Κερτ Κομπέιν, μια άρνηση

Κερτ Κομπέιν, μια άρνηση
Η φωνή μιας γενιάς. Ο ήρωας, που δεν ήθελε να βοηθήσει κανέναν. Ο άνθρωπος, που άθελά του άλλαξε τα πάντα. Πέρασαν 28 χρόνια από την ημέρα που ο Κερτ Κομπέιν βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του…

«Σας ευχαριστώ από τα βάθη του καιόμενου, άρρωστου στομαχιού μου για τα γράμματα και το ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Παραείμαι ένα ασταθές, κακόκεφο μωρό. Δεν έχω το πάθος πια και θυμηθείτε, είναι προτιμότερο να καείς, από το να ξεθωριάσεις». Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις στο σημείωμα αυτοκτονίας του Κομπέιν, πριν τις προτροπές στη σύζυγο και κόρη του να συνεχίσουν τις ζωές τους.

Η τελευταία πρόταση ήταν μια άμεση αναφορά στους στίχους του «My my, hey hey» του Νιλ Γιανγκ, ενός τραγουδιού του 1979 που ο Κομπέιν παραπήρε στα σοβαρά κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν η χειρότερη περίοδος στην ιστορία της ροκ μουσικής, από όταν ξεπήδησε μέσα από τις rhythm and blues επιρροές των 40’s και των 50’s. Μετά την έκρηξη στα 60’s και τα 70’s και την κοσμογονία που έφεραν όλοι οι θρύλοι, ξαφνικά ήταν φανερό πως είχε χαθεί η μαγεία. Δεν υπήρχε σπίθα, νεύρο, έμπνευση. Οι κοινωνικές ανισότητες, το μίσος, ο θυμός ήταν εκεί, όμως δεν υπήρχε κανένας να τα εκφράσει.

Το rock ’n’ roll, βλέπετε, ήταν (και θα συνεχίσει να είναι) πάντα η έκφραση αυτών των συναισθημάτων. Όσο επιτηδευμένη και να είναι η εικόνα, όσα χρήματα και αν πέσουν στην παραγωγή, όση προώθηση και αν επιβληθεί, η αλήθεια πάντα ξεχωρίζει. Αν το έχεις μέσα σου, θα φανεί. Αν όχι, ο κόσμος θα καταλάβει το ψέμα, θα σε αποβάλλει. Η αλήθεια του rock ’n’ roll λάμπει, δεν μπορεί να μασκαρευτεί. Και αυτή η αλήθεια δεν είναι περιτυλιγμένη σε ζάχαρη, είναι σκληρή, πονάει και σε χτυπάει.

Νιρβάνα κυκλοφόρησαν τρεις δίσκους όλους κι όλους. Δεν χρειάστηκαν δεκαετίες δισκογραφίας, ούτε αμέτρητα χρόνια περιοδιών. Κι αυτό γιατί το μήνυμα του Κομπέιν ήταν απλό, η φωνή του ήταν αληθινή και ο ήχος τους δηλητήριο.

Ναι, ο θάνατός του αύξησε την υστεροφημία του. Είναι αλήθεια αυτό. Δεν πρόλαβε να ξεθωριάσει, το πέτυχε τον στόχο του. Η εικόνα που θα έχουμε για πάντα, θα είναι του frontman με τη λευκή ρόμπα του ασθενή πάνω στη σκηνή του Ρέντινγκ να διαλύει κάθε λογική, να παρασύρει δεκάδες χιλιάδες σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Δεν τον είδαμε χρόνια μετά το Bleach να διαφημίζει αναψυκτικά ή να παίζει μπροστά στον Πρόεδρο των ΗΠΑ με κουστούμι και παπιγιόν.

Η διαστρεβλωμένη ματιά του τον οδήγησε στην απόφαση να βάλει τέλος στη ζωή του. Εκλογίκευσε τους δαίμονές του και αποφάσισε πως δεν υπήρχε άλλη λύση. Καμία αγάπη, κανένα ενδιαφέρον δεν θα του άλλαζε τη γνώμη. Πολλοί αναρωτιούνται σε παρόμοιες περιπτώσεις, πώς γίνεται κάποιος που έχει τα πάντα να διαλέγει να πεθάνει ή να πέσει στα ναρκωτικά. Κανένας τους δεν καταλαβαίνει πως για να φτάσεις εκεί, αδειάζεις. Πρέπει να χάσεις τον εαυτό σου, να τον χαρίσεις στα εκατομμύρια που σε ακολουθούν. Ο αληθινός frontman δεν κρατάει κάτι για εκείνον, εγκαταλείπει το 100% του στην περσόνα πάνω στη σκηνή. Και μετά, στο σπίτι, ψάχνει να βρει ποιος είναι. Και δεν βρίσκει τίποτα.

Ήταν αυτή η αλήθεια του Κομπέιν που τον τελείωσε. Δεν ζήτησε ποτέ να γίνει η φωνή της ροκ. Δεν προσπάθησε ποτέ να αναστήσει όλο το κίνημα. Ήταν ίσως αναπόφευκτο, όμως δεν ήξερε (και εν τέλει δεν ήθελε) να το διαχειριστεί. Θα μπορούσε να ζήσει μέσα στην άρνηση, για την οποία ούρλιαζε στο τέλος του «Smells Like Teen Spirit», αλλά το μίσος του για τους ανθρώπους τον κέρδισε. Ο Κερτ μισούσε τους πάντες συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, όμως τον Κομπέιν τον λάτρευαν όλοι. Αυτό το παράδοξο τον οδήγησε στα άκρα. Λογικό δεν είναι;

Στις 8 Aπριλίου του 1994, ένας ηλεκτρονικός εν ονόματι Γκάρι Σμιθ ανακάλυψε κατά λάθος το πτώμα του στο σπίτι του. Ο ιατροδικαστής εκτίμησε ότι βρισκόταν εκεί τουλάχιστον για τρεις ημέρες (σαν σήμερα, 5 Απριλίου). Τρεις ημέρες έψαχναν τον άνθρωπο Κερτ κι αυτός είχε χαθεί προ πολλού…

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Gazzetta Weekend Journal