Γιώργος Κούδας: Ένα σπάνιο κλικ, χιλιάδες αναμνήσεις… (pics)

Γιώργος Κούδας: Ένα σπάνιο κλικ, χιλιάδες αναμνήσεις… (pics)

bet365

Σκαλίζοντας τις μέρες της καραντίνας ντουλάπια και συρτάρια βρίσκεις ανεκτίμητους θησαυρούς, όπως μια σπάνια φωτογραφία από τα «τσικό» του ΠΑΟΚ το μακρινό 1959 έχοντας μέσα έναν πιτσιρικά που άκουγε στο όνομα… Γιώργος Κούδας!

Στο αρχείο μου θαρρώ πως υπάρχουν πάνω από 500 (και λίγες λέω…) φωτογραφίες με τον Γιώργο Κούδα. Πιστεύω ότι ο δικός του φάκελος στον σκληρό δίσκο περιέχει τις περισσότερες (ασπρόμαυρες) φωτογραφίες. Ακόμα και από αντίστοιχους φακέλους, με πρωταθλήματα, κύπελλα, μεγάλους αγώνες, πορείες στην Ευρώπη κλπ.

Ειδικά, εκείνο το πολυσυζητημένο «κλικ» του Μιχάλη Παππού, με την ντρίπλα πάνω στον Άνθιμο Καψή, μπορεί να υπάρχει σε όλες τις αναλογίες του. «Αυτή η φωτογραφία είναι του… αιώνα», μου είχε πει κάποια στιγμή ο «Μεγαλέξανδρος» του ελληνικού φουτμπόλ, περιγράφοντας την καλύτερη (αποτυπωμένη) στιγμή της μεγάλης καριέρας του με τον ΠΑΟΚ. Μια φωτογραφία που από μόνο της θα μπορούσε να γίνει βιβλίο, γιατί όχι και ταινία.

Για να πω την αμαρτία μου, μπαίνοντας στο ψητό του θέματος, όταν είδα στα εισερχόμενα το μήνυμα του καλού φίλου, Παναγιώτη Χορόζογλου, δεν πίστευα στα μάτια του!

«Βγαλμένη από σημεία που δεν ακουμπάει (σχεδόν) κανείς», μου έγραφε ο Πάνος, με τον οποίο τις προηγούμενες 24 ώρες είχαμε ξεκινήσει -μέσω twitter- ένα άτυπο διαγωνισμό. Όχι με ποδοσφαιρικά, αλλά με μπασκετικά αναμνηστικά. Τα ανασύραμε από τα συρτάρια και τα ντουλάπια, έτσι για να μάς θυμίσουν αυτές τις μέρες της πανδημίας κάποιες άλλες παλιές ωραίες εποχές.

Δε θα πω ποιος είχε το πιο σπάνιο αναμνηστικό (η σπίθα της συλλεκτικής μου μανίας υπάρχει από την εποχή που συμπλήρωνα τα ποδοσφαιρικά άλμπουμ της Panini) ή πήρε τα περισσότερα «likes», μου είναι παντελώς αδιάφορο. Εγώ πόσταρα μια σελίδα από το γαλλικό περιοδικό «Maxi Basket» του 1993. Το διάβαζα στο ταξίδι του μπασκετικού ΠΑΟΚ προς το Λιμόζ απεσταλμένος της εφημερίδας «Μακεδονίας». Ο διευθυντής επικοινωνίας της «ασπρόμαυρης» ΚΑΕ (με ατελείωτες ώρες ψαξίματος και σημαντική συμβολή στη δημιουργία της μπασκετικής Βίβλου του «Δικεφάλου», «Οι πρωταγωνιστές», το οποίο ο Βασίλης Σκουντής το χαρακτήρισε «Κιβωτό») ανέβασε μια κάρτα εισόδου στον αγώνα Παρτιζάν – ΠΑΟΚ το 1986. Όχι μια όποια κι όποια κάρτα εισόδου, αλλά αυτή που στην ούγια της έφερε την υπογραφή ενός θρύλου του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ, του Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς.

Η σελίδα του «Maxi Basket» ήταν αφιερωμένη στους Bulls του Μάικλ Τζόρνταν, με μια πανέμορφη κυρία να κρατάει την ταμπέλα που έγραφε «Sweet Chicago Home», εντός του παρκέ στο (παλιό) Chicago Stadium, γνωστό κι ως «Madhouse on Madison». Τι μπορούσε να κάνει τόσο ξεχωριστή μια απλή σελίδα, που να φανταστείτε ούτε καν έδειχνε τους παίκτες εκείνης της εποχής;

Μα, φυσικά, η υπογραφή-αφιέρωση του Cliff Levingston! Ο Αμερικανός είχε έρθει στα μέρη μας φορώντας και καμαρώνοντας (μόνο τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, μη ρωτήσετε επ’ αυτού…) για τα δύο δαχτυλίδια του πρωταθλητή ΝΒΑ από το 1991 και το 1992 με τους Bulls.

H τζίφρα είχε… πέσει εν πτήσει από το Παρίσι προς το Λιμόζ. Ταξιδεύαμε γιια ένα από τα εκτός έδρας παιχνίδια της φάσης των ομίλων, μιας τρομερής πορείας που κατέληξε μέχρι την συμμετοχή στο final four του ΣΕΦ. Επιστρέφοντας, μετά από λίγες εβδομάδες, επί γαλλικού εδάφους, στο Πό αυτή τη φορά, ο NBAερ του ΠΑΟΚ είχε απογειωθεί στα ουράνια και είχε κάνει ένα αλησμόνητο κάρφωμα μπροστά στα μούτρα του Ρουμάνου γίγαντα των 2 μέτρων και 23 εκατοστών Μουρεσάν!

Συνεχίζοντας να σκαλίζω το αρχείο… αποτελείωσα τον επί χρόνια φίλο μου και συνάδελφο. Πώς; Με τρία σπάνια κλικ από μια φωτογράφιση του Μπάνε Πρέλεβιτς για το περιοδικό «Max». Μιλάμε για εποχές που η πρωτότοκη θυγατέρα του, Άννα (στην οποία φρόντισα να τις στείλω για το δικό της αρχείο), ήταν μικρό κοριτσάκι! Ιδού, ο Μπάνε μιας άλλης εποχής...

«Δεν θα συναγωνιστώ, άλλο, απλά θα εκφράσω τη εκτίμησή σου προς το πρόσωπό σου με αυτή την φωτό», έγραφε ο Πάνος στο δεύτερο μήνυμα. Έκλεινε δε την επικοινωνία μας με την υποσημείωση: «εσύ, λογικά, ολόκληρο θέμα μπορείς να στήσεις στο Gazzetta».

Προσπερνώντας την αρχική έκπληξη, με το ποδοσφαιρικό κι όχι μπασκετικό περιεχόμενο, μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας και ανακαλύπτοντας με την πρώτη ματιά, ότι συμπεριλαμβάνει ένα πιτσιρίκι που το έλεγαν… Γιώργο Κούδα, είπα ότι άξιζε ένα τηλεφώνημα προς την εμβληματική φυσιογνωμία του ΠΑΟΚ. Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια κουβέντα απ’ αυτές που ξέρω πως του αρέσουν. Με έντονη εσάνς και αναφορά στο παρελθόν (του).

Το τηλεφώνημα, όντως, έγινε το απόγευμα της Τρίτης. Αρχικά η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τον εγκλεισμό στο σπίτι. Τι άλλο, να κουβεντιάσεις αυτές τις μέρες… Ο «Μεγαλέξανδρος» τηρεί ευλαβικά το «μένουμε σπίτι», έχοντας δίπλα την σύντροφο της ζωής του, Μαρίζα. «Δεν έχω μείνει όλη μου τη ζωή τόσες μέρες κλεισμένος στο σπίτι, αλλά τι να κάνουμε, υπακούμε, μένουμε μέσα και προσέχουμε», ακούστηκε να λέει από την άλλη γραμμή και να σας πω μια ανακούφιση την πήρα. Όσοι έχουν παρακολουθήσει από κοντά τον βίο και την πολιτεία του 74χρονου, σήμερα, Γιώργου Κούδα, γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν έμενε ποτέ τόσο εύκολα και για τόσες ώρες κλεισμένος… στους πέντε τοίχους.

Ομολογώ πως μετά τα περί κορονοϊού ήμουν προετοιμασμένος για την απάντηση στο ερώτημα μου «θέλω να σας στείλω μια σπάνια και παλιά φωτογραφία, να τη δείτε και να μου πείτε…». Βλέπετε, για τέτοιου είδους κοινωνικές επαφές, δεν έχει βγει ανάλογο νούμερο SMS από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Για να μην τα πολύ λέω, η απάντηση που πήρα ήταν: «δεν τα πάω καλά με την τεχνολογία, Σταυρή μου…».

Τη λύση στο πρόβλημα της εξ αποστάσεως επικοινωνίας, κυρίως όμως της έλλειψης κινητού, που θα διέθετε τις στοιχειώδεις εφαρμογές (πχ. Viber), την έδωσε απλόχερα η κυρία Μαρίζα Κούδα. Σε αντίθεση με τον σύζυγό της, και viber έχει, και τάμπλετ διαθέτει, όλα όσα χρειάζονται, δηλαδή, για μια Social Distancing επικοινωνία, που αυτή την εποχή είναι στο φόρτε της. «Στείλε τη φωτογραφία στη γυναίκα μου και θα σε ξαναπάρω να σου πω, ότι θυμάμαι», είπε ο Κούδας πριν ξεκινήσει να ξετυλίγει ευχάριστα το κουβάρι των αναμνήσεων του. Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να περάσει ευχάριστα η ώρα, βρε αδερφέ τέτοιες μέρες.

«Κοίτα πως ήμουν…»!

Το τηλέφωνο, όντως, ξαναχτύπησε και άρχισε ένα άτυπο εξ αποστάσεως τεστ από τον «Ζευς» των απανταχού ΠΑΟΚτσήδων. «Κατάλαβες ποιος είμαι», ήταν η πρώτη ερώτηση. «Πώς δε σας κατάλαβα», του απάντησα, εν ριπή οφθαλμού, αφού είχα (από)δείξει νωρίτερα και στον Παναγιώτη, ότι είχα εντοπίσει τον πιτσιρικά Κούδα στην πάνω σειρά της ξεθωριασμένης φωτογραφίας.

«Κοίτα πως ήμουν…, ένα μικρό παιδάκι», αποκρίθηκε και μάλλον συγκινήθηκε βλέποντας την σπάνια φωτογραφία. Αμέσως ταξίδεψε πίσω στο χρόνο, επέστρεψε στη δεκαετία του ’50, στα παιδικά του χρόνια. Ο κυρ Παύλος, ο άνθρωπος που τον πήγε για δοκιμή στον ΠΑΟΚ, ήταν ο πρώτος που πίστεψε στο ταλέντο του. Δικαιώθηκε, έστω και με μια μικρή καθυστέρηση, καθώς την πρώτη μέρα των τεστ πέρασε απαρατήρητος.

Στις αλάνες μπροστά από το υπό κατασκευή γήπεδο της Τούμπας επικρατούσε κομφούζιο. Υπήρχαν πάνω από εκατό παιδιά, που είχαν πάει όπως και ο μικρός Γιώργος «για δοκιμή».

Την επομένη τον είδαν, τον επέλεξαν και τον σύστησαν στον Βίλι Σέφσκι. Ο Αυστριακός προπονητής είχε γράψει τη δική του ιστορία στα «τσικό» του ΠΑΟΚ. Αφού βρήκε και φόρεσε κάτι ποδοσφαιρικά παπούτσια, δύο νούμερα μεγαλύτερα, πέρασε με επιτυχία τα πρώτα τεστ με την μπάλα, μετά από ένα δίτερμα μισής ώρας, έβγαινε τη φωτογραφία! Με μια μεγάλη τετράγωνη μηχανή που την είχαν φέρει από την εκκλησία του Αγίου Θεράποντα, φορώντας τα πολιτικά του ρούχα και όχι ένα αθλητικό μπλουζάκι.

Εκείνη η φωτογραφία και η υπογραφή στο πρώτο δελτίο τον δέσμευσε μια για πάντα με τον ΠΑΟΚ. Ακόμα κι όταν προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έφτασε η Ελλάδα να χωριστεί στη μέση, το δελτίο θα έπαιζε τον πιο καθοριστικό ρόλο. Ήταν Σεπτέμβριος του ’58 και όλα έγιναν πολύ γρήγορα. «Ο Βασίλης «Καπάντζας» (σ.σ. καπάντζα ήταν η παγίδα της εποχής για τα πουλιά) Σιδηρόπουλος έφερε το φωτογράφο με τον τρίποδα και το… έπιασε το πουλάκι», λέει πάντα με γλαφυρό τρόπο περιγράφοντας τις πρώτες εικόνες του στα «ασπρόμαυρα».

Ο μικρός Γιώργος θα πήγαινε καθημερινά για προπονήσεις στην Τούμπα χρησιμοποιώντας το αστικό της γραμμής. Από την στάση απέναντι από το Αλκαζάρ μέχρι την στάση Αγία Βαρβάρα. Ήταν δώδεκα χρονών όταν φόρεσε την ασπρόμαυρη φανέλα με το δικέφαλο στο στήθος. «Όταν πρωτοπήγα το ’58 το γήπεδο ακόμη δεν είχε ολοκληρωθεί. Μετά τα εγκαίνια το ’59 είχαμε τη χαρά να παίζουμε πριν από το ματς των μεγάλων στην κατάμεστη Τούμπα. Κοίτα πόσο κόσμο έχει πίσω στις θύρες 5 και 6», αναφέρει συνεχίζοντας να «πιάνει» στιγμές από την σπάνια φωτογραφία, που χρονικά την τοποθετεί λίγες εβδομάδες μετά τα θυρανοίξια του «ασπρόμαυρου ναού» στις 6 Σεπτεμβρίου του 1959.

«Εγώ, είμαι μπροστά από τον Σέφσκι, λίγο πιο αριστερά είναι ο Νίκος Γκολέμας, ο προπονητής μας, τέρμα αριστερά είναι ο διερμηνέας του Σέφσκι, ο Πέτρος, που ήταν χασάπης κοντά στην Τούμπα, ήξερε Γερμανικά και τον φώναζαν για να μεταφράζει, βλέπω τον Ανδρονικίδη, τον Γυμνόπουλο, τον Μαρβάκη. Ασπροι και μαύροι».

Για πολλά χρόνια οι «άσπροι» και οι «μαύροι» έπαιζαν πριν από τα παιχνίδια της πρώτης ομάδας. Όχι απλά έπαιζαν για να περνάει η ώρα, «κεντούσαν» με την μπάλα στο χορτάρι της Τούμπας! Μάλιστα, είχαν φτιάξει το δικό τους κοινό. «Ο κόσμος μας αγαπούσε και ερχόταν να μας δει. Το γήπεδο γέμιζε από τη 1 το μεσημέρι, ενώ οι μεγάλοι ξεκινούσαν στις 5 το απόγευμα. Σιγά σιγά μας έμαθαν, ήξεραν ότι εγώ ήμουν με το εφτά στην πλάτη, προσφέραμε θέαμα, όχι αστεία…».

* Η πρωτότυπη φωτογραφία είναι του Αλέκου Παρασκευά. Από τους σπουδαιότερους αθλητές μπάσκετ σε άγνωστες για το ευρύ κοινό εποχές. Έπαιξε 15 χρόνια (από 1965 και μετά) στον ΠΑΟΚ με 271 συμμετοχές στην Εθνική κατηγορία.

 

Τελευταία Νέα