Ζίζιτς: «Στο ΣΕΦ και το ΟΑΚΑ ονειρεύτηκα την καριέρα μου!»

Ζίζιτς: «Στο ΣΕΦ και το ΟΑΚΑ ονειρεύτηκα την καριέρα μου!»

Αντώνης Καλκαβούρας
Ζίζιτς: «Στο ΣΕΦ και το ΟΑΚΑ ονειρεύτηκα την καριέρα μου!»
Λίγες ώρες πριν το αποψινό (21.05) τζάμπολ της Μακάμπι με τον Ολυμπιακό, ο 25χρονος διεθνής Κροάτης σέντερ των Ισραηλινών ξετυλίγει στο Gazzetta το φιλμ της έως τώρα μπασκετικής του ζωής, που έστω και... ξώφαλτσα, έχει μπόλικο ελληνικό χρώμα.

Ως γνήσιο τέκνο της μπασκετικής σχολής που εδρεύει στα παράλια της Αδριατικής θάλασσας, ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας Ζίζιτς, δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τα βήματα του μεγάλου αδελφού του, Άντρια, ο οποίος πέρασε για τρία χρόνια και από τα μέρη μας και έκανε σπουδαία καριέρα του στην Κροατία και το εξωτερικό.


Το απίστευτο, όσον αφορά στην ιστορία του κατά 17 χρόνια μικρότερου, Άντε, είναι ότι το μικρόβιο του μπάσκετ, δεν το κόλλησε στην πατρίδα του, όπου τα περισσότερα παιδιά ονειρεύονται να γίνουν μπασκετμπολίστες, αλλά στην διάρκεια των επισκέψεων που έκανε στην Αθήνα, για να δει τον star της οικογένειας. Τα πρώτα δύο χρόνια στο ΣΕΦ (2005-2007) με την «ερυθρόλευκη» φανέλα και την αμέσως επόμενη σεζόν (2007-2008), ως μέλος μίας εκ των ισχυρότερων ομάδων στην Ευρώπη (o Παναθηναϊκός του “Ζοτς” με Διαμαντίδη, Σπανούλη, Saras, Μπατίστ και σία) που δεν έφτασε ούτε στο Final 4 της Euroleague.


Τα παιδικά χρόνια στην Κροατία


«Μεγάλωσα σε ένα μικρό παραλιακό θέρετρο της Αδριατικής και όπως ο αδελφός μου, στην τοπική ομάδα του Όμις έκανα τα πρώτα μου βήματα στο μπάσκετ. Όταν πήγα στο γυμνάσιο, μετακόμισα 25 χιλιόμετρα βορειότερα στο Σπλιτ για να μην χάνω περίπου δύο ώρες την ημέρα στο πήγαινε-έλα με το σχολικό. Εκεί εντάχθηκα στην ομάδα στην πάλαι ποτέ Γιουγκοπλάστικα, οι επιτυχίες της οποίας στην δεκαετία του '90 έθρεψε γενεές και γενεές παικτών στο κροατικό μπάσκετ. Ίσως ήταν η κορυφαία ομάδα μπάσκετ στον 20ο αιώνα!», μας λέει αρχικά ο Άντε μέσω zoom call, καθισμένος στο μπαλκόνι του σπιτιού στο Τελ Αβίβ και συνεχίζει:


«Το Σπλιτ δεν είναι τόσο μεγάλο, όσο νομίζει ο κόσμος. Βία να αγγίζει τις 200.000 κατοίκους! Αλλά αν σκεφτεί κανείς πόσους παίκτες έχει στείλει στο ΝΒΑ και στο κορυφαίο επίπεδο του ευρωπαϊκού μπάσκετ, τότε θα καταλάβει ότι κάτι γίνεται καλά εκεί στον τομέα της παραγωγής ταλέντων. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι στα προϊόντα που παράγει η γη μας και κατ' επέκταση στο φαγητό που τρώμε, αλλά σίγουρα κάτι ξεχωριστό συμβαίνει...», υπερθεματίζει.

Τον ρωτάμε για την επίδραση του αδελφού του στην ενασχόλησή του με το μπάσκετ και εκεί η συζήτηση ανάβει... «Όταν ο μεγάλος σου αδελφός σε περνάει 17 χρόνια, είναι ταυτόχρονα και κάτι σαν δεύτερος πατέρας σου. Αν είναι δε και επαγγελματίας διεθνής μπασκετμπολίστας με μακρά καριέρα στο εξωτερικό, τότε θέλεις δεν θέλεις θα επηρεαστείς και θα εμπνευστείς από τις παραστάσεις που σημάδεψαν το οικογενειακό περιβάλλον στην παιδική σου ηλικία. Χάρη στον Άντρια ερωτεύτηκα το μπάσκετ και έκανα τα πρώτα μου όνειρα για να ακολουθήσω τα βήματά του. Στην συνέχεια, όταν άρχισα να παίζω πιο οργανωμένα στο Σπλιτ, να μαθαίνω την παράδοση που είχε η Γιουγκοπλάστικα και να μυούμαι στην ιστορία που έγραψαν ο Κούκοτς, ο Ράτζα και τα υπόλοιπα παιδιά εκείνης της παρέας, τότε όλα άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο τους.», τονίζει ο 25χρονος σέντερ της Μακάμπι πριν γυρίσει τον χρόνο πίσω. Όταν ακόμη πήγαινε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού...


«Ο Άντρια έφυγε από την Κροατία στα 24 του χρόνια, όταν εγώ ήμουν επτά και είχα μόλις πάει σχολείο. Θυμάμαι ότι οι γονείς μου κι εγώ, είχαμε γυρίσει όλη την Ευρώπη. Από την Ισπανία στην Ελλάδα και από την Τουρκία στην Γαλλία και το Ισραήλ, τα ταξίδια ήταν πάντα μέσα στο πρόγραμμά μας.», θυμάται ο Άντε που ξεχωρίζει τα τρία χρόνια της ελληνικής καριέρας του αδελφού, ως τα πιο συναρπαστικά για τον ίδιο...


Τα ταξίδια στην Ελλάδα και η επίδραση των «αιώνιων» ντέρμπι


«Η Αθήνα ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη που επισκέφτηκα και έχω καταπληκτικές αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια. Δεν ήμουν καλά-καλά δέκα ετών τότε και είχα εντυπωσιαστεί όταν είχα πρωτοέλθει. Όταν επέστρεφα πίσω στην Κροατία, δεν έχανα κανένα τηλεοπτικό παιχνίδι και παρ' ότι πολύ μικρός, είχα εξοικειωθεί και με το internet για να βλέπω τα στατιστικά του. Είχα μάθει όλες τις ελληνικές ομάδες, πολλά ονόματα παικτών και προπονητών και θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήμουν ένας “μικρός εξπέρ” στο ελληνικό μπάσκετ. Τα καλοκαίρια που επέστρεφε και είχαμε περισσότερο χρόνο μαζί, μου διηγούνταν τις εμπειρίες του κι εγώ φυσικά τον κοιτούσα με ανοικτό το στόμα και ονειρευόμουν. Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι στην Ελλάδα έκανε πολλούς φίλους και πέρασε ίσως τα τρία καλύτερα χρόνια του.», σχολιάζει ο 3ος σκόρερ (μ.ο. 12,1π.) και 1ος ριμπάουντερ (μ.ο. 5,6ρ.) της ομάδας του Γιάννη Σφαιρόπουλου.


«Ξέρω ότι η αντιπαλότητα είναι παρανοϊκή και μου είναι δύσκολο να διαλέξω κάποια από τις δύο ομάδες! Ίσως επειδή ο Άντρια είχε μεγαλύτερο ρόλο και έπαιξε καλύτερα στον Ολυμπιακό, να ήμουν λίγο πιο συναισθηματικά δεμένος με την ομάδα του Πειραιά, που τότε ήταν το “δεύτερο βιολί” και προσπαθούσε να ξαναμπεί στον δρόμο των επιτυχιών. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να ξεχάσω την χρονιά που πήγε στον Παναθηναϊκό. Τότε, οι «πράσινοι» ήταν ένας «γαλαξίας αστέρων» με προπονητή τον Ομπράντοβιτς και παίκτες τον Σπανούλη, τον Διαμαντίδη, τον Saras, τον Μπατίστ και πολλούς άλλους, που πραγματικά απορώ πως έμειναν εκτός Final 4. Ήταν πραγματικά απολαυστικό να βλέπεις το μπάσκετ που έπαιζαν...», μας διηγείται κάνοντας μία «βουτιά» στις αναμνήσεις του...


Τα πρώτα μπασκετικά βήματα και η μετεγγραφή στην Τουρκία

«Κάπως έτσι γεννήθηκε η επιθυμία να παίξω στο υψηλότερο επίπεδο. Στα 17 μου υπέγραψα το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο κι άρχισα σιγά-σιγά να σκέφτομαι τι θα κάνω στην ζωή μου. Θα παίξω μπάσκετ ή θα σπουδάσω; Η αλήθεια, βέβαια, ήταν ότι η καθημερινότητα που είχα με προπονήσεις και συνεχόμενους αγώνες στο Ζάγκρεμπ με την Τσιμπόνα, δεν με βοήθησε καθόλου. Λίγο η αλματώδης πρόοδος που έκανα μέσα σε έναν χρόνο παίζοντας δανεικός στην Γκορίτσα και λίγο η μονιμοποίηση μου στην πεντάδα την επόμενη χρονιά και τα εξαιρετικά νούμερα που έκανα για την ηλικία μου, με έκαναν να πιστέψω ότι δρόμος του αθλητισμού ήταν αυτό που θέλω. Είχα αρχίσει να παίρνω και πολύ καλά χρήματα για την ηλικία μου και πριν καταφέρω να συνειδητοποιήσω το ποιος είμαι και τι κάνω, επελέγην στο draft και άρχισα να μπαίνω στο κόσμο των business.», υπογραμμίζει ο υψηλόσωμος σέντερ (2,11), που πριν καλά-καλά κλείσει τα 19 του χρόνια ήταν βασικός στην ομάδα του, καταγράφοντας εντυπωσιακά νούμερα (μ.ο. 12,7π., 7,2ρ. & 1,2κοψ. σε 24αγ. της Αδριατικής Λίγκας).


«Εκείνη την περίοδο η Τσιμπόνα είχε οικονομικά προβλήματα και η προσφορά της Νταρουσαφάκα θα έκλεινε πολλές τρύπες. Η τουρκική ομάδα ήθελε να καλύψει το κενό που είχαν αφήσει μέσα στην ρακέτα της οι τραυματισμοί ορισμένων παικτών της, οπότε χωρίς να το πολυσκεφτώ βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη και από την Αδριατική Λίγκα και το Europe Cup στην Euroleague. Κατά κύριο λόγο ήταν δική μου απόφαση. Μου δινόταν μία ευκαιρία να παίξω στο κορυφαίο επίπεδο, σε μία ομάδα που στόχευε στα playoffs και να συνεργαστώ με τον coach Μπλατ, ο οποίος ήταν ο ιδανικός στο κομμάτι της μεταβατικής περιόδου πριν το ΝΒΑ.», τονίζει ο εκ των βασικών συντελεστών των τελευταίων επιτυχιών των μικρών Εθνικών ομάδων της Κροατίας (αργυρό μετάλλιο στο Παγκόσμιο του 2015 και χάλκινο στο πανευρωπαϊκό εφήβων του 2014).


«Τον coach, τον είχα γνωρίσει, άλλωστε, πριν από κάποια χρόνια σε ένα καλοκαιρινό camp της Μακάμπι, το 2014 όταν και ήταν ο head coach. Μου είχε κάνει πολύ καλή εντύπωση η φιλοσοφία του και ήταν σίγουρα ο βασικός λόγος για τον οποίο αποφάσισε να πάω στην Νταρουσαφάκα. Εν τω μεταξύ, το περασμένο καλοκαίρι (σ.σ.: 2016) είχα επιλεγεί στο draft από τους Σέλτικς (σ.σ.: νο23) και σε όλη την διάρκεια εκείνης της χρονιάς, ήμουν σε ανοιχτή γραμμή με την Βοστώνη. Είχαμε ουσιαστικά συμφωνήσει για την επόμενη σεζόν και με επισκέφτηκαν τόσο στο Ζάγκρεμπ όσο και στην Πόλη στη συνέχεια. Μπορώ να πω ότι Ντέιβιντ Μπλατ με μύησε στο μπάσκετ του κορυφαίου επιπέδου και ουσιαστικά με προετοίμασε για όλα όσα θα συναντούσα στην Αμερική. Ήταν μία πολύ όμορφη και χρήσιμη εμπειρία αυτοί οι 6 μήνες στην Τουρκία και πραγματικά τους απόλαυσα.», υπογραμμίζει το γελαστό παιδί από το Όμις.


Το σοκ της ανταλλαγής και η σκληρή πραγματικότητα του... “NBA is business”!


«Από την πρώτη στιγμή που με επέλεξαν, οι Σέλτικς ήταν πολύ ειλικρινείς μαζί μου. Μου εξήγησαν ότι για την σεζόν 2016-17 δεν είχαν χώρο στο ρόστερ και χρήματα στο salary cap για μένα. Με συμβούλεψαν να μείνω έναν χρόνο στην Ευρώπη για να βελτιώσω το παιχνίδι μου, έτσι ώστε την επόμενη σεζόν να είμαι πιο έτοιμος, αγωνιστικά και πνευματικά για το ΝΒΑ. Όπως γίνεται αντιληπτό, σε όλη την διάρκεια εκείνης της χρονιάς προετοιμαζόμουν ψυχολογικά για την μετακόμιση στην Βοστώνη, παρακολουθούσα τα παιχνίδια της ομάδας και σε έναν βαθμό αισθανόμουν ήδη παίκτης του οργανισμού. Πήγα στο summer league, έπαιξα αρκετά καλά και άρχισα να μπαίνω στο κλίμα αλλά και στον τελείως διαφορετικό ρυθμό του παιχνιδιού, υπέγραψα το συμβόλαιό μου και γύρισα στην Κροατία για λίγη ξεκούραση. Ήταν προγραμματισμένο να επιστρέψω στα μέσα του Αυγούστου για το training camp και το βράδυ πριν πετάξω, μου τηλεφωνούν και μου λένε ότι έγινα ανταλλαγή στο Κλίβελαντ. Έμεινα άφωνος! Δεν ήξερα πως να αντιδράσω, αν ήταν κάποιο κακό όνειρο ή αν ήταν φάρσα! Το σοκ ήταν τεράστιο γιατί όλη την χρονιά ετοιμαζόμουν για να γίνω ένας Celtic. Είχα μιλήσει με τόσους ανθρώπους από την ομάδα, είχα φορέσει την φανέλα στο Λας Βέγκας και ξαφνικά, πριν καν παίξω σε επίσημο παιχνίδι και δείξω κάτι, αλλάζω ομάδα; Δεν μπορούσα να το χωνέψω!», μας διηγείται ο Ζίζιτς που δεν κοιμήθηκε καθόλου εκείνο το βράδυ, πριν αλλάξει προορισμό.


«Μετά από τις πρώτες δύσκολες ώρες, άρχισα να το δουλεύω στο μυαλό μου και να μπαίνω στην λογική όλου αυτού που είχε συμβεί και αφότου άλλαξα το εισιτήριό μου, μετά από μία μέρα πέταξα για το νέο μου σταθμό. Ήταν ένα πολύ μεγάλο trade με δύο ακόμη βετεράνους (σ.σ.: Κράουντερ και Τόμας) για λογαριασμό του Καϊρί Ίρβινγκ και στην αρχή δεν ήξερα τι να περιμένω. Αυτή η εμπειρία, όμως, με δίδαξε από την πρώτη μέρα ότι το ΝΒΑ είναι πρώτα business. Την μία μέρα είσαι εδώ και την άλλη μέρα είσαι αλλού...», προσθέτει πριν μπει στο ψητό της συνύπαρξης με τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, τον Ντουέιν Ουέιντ, τον Κέβιν Λαβ, τον Ντέρικ Ρόουζ και τους υπόλοιπους αστέρες...


Οι ανυπόφορες ερωτήσεις για τον «βασιλιά» και οι τελικοί του ΝΒΑ


«Η παρουσία του ΛεΜπρόν στην ομάδα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με ωφέλησε τρομερά. Για έναν Ευρωπαίο rookie δεν είναι τόσο συχνό να φτάνει στους τελικούς με το καλησπέρα στο ΝΒΑ. Οπότε η συνύπαρξη μαζί του ήταν κάτι το εκπληκτικό! Ήμουν πολύ τυχερός γιατί την ίδια χρονιά είχε έρθει από την Τουρκία και ο Τσέντι Όσμαν, οπότε ο ένας στήριζε τον άλλον και μαζί προσπαθούσαμε πολύ σκληρά να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα. Όλοι οι υπόλοιποι παίκτες ήταν βετεράνοι, ενώ σκέψου ότι στο ρόστερ μας υπήρχαν πέντε All Stars! Όταν βρίσκεσαι σε μία τέτοια ομάδα με τρομερή πίεση και μεγάλες προσδοκίες, ξέρεις από την αρχή ότι δεν θα παίξεις πολύ, αλλά όταν έρθει η ευκαιρία σου, πρέπει να είσαι έτοιμος. Είναι γλυκόπικρο το συναίσθημα. Από την μία θέλεις να πάρεις χρόνο, από την άλλη βλέπεις ότι η ομάδα κερδίζει και έχεις μεγάλη ευκαιρία να πας στους τελικούς. Οπότε το βουλώνεις και τα δίνεις όλα στην προπόνηση. Ευτυχώς, που μου δόθηκε η δυνατητα να παίξω αρκετά παιχνίδια στην G-League και τους Κάντον Τσαρτζ (σ.σ.: η θυγατρική ομάδα των Καβαλίερς), σε ένα πρωτάθλημα που παίζεται ένα... άλλο μπάσκετ σε σχέση με οπουδήποτε αλλού και κάπως έβρισκα έναν ρυθμό. Η εμπειρία των τελικών, πάντως και η όλη ατμόσφαιρα, ήταν κάτι το φανταστικό, έστω κι αν έπαιξε σε δύο ματς από 3 και 2 λεπτά αντίστοιχα.», είναι τα λόγια του γύρω από την παρθενική του σεζόν στον «μαγικό κόσμο» του αθλήματος.


Η ερώτηση που δεν πληρώνει σχεδόν... τίποτε, όμως, έχει να κάνει με την πιο συχνή που δεχόταν στο τηλέφωνο από γνωστούς και φίλους γύρω από τον “King James”: «Από ένα σημείο και μετά προσπαθούσα να αποφύγω τον πολύ κόσμο, ακόμη και γνωστούς και φίλους γιατί η πρώτη ερώτηση ήταν πάντα “πως είναι ο ΛεΜπρόν από κοντά;” ή “μπορείς να μας φέρεις μία υπογεγραμμένη φανέλα του;”... Είχα κουραστεί πάρα πολύ... Στην αρχή ήμουν εκστασιασμένος που έβλεπα κάθε μέρα στην προπόνηση τον ΛεΜπρόν και τον Ουέιντ και νόμιζα ότι ονειρεύομαι. Στην συνέχεια, όμως, που τους έβλεπα κάθε μέρα στο γήπεδο, στο αεροπλάνο, στο ξενοδοχείο, στο λεωφορείο και στα ομαδικά δείπνα, το συνήθισα. Το σημαντικότερο απ' όλα, είναι ότι βλέπεις κάποια εκπληκτικά πράγματα που κάνουν στην προπόνηση και στους αγώνες και συνειδητοποιείς ότι μέσα στο γήπεδο είναι ξεχωριστοί. Σαν άνθρωποι ήταν πολύ προσιτοί και δεκτικοί προς τους συμπαίκτες τους και μπορούσες άνετα να τους ζητήσεις συμβουλές για το παιχνίδι, την καριέρα σου και την ζωή σου. Εκείνη η χρονιά με βοήθησε πολύ να ωριμάσω σαν προσωπικότητα και να βελτιώσω τον τρόπο σκέψης μου.»


Του ζητάμε να μας σχολιάσει την ανοδική πορεία των Καβαλίερς με άξονα το δίδυμο Σέξτον-Γκάρλαντ, που ήταν πρώην συμπαίκτες του και την μεταμόρφωσή τους σε ομάδα playoffs. «Ο Κόλιν ήρθε την 2η χρονιά μου και ο Ντάριους την 3η και χαίρομαι πολύ που τους βλέπω να εκτοξεύουν την καριέρα τους και να οδηγούν τους Καβαλίερς στο επόμενο επίπεδο. Ειδικά φέτος, ο Γκάρλαντ κάνει απίστευτα πράγματα και μαζί με τους νέους παίκτες που έχουν έρθει, το Κλίβελαντ δείχνει ότι έχει την προοπτική να κάνει κάτι σπουδαίο τα επόμενο χρόνια.», καταλήγει κλείνοντας το κεφάλαιο του ΝΒΑ.


Η επιστροφή στην Ευρώπη και το κεφάλαιο “Μακάμπι”


«Μετά από τρία χρόνια στην Αμερική, δεν ήμουν πολύ χαρούμενος με την πορεία που είχε πάρει η καριέρα μου. Η ομάδα είχε μπει σε μία διαδικασία αναδόμησης, έκανε συνεχείς αλλαγές παικτών, προπονητών και στελεχών και εγώ δεν είχα τον χρόνο που ήθελα. Ήμουν 24 ετών και δεν γινόταν να περιμένω άλλο. Τότε ήρθε η πρόταση της Μακάμπι, που ήταν ένας σύλλογος με μεγάλη παράδοση, πίεση και υψηλές προσδοκίες και αυτό μου ταίριαζε πολύ. Οι πρώτοι δύο μήνες ήταν δύσκολοι, γιατί έπρεπε να προσαρμοστώ ξανά σε άλλους κανόνες και σε ένα παιχνίδι με διαφορετική δυναμική και άλλον ρυθμό. Συν τοις άλλοις, ο coach Σφαιρόπουλος ήταν πολύ απαιτητικός στις λεπτομέρειες της άμυνας, κάτι που είχα ξεχάσει στο ΝΒΑ. Μου πήρε χρόνο και να σου πω την αλήθεια, δυσκολεύτηκα περισσότερο απ' ότι περίμενα να βρω τον ρυθμό μου. Από τα μέσα της περυσινής σεζόν, όμως κι έπειτα νιώθω πολύ καλύτερα και όσο περνάει ο καιρός βελτιώνομαι.», μας λέει ο Άντε Ζιζιτς πριν σχολιάσει την μέχρι στιγμής άσχημη πορεία της ομάδας του στην Euroleague και το ισραηλινό πρωτάθλημα.


«Δεν μου αρέσουν οι δικαιολογίες, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ταλαιπωρηθήκαμε πολύ από την πανδημία. Κάναμε προετοιμασία στο Τελ Αβίβ, χωρίς δυνατά φιλικά με ομάδες επιπέδου της Euroleague, οπότε ήταν φυσιολογικό να αρχίσουμε την σεζόν με σκαμπανεβασματα. Κάποια στιγμή βρήκαμε ρυθμό και τρέξαμε ένα πολύ σερί νικών, αλλά μετά τον χάσαμε και άρχισε η κατηφόρα! Στην συνέχεια ήρθαν και τα κρούσματα covid, μείναμε για 15 μέρες σε απραξία και ακόμη ψάχνουμε ένα καλό παιχνίδι για να γυρίσουμε τον διακόπτη! Είναι ξεκάθαρο ότι κάτι μας λείπει. Η σεζόν όμως, δεν έχει κριθεί και έχουμε μπροστά μας 16 παιχνίδια στον 2ο γύρο για να επανέλθουμε και να κυνηγήσουμε τον στόχο των playoffs. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά μπορούμε...», τονίζει πριν αναφερθεί στο ματς με τον Ολυμπιακό και την συνεργασία του με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο.


«Όπως νικήσαμε την Μπαρτσελόνα, έτσι μπορούμε να νικήσουμε και τον Ολυμπιακό. Στην έδρα μας, με αυτό το εκπληκτικό κοινό, μπορούμε να κερδίσουμε οποιονδήποτε αντίπαλο. Ο προπονητής μας τον ξέρει καλά και θα μας προετοιμάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο coach Σφαιρόπουλος έχει αποδείξει με την συνολική του θητεία στην Euroleague, ότι ανήκει στο κορυφαίο επίπεδο και ξέρει να διαχειρίζεται σωστά τους μεγάλους παίκτες. Μου αρέσει πολύ το σύστημα και η φιλοσοφία του, απολαμβάνω να παίζω υπό τις οδηγίες και μπορώ να πω ότι έχω βελτιωθεί πολύ μαζί του.».