Λέλα Καραγιάννη, η σύγχρονη Μπουμπουλίνα

Γιώργος Ντυμένος
Λέλα Καραγιάννη, η σύγχρονη Μπουμπουλίνα

bet365

Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1944 εκτελέστηκε στο Χαϊδάρι η απόγονος της Καπετάνισσας του 1821, που στην κατοχή ίδρυσε και διεύθυνε την ομώνυμη αντιστασιακή οργάνωση. Η θρυλική Λέλα (Ελένη) Καραγιάννη!

Πριν από χιλιάδες χρόνια ο Μέγας Αλέξανδρος φέρεται να είπε «δεν υπάρχει τίποτε αδύνατο γι’ αυτόν που θα προσπαθήσει», θέλοντας να τονίσει τη δύναμη της θέλησης. Αιώνες μετά, οι απόγονοί του στα βράχια της Ελλάδος θα επιβεβαίωναν, για ακόμη μία φορά, το ορθό της κρίσεώς του. Ηταν τότε, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που η μικρή μας χώρα στάθηκε απέναντι στις ορδές του φασισμού και όλοι μαζί προτίμησαν να πεθάνουν, αντί της υποταγής στο άδικο και την τρομοκρατία. Ενωμένοι, άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων, άνδρες, γυναίκες αλλά και παιδιά, ο κάθε ένας από το δικό του μετερίζι συνείσφερε τα μέγιστα στον αγώνα. Αρχικά στην Ηπειρο, ύστερα στη Γραμμή Μεταξά και μετά στην Αντίσταση, όπου και γράφτηκαν χρυσές σελίδες στην ιστορία του έθνους μας.

Στην πρώτη γραμμή και το «ασθενές φύλο» αλλά αλήθεια, ποιος δύναται να χαρακτηρίσει ανάλογα τις γυναίκες της Πίνδου; Ή όσες συμμετείχαν με σθένος και αποφασιστικότητα, στις δεκάδες οργανώσεις που «γεννήθηκαν» σε όλη την επικράτεια, με σκοπό να «χτυπήσουν» τον κατακτητή. Αρκετές βρέθηκαν με το όπλο στο χέρι σαν ίση προ ίσο με τους άνδρες μαχητές και άλλες χρησιμοποιώντας το μυαλό, την περιουσία τους αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και την ομορφιά τους, με σκοπό να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Την ήττα του Αξονα και τη νίκη εννοιών όπως η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη.

Ηταν σαν σήμερα, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1944 που η Λέλα Καραγιάννη στήθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και τραγουδώντας τον Εθνικό μας Υμνο, έπεσε νεκρή από τις σφαίρες των Ναζί. Λίγο αργότερα πέρασε στο πάνθεον της αθανασίας...

Γεννήθηκε στα 1898 στο χωριό Λίμνη Ευβοίας και ήταν κόρη του Αθανασίου Μηνόπουλου και της Σοφίας Μπούμπουλη. Η μητέρα της κατάγονταν από τις Σπέτσες και ήταν απόγονος της Μπουμπουλίνας, κάτι που ενέπνευσε την ηρωίδα μας και βάδισε στα χνάρια της προγιαγιάς της. Από μικρή ήρθε στην Αθήνα και το 1916 παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό και αρωματοποιό Νικόλαο Καραγιάννη. Το ζευγάρι απέκτησε επτά παιδιά, την Ιωάννα, τον Γεώργιο, την Ηλέκτρα, τον Βύρωνα, τον Νέλσωνα, τη Νεφέλη και την Ελένη. Η οικογένεια ζούσε μία σχετικά άνετη ζωή, που διαταράχθηκε από την έναρξη του μεγάλου πολέμου. Ολα σύντομα θα άλλαζαν.

Η κατάληψη της Ελλάδος από τους Γερμανούς και η τριπλή κατοχή που ακολούθησε, πείσμωσε την Καραγιάννη και αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλίες. Με άμεσους συνεργάτες τον σύζυγό της και τα τέκνα τους και έχοντας τη συμπαράσταση γιατρών που γνώριζαν και εμπιστεύονταν, άρχισαν να κρύβουν και να περιθάλπουν αξιωματικούς, κυρίως Αγγλους, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν στη χώρα μας και δεν πρόλαβαν να διαφύγουν στην Κρήτη ή στη Μέση Ανατολή. Το σπίτι που διατηρούσε στην Πλατεία Αμερικής έγινε το «κέντρο» της οργάνωσής της (το μοναστήρι του Αγίου Ιερόθεου στα Μέγαρα αποτελούσε σημείο συγκέντρωσης εφοδίων και ενδιάμεσο σταθμό όσων ταξίδευαν) που έλαβε την ονομασία «Σιωπηλή Στρατιά».

Ομως οι κινήσεις τους δημιούργησαν υποψίες και το καλοκαίρι του 1941 συνελήφθησαν τρία από τα παιδιά της. Χωρίς να απολέσει την ψυχραιμία της κατάφερε να τα απελευθερώσει, ενώ με την πάροδο του χρόνου η οργάνωσή της γιγαντώθηκε και έφτασε να αριθμεί περίπου 100 μέλη. Η αρχηγός «έτρεχε» τα πάντα, έβρισκε οικήματα και στήριζε οικονομικά τόσο τη σίτιση όσων έκρυβε όσο και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, ενώ την ίδια στιγμή υπήρχαν επαγγελματίες που προσέφεραν μικρά αλλά άκρως ουσιαστικά πράγματα.

Π.χ. ο καπνοβιομήχανος Τάσος Παπαστράτος χορηγούσε κούτες τσιγάρα και η Καραγιάννη έλεγε χαριτολογώντας πως «οι Βρετανοί καπνίζουν το ένα μετά το άλλο». Αλλοι φίλοι της που ασχολούνταν με την κομμωτική ανέλαβαν την «μεταμόρφωση» των Αγγλων, αφού οι περισσότεροι δεν έμοιαζαν με Ελληνες και θα γίνονταν αντιληπτοί καθ' οδόν για τον τόπο που θα τους παραλάμβαναν τα υποβρύχια. Τους έβαφαν τα μούσια, γκρίζαραν τα μαλλιά τους και προσπαθούσαν να τους μεταμορφώσουν σε ντόπιους, ώστε να περνούν απαρατήρητοι.

Πλέον δεν λέγονταν «Σιωπηλή Στρατιά» αλλά «Οργάνωση Μπουμπουλίνα», προς τιμήν της Καπετάνισσας του 1821, με την οποία συγγένευε η Καραγιάννη. Παράλληλα άρχισαν να υιοθετούνται όλοι οι συνωμοτικοί κανόνες και τα στελέχη της δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον, διέθεταν κωδικά ονόματα και η επικεφαλής τα χώρισε σε πυρήνες των τεσσάρων ή πέντε ατόμων. Ολα τα παραπάνω βέβαια έπρεπε να γίνονται σε πλήρη συνεννόηση με το στρατηγείο της Αλεξάνδρειας, που καλούνταν να συντονίζει τις ώρες και τους τόπους που θα γίνονταν η περισυλλογή όσων μεταφέρονταν στην Αίγυπτο.

Τη λύση έδωσε ένας ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών που ήταν συνεργάτης της οργάνωσης και μετέφερε σε νεκροφόρα τον ασύρματο που της χορηγήθηκε. Από εκείνη τη στιγμή όλο και πιο συχνά μεταδίδονταν η φράση «Τζάκσον/Τζάκσον, ευχαριστούμε για το άρωμα», που ήταν το συμφωνηθέν σύνθημα πως η αποστολή διάσωσης εκτελέσθηκε με επιτυχία.

Η όλο και μεγαλύτερη δραστηριοποίηση της «Μπουμπουλίνας», ήταν εύλογο να τραβήξει την προσοχή των κατακτητών και τον Φθινόπωρο του 1941 συνελήφθη από τους Ιταλούς. Εμεινε στη φυλακή για περίπου επτά μήνες, όμως δεν καταδικάστηκε λόγω έλλειψης στοιχείων και αφέθηκε ελεύθερη. Μάλιστα δήλωσε το πατρικό της όνομα και ανέφερε πως βρίσκεται σε διάσταση με τον άνδρα της, ώστε εκείνος να μην αντιμετωπίσει κυρώσεις. Στο διάστημα του εγκλεισμού της γνώρισε μέλη άλλων αντιστασιακών οργανώσεων και μετά την αποφυλάκισή της δραστηριοποιήθηκε και στη συλλογή πληροφοριών, που χορηγούσε στη Μέση Ανατολή. Ανθρωποί της κατάφεραν να εισχωρήσουν στις υπηρεσίες των Ναζί, εργαζόμενοι δήθεν για λογαριασμό τους, αλλά εκτελώντας υπηρεσία στην πατρίδα.

Με το πέρασμα του χρόνου πάνω από 150 ξένοι κατάφεραν να φύγουν από την Ελλάδα χάρις στην Καραγιάννη και τους συνεργάτες της, ξέχωρα από τα πολύτιμα στοιχεία που μετέφεραν στο Συμμαχικό Στρατηγείο (κυρίως δρομολόγια νηοπομπών), αλλά και αρκετές δολιοφθορές που έπραξαν με επιτυχία, σε αεροδρόμια και αποθήκες καυσίμων. Παράλληλα μύησε και ορισμένους αντιφρονούντες Γερμανούς όπως μία γυναίκα, η οποία μάλιστα κατέστρωσε το σχέδιο για την επίθεση στο Τατόι και την καταστροφή των εκεί εγκαταστάσεων της Λουτβάφε.

Γενικότερα επειδή κινούνταν στην κοσμική, τρόπο τινά, Αθήνα, ήταν σε θέση να έρχεται σε επαφή με ανώτερα στελέχη του Τρίτου Ράιχ και να «εκμεταλλεύεται» τα πάθη τους, κυρίως την λατρεία που έτρεφαν για την αρχαία Ελλάδα. Σε αρκετούς γνώρισε έναν στενό της συνεργάτη που ήταν αρχαιολόγος και στις ξεναγήσεις που τους έκανε όπου παρουσιάζονταν πιο άνετοι και χαλαροί, κατάφερε να αποσπάσει ή να ακούσει αρκετά μυστικά τους. Μετά από χρόνια «αποκαλύφθηκε» και μία περίπτωση διερμηνέα υψηλόβαθμων Ναζί, που ήταν μέλος της «Μπουμπουλίνας» και προσφέρθηκε εθελοντικά για τη θέση μετά από προτροπή της αρχηγού του, ώστε να έχει πρόσβαση και πληροφόρηση στις κινήσεις τους.

Ας μην ξεχνάμε όμως πως βρισκόμασταν την εποχή της κορύφωσης του δοσιλογισμού και η Λέλα Καραγιάννη έπεσε θύμα του. Τον Ιούλιο του 1944 οι κατακτητές την συνέλαβαν στην κλινική που νοσηλεύονταν και φυλακίστηκε μαζί με πέντε παιδιά της. Αντίθετα ο σύζυγός της κατάφερε να διαφύγει, όπως και τα άλλα δύο τέκνα τους.

Στα υπόγεια της Οδού Μέρλιν βίωσε την απόλυτη φρίκη, αλλά δεν λύγισε. Από μαρτυρίες που διασώθηκαν λέγεται μάλιστα πως έβριζε και έφτυνε τους δήμιους της, κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων που της έγιναν. Ακόμη και όταν την υπέβαλαν στο σοκ της εκτέλεσης, εικονική όπως αποδείχθηκε αργότερα, του υιού της Νέλσωνα, εκείνη δεν κατέδωσε τα μέλη της «Μπουμπουλίνας». «Τα παιδιά μου ανήκουν στην Ελλάδα και το αίμα τους θα πνίξει τους Ούνους και όλη τη Γερμανία σας», φώναξε χαρακτηριστικά.

Από τα γραφεία της Γκεστάπο μεταφέρθηκε στη φυλακή του Χαϊδαρίου, ενώ ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Ομως δεν στάθηκε τυχερή. Αρκετοί Γερμανοί αδυνατούσαν να αντιληφθούν το μέγεθος της ήττας τους σε όλα τα μέτωπα και αναζητούσαν τρόπο να χορτάσουν την ακόρεστη δίψα τους για αίμα.

Παρότι οι διαταγές που είχαν από το Βερολίνο ήταν να αποφύγουν ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν το μένος των Ελλήνων ενόψει της αποχώρησής τους (είχε ήδη δρομολογηθεί, πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους), υπήρχαν ακόμη φανατισμένοι Ναζί. Υπό αυτές τις συνθήκες τα ξημερώματα της 8ης Σεπτεμβρίου του 1944, η Λέλα (Ελένη) Καραγιάννη μαζί με δεκάδες πατριώτες οδηγήθηκαν στο Αλσος Χαϊδαρίου και εκτελέσθηκαν.

Μάλιστα ο σαδισμός των κατακτητών ήταν τέτοιος που την προηγουμένη το βράδυ ενημέρωσαν όσους σκότωσαν εκείνο το πρωί πως θα αφεθούν ελεύθεροι και τους έδωσαν τα αποφυλακιστήριά τους! Απλά θα ηγούνταν για μερικά χιλιόμετρα μίας αυτοκινητοπομπής ώστε να μην χτυπηθεί από αντιστασιακούς και θα τους άφηναν σε κάποια επαρχιακό σημείο για να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Ετσι, όταν μερικές ώρες μετά ανέβηκαν στα φορτηγά, δεν γνώριζαν πως οδηγούνταν στον θάνατο. Το αντιλήφθηκαν μόνο όταν σταμάτησαν και αντίκρισαν το απόσπασμα. Κατά μία μαρτυρία η Καραγιάννη στάθηκε αγέρωχα απέναντι στις κάνες και είπε. «Ψηλά τα κεφάλια να δουν οι Ούνοι πως ξέρουν να πεθαίνουν οι Ελληνες για την πατρίδα τους».

Το πτώμα της δόθηκε κρυφά σε φίλους της και ενταφιάστηκε στο Β' Νεκροταφείο Αθηνών, ενώ μετά από κινητοποίηση γνωστών της που χρημάτισαν τους αξιωματικούς των φυλακών Χαϊδαρίου, αποφυλακίστηκαν τα παιδιά της. Εκείνη την περίοδο η διαφθορά στα κλιμάκια των Γερμανών βρίσκονταν σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο, καθώς μετρούσαν ημέρες για να φύγουν από την πατρίδα μας και ήθελαν να το πράξουν με το υψηλότερο δυνατό κέρδος.

Τα όσα διαδραματίστηκαν στο Χαϊδάρι το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου του 1944 δεν έχουν τύχει μεγάλης προβολής, αφού εκτός των αντιστασιακών που εκτελέσθηκαν λέγεται πως οι κατακτητές σκότωσαν και αρκετούς συνεργάτες τους. Ετσι η θυσία της Καραγιάννη, των ανδρών της και πολλών πατριωτών (πάνω από 50), πέρασε στη λήθη της ιστορίας. Παρότι μάλιστα ήταν η τελευταία ομαδική εκτέλεση των Ναζί στη χώρα μας. Το όνομά της όμως έγινε θρύλος. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1947, η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το «Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας», ενώ το 2011 το ισραηλινό ίδρυμα Γιαντ Βασέμ της έδωσε τον τίτλο του «Δικαίου των Εθνών».

Στο Πολεμικό Μουσείο, στην οδό Τοσίτσα και στη γενέτειρά της υπάρχουν αγάλματά της, ενώ το δεύτερο βανδαλίστηκε πριν από μερικά χρόνια, αλλά αποκαταστάθηκε άμεσα από τις τοπικές αρχές. Παράλληλα αρκετοί δρόμοι σε όλη την Ελλάδα φέρουν το όνομά της, μεταξύ άλλων εκείνος που βρίσκεται στο σπίτι που χρησιμοποίησε ως αρχηγείο και το οποίο έχει κριθεί διατηρητέο. Μάλιστα από το 1981 το Δημοτικό που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή, λέγεται «21ο Δημοτικό Σχολείο Αθήνας "Λέλα Καραγιάννη''».

 

Τελευταία Νέα