Αρης: Μια σαμπάνια την αξίζει

Αρης: Μια σαμπάνια την αξίζει

Αρης: Μια σαμπάνια την αξίζει

bet365

Ο Βασίλης Βλαχόπουλος προσπαθεί να περιγράψει αυτό που στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να καταγραφεί ανεξαρτήτως εύρους λέξεων..

Δεν είναι εύκολο να είσαι Άρης γιατί σε επίπεδο αγωνιστικών αποτελεσμάτων είναι ένας σύλλογος ο οποίος δεν αναπτύσσεται μέσα από τους «μαστραπάδες», αλλά από την ανυπομονησία της επόμενης μεγάλης στιγμής έπειτα από μια (οδυνηρά) χαμένη ευκαιρία. Και καθώς το όνειρο δεν πραγματοποιείται και οι διαδοχικές αναβολές επηρεάζουν την ψυχοσύνθεσή του, μοιραία έρχεται η στιγμή της σκληρής δοκιμασίας των πραγματικών αντοχών του. Εκεί συναντάς κάτι που σπανίως βλέπεις αλλού, γιατί η αφοσίωση γίνεται εντονότερη. Δίχως κατακτήσεις τίτλων που μεγαλώνουν οπαδικές μάζες και χωρίς τα μεγάλα (συνήθως ευρωπαϊκά) παιχνίδια που λειτουργούν στην αύξηση ή στη συντήρηση του επιπέδου αφοσίωσης.

Η προσέγγιση του Γιώργου Χατζάρα στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Gazzetta ήταν απολύτως ρεαλιστική γιατί, πράγματι ο Άρης είναι φαινόμενο. Το είπε με τον δικό του γλαφυρό τρόπο βάζοντας στην εξίσωση… κουτσές Μαρίες και το Κύπελλο Ελλάδας που ονειρεύεται εδώ και 52 χρόνια, επειδή όμως είναι Αρειανός από τα γεννοφάσκια του, αντιλαμβάνεται εξαιρετικά όπως τον καταλαβαίνουν και αυτοί που έχουν το ίδιο σαράκι. Να αφήσει κατά μέρους τη ρετσίνα που λειτουργεί και σαν παρηγοριά σε μια δύσκολη στιγμή και να απολαύσει τον αφρώδη οίνο μιας σαμπάνιας.

Αυτό ο Άρης δεν το έχει εδώ και πολλά χρόνια σε σημείο μάλιστα οι περισσότεροι προληπτικοί (σαν και του λόγου μου) να αισθάνονται ότι αυτή η ομάδα καταδιώκεται από ένα είδος κατάρας. Αυτό το… «πάλι κάτι θα γίνει και θα γυρίσει ο κόσμος ανάποδα», όπως είχε γίνει με την ΑΕΚ πριν από δύο χρόνια (στο ίδιο γήπεδο) στο 95’ με το γκολ του Μάρκο Λιβάγια φέρνοντας τον αποκλεισμό από τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας. Αυτό το συναίσθημα έχει μπολιάσει κυρίως στους μεγαλύτερους, αυτούς που έχουν πιει μπόλικα πικρά ποτήρια και νιώθουν ότι είναι καταραμένοι αλλά και καταδικασμένοι να μη ζήσουν μια μεγάλη χαρά.

Ο Ντουκουρέ

Αν αυτό το κακό πνεύμα ξορκίστηκε χθες το βράδυ θα φανεί προϊόντος του χρόνου, αλλά τέτοιου είδους μυθική ανατροπή (απέναντι σε ομάδα επιπέδου της ΑΕΚ), δύσκολα φέρνει η μνήμη στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου. Διάβασα κάπου ότι σαν χθες ήταν η ανατροπή (2-1) επί του Παναθηναϊκού το 1995 στο «Κλ. Βικελίδης». Θυμάμαι εκείνο το παιχνίδι σα να ήταν χθες αλλά δεν είχε δώσει ευρωπαϊκό εισιτήριο, ίσα-ίσα που στο τέλος εκείνης της χρονιάς αυτό χάθηκε. Σε παιχνίδι τόσο μεγάλης σημασίας, «do or die» που λένε και οι Αμερικάνοι, απέναντι σε τόσο ισχυρό αντίπαλο, τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν, ο σύγχρονος Άρης δεν έχει κάνει τέτοια ανατροπή. Από 0-2, μάλλον ποτέ.

Εκεί που όλα έμοιαζαν χαμένα

Και δεν ήταν μόνο η ανατροπή, όσο αυτό που σου έδειχνε το παιχνίδι. Σίγουρα δεν καλλιεργούσε την αίσθηση της ολικής επαναφοράς. Γιατί η ΑΕΚ έμοιαζε να πατά στιβαρά στο γήπεδο και ο Άρης ήταν απελπισμένος και προς αναζήτηση τρόπου διάσπασης της άμυνας. Οι αλλαγές του Χερμάν Μπούργος έγιναν στο 62’ κι αν κανείς ψάξει στο φιλμ του αγώνα να δει τον αριθμό των φάσεων που έγιναν πριν το γκολ του Λούις Πάλμα, το σουτ του Ντάνιελ Μαντσίνι θα το βάλει περισσότερο για να γεμίσει σελίδα. Μέχρι το 78’, ο Άρης πραγματοποιούσε μια από τις χειρότερες (παραγωγικά και επιθετικά) φετινές εμφανίσεις του. Με εξαίρεση τη σπουδαία ευκαιρία του Χουάν Ιτούρμπε στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, η επιθετική τετράδα ήταν εγκλωβισμένη, τα αμυντικά χαφ δεν προωθούσαν σωστά το παιχνίδι κι ένας Φαμπιάνο προσπαθούσε να χτίσει επιθέσεις από την πίσω ζώνη ψάχνοντας την πάσα που θα έβγαζε απευθείας μπροστά την ομάδα του. Το σκορ ήταν 0-2, το matrix του γηπέδου είχε «μαυρίσει» λόγω προβλήματος λειτουργίας κι όση φαντασία κι αν διαθέτει κανείς, ήταν αδύνατο να υποψιαστεί ότι εντός 15 λεπτών θα γινόταν μάρτυρας μιας μυθικής ανατροπής, συνεκτιμώντας την αξία του αγώνα.

Ο Πάλμα

Ο παίκτης που άλλαξε το παιχνίδι είναι ο Λούις Πάλμα όχι μόνο γιατί σκόραρε το πρώτο γκολ, αλλά περισσότερο γι’ αυτό που αποφάσισε να κάνει. Απέφυγε το γέμισμα, επένδυσε στην αυτοπεποίθησή του και στο ταλέντο του και τελείωσε μόνος του μια φάση, τη στιγμή που η αεροπορία περίμενε στα βάθη της εστίας του αντιπάλου. Αυτό που ακολούθησε δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Ήταν περισσότερο μια έκρηξη συναισθημάτων, μια προσωρινή αμνησία της κούρασης που ενδεχομένως υπήρχε, με το ταυτόχρονο κλειδαμπάρωμα της ΑΕΚ στο δωμάτιο του πανικού. Ο Άρης δεν απέκτησε απλά το momentum του αγώνα αλλά το έπιασε από… τα κέρατα. Είναι το 15πτο που σου διδάσκει την αξία της ψυχολογίας στον αθλητισμό και πώς μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω μετατρέποντας το ασχημόπαπο σε πρίγκιπα. Ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι στον αγώνα της κανονικής διάρκειας, ο Εμάνουελ Σάκιτς είχε σκοράρει στην τελευταία φάση του αγώνα απέναντι στην ΑΕΚ σ' εκείνο το 1-2.

Το τακουνάκι του Καμαρά

Κι επειδή η μοίρα είχε κέφια, τα έφερε έτσι για να βάλει το γκολ της Ευρώπης ο Ματέο Γκαρσία ο οποίος αποτελεί το μεγαλύτερο χαμένο στοίχημα της τελευταίας διετίας. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει κανείς αν βάλει στην ίδια ζυγαριά τις προσδοκίες και το αποτέλεσμα. Ο Αργεντίνος είπε ότι πέρασε μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά με την απώλεια και του πατέρα του. Δεν είπε ψέματα καθώς υπήρξαν πολλές φορές όπου η κακή ψυχολογία του αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του, αναγκάζοντας τους άλλους να προσπαθούν να εντοπίσουν τους λόγους μετατροπής ενός χαμογελαστού παιδιού σε χλωμό πρόσωπο. Βέβαια, στο γκολ του Αργεντίνου μέσω του οποίου σφραγίστηκε η ανατροπή, υπήρξε κάποιος άλλος που δημιούργησε τη φάση από το πουθενά. Αυτός που άκουσε τα περισσότερα στη διάρκεια της χρονιάς, αλλά στην προκειμένη περίπτωση κέρδισε μια χαμένη μπάλα (την πήρε μέσα από το… στόμα του Μήτογλου) κι όταν δέχθηκε το double team, την αποδέσμευσε μ’ ένα τακουνάκι στον Μπρούνο Γκάμα για να ακολουθήσει η ασίστ. Κι έτσι ο Αμπουμπακάρ Καμαρά αποδείχθηκε συνεπής σε μια υπόσχεση που έδωσε πριν από περίπου μια εβδομάδα τόσο στον προπονητή του όσο και στον Θόδωρο Καρυπίδη. Αυτοί οι τρεις ξέρουν ότι ο Καμαρά «ξεπλήρωσε» αυτό που είχε γίνει στη Λεωφόρο ή μάλλον, εξοικονόμησε.

Ο Κουέστα

Τα κλάματα δείχνουν το τέλος ενός κύκλου

Παρότι ο τελευταίος αγώνας της χρονιάς με τον ΠΑΣ Γιάννινα στερείται βαθμολογικού ενδιαφέροντος καθώς ο Άρης πήρε αυτό που ήθελε «καταπίνοντας» όλα τα οχυρά που βρήκε μπροστά του με πιο μεγάλο την ποινή αφαίρεσης έξι βαθμών (σ.σ. δεν είναι εύκολο να πορεύεται έτσι μια ομάδα, ασχέτως της τελικής δικαίωσης), αυτό το παιχνίδι έχει ιστορικό χαρακτήρα γιατί οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κλείνει ένας κύκλος. Τα περισσότερα από τα 14 συμβόλαια δεν θα ανανεωθούν, μην είναι και κανένα από αυτά κι αυτό το γνωρίζουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Γι’ αυτό εξάλλου έβαλαν τα κλάματα χθες γιατί μια ποδοσφαιρική τετραετία δεν είναι δα και μικρό διάστημα. Κάποιοι ήρθαν έμπειροι, μπαρουτοκαπνισμένοι και θεωρούνταν «τελειωμένοι», άλλοι μετρούσαν λίγα επαγγελματικά χρόνια. Με ορισμένους θα γίνει μια τελευταία κουβέντα αλλά η κατάσταση μοιάζει μη αναστρέψιμη. Οι αποφάσεις ανήκουν στον Θόδωρο Καρυπίδη και τον Χερμάν Μπούργος αλλά το ολοκληρωτικό ξήλωμα της ομάδας ίσως δεν αποτελεί σωστή απόφαση υπό την έννοια ότι ίσως θα πρέπει να παραμείνουν 2-3 όχι γιατί δοκιμάστηκαν και απέδειξαν ότι αξίζουν θέση, αλλά για να λειτουργήσουν διδακτικά απέναντι στους νέους που έρχονται.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Βλαχόπουλος
Βασίλης Βλαχόπουλος

Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στα τελευταία χρόνια της… λαδόκολλας. Χάριν οικονομίας, το λευκό χαρτί χρησιμοποιούταν σε έκτακτες και ιδιαιτέρως σοβαρές καταστάσεις, ούτως ή άλλως ήταν δυσεύρετο. Πρόλαβε τη διαδικασία αποστολής των φαξ, αλλά και τις πρώτες συσκευές κινητής τηλεφωνίας με τη λαστιχένια κεραία που θύμιζαν στρατιωτικούς ασυρμάτους.

Παρακολουθεί όλες… τις μπάλες, αλλά η αδυναμία του είναι η πορτοκαλί, η σπυριάρα, λόγω της ειδοποιού διαφοράς μεταξύ ποδοσφαίρου και μπάσκετ. Στο μπάσκετ ΠΑΝΤΑ κερδίζει ο καλύτερος. Στο ποδόσφαιρο, μπορεί να κερδίσει ο πιο τυχερός.

ΥΓ: Οσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα περιοδικά κι αν πέσουν στα χέρια του, το «Τρίποντο» ήταν, είναι και θα είναι το κορυφαίο forever and ever.