Ο θάνατος του θρυλικού sniper που τον φώναζαν «Λευκό Θάνατο» (vids)

Μάκης Σταθάτος
Ο θάνατος του θρυλικού sniper που τον φώναζαν «Λευκό Θάνατο» (vids)
Σαν σήμερα το 2002 πέθανε σε ηλικία 96 ετών ο Σίμο Χέιχε, ο θρυλικός ελεύθερος σκοπευτής της Φινλανδίας.

Ο Σίμο Χέιχε ήταν ελεύθερος σκοπευτής που έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι «Λευκός Θάνατος». Έτσι τον αποκαλούσαν οι Σοβιετικοί. Χρησιμοποιούσε απλό τυφέκιο χωρίς ειδική σκοπευτική διόπτρα και είχε το μεγαλύτερο βεβαιωμένο αριθμό επιτυχημένων βολών ως ελεύθερος σκοπευτής από όλους τους σκοπευτές όλων των κύριων πολέμων.

Ο Φινλανδός στρατιώτης ήταν ήρωας του ρωσοφινλανδικού πολέμου του 1939. Γεννήθηκε το 1905 στο Ραουτγιέρβι, μια πόλη κοντά στα ρωσο-φινλανδικά σύνορα και ξεκίνησε την στρατιωτική του καριέρα το 1925. Πριν καταταγεί στο στρατό ήταν αγρότης και κυνηγός, ενώ αναφέρεται ότι το αγρόκτημά του ήταν γεμάτο από τρόπαια, λόγω της σκοπευτικής του δεινότητας. Κατά τον Χειμερινό Πόλεμο (1939–1940) μεταξύ Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε ουσιαστικά την σταδιοδρομία του ως ελεύθερος σκοπευτής μαχόμενος τον Κόκκινο Στρατό.

Έδρασε σε πολικές θερμοκρασίες, στους -40 βαθμών Κελσίου φορώντας την ολόλευκη στολή παραλλαγής του, σκοτώνοντας επιβεβαιωμένα 505 Σοβιετικούς στρατιώτες, καθώς και άλλους 542 αν προστεθούν και οι μη επιβεβαιωμένοι θάνατοι. Κάτω από την λευκή παραλλαγή, φορούσε βαριά ρούχα και έμενε ακίνητος παρά το κρύο. Έβρισκε ένα μέρος νωρίς το πρωί και έμεινε εκεί μέχρι να δύσει ο ήλιος ακούνητος.

Σύμφωνα με την ανεπίσημη καθημερινή καταγραφή της δράσης των σκοπευτών στο πεδίο της Μάχης της Κόλλαα, τα θύματά του ήταν 800. Εκτός από τις επιτυχίες του ως ελεύθερος σκοπευτής, χρεώνεται και 200 περίπου επιβεβαιωμένους θανάτους χρησιμοποιώντας υποπολυβόλο Suomi KP/-31, ανεβάζοντας έτσι τα συνολικά επιβεβαιωμένα θύματά του σε 705. Όλα αυτά επιτεύχθηκαν σε λιγότερο από εκατό ημέρες.

Ο Χέιχε χρησιμοποιούσε μια φινλανδική παραλλαγή σοβιετικού τυφεκίου, το Μ/28, του αξιόπιστου σοβιετικού τυφεκίου Mosin-Nagant. Προτιμούσε να χρησιμοποιεί μεταλλικό σκόπευτρο και όχι τηλεσκοπικό έτσι ώστε να δίνει μικρότερο στόχο στον αντίπαλο διότι με τηλεσκοπικό σκόπευτρο ο ελεύθερος σκοπευτής πρέπει να σηκώνει το κεφάλι περισσότερο κατά την σκόπευση και παρατήρηση.

Με τον τρόπο αυτό περιόριζε την πιθανότητα αντανάκλασης από το τηλεσκοπικό σκόπευτρο, που ενδεχομένως να πρόδιδε την θέση του. Μια ακόμα τακτική του Χέιχε ήταν να συμπιέζει το χιόνι μπροστά από το όπλο, κάνοντάς το συμπαγές, ώστε κατά τη διάρκεια της βολής και το κλώτσημα του όπλου να μην εκτοξεύεται και προδίδει τη θέση του καθώς επίσης καθ' όλη την διάρκεια αναμονής και ενέδρευσης είχε στο στόμα του χιόνι ώστε η ανάσα του να μην εξαχνώνεται στον παγωμένο αέρα και γίνεται εμφανής σε περίπτωση που η περιοχή εποπτευόταν από κιάλια των αντιπάλων.

Ο ταγματάρχης του είχε δηλώσει γι αυτόν ότι μπορούσε να χτυπήσει στόχο στα 150 μέτρα, 16 φορές σε λιγότερο από ένα λεπτό. «Είναι ένα απίστευτο επίτευγμα με τυφέκιο, αφού κάθε φυσίγγιο τροφοδοτείται χειροκίνητα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Στις 6 Μαρτίου του 1940 ο Χέιχε τραυματίστηκε στο σαγόνι κατά τη διάρκεια της μάχης. Όταν βρέθηκε το σώμα του, θεωρήθηκε ότι είναι νεκρός με αποτέλεσμα να πεταχτεί μαζί με άλλους σωρούς στρατιωτών. Η είδηση του θανάτου του εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη τη Φινλανδία, καθώς ήταν ο πιο διάσημος σκοπευτής.

Λίγο αργότερα διασώθηκε από συμπολεμιστές του οι οποίοι ανέφεραν αργότερα ότι «το μισό του κεφάλι έλειπε». Παρέμεινε αναίσθητος μέχρι τις 13 Μαρτίου, την μέρα που ουσιαστικά σταμάτησε ο πόλεμος μεταξύ Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης. Ο Χέιχε προήχθη από το βαθμό του δεκανέα στο βαθμό του ανθυπολοχαγού. Κανένας άλλος στρατιώτης στην ιστορία του φινλανδικού στρατού δεν προήχθη τόσο γρήγορα όσο αυτός.

Ο Χέιχε χρειάστηκε πολλά χρόνια για να αναρρώσει από τα βαριά τραύματα που υπέστη. Η σφαίρα τού είχε σπάσει το σαγόνι και είχε διαλύσει το αριστερό του μάγουλο. Τελικώς επανήλθε και έγινε επιτυχημένος κυνηγός ταράνδων και εκτροφέας σκύλων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ήθελε να μιλάει για τα στρατιωτικά του επιτεύγματα και κατέγραψε τις δολοφονίες του στα απομνημονεύματά του, τα οποία ονόμασε «Λίστα Αμαρτιών» του.

Το 1998 ρωτήθηκε πώς είχε τόσο επιτυχημένες βολές και αυτός απάντησε απλώς ότι ήταν θέμα άσκησης και μόνο. Όταν ρωτήθηκε για το αν έχει μετανιώσει για τον χαμό τόσων ανθρώπων από το χέρι του, απάντησε: «Έκανα ό,τι μου είπαν όσο καλύτερα μπορούσα».

Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε σε ένα μικρό χωριό, το Ρουοκολάχτι, χωριό στη νοτιοανατολική Φινλανδία κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία. Πέθανε την 1η Απριλίου του 2002 σε ηλικία 96 ετών.