλης στο YouTube. Οκτώ επεισόδια μετά την «πρεμιέρα», μένω με την απορία του πώς γίνεται να είναι μόνο μερικές χιλιάδες οι viewers αυτών των βίντεο, δεδομένου ότι είναι εκατοντάδες χιλιάδες αυτοί που λειτουργούν σε παρόμοιες θέσεις με τον Ισπανό μάνατζερ. Κάθε βίντεο, που είναι ένα μάθημα, με βάζει από ένστικτο στη διαδικασία της σύγκρισης της ελληνικής νοοτροπίας με αυτή που παρουσιάζει ο Μόντσι. Κάθε φορά που ολοκληρώνεται ένα βίντεο μένω με την ίδια απορία: πώς γίνεται να μην «ανοίγουν» τα μάτια τους οι ιδιοκτήτες των ελληνικών ποδοσφαιρικών εταιρειών και να μην αποφασίζουν να αλλάξουν τρόπο;

Στη Σεβίλλη ο Μόντσι υπηρετεί ένα μεικτό μοντέλο διοίκησης και λειτουργίας: ο πρόεδρος και το διοικητικό συμβούλιο ορίζουν το ύψος του κόστους που θα έχει το ποδοσφαιρικό τμήμα και τελικά το ύψος του μπάτζετ που θα διατεθεί στην μεταγραφική περίοδο, ο προπονητής θα υποδείξει τις θέσεις στις οποίες χρειάζεται ενίσχυση και θα σκιαγραφήσει με σαφήνεια και ακρίβεια το προφίλ των παικτών που κρίνει ότι χρειάζεται ανά θέση και η τεχνική διεύθυνση θα αναλάβει να επιλέξει τους ποδοσφαιριστές – στόχους και να τους αποκτήσει.

Στην Ελλάδα οι περισσότερες ποδοσφαιρικές εταιρείες λειτουργούν με άλλο μοντέλο, το προεδρικό: ο πρόεδρος – μεγαλομέτοχος αποφασίζει για όλα και στις μεταγραφές. Εκείνος είναι που τελικά επιλέγει τους ποδοσφαιριστές. Και ο Μόντσι έρχεται σε μια πολύ επίκαιρη στιγμή με τα μαθήματά του προκειμένου να εξηγήσει και να αναλύσει σε βάθος σε κάθε έναν εκ των ιδιοκτητών των ελληνικών ποδοσφαιρικών εταιρειών τι χάνει και άρα πόσο λάθος κάνει που επιμένει σε αυτό το παρωχημένο μοντέλο λειτουργίας.

Δεν χρειάζεται να σπουδάσεις για να καταλάβεις πόσο λάθος λειτουργούν οι ελληνικές εταιρείες. Αρκεί να δει ς αυτά τα βίντεο, που σε βάζουν στη ρουτίνα της λειτουργίας της τεχνικής διεύθυνσης μιας ποδοσφαιρικής εταιρείας και σε βοηθούν να εξοικειωθείς με τη μεθοδολογία τους. Ο Μόντσι περιγράφει τη λειτουργία της διεύθυνσής του στην πρώτη φάση (Ιούλιος – Δεκέμβριος) και στην δεύτερη φάση (Ιανουάριος – Μάιος) μέχρι να ωριμάσει μια λίστα με δεκάδες ποδοσφαιριστές. Μια λίστα που αρχικώς αριθμεί περί τους 500 ποδοσφαιριστές, τους οποίους οι scouts της Σεβίλλης έχουν ξεχωρίσει, και φτάνει, περνώντας μέσα από ανθρώπινα και τεχνολογικά φίλτρα, να μικραίνει τόσο που να δίνει στον τεχνικό διευθυντή την δυνατότητα να πάει σε ένα ραντεβού με τον προπονητή και να έχει έτοιμες αξιολογημένες επιλογές για κάθε θέση και κάθε διαφορετικό προφίλ που μπορεί να βάλει ο προπονητής τον Μάιο στην κουβέντα κατά την φάση του μεταγραφικού σχεδιασμού.

Για να φτάσει η τεχνική διεύθυνση στην διαμόρφωση της τελικής λίστας με τις μεταγραφικές επιλογές της ανά θέση, οι ποδοσφαιριστές έχουν ερευνηθεί εξονυχιστικά. Η Σεβίλλη έχει φτιάξει το φυσικό προφίλ, το τεχνικοτακτικό προφίλ, το ψυχολογικό προφίλ του ποδοσφαιριστή, έχει συλλέξει πληροφορίες σχετικές με τα οικονομικά δεδομένα της μεταγραφής και έχει κάνει εκτίμηση για τον χρόνο προσαρμογής που θα χρειαστεί ο παίκτης αλλά και για την προοπτική αύξησης της αξίας μεταπώλησής του. Και όταν έχει ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, η τεχνική διεύθυνση, που έχει ελέγξει με τους scouts τους ποδοσφαιριστές σε διαφορετικές καταστάσεις παιχνιδιού και έχει συλλέξει ένα πλήθος πληροφοριών σχετικών με τον άνθρωπο που φορά τη φανέλα και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια, φτάνει στην ώρα της έναρξης των διαπραγματεύσεων.

Ο Μόντσι, που δεν θεωρεί εαυτόν καλό στις διαπραγματεύσεις, δεν ξεκινά ποτέ μια διαπραγμάτευση δίχως να είναι έτοιμος να προχωρήσει στις εναλλακτικές επιλογές του για κάθε θέση. Στα πρώτα του χρόνια ήθελε να έχει 3 στόχους ανά θέση. Σήμερα, χάρη στην διεύρυνση της ομάδας των συνεργατών του, έχει φτάσει να ξεκινά τον κύκλο των επαφών αφού προηγουμένως έχει βάλει στα χέρια του μια λίστα με 10 διαφορετικές επιλογές ανά θέση.

Την ίδια ώρα στην Ελλάδα, όταν αναζητείς να μάθεις ποιος είναι ο τεχνικός διευθυντής είναι σαν να ψάχνεις δύο άγνωστες λέξεις στο λεξιλόγιο τουλάχιστον των μισών ομάδων της Superleague 1. Κι είναι και άλλες που λένε ότι έχουν τεχνικό διευθυντή, αλλά οι αρμοδιότητές του περιορίζονται στο να κουβαλά τα δελτία και να φροντίζει τους λογαριασμούς ΔΕΚΟ και την συντήρηση των αυτοκινήτων των ποδοσφαιριστών. Εταιρείες ακόμη και του κορυφαίου επιπέδου αλλάζουν τεχνικό διευθυντή δίχως να δίνουν ιδιαίτερη σημασία, με την ιδέα ότι ο ρόλος του είναι διεκπεραιωτικός και όχι δημιουργικός. «Ο πρόεδρος διαλέγει τους παίκτες», ακούς. Αυτή την απάντηση παίρνεις όταν ρωτάς. Δηλαδή ο πρόεδρος παρακολουθεί δεκάδες αγώνες κάθε μήνα, κι ύστερα κάνει ανάλυση της απόδοσης, κι ύστερα δημιουργεί το φυσικό προφίλ, και το τεχνικοτακτικό, κι ύστερα δημιουργεί το ψυχολογικό προφίλ, κι ύστερα ταξιδεύει 5 φορές προκειμένου να δει από την κερκίδα τον παίκτη να αγωνίζεται. Και όλα αυτά ο πρόεδρος τα κάνει προκειμένου να εντοπίσει τρεις – τέσσερις ποδοσφαιριστές ανά θέση ώστε να έχει εναλλακτικές λύσεις και να μην αναγκαστεί να πληρώσει «όσο όσο» για να αγοράσει τον πρώτο του στόχο.

Τις πρώτες μου εμπειρίες σχετικά με την δομή και την λειτουργία μιας ποδοσφαιρικής εταιρείας τις είχα στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κάνω τη σύγκριση του τότε με το σήμερα και συχνά καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το σήμερα καταντά να είναι χειρότερο από το χθες. Στην ποδοσφαιρική Ελλάδα εκείνης της εποχής, για παράδειγμα, υπήρχε και το αγγλικό μοντέλο, του προπονητή που αποφασίζει για όλα στο ποδοσφαιρικό τμήμα. Του Ντούσαν Μπάγεβιτς ή του Εγκε Γκέραρντ. Σήμερα μετράς στα δάχτυλα του ενός χεριού τις εταιρείες που λειτουργούν με μεικτό μοντέλο, κι ύστερα υπάρχει μόνο το προεδρικό, έχει εξαφανιστεί το αγγλικό μοντέλο. Δεν έχουμε μείνει στο «χθες», είμαστε ακόμη στο «προχθές» της πραγματικότητας του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

Μέρες που είναι, πάνω που πρόκειται να ληφθούν άκρως σημαντικές και καθοριστικές για το μέλλον των ΠΑΕ αποφάσεις, θα πρότεινα ανεπιφύλακτα στους ιδιοκτήτες των ελληνικών εταιρειών να μπουν στον κόπο να δουν τα βίντεο του Μόντσι. Δεν θα πάρει πολύ χρόνο· μέχρι σήμερα υπάρχουν 8 επεισόδια των περίπου 13’ λεπτών ανά επεισόδιο. Σε περίπου δύο ώρες θα δεχθούν ένα πολύ χρήσιμο σοκ, ένα ερέθισμα που μπορεί να τους πείσει να μπουν στην διαδικασία της αυτοκριτικής και τελικά της αναθεώρησης που οδηγεί στην αλλαγή. Δωρεάν είναι τα μαθήματα, δεν έχετε κάτι να χάσετε.

Στους υπόλοιπους, είτε σπουδάζετε την επιστήμη του αθλητικού μάνατζμεντ είτε απλώς σας αρέσει να εισχωρείτε στον εσωτερικό κόσμο της αγοράς του ποδοσφαίρου, προτείνω ανεπιφύλακτα αυτή τη σειρά μαθημάτων. Εσείς, οι ποδοσφαιρόφιλοι, είμαι βέβαιος ότι θα τα εκτιμήσετε.

Οι Μάχες Των Play Off είναι στο Gazzetta.gr

Τα πιο συναρπαστικά Play Off της δεκαετίας είναι στο Gazzetta.gr! Όλα τα αθλητικά νέα για την αγαπημένη σου ομάδα, σε συνεχή ενημέρωση. Ακολούθησε το Gazzetta και θα είσαι πάντα ενημερωμένος για το πρόγραμμα των Play Off, την βαθμολογία των ομάδων, τις μεταδόσεις και φυσικά παρακολουθείτε live τα Play Off μέσα από το Game Center!

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.