«Ο Κόμπι ξαναγύρισε στην Ιταλία»

«Ο Κόμπι ξαναγύρισε στην Ιταλία»

Νίκος Παπαδογιάννης Νίκος Παπαδογιάννης
«Ο Κόμπι ξαναγύρισε στην Ιταλία»

bet365

Ο Νίκος Παπαδογιάννης μπαίνει στη χρονομηχανή και συναντά τον Κόμπι Μπράιαντ, όταν αυτός ήταν μικρό παιδάκι στην Ιταλία.

Το αγόρι με το σκουρόχρωμο μουτράκι στέκεται μόνο του στην κάτω δεξιά άκρη της φωτογραφίας, μπροστά σε δύο σειρές από χαμογελαστούς λευκούς ντόπιους εφήβους. Εκείνοι είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία, αλλά η έκφραση του προσώπου του μικρού Κόμπι ξεχειλίζει από αυτοπεποίθηση.

«Είμαι ήδη καλύτερος απ’όσο θα γίνετε εσείς στη ζωή σας», μοιάζει να λέει στους νεαρούς Ιταλούς.

«Πάντοτε ήταν πολύ σοβαρός, όταν έπαιζε. Πολύ πολύ σοβαρός», θυμάμαι ο Μικέλε Ροτέλα, ένα μεγαλύτερο σε ηλικία παιδί, που αντιμετώπισε τον πιτσιρικά Κόμπι Mπράιαντ στο ορεινό γηπεδάκι του χωριού Τσιρίλιο της Τοσκάνης. «Δεν σήκωνε αστεία. Τον ένοιαζε μόνο η νίκη, η νίκη, η νίκη», λέει ένας άλλος παιδικός φίλος από την Ιταλία, ο Τζάκομο Βιτόρι.

«Όταν εκείνος ήταν 8 ετών και εγώ 11, συμμετείχαμε στο ίδιο πρωτάθλημα», διηγείται η μεγάλη του αδελφή, Σαρία.

«Τα υπόλοιπα παιδιά επιθυμούσαν απλώς να παίξουν, αλλά ο Κόμπι ήθελε και να κερδίζει. Σε κάποιο ματς χάναμε με διαφορά 2 πόντων και απέμεναν 30 δευτερόλεπτα, οπότε ζήτησε επιτακτικά να του δώσουν τη μπάλα για το τελευταίο σουτ. Δεν δεχόταν αντιρρήσεις. Έτσι ήταν καμωμένος, από τη φύση του».

Ο ίδιος είπε ότι ήταν 9-10 ετών όταν κατάλαβε ότι μπορούσε να σηκώσει μία ομάδα στις πλάτες του και να κερδίσει ένα ματς σχεδόν αβοήθητος. «Μόλις ο αγώνας φτάνει στα τελευταία δευτερόλεπτα και οι πλάτες είναι κολλημένες στον τοίχο, φοράω την πολεμική μου μάσκα. Είναι η στιγμή που ξεχωρίζουν οι μαχητές από τους δειλούς και εγώ ήμουν ανέκαθεν μαχητής».

Πολλά χρόνια αργότερα, οι προπονητές του Κόμπι στους Λέικερς χαρακτήρισαν την Ιταλία ως τόπο βάπτισης του Κόμπι στη νοοτροπία του πρωταγωνιστή. Θεώρησαν ότι εκεί έμαθε να αγνοεί τους λιγότερο ικανούς συμπαίκτες του και να εμπιστεύεται μόνο τις δικές του δυνάμεις.

Όποτε έπαιζε εγωιστικά με τη φανέλα των Λέικερς, κάποια μέλη του προπονητικού τιμ έλεγαν σαρκαστικά ότι «ο Κόμπι ξαναγύρισε στην Ιταλία»!

Ο Κόμπι ήταν το κουκλάκι της οικογένειας και η μαμά του τον έντυνε σαν μικρό αντράκι, με κομψά πουλόβερ και άλλα μεγαλίστικα ρούχα. Περισσότερο έμοιαζε με μινιατούρα ενός άνδρα, παρά με παιδί.

Όταν ρωτήθηκε πόσο επηρέασε τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του η εμπειρία της Ιταλίας, ο Κόμπι έλεγε: «Πηδάω ψηλά και τρέχω γρήγορα, αλλά σε όλα τα υπόλοιπα είμαι σαν Ιταλός».

Οι Μπράιαντ μετακόμισαν πολλές φορές όσο έζησαν στην Ιταλία, όπως ακριβώς έκαναν και στην Αμερική. Το μικρό αγόρι της οικογένειας έμαθε να αποστασιοποιείται από το περιβάλλον του και απέφευγε να δένεται με τους περιστασιακούς φίλους. Πριν καλά καλά προλάβει να τους γνωρίσει και να αναπτύξει δεσμούς, αναγκαζόταν να τους αποχαιρετήσει: «Ciao».

Το πρώτο καταφύγιό τους στην Ιταλία ήταν το Ριέτι, όπου ο Κόμπι ξεκίνησε το σχολείο μερικές εβδομάδες μετά τα 6α γενέθλιά του. Η Σαρία ήταν 8 χρονών και η Σάγια 7.

Ο Κόμπι ακολουθούσε τον πατέρα του στους αγώνες. Κάθε σύλλογος είχε εφηβικό τμήμα. Παίζοντας με συνομηλίκους του και ταξιδεύοντας με το λεωφορείο της ανδρικής ομάδας, ο Κόμπι έμαθε τα κατατόπια από πολύ μικρή ηλικία.

Αναδρομικά, η παραμονή του στην Ιταλία μπορεί να θεωρηθεί ως το ιδανικότερο σχολείο του μπάσκετ. «Διδάχθηκα εξαρχής τις αρχές του αθλήματος και αυτό με βοήθησε πολύ», εξήγησε ο ίδιος. «Τα παιδιά στην Αμερική μαθαίνουν από πιτσιρίκια να κάνουν φιγούρες. Στην Ιταλία, ξεκινούν από τα βασικά και αφήνουν στην άκρη τις φαντεζίστικες ανοησίες».

Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Κόμπι φρόντιζε να δουλεύει σαν μανιακός για να βελτιώνει τα αδύνατα σημεία του, ώστε να παρουσιάζει ολοκληρωμένο ρεπερτόριο στο παρκέ. Αυτή η εργατικότητα ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματά του.

Ξέχωρα από την καλοσύνη των ανθρώπων και την ατμόσφαιρα ξενοιασιάς, η Ιταλία ξεχείλιζε από πάθος σε όλες τις εκφράσεις της - από την εκκλησιαστική λειτουργία στους αναγεννησιακούς καθεδρικούς, μέχρι τα γεμάτα φωνακλάδες οπαδούς γήπεδα του μπάσκετ.

Oι Μπράιαντ κατάλαβαν γρήγορα το ταλέντο του γιου τους και τον βοήθησαν να το αναπτύξει. «Του αγοράζαμε μίνι μπασκέτες για επτάχρονους», είπε ο πατέρας Τζο. «Σε έναν αγώνα, ο Κόμπι είχε βάλει 16 από τους 22 πόντους της ομάδας του. Τον έβαλαν στην ομάδα των δεκάχρονων παιδιών, αλλά κυριάρχησε και εκεί. Είχε ήδη κίτρινη ζώνη στο καράτε και έκανε και μαθήματα μπαλέτου».

Ξένοι σε ξένο τόπο, οι γονείς Μπράιαντ και τα παιδιά τους έμαθαν πόσο σημαντικό είναι να στηρίζουν ο ένας τον άλλον. «Κάναμε βουτιά σε έναν άγνωστο κόσμο», εξήγησε ο Κόμπι. «Δεν γνωρίζαμε κανέναν όταν πρωτοπήγαμε εκεί, ούτε είχαμε κάτι χειροπιαστό, παρά μόνο ο ένας τον άλλον».

Τον χειμώνα του 1986, ο Τζο «Τζέλιμπιν» Μπράιαντ έβαζε κατά μέσο όρο 37,8 πόντους στους αγώνες της Ριέτι. «Έχουμε έναν καλύτερο από τον Μάτζικ και τον Τζαμπάρ, τον Τζόζεφ, τον Τζόζεφ Μπράιαντ!», τραγουδούσαν οι φίλαθλοι.

Ο πιο φανατικός οπαδός του ήταν το μικρό αγοράκι που τον ακολουθούσε στις απογευματινές προπονήσεις. «Μου φαινόταν τόσο χαρισματικός», παίνεψε ο Κόμπι τον πατέρα του πολύ αργότερα. «Εκείνος μου έμαθε να ευχαριστιέμαι το μπάσκετ».

Τα σχολεία ήταν καθολικά και οι αυστηρές καλόγριες φρόντιζαν για την εκλεκτική εκπαίδευση των παιδιών. Τα παιδιά βγήκαν στην τηλεόραση και μίλησαν ιταλικά. «Προσέξτε μη ξεχάσετε τα αγγλικά σας», τους έλεγε ο παππούς τους από το τηλέφωνο.

Ο Κόμπι, που εξελισσόταν σε μοναχικό παιδί καθ’ ομοίωση της μητέρας του, συχνά ήθελε να πηγαίνει μόνος για σουτάκια και προπόνηση. Όταν εμφανίζονταν στο ίδιο καλάθι μικρά ιταλάκια, εκείνος έπαιζε ευχαρίστως μαζί τους, μέχρι που μαζεύονταν πολλοί και απαλλοτρίωναν το γήπεδο για να παίξουν μπάλα.

Ο Κόμπι αναγκαζόταν να τους ακολουθήσει και συνήθως έπαιζε τερματοφύλακας, χάρη στο ψιλόλιγνο κορμί και τα μακριά του χέρια. Σύμφωνα με κάποιους, ήταν αρκετά ικανός και σε θέση στράικερ, όπου αξιοποιούσε τα γρήγορα πόδια του και τις επιδέξιες ντρίμπλες.

Ο Κόμπι απολάμβανε το ποδόσφαιρο και έγινε οπαδός του αθλήματος εφ’ όρου ζωής. Ωστόσο, ήταν το μπάσκετ αυτό που τον είχε σκλαβώσει.

Η πρωτοβουλία για εγκατάσταση μιας μπασκέτας στην αυλή του σπιτιού ανήκε όχι στον Τζο, αλλά στην Παμ. Από εκείνη την ημέρα, ο Κόμπι αφοσιώθηκε ακόμα πιο φανατικά στο παιχνίδι, αλλά έγινε ολοένα πιο μονήρης. Η απόστασή που τον χώριζε από τα άλλα παιδιά πολλαπλασιάστηκε.

Οι παππούδες του πίσω στη Φιλαντέλφια κράτησαν ζωντανούς τους δεσμούς της οικογένειας με την αμερικανική κουλτούρα, ταχυδρομώντας στους ξενιτεμένους Μπράιαντ βιντεοκασέτες με αθλητικά γεγονότα, άλλα τηλεοπτικά προγράμματα και, ανελλιπώς, την εκπομπή του Μπιλ Κόσμπι.

Ο Κόμπι εντυπωσιάστηκε τόσο με όσα έβλεπε, ώστε ξεκίνησε και μαθήματα break dancing. Περισσότερο όμως τον ενδιέφερε το μπάσκετ. Ο παππούς Μπιγκ Τζο έστελνε περίπου 40 κασέτες με αγώνες ΝΒΑ κάθε χρόνο.

«Παίρναμε λογής λογής εκπομπές, ταινίες, τηλεπαιχνίδια, αθλητικά, αλλά εμένα με ένοιαζε να δω μπάσκετ. Έδειχνε και η ιταλική τηλεόραση ΝΒΑ, αλλά στις 3 το πρωί. Την επόμενη μέρα είχα σχολείο και ήταν αδύνατο να ξενυχτίσω. Περίμενα λοιπόν τις κασέτες του παππού. Πολλές φορές έστηνα καρτέρι στον ταχυδρόμο, μέχρι να εμφανιστεί».

Ο Τζο γράφτηκε συνδρομητής σε μία εταιρία που έστελνε κασέτες αγώνων ΝΒΑ απ’ ευθείας στα σπίτια. Πατέρας και γιος τις έβλεπαν μαζί και παρατηρούσαν ευλαβικά κάθε λεπτομέρεια: τις προσποιήσεις, τα συστήματα, τα πόδια των αθλητών, τις συνεργασίες, τα διαφορετικά στυλ των ομάδων και των αστέρων τους.

«Παρακολουθούσα τους πάντες, από τον Μάτζικ και τον Μπερντ μέχρι τον Τζόρνταν και τον Ντόμινικ Ουίλκινς», αφηγήθηκε ο Κόμπι. «Πρόσεχα τις κινήσεις του καθενός και προσπαθούσα να τις ενσωματώσω στο δικό μου παιχνίδι».

Όταν πια ο Κόμπι έφτασε στο ΝΒΑ, αφιέρωνε ατελείωτες ώρες κάθε μέρα στην ανάλυση και αυτοκριτική. Κανένας άλλος παίκτης στην ιστορία του αθλήματος δεν έφτασε σε τέτοια υπερβολή.

Στην Ιταλία, συνήθιζε να «παγώνει» την εικόνα και να την διαβάζει καρέ-καρέ, με τον πατέρα του σε ρόλο καθοδηγητή. Όταν ο Τζο απουσίαζε, ο Κόμπι συνέχιζε τη μελέτη μόνος, αποστηθίζοντας ολόκληρες φάσεις, ιδίως εκείνες που πρόδιδαν τις μανιέρες κάποιου παίκτη.

Σε ηλικία 9 ετών, ο μικρός έφτιαξε την πρώτη του «προπονητική» ταινία, με αντικείμενο τον σχετικά άγνωστο γκαρντ των Ατλάντα Χοκς, Τζον Μπατλ.

Ο Μάικλ Τζόρνταν είχε μόλις ξεκινήσει τη μεθυστική του επέλαση στα γήπεδα του ΝΒΑ, αλλά ο αδιαμφισβήτητος σταρ του σπιτικού των Μπράιαντ στα παιδικά χρόνια του Κόμπι ήταν ο Μάτζικ Τζόνσον.

«Αυτόν μου άρεσε να βλέπω», εξήγησε ο Κόμπι. «Με μάγευε ο ενθουσιασμός του για το παιχνίδι. Ήταν φανερό, ότι λάτρευε το μπάσκετ. Και οι ασίστ που μοίραζε μου έφερναν τρέλα».

Το δωμάτιο του Κόμπι ήταν στολισμένο με μία κολοσσιαίων διαστάσεων αφίσα του Μάτζικ Τζόνσον.

Ο πιτσιρικάς έπαιζε μόνος του, με φανταστικό αντίπαλο τον ίδιο του τον εαυτό. «Μπάσκετ της σκιάς», το ονόμαζε. «Παίζω απέναντι στον ίσκιο μου». Στη φαντασία του υπήρχαν αποθηκευμένες οι μορφές των ηρώων του ΝΒΑ, από τις ατελείωτες ώρες μελέτης στην οθόνη του βίντεο.

Ο Βιτόρι και ο Κόμπι γνωρίστηκαν εκείνη τη χρονιά, όταν ήταν και οι δύο «παιδιά της πετσέτας» στην ομάδα. Η δουλειά τους ήταν να σκουπίζουν τον ιδρώτα των παικτών και να καθαρίζουν με τη σκούπα το παρκέ του Παλασπόρτ της Φλωρεντίας με τη σκούπα, στα διαλείμματα των αγώνων.

«Όταν ήμουν ball boy, ζούσα τους αγώνες από απόσταση επαφής», τόνισε ο Κόμπι. «Κατάλαβα από πολύ μικρός, πόσο γρήγορο και σκληρό ήταν το παιχνίδι».

Εκείνοι που είδαν τον Κόμπι να σκουπίζει το παρκέ θυμούνται ένα παιδί που λάτρευε τους προβολείς. Έτρεχε μάλιστα με τη παρκετέζα του ακόμα και όταν το δάπεδο ήταν στεγνό, για να μονοπωλήσει την προσοχή των φιλάθλων.

Στο ημίχρονο, ο μικρός Κόμπι έκανε κατάληψη στο άδειο γήπεδο και ξεκινούσε τα κόλπα του απέναντι σε αόρατους αντιπάλους. Τα ενθουσιώδη πλήθη τον επιβράβευαν με χειροκροτήματα και με βλέμματα θαυμασμού. Συχνά φώναζαν και συνθήματα, ώστε να ενθαρρύνουν πατέρα και γιο.

«Στη διάρκεια των τάιμ-άουτ, οι διαιτητές μου έδιναν τη μπάλα», θυμάται ο Κόμπι. «Διέσχιζα το γήπεδο με ντρίμπλες, έβαζα ένα λέι-απ, σούταρα και μερικές ελεύθερες βολές, μέχρι να επιστρέψουν οι παίκτες για τη συνέχεια του αγώνα».

«Η ανάπαυλα του ημιχρόνου ήταν το σόου του Κόμπι», συμπληρώνει γελώντας ο Λίον Ντάγκλας. «Έβγαινε στο γήπεδο και έκανε τα σουτάκια του. Όταν πλησίαζε η ώρα για το δεύτερο μέρος, τον βγάζαμε σηκωτό από το παρκέ».

Μέσα στο πούλμαν, ο Κόμπι καθόταν και έβλεπε αγώνες μπάσκετ στο βίντεο. Καταλάβαινε, βέβαια, ότι το επίπεδο του ιταλικού πρωταθλήματος ωχριούσε μπροστά στη λάμψη του ΝΒΑ.

«Ο Κόμπι μας δήλωσε κάτι που τότε ακουγόταν αστείο, αλλά αποδείχθηκε προφητικό», αποκαλύπτει ο Λίον Ντάγκλας: «Όταν μεγαλώσω, είπε, θα σας δείξω εγώ πώς παίζεται το μπάσκετ»!

Όταν μετακόμισαν στην Πιστόια, ο Τζο και η Παμ έψαχναν ένα καταφύγιο μακριά από τον θόρυβο της πολύβουης πόλης. Το ανακάλυψαν σε μία μεγάλη βίλλα στο χωριουδάκι Τσιρίλιο, ψηλά σε έναν φιδωτό δρόμο, στα βουνά που δέσποζαν πάνω από την πόλη.

Ο Ρομπέρτο Μαλτίντι, συνιδιοκτήτης της ομάδας της Πιστόια, ισχυρίζεται ότι ο Κόμπι έκανε το πρώτο του διαφημιστικό συμβόλαιο σε ηλικία 9 ετών!

Ο μικρός προσφέρθηκε να δουλέψει σαν «παιδί της σκούπας» στο All-Star Game της ιταλικής λίγκας στη Ρώμη, όπου ο Μαλτίντι του ζήτησε να φορέσει μία μπλούζα με ρεκλάμα της επιχείρησής του.

Ο Κόμπι συμφώνησε να το πράξει, αλλά με το αζημίωτο. Ζήτησε, ως αντάλλαγμα, ένα καινούριο ποδήλατο.

Ο Κόμπι τηλεφώνησε το πρωί μετά τον αγώνα. «Το ποδήλατό μου το θέλω κόκκινο», είπε.

Είχε πλέον αποκτήσει το δικό του μεταφορικό μέσο. Καβάλα στο ποδήλατό του, κατέβαινε τη βουνοπλαγιά του Τσιρίλιο μέχρι το τοπικό σχολείο, όπου μετείχε σε αγώνες μπάσκετ με τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά του χωριού.

Όταν δεν έβρισκε κανέναν, έπαιζε μόνος του. «Επέστρεφε στο σπίτι, διάβαζε τα μαθήματά του και κατόπιν ξανάβγαινε στο γήπεδο, όπου παρίστανε τον Ντόκτορ Τζέι», εξιστορεί γελώντας ο Λίον Ντάγκλας.

Η ταφόπλακα της καριέρας του Τζο Μπράιαντ στην Ευρώπη τοποθετήθηκε με ένα νυχτερινό τηλεφώνημα το φθινόπωρο του 1991. Οι παππούδες του Κόμπι μετέδωσαν το απίστευτο μαντάτο της αποστρατείας του Μάτζικ Τζόνσον, ο οποίος είχε προσβληθεί από τον ιό HIV.

Το επόμενο πρωινό, η Παμ και ο Τζο ενημέρωσαν τον Κόμπι, δίχως να προχωρήσουν σε λεπτομέρειες για τη φύση της ασθένειας.

Το 13χρονο αγόρι έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Έβαλε τα κλάματα, σταμάτησε να τρώει και βυθίστηκε σε πένθος, το οποίο κράτησε μία εβδομάδα.

«Πάσχιζα να καταλάβω τι συνέβη», εξήγησε. Δεν γνώριζε τι ακριβώς ήταν ο ιός ΗIV, αλλά το έψαξε και έμαθε.

«Έκλαιγα και δεν ήξερα τι ακριβώς έγινε. Διάβασα μερικά βιβλία, νοίκιασα και είδα μία σχετική ταινία. Αλλά τι μπορεί να κάνει ένα παιδί; Ήλπιζα ότι υπήρχε τρόπος για να βοηθήσω τον Μάτζικ. ΄Ηταν μία πολύ ζόρικη στιγμή».

O Kόμπι επέστρεψε το 2013 στο Τσιρίλιο, ως επισκέπτης, με παστέλ πουκάμισο και ένα εμπριμέ σακίδιο στην πλάτη.

Πόζαρε δίπλα στην πινακίδα που γράφει «Καλώς Ορίσατε» στην είσοδο του χωριού και κατηφόρισε προς το γηπεδάκι όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια.

Όμως, το βρήκε παρατημένο. Ακόμα και το ποδοσφαιρικό γήπεδο που βρισκόταν δίπλα του έμοιαζε εγκαταλελειμμένο.

Ο κόσμος είχε αλλάξει.

Το παραπάνω κείμενο προέρχεται -με αρκετή κοπτοραπτική- από το βιβλίο «Κόμπι Μπράιαντ – Στον Κόσμο Του» (πρωτότυπος τίτλος «Showboat») του Ρόλαντ Λέιζενμπι, που είχα την τιμή και τη χαρά να μεταφράσω για τις εκδόσεις MVPublications. Oι φωτογραφίες του Κόμπι από την Ιταλία (στη μία θαυμάζει τον Μάριο Μπόνι) είναι από σημερινό αφιέρωμα της La Giornata Tipo. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο που έγραψα την επόμενη της αποδημίας του Κόμπι Μπράιαντ, με τίτλο «Η Λίμνη Με Τις Ρουφήχτρες». Και εδώ θα βρείτε το σχόλιο μου για την επέτειο του ενός έτους από τον τραγικό θάνατό του, με τίτλο: «Ολική Έκλειψη Ηλίου».

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.