Όταν «πολεμήσαμε» εμείς στον Έβρο

Όταν «πολεμήσαμε» εμείς στον Έβρο
Το παρακάτω blog σχεδόν απαγορεύεται να το διαβάσουν κυρίες, δεσποινίδες και κορίτσια, μια που είναι πανθομολογούμενο ότι αν θες να κάνεις μια γυναίκα να βαρεθεί, μίλα της για στιγμιότυπα στρατιωτικής θητείας. Αν πάλι δε σας χαλάνε οι χακί αναμνήσεις, παρακαλώ ελεύθερα διαβάστε γιατί νιώθω πως ξέρω παραπάνω πράγματα για τον Έβρο από φωνασκούντες στρατόκαυλους.

Η Bundesliga επέστρεψε με Live Streaming* και προσφορές* | *Ισχύουν όροι & προϋποθέσεις

Έβλεπα, άκουγα και διάβαζα τις τελευταίες ημέρες για το ποτάμι και τα χερσαία σύνορά μας στον Έβρο, τα «μπήκαν μέσα», «όχι μπήκαμε εμείς», «τραβήχτηκαν τα νερά» και μοιραία έκανα ένα ταξίδι στο χρόνο και συγκεκριμένα στο μακρινό πλέον 1997. Αν νομίζετε ότι τότε οι εποχές ήταν πιο ήρεμες σχετικά με τα ελληνοτουρκικά, απλά να αναφέρω ότι στον πρώτο μήνα θητείας και συγκεκριμένα τέλη Ιανουαρίου του ’96 ξύπνησα ένα πρωί για θαλαμοφυλίκι και το πρώτο πράγμα που άκουσα φορώντας τα ακουστικά του Walkman ήταν τον Τράγκα να ουρλιάζει και τον ελληνικό εθνικό ύμνο σε λούπα. « Ίμια» φίλες και φίλοι κι εγώ το μόνο που διέθετα ήταν δίσκο και κουταλοπήρουνο! Ούτε όπλο, ούτε εκπαίδευση, ούτε διάθεση για πόλεμο.

Μετά από μια τουρνέ σε Μεσολόγγι για κατάταξη, Νέα Σάντα πρώτο τάγμα μετάθεσης, Ροδόπολη για ΛΥΒ και Γιαννιτσά για εκπαίδευση κρυπτογράφου, το τελευταίο φύλλο πορείας με έστελνε ή για να ακριβολογώ μας έστελνε σχεδόν όλους στη μακρινή Νέα Βύσσα. Εμένα συγκεκριμένα για τους τελευταίους 6 από τους συνολικά 18 μήνες της θητείας μου στο ΕΦ 6. Φτάνοντας στο φυλάκιο έμαθα πολλές νέες πληροφορίες, που αν και μορφωμένο παιδί δε γνώριζα, όπως ας πούμε πως όταν λέμε «τα σύνορα στον Έβρο» δεν είναι πάντα ορατό το ποτάμι, στην περιοχή της Βύσσας ας πούμε το ποτάμι δεν ήταν το φυσικό μας σύνορο αλλά μας χώριζε μια μικρή λωρίδα γης μεταξύ δυο χωματόδρομων, όπου στον ελληνικό περιπολούσαμε εμείς οι Έλληνες φαντάροι με το βετεράνο Ρόκο ενώ σε απόσταση αναπνοής περιπολούσαν οι Τούρκοι φαντάροι με το σκύλο τους. Η μεγαλύτερη εχθροπραξία της οποίας έγινα μάρτυρας ήταν το σήκωμα του ποδιού του Ρόκο για να κατουρήσει τη τουρκική γη και οι αντίστοιχες κουράδες του τουρκαλά ημίαιμου στα εδάφη μας.

Πολύ σύντομα έμαθα να λέω το «μέραμπα μπάτζανακ» κι έμαθα να ακούω και το «καλημέρα φίλε» με προφορά Ονούρ. Στην πορεία κατάλαβα ότι όπως για μας «ο Έβρος» ήταν μια δυσμενής μετάθεση, έτσι και οι απέναντι έστελναν στην παραμεθόριο Κούρδους μακριά από το σπίτι τους αντί για αιμοδιψείς κομάντο με διάθεση να εισβάλλουν στα άγια χώματά μας. Δεν ήταν τίποτα τρομακτικοί τύποι αντιθέτως είχαν συχνά όπως κι εμείς το ύφος «τι κάνουμε εδώ πάνω ρε φίλε». Ήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι στις χειροτεχνίες με κλωστές και κορδόνια φτιάχνοντας βραχιολάκια και μενταγιόν που προσπαθούσαν να μας πουλήσουν. Καθώς ούτε εμείς ούτε εκείνοι διαθέταμε λεφτά, έπαιρνε μπρος η ανταλλακτική οικονομία με τσιγάρα (λαθραία φυσικά), σπαστούς καφέδες και φυσικά τσοντοπεριοδικά! Ένας σαφώς πιο προηγμένος από εμάς εμπορικός εγκέφαλος από τις Σέρρες, μας έπεισε ότι δε θα δίναμε ολόκληρο Playboy στην ανταλλαγή αλλά θα το σκίζαμε σε φύλλα τα οποία θα απέδιδαν περισσότερες «αγορές» ανά τεύχος. Με το σαλόνι λοιπόν και τη Μις Απρίλιος από το Τέξας μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα ολόκληρο αριστούργημα για το λαιμό, που περιελάμβανε κορδόνι τυλιγμένο γύρω από σφαίρα διαμετρήματος ΝΑΤΟ 7,62 mm που κανονικά προοριζόταν για το κεφάλι μας ή τη σπονδυλική μας στήλη, άρα ναι ήταν πολύ καλύτερα να τη φοράμε ως ενθύμιο της ελληνοτουρκικής ελεύθερης αγοράς.

Τα φτωχά αγγλικά των απέναντι δε μας επέτρεψαν ποτέ να συζητήσουμε θέματα συνθηκών διαβίωσης, εκπαίδευσης κλπ, οπότε για να σας περιγράψω σε τι ακριβώς υπερείχαμε ως Έλληνες στρατιώτες, ήμασταν άριστοι στο να πατάμε το κρουασάν στην τοστιέρα για να ζεσταίνεται και να απλώνει η δήθεν μερέντα εντός του, μάθαμε να βουτάμε τα γεμιστά μπισκότα rondo στον καφέ το πρωί, συντηρούσαμε την ξυλόσομπα αναμμένη πάση θυσία με έσχατη καύσιμη ύλη τις στρατιωτικές σαγιονάρες, ανοίγαμε με επιδεξιότητα μια τρύπα στο κέντρο της κονσέρβας πορτογαλικού υποκατάστατου κίτρινου τυριού και ζεσταίνοντάς την στην επιφάνεια της σόμπας, μετατρέπαμε το υποπροϊόν σε κρέμα για το ψωμί μας. Εκπαιδευόμασταν δηλαδή στο να παχαίνουμε με κάθε πιθανό τρόπο συν την ατελείωτη διάθεση για τηλεόραση, Χτυποκάρδια στο Beverly Hills, ΑΜΑΝ και βέβαια αθλητικές μεταδόσεις. Τόσο έτοιμοι για πόλεμο!

Η πραγματικά σοβαρή αποστολή που είχαμε, ήταν να αντέξουμε ψυχολογικά και να φυλάμε τα ναρκοπέδια γιατί δουλέμποροι υπήρχαν και τότε, όπως και κακόμοιροι που πήγαιναν ντουγρού στο θάνατο ή τον ακρωτηριασμό και πιστέψτε με το τελευταίο που θα θέλατε να έχετε ως εμπειρία είναι ο μακρινός υπόκωφος ήχος της νάρκης και μετά την αγωνία της έρευνας με τα σκυλιά, αν έσκασε λόγω παλαιότητας ή επειδή πήγε πάνω της άνθρωπος ή ζώο. Ο παραμεθόριος μύθος λέει ότι κάπως έτσι αμέλησαν μια περίπτωση οι συνάδελφοι στο ΕΦ 4 με τραγικά αποτελέσματα αλλά δε συνεχίζω επ’ αυτού. Με θλίβει όμως βαθιά να ακούω το 2020 να επανέρχεται η συζήτηση για ενεργά ναρκοπέδια από εμπόρους επιστολών του Ιησού και αλοιφών για τη φαλάκρα που κάποιοι έστειλαν στη Βουλή.

Το δικό μας θερμό επεισόδιο στον Έβρο οφείλεται στον μπασκετικό Άρη και στον Λευτέρη Σούμποντιτς. Την άνοιξη του 97 ο Άρης του Σούμποντιτς, του Λιαδέλη, του τρελό Μπόνι, του Χοσέ Πικολίν Ορτίθ και του Σάκλφορντ βρέθηκε αντιμέτωπος της Τόφας Μπούρσα σε διπλό τελικό του Κόρατς και χάνοντας στην Θεσσαλονίκη όλοι τον είχαν ξεγραμμένο. Στην Τουρκία όμως ο Αυτοκράτορας τους έκλεισε το σπίτι και εν μέσω επεισοδίων κατέκτησε το ευρωπαϊκό! Το δικό μας πρόβλημα λεγόταν «οδηγός λοχαγού» φόλα αρειανός και μαζί με έναν ακόμα έκριναν σκόπιμο να οδηγήσουν το τζιπάκι πάνω κάτω στη συνοριογραμμή κορνάροντας, φωνάζοντας και πυροβολώντας δυο τρεις φορές στον αέρα! «Κοίτα να δεις που γλυτώσαμε τα Ίμια για να την πληρώσουμε με τα βρωμοσκούληκα» αναφώνησε ο ΠΑΟΚτζης δίπλα μου αλλά ευτυχώς η Τόφας δεν είχε φανατικούς φιλάθλους απέναντί μας. ‘Επεσαν τα σχετικά χεσίδια το πρωί από το Διοικητή και κάτι άνευ ουσίας στερήσεις εξόδου – λες και βγαίναμε ποτέ έξω.

Αυτό ήταν το πιο κοντινό σε πόλεμο που έζησα στον Έβρο. Το ποτάμι δε μας χώριζε εκεί που βρισκόμουν και μέσα στο δικό μου μυαλό κι άλλα πολλά πράγματα που νόμιζα ότι μας χώριζαν με τους απέναντι, δεν τα είδα ποτέ. Έμαθα όμως τι θα πει τοπογραφική πυραμίδα και είδα τι θα πει να σε χωρίζει με τον εχθρό ένας στενός ταπεινός χωματόδρομος, τον οποίον τις περισσότερες φορές διέτρεχε το 50αράκι παπί του «Σεραφίνο» που μοίραζε πιτόγυρα από τη Βύσσα σε ελληνικές ενέδρες και περιπολίες. Επίσης έμαθα από πρώτο χέρι πως μια καλλίπυγος καλλονή με πλούσιο στήθος από το Τέξας μπορεί να ενώσει δυο προαιώνιους εχθρούς και να προάγει τις εμπορικές συναλλαγές, απλά και μόνο επειδή αποφάσισε να κάνει καριέρα πλάι στον Χιου Χέφνερ. Και πιστέψτε με, αυτά που ξέρω εγώ για τον Έβρο (και δε γράφω στο blog μου) είναι πολλά περισσότερα απ΄ όσα αυτοί που χτίζουν πολιτικές καριέρες πάνω στον Έβρο.

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.