Κλέιζα: «Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε δυναστεία με τον Ολυμπιακό»!

Κλέιζα: «Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε δυναστεία με τον Ολυμπιακό»!

Κλέιζα: «Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε δυναστεία με τον Ολυμπιακό»!
Ο Λίνας Κλέιζα μιλάει στο gazzetta.gr για τις στιγμές που έχανε το μυαλό του και τη δουλειά που έμεινε στη μέση στον Ολυμπιακό, παραδέχεται πως ο ίδιος ήταν ένας από τους μεγάλους λόγους της αποτυχίας στο Final 4 και ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορούσε να βλέπει την αδικία από τους διαιτητές!

Ο Λίνας Κλέιζα είναι ο τύπος που τον κοιτάς στα μάτια και γνωρίζεις πως δεν αστειεύεται. Που είναι γεννημένος για να υποδύεται ένα συγκεκριμένο είδος χαρακτήρα ως υπεύθυνος για όλες τις σκέψεις και όλες τις πράξεις του. Ένας παίκτης με κορμί Αμερικανού, τεχνική Λιθουανού και ψυχοσύνθεση Σέρβου που φόρεσε τα ερυθρόλευκα του Ολυμπιακού τη σεζόν 2009-10 και έδωσε ορισμένες οργιαστικές ερμηνείες όπως εκείνοι οι 19 πόντοι σε έξι λεπτά κόντρα στην Ορλεάν!

Που αγάπησε το παιχνίδι απ' άκρου εις άκρον όμως υποχρεώθηκε να κάνει στην άκρη λόγω του προβλήματος στο γόνατο που δεν του επέτρεψε να είναι ξανά ο ίδιος. Στα 36 του χρόνια, ο βετεράνος φόργουορντ απολαμβάνει τη ζωή μακριά από το μπάσκετ, καμαρώνει τον 6χρονο γιο του, Τζέικομπ και εξηγεί στο gazzetta.gr τι έλειψε από εκείνον τον Ολυμπιακό στο Final 4 του 2010.

Με τι ασχολείσαι αυτή την περίοδο; Τελευταία φορά που είχαμε νέα σου στην Ελλάδα ήταν τον Φεβρουάριο του 2020, όταν παραιτήθηκες από τη Λιέτουβος Ρίτας.
«Έχω πολλά πράγματα σε εξέλιξη, όμως τίποτα από αυτά δεν έχει να κάνει με το μπάσκετ. Όσον αφορά τη Ρίτας (σ.σ. ο Κλέιζα είχε μέρος των μετοχών της λιθουανικής ομάδας), υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες στην αρχή ωστόσο το project δεν εξελίχτηκε όπως πιθανότατα περίμενα. Για την ακρίβεια, πέρασε στο άλλο άκρο. Το μπάτζετ άρχισε να μειώνεται και σταδιακά συνειδητοποίησα πως ο τρόπος που έβλεπα το κλαμπ σε σχέση με τους υπόλοιπους μετόχους ήταν εντελώς διαφορετικός. Το ίδιο και οι φιλοδοξίες μας. Στο μεταξύ, το μπάτζετ συνέχισε να μειώνεται δραματικά και έτσι σκέφτηκα πως το καλύτερο για μένα ήταν να αποχωρήσω. Δεν ήθελα να είμαι… κολλημένος στη δεύτερη ή τρίτη ομάδα της Λιθουανίας. Από κει και πέρα, η οικογένεια είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου. Πλέον απολαμβάνω πραγματικά τη ζωή! Μου πήρε λίγο χρόνο αλλά τα κατάφερα (γέλια)! Επιτέλους, νιώθω πραγματικά καλά μακριά από το μπάσκετ! Απλώς το παρακολουθώ στην τηλεόραση, τίποτα παραπάνω».

Τι ρόλο έχει η οικογένεια στη ζωή σου τώρα που είσαι εκτός χώρου;
«Πάντα είχε τον πρώτο λόγο. Το πιο σπουδαίο κομμάτι της ζωής μου είναι ο γιος μου! Από τη στιγμή που γεννήθηκε, άλλαξαν πολλά πράγματα όσον αφορά τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Απόλαυσα το μπάσκετ όσο μπορούσα… Πάντα ήμουν τύπος της οικογένειας, απλώς φαίνεται πως περίμενα την κατάλληλη στιγμή για να το ζήσω».

Ανέφερες προηγουμένως πως νιώθεις πραγματικά καλά μακριά από το μπάσκετ. Υπήρξε περίοδος της ζωής σου που ένιωσες πως σε κουράζει; Ότι πνίγεσαι;
«Έχει να κάνει με τις δυσκολίες που πρέπει να ξεπεράσεις, σωματικές και πνευματικές. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα βελτιώθηκα σαν παίκτης, έκανα την καλύτερη σεζόν της καριέρας μου, τουλάχιστον όσον αφορά τους αριθμούς και μετά επέστρεψα στο ΝΒΑ. Από πιτσιρικάς, στόχος μου ήταν να παίξω εκεί και να αποδείξω ότι μπορώ να σταθώ ανάμεσα στους καλύτερους! Η Ευρώπη ποτέ δεν ικανοποίησε τις επιθυμίες μου! Εκείνη την εποχή στον Ολυμπιακό ήμουν ένας από τους top παίκτες της EuroLeague ωστόσο η φιλοδοξία μου ήταν πάντα το ΝΒΑ! Εν τέλει επέστρεψα, τραυματίστηκα και δεν ήμουν ποτέ ξανά ο ίδιος. Το δύσκολο έχει να κάνει με το να συμβιβαστείς με την ιδέα και να αρχίσεις να σκέφτεσαι πως δεν μπορείς να παίξεις ξανά στο ίδιο επίπεδο. Πέρασα δύσκολα, έφτασα στο σημείο να παίζω με… ένα πόδι, επομένως αποφάσισα να υποχωρήσω. Πόνεσα πολύ, δεν μπορούσα να είμαι πια ο εαυτός μου και έτσι σταμάτησα στα 30 μου».

«ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΧΑΝΑ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ»!

Τι ήταν αυτό που ενεργοποιούσε την προσωπικότητά σου;
«Πάντα ήθελα να κερδίζω, πάντα ήθελα να παίζω καλά, πάντα ήθελα να είμαι ένας από τους σκληρούς της ομάδας! Σιχαινόμουν να κάθομαι στον πάγκο. Ήθελα να παίζω, ήθελα να είμαι πρωταγωνιστής και να βοηθάω την ομάδα μου να κερδίζει. Όλο αυτό μού έδινε χαρά, με γέμιζε! Κάποιες φορές έχανα το μυαλό μου μέσα στο παιχνίδι! Το ξέρω πως κάποιες φορές γύριζε εναντίον μου, με τεχνικές ποινές και αποβολές… Υπήρξαν στιγμές που δεν μπορούσα να το κοντρολάρω».

Επομένως, το συναίσθημα ήταν πάντα η πυξίδα σου;
«Η χρονιά μου στον Ολυμπιακό και η συμμετοχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο με την εθνική ομάδα εκείνο το καλοκαίρι (σ.σ. οι Λιθουανοί κατέκτησαν το χάλκινο μετάλλιο το 2010) με βοήθησαν σαν παίκτη. Τα συναισθήματά μου πάντα με καθοδηγούσαν και με παρέσυραν. Ήμουν στη φάση της καριέρας μου που κατανοούσα απόλυτα το παιχνίδι, ήμουν στον prime μου όσον αφορά τη φυσική κατάσταση, όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά όμως ήλθε εκείνος ο τραυματισμός. Χρειάστηκα έναν χρόνο για να επιστρέψω όμως τίποτα δεν ήταν ξανά το ίδιο. Το πόδι μου πήγαινε όλο και χειρότερα, πάλευα με τον πόνο, πάλευα με τα συναισθήματά μου, δούλευα μέσα στο μυαλό μου το πώς μπορώ να βοηθήσω την ομάδα μου. Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να βλέπεις τον εαυτό σου εκτός… Μου πήρε λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσω πως δεν θα ήμουν ποτέ ξανά ο ίδιος».

Ο Λίνας πόσο έχει πιέσει τον Κλέιζα;
«Όλα έχουν να κάνουν με την πίεση. Αρχικώς, από τον τρόπο που μεγάλωσα ως τις δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεράσω όταν ήμουν μικρότερος. Πίεσα τον εαυτό μου για να παίξω στο ΝΒΑ, πίεσα τον εαυτό μου για να γίνω ένας καλός μπασκετμπολίστας και να μην λυγίσω ξανά… Πάντα το έκανα, συνεχίζω να το κάνω ακόμα και σήμερα ώστε να είμαι καλός οικογενειάρχης και καλός στις δουλειές μου. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι να ξυπνήσω ένα πρωί και να μην έχω τίποτα»!

Έχεις καταλήξει αν τελικά οι θεοί του μπάσκετ σου έχουν φερθεί καλά;
«Φυσικά! Πως μπορώ να το αρνηθώ; Είχα μια εκπληκτική ζωή. Σαν παιδί, ήθελα να παίξω επαγγελματικά και τελικά έζησα το όνειρό μου. Ποτέ δεν ήθελα, για παράδειγμα να δουλεύω σε ένα γραφείο. Έζησα απίθανα συναισθήματα και σκαμπανεβάσματα, έπαιξα σε γεμάτα γήπεδα, κέρδισα... Εύχομαι ο γιος μου να ακολουθήσει τα ίδια βήματα με εμένα και να ζήσει μια γεμάτη ζωή! Σεβάστηκα το μπάσκετ, προσπάθησα να του επιστρέψω όσα περισσότερα μπορούσα γιατί και εκείνο μου έδωσε τόσα πολλά πράγματα».

«ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΕΦΕΡΕ ΠΟΙΟΝ ΕΙΧΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΟΥ»

Από ποιο λάθος πήρες το μεγαλύτερο μάθημα;
«Ευτυχώς, δεν έκανα αυτό το μεγάλο λάθος που θα με στοιχειώνει για πάντα. Στη ζωή θα κάνεις πολλά λάθη, θα μάθεις από αυτά και θα σε βοηθήσουν να ωριμάσεις. Όταν ήλθα στην Ελλάδα, ήμουν νέος, είχα τεράστιες φιλοδοξίες και δεν με ενδιέφερε ποιον είχα απέναντί μου! Μεγαλώνοντας, έγινα πιο υπομονετικός, κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι μόνο μαύρο ή άσπρο… Είναι πολλά χρώματα. Μου πήρε χρόνο αλλά το κατάλαβα καλά».

Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που έχει γραφτεί για σένα;
«Δεν ξέρω. Σίγουρα όμως οι παίκτες διαβάζουμε τα πάντα! Δεν ισχύει, δηλαδή αυτό που λένε κάποιοι πως δεν διαβάζουν! Όταν έπαιζα μπάσκετ, ήμουν πραγματικά ευαίσθητος με τις κριτικές! Όλοι ήταν… Έπαιρνα τα πράγματα πολύ προσωπικά, πλέον όμως το βλέπω από διαφορετική οπτική. Από τη μια πλευρά φαινόμαστε σκληροί όμως από την άλλη, είμαστε ευαίσθητοι. Τη σημερινή εποχή όλα κυκλοφορούν πολύ γρήγορα μέσω internet, podcast και site. Ήταν πλεονέκτημα πως δεν ήξερα να διαβάζω ελληνικά! Πολλά πράγματα δεν φτάνουν σε εσένα, δεν σε αγγίζουν και δεν σε επηρεάζουν. Για αυτό, ενδεχομένως είναι καλύτερο όταν παίζεις στο εξωτερικό».

Πολλές φορές έδινες την εικόνα πως είσαι ένα μεγάλο παιδί. Αυτό το παιδί έχει ευχαριστηθεί το μπάσκετ;
«Ναι, το απόλαυσα πραγματικά! Γενικώς, είμαι ένας ήσυχος τύπος. Ξέρω πως ο κόσμος έχει ενδεχομένως διαφορετική άποψη απλώς και μόνο βλέποντας το πρόσωπό μου. Ήμουν πραγματικά τυχερός γιατί είχα τη σύζυγό μου και τη γέννηση του γιου μου που έκαναν πιο εύκολη τη μετάβαση. Χωρίς αυτούς, τα πράγματα θα ήταν πραγματικά δύσκολα. Δεν έχει σημασία τι θα κάνεις μετά το μπάσκετ, αν για παράδειγμα γίνεις ένα πετυχημένος general manager, προπονητής ή οτιδήποτε. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Τίποτα δεν θα αντικαταστήσει την μπασκετική ζωή σου».

Για ποιον προπονητή έπεφτες στη φωτιά; Ποιος πήρε το100% από εσένα;
«Πολλοί προπονητές… Σίγουρα είχα παρεξηγήσεις με κάποιους όμως, σε κάθε περίπτωση δούλεψα με σπουδαίους κόουτς. Ως παίκτης, υπήρξαν καταστάσεις που εύχομαι να είχα κάνει κάποια πράγματα διαφορετικά, να ήμουν περισσότερο ανοιχτόμυαλος. Σίγουρα, λοιπόν ο Τζορτζ Καρλ ήταν ένας από αυτούς, δίχως την παραμικρή αμφιβολία. Το ίδιο και ο Ζέλικο. Ο Γιαννάκης ήταν καλός προπονητής, επίσης. Νιώθω πραγματικά άσχημα που εκείνη τη χρονιά αποτύχαμε διότι ειλικρινά, είχαμε σπουδαία ομάδα».

«ΕΙΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΤΕΛΙΚΟ»!

Γιατί, λοιπόν απέτυχε μια ομάδα με τον Κλέιζα, τον Τσίλντρες, τον Παπαλουκά, τον Μίλος και τον Βούιτσιτς στο ρόστερ της;
«Πραγματικά είχαμε απίστευτους παίκτες. Μια τρομερή ομάδα! Παίζαμε γρήγορο μπάσκετ, σκοράραμε πολλούς πόντους, είχαμε σπουδαία πόιντ γκαρντ όπως ο Μίλος και ο Παπαλουκάς, υπήρχε ο Τζος και εγώ… Μας έλειψε εκείνο το μικρό τελευταίο βήμα. Νομίζω πως ο Μίλος είχε αρρωστήσει εκείνη την περίοδο (σ.σ. του Final 4 στο Παρίσι) ενώ η αυτοπεποίθησή μας ήταν ίσως υπερβολικά υψηλή. Είχαμε απέναντί μας την Μπαρτσελόνα στον τελικό και πιστέψαμε πραγματικά ότι τους είχαμε! Δεν θα έλεγα πως οι προπονητές δεν έκαναν καλή προετοιμασία. Έκαναν ό,τι έπρεπε. Όπως είπα και πριν, οι παίκτες είχαμε παραπάνω αυτοπεποίθηση και όταν το ματς άρχισε να στραβώνει, πανικοβληθήκαμε. Σίγουρα είμαι ένας από τους μεγαλύτερους λόγους που χάσαμε τον τελικό! Οι παίκτες είναι για να κερδίζουν τίτλους και εγώ δεν έπαιξα καλά! Οι προπονητές δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για αυτό! Κουβαλήσαμε την ομάδα σε όλο τον δρόμο όμως δεν είχαμε καλό φινάλε».

Παρεμπιπτόντως, αν «χτυπήσεις» το όνομά σου στο YouTube, ένα από τα πρώτα αποτελέσματα είναι οι 19 πόντοι σε 6 λεπτά κόντρα στην Ορλεάν…
«Δεν το έχω ξανακάνει! Κάποιοι φώναζαν από τις εξέδρες ότι δεν παίζω καλά, ότι η ομάδα δεν παίζει καλά, ότι θα χάσουμε το ματς. Για κάποιο λόγο, με άφηναν ελεύθερο να σουτάρω! Όταν έχεις στην ομάδα σου τον Παπαλουκά και τον Μίλος, η μπάλα θα σε βρει εύκολα. Πίστεψέ με, δεν ήταν ένα εντυπωσιακό παιχνίδι! Σίγουρα, οι 19 πόντοι σε 6 λεπτά ακούγονται ως κάτι εντυπωσιακό όμως δεν ήταν! Στα πρώτα τρία δεκάλεπτα δεν έβαζα τίποτα. Έκανα φριχτό παιχνίδι! Από ένα σημείο και μετά, κάτι… γύρισε κι εν τέλει εξελίχτηκε σε ένα παιχνίδι που κάνεις μια φορά στην καριέρα σου! Ένα παιχνίδι ζωής»!

Νιώθεις ότι άφησες τη δουλειά στη μέση στον Ολυμπιακό;
«Ναι, σίγουρα. Η αλήθεια είναι ότι σκέφτηκα να μείνω τη δεύτερη χρονιά όμως ο τρόπος που εκτυλίχθηκαν οι τελικοί στο πρωτάθλημα… Όλοι ήταν αναστατωμένοι. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν με προσέγγισε. Κανείς δεν με πλησίασε να μου πει: "Ξέρεις κάτι Λίνας; Μείνε και θα προσπαθήσουμε να επιστρέψουμε του χρόνου". Νομίζω πως αν έμενα και αν έμεναν όλοι, θα είχαμε τρομερή ομάδα. Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε δυναστεία τα επόμενα χρόνια! Ήταν σίγουρα στο μυαλό μου, ήθελα να κερδίσω την EuroLeague, σκέφτηκα να παραμείνω ακόμα έναν χρόνο πριν γυρίσω στο ΝΒΑ όμως δεν υπήρξε καμία επικοινωνία με τον Ολυμπιακό για το τι θα κάνουμε, πως θα χτίσουμε την ομάδα της επόμενης χρονιάς. Έτσι, πήγα ξανά στο ΝΒΑ».

«ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΑΙΤΗΤΕΣ»

Τι σε έκανε περισσότερο έξαλλο όλα αυτά τα χρόνια;
«Μερικές φορές όταν σκέφτομαι την αδικία από τους διαιτητές… Δεν θέλω να μιλάω πια για αυτό. Στο τέλος της ημέρας, μιλάμε για σπορ. Η ομορφιά των σπορ έχει να κάνει με το ότι δεν μπορείς να κρυφτείς πίσω από τίποτα. Βγαίνεις στο παρκέ, παίζεις και αν είσαι καλύτερος, τις περισσότερες φορές θα κερδίσεις. Το παιχνίδι πρέπει να παραμείνει αγνό. Κανείς δεν πρέπει να αποφασίζει για το παιχνίδι, εκτός από τους παίκτες και τους προπονητές! Δεν μπορούσα να βλέπω την αδικία ή τους διαιτητές να επεμβαίνουν σε αυτό! Ήταν το πιο απογοητευτικό κομμάτι σε αυτή τη διαδικασία».

Τι σου λείπει περισσότερο από την Ελλάδα;
«Χρειάζεσαι λίγο χρόνο για να αγαπήσεις την Ελλάδα! Ήλθα στον Ολυμπιακό έπειτα από 4 χρόνια στο ΝΒΑ. Όταν, λοιπόν έφτασα στην Ελλάδα, κάποιος μου είχε πει πως τους πρώτους μήνες θα τη μισήσεις! Για τον τρόπο που δουλεύουν τα πάντα εδώ, για το πόσο αργά λειτουργεί το σύστημα… Όμως μετά από αυτό, θα την αγαπήσεις! Έτσι ακριβώς έγινε! Όσον αφορά τον Ολυμπιακό, είχαμε μια σπουδαία ομάδα που απλώς θέλαμε λίγο χρόνο για να δέσουμε. Η Αθήνα ήταν μια σπουδαία πόλη για να ζήσεις… Κερδίζαμε, ήμασταν μια από τις top ομάδες στην Ευρώπη, είχαμε απέναντί μας έναν σπουδαίο Παναθηναϊκό, ζήσαμε απίστευτα ντέρμπι! Εκείνα τα παιχνίδια ήταν η ελίτ του ευρωπαϊκού μπάσκετ»!

Τι συμβουλή θα έδινες στον νεότερο εαυτό σου;
«Σίγουρα να ήταν πιο υπομονετικός! Αυτή θα ήταν η μοναδική συμβουλή που θα έδινα στον νεαρό Λίνας».

«ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗ ΦΑΝΕΛΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ»!

Ντένβερ, Πειραιάς, Τορόντο, Κωνσταντινούπολη, Μιλάνο. Πού ένιωσες περισσότερο σπίτι σου;
«Ελλάδα, Ελλάδα, Ελλάδα! Ήταν υπέροχο ότι έπαιξα σε αυτές τις πόλεις. Σε κάθε περίπτωση, σεβάστηκα την κουλτούρα, τη χώρα, την πόλη και την ομάδα όπου έπαιξα. Σίγουρα η Αθήνα ήταν η αγαπημένη μου, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Πραγματικά απόλαυσα τον χρόνο μου εδώ, ήταν τεράστια τιμή για μένα το ότι έπαιξα στον Ολυμπιακό. Δυστυχώς, δεν κατάφερα να φέρω πίσω την EuroLeague. Σίγουρα η δουλειά έμεινε στη μέση όμως εκείνη η χρονιά παραμένει μια από τις καλύτερες της καριέρας μου. Παρεμπιπτόντως, έχω χάσει τις φανέλες μου! Πρέπει να βρω τη φανέλα του Ολυμπιακού και να την κρεμάσω στον τοίχο μου»!

Cover photo: Μάνος Περδικάκης