Όταν είσαι 61 ετών και χορεύεις τον χορό του περιστεριού

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Όταν είσαι 61 ετών και χορεύεις τον χορό του περιστεριού

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την ηγεσία του Τίτε στην Εθνική Βραζιλίας.

Ο Τίτε είναι 61 ετών. Όταν γεννήθηκε ο Ρισάρλισον, το 1997, ο Τίτε είχε συμπληρώσει μια 7ετία στην προπονητική, ήταν 36 ετών. Στο 29’ο λεπτό του αγώνα με την Νότια Κορέα για την φάση των 16 του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ενός αγώνα που τον παρακολουθούσε ο μισός, αν όχι όλος, ο πλανήτης και σίγουρα τον παρακολουθούσε ολόκληρη η Βραζιλία, ο Ρισάρλισον έτρεξε στον πάγκο για να πανηγυρίσει το γκολ με τον αγαπημένο του χορό, αυτόν τον χορό του περιστεριού που έχει υιοθετήσει από μικρός, όταν τον είχε ξεσηκώσει από ένα βραζιλιάνικο ποπ συγκρότημα, τους “Os Perseguidores”, που χόρευαν κάπως έτσι στο βίντεο κλιπ ενός τραγουδιού τους το 2012.

Αν είχε πάρει τον εαυτό του τόσο πολύ στα σοβαρά και είχε επιλέξει την ηγεσία της αυθεντίας για να καθοδηγεί την ομάδα του, ο Τίτε δεν θα είχε διανοηθεί να μπει στον χορό και να χορέψει με τον ποδοσφαιριστή του. Μάλλον δεν θα τον είχε καν πλησιάσει ο Ρισάρλισον. Και επειδή δεν είναι πρωτόπειρος σε Μουντιάλ, είναι βέβαιο ότι ο Τίτε θα πρόλαβε να κάνει, ακόμη και σε μια στιγμή τόσης ευφορίας, την δεύτερη σκέψη σχετικά με την πιθανότητα να γίνει ξανά εκ των υστέρων viral από αυτούς που θα τον τρολάρουν στην περίπτωση αποκλεισμού κατά την εξέλιξη αυτού του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ότι κι αν σκέφτηκε, ο 61χρονος προπονητής αφέθηκε και το απήλαυσε. Λογικά, το έκανε επειδή πέρα από όλα τα άλλα αυτό είναι και το είδος της σχέσης που έχει και θέλει να έχει με τους ποδοσφαιριστές του. Το έκανε όμως και επειδή κουβαλούσε και ένα “απωθημένο” από το προηγούμενο Μουντιάλ, της Ρωσίας. Διότι εκεί δεν είχε αφήσει τον εαυτό του να την απολαύσει τη στιγμή. “Σκεφτόμουν ότι είμαστε η Βραζιλία, ότι μας βλέπει όλος ο πλανήτης, κι ήμουν σε ένα χάος”, παραδέχθηκε με αφοπλιστική ειλικρίνεια σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στον “Guardian” πριν από περίπου 15 ημέρες.

Ένας προπονητής που “τσαλακώνεται”, είναι ένας προπονητής που καταφέρνει να μικρύνει το χάσμα των γενεών και να “κατέβει” ηλικιακά προκειμένου να “συναντηθεί” και να δεθεί με τους ποδοσφαιριστές του. Με τον Ντάνι Αλβες και τον Τιάγκο Σίλβα στο γκρουπ, ο Τίτε δεν ανησυχεί μη τυχόν και χάσουν οι παίκτες το μυαλό τους, τους έχει εμπιστευθεί την ηγεσία με την εμπιστοσύνη ότι αυτοί ξέρουν να καθοδηγήσουν τους υπόλοιπους και να κρατούν την νοοτροπία που ο προπονητής επιθυμεί να έχουν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από τους αγώνες. Η εμπειρία όλης αυτής της περίπου 6ετίας στην Εθνική, και η παρουσία του Ζουνίνιο Παουλίστα, δηλαδή κάποιου που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο ως ποδοσφαιριστής το 2002 με τη Βραζιλία, δίπλα του κρατούν τον Τίτε σήμερα πιο ήρεμο συγκριτικά με το 2018, όπως ο ίδιος σχολιάζει. Στο μυαλό του τούτη τη φορά υπάρχει και ακόμη μια πολύ σημαντική διαφορά: σε αντίθεση με το Μουντιάλ της Ρωσίας, όπου δεν είχε βρει άλλους να πάρουν την ευθύνη πίσω από τον Νέιμαρ, τώρα ξέρει, δηλαδή ήξερε εξαρχής ότι μπορεί να ποντάρει στον Βινίσιους, τον Κασεμίρο και τον Ραφίνια. “Σε αντίθεση με το 2018, τώρα ξέρουμε πώς να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε απουσία”, είπε στην ίδια συνέντευξη ο επί 20 χρόνια συνεργάτης του, ο Κλέμπερ Ξαβιέ.

Αν τον έχω καταλάβει καλά μέσα από την μελέτη του έργου και των λόγων του, ο χορός του περιστεριού που μας έδειξε δεν υποδηλώνει ούτε ελαφρότητα, αλλά ούτε και υπεροψία. Βάσει των όσων λέει, ο Τίτε το αισθάνεται το βάρος που κουβαλά μια ομάδα που έχει την ευθύνη να ενώσει ένα έθνος που έχει χωριστεί τον τελευταίο καιρό για λόγους που δεν έχουν σχέση με το ποδόσφαιρο. Και ξέρει ότι αυτή, η δεύτερη, θα είναι πιθανότατα η τελευταία δική του ευκαιρία να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το όραμά του όμως δεν είναι αυτό. Προφανώς θέλει να κατακτήσει το τρόπαιο, αλλά ξέρει πως αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τον ίδιο και δεν μπορεί να το επηρεάσει τόσο. Αυτό που “απαιτεί” από τον εαυτό του είναι να κάνει ο ίδιος καλά τη δουλειά του ώστε να τα έχει καλά με τον εαυτό του μετά από το ταξίδι στο Κατάρ.

“Είτε νικάμε είτε όχι, θέλω να είμαι σε ειρήνη με τον εαυτό μου μετά το τέλος. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μου. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να ελέγξω. Αυτό που θέλω από εμένα είναι να κάνω την καλύτερη δουλειά μου ώστε να είμαι έπειτα σε ειρήνη με τον εαυτό μου. Κι αυτό είμαι σίγουρος ότι μπορώ να το κάνω”, είπε.

Ως κάποιος που έχει βρεθεί σε παρόμοια θέση, με την ευθύνη να καθοδηγεί νεότερους σε ηλικία και να διαχειρίζεται την πίεση του πρωταθλητισμού στην αγορά του, μπορώ να πω ότι ο τρόπος που διαχειρίζεται σήμερα τη Βραζιλία ο Τίτε αποτελεί πολύ ωφέλιμο παράδειγμα. Είτε κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο είτε όχι, είτε γίνει viral για τους σωστούς λόγους είτε γίνει viral επειδή θα τον τρολάρουν, ο Τίτε έκανε πολύ καλά. Αφενός επειδή κατάφερε να έρθει ακόμη πιο κοντά στους παίκτες του, και αφετέρου επειδή έκανε στον εαυτό του τη χάρη να αφήσει στην άκρη το χάος που του δημιουργεί η συναίσθηση της ευθύνης και να το χαρεί, να απολαύσει τη στιγμή.

Σαν να έχει επηρεαστεί πολύ από την “μέθοδο Αντελότι”, την οποία είχε μελετήσει από κοντά το 2014, ο Βραζιλιάνος προπονητής δείχνει να έχει βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις δεξιότητές του στην επικοινωνία με τους ποδοσφαιριστές, αν κρίνει κανείς από την πειθαρχία και την προσήλωση των ποδοσφαιριστών στην εκτέλεση του πλάνου παιχνιδιού που εκείνος εκπονεί. Αυτή η αλεγκρία που κυριαρχεί στο ξενοδοχείο, το λεωφορείο και τα αποδυτήρια της Βραζιλίας πριν από τα παιχνίδια δημιουργούσε στην αρχή την ψευδαίσθηση ότι οι Βραζιλιάνοι δεν είναι συγκεντρωμένοι στον στόχο. Αυτό που μέχρι σήμερα αποδεικνύει στο τερέν η ομάδα του με την απόδοσή της στα δύο πρώτα παιχνίδια του ομίλου και στο πρώτο ημίχρονο του αγώνα με την Νότια Κορέα είναι πως έχει ετοιμάσει μια ομάδα για να διεκδικήσει το τρόπαιο και συγχρόνως να το απολαύσει.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.