Δεν είναι μια καλή μέρα

Χρήστος Κιούσης
Δεν είναι μια καλή μέρα
Ο Χρήστος Κιούσης γράφει για την ημέρα που έχει σημαδευτεί από την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

Η έκτη μέρα του Δεκέμβρη σημαδεύτηκε το 2008. Η είδηση ταξίδεψε αλλά αργήσαμε να το «χωνέψουμε». Ένας αστυνομικός (ειδικός φρουρός για την ακρίβεια κι έχει μεγάλη σημασία αυτό) πυροβόλησε και σκότωσε ένα 15χρονο παιδί στα Εξάρχεια. Η αντίδραση μέρους της κοινωνίας, η μη αντίδραση άλλου μέρους της κοινωνίας, ο χειρισμός των ΜΜΕ, τα αμοντάριστα και μονταρισμένα video, οι δηλώσεις και οι πράξεις των πολιτικών κομμάτων και στελεχών όλα είναι ζωντανά.

Όλα είναι ζωντανά εκτός από το 15χρονο παιδί και τη χαρά της οικογένειας του. «Υπεράσπιση δικαιούνται οι πάντες», είναι το θεμέλιο του νομικού μας πολιτισμού. Ποια μέσα χρησιμοποιεί ο υπερασπιστικός λόγος, είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση αξιοπρέπειας και ηθικής ή αναξιοπρέπειας και ανηθικότητας. Ποια ποινή προέβλεψε το νομικό μας σύστημα για τον άνθρωπο που αποδεδειγμένα πια σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε σε ευθεία βολή ως κρατικό όργανο, είναι μεταξύ άλλων και ζήτημα δημοκρατίας.

Φεύγοντας από τα γεγονότα εκείνης της νύχτας και των επομένων που ακολούθησαν, θυμάμαι πως σε όλα σχεδόν τα ελληνικά σπίτια άνοιξε μια συζήτηση. Η συζήτηση αυτή έγινε αιτία ή αφορμή να μην ξαναπεράσουν την πόρτα του σπιτιού μου αρκετοί άνθρωποι, δια βίου συγγενείς και πρώην φίλοι. Γιατί ανεχόμουν πολλές διαφορές μας, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλά δεν μπορούσα να συνεχίσω να ανέχομαι μια χυδαιότητα να εξελίσσεται.

Μπροστά σε κάθε διαφορά, διαφωνία, προσωπική άποψη ή ό,τι άλλο, υπήρχε ένας «ζεστός» θάνατος. Αν μη τι άλλο, χρειαζόταν ακόμα κι αυτός που δεν συμπονούσε να σιωπήσει. Το πως μπορούσε κάποιος να μην λυπάται για το παιδί που χάθηκε και για την οικογένειά του που βυθίστηκε στη λύπη, ήταν ίσως η αρχή μιας ηθικής κατάπτωσης που τότε ξεκινήσαμε να συνειδητοποιούμε.

Μπροστά στα καμένα καταστήματα, αυτοκίνητα, περιουσίες που καθόλου ευχάριστα δεν ήταν στα μάτια μου, υπήρχε ένας θάνατος από το χέρι ενός ένστολου. Τελεία. Κάθε μετατόπιση της συζήτησης ήταν και παραμένει άτοπη και ύποπτη. Γιατί κάθε συζήτηση για ομάδες, κερκίδες, παρέες εφήβων, φασαριόζικες γειτονιές και άλλα τέτοια άλλαζε την ατζέντα. Ποιά ήταν πραγματικά η ατζέντα;

Επειδή κάθε τι που παθαίνουμε, κάτι πρέπει να μας διδάσκει και ως άτομα και ως κοινωνία κι επειδή εμείς που δημοσιογραφούμε ή αρθρογραφούμε είναι απαραίτητο να «ξαναεπισκεπτόμαστε» τα γεγονότα πόσο πολύ έχουν αλλάξει οι προϋποθέσεις για να οπλοφορεί ένα όργανο του Κράτους; Ποιοι προσλαμβάνονται με ποια κριτήρια και από ποια ρουσφετολογικά παράθυρα βρίσκουν οι ανάξιοι τις θέσεις τους; Αυτή είναι για μένα η ατζέντα. Γιατί πίσω από κάθε ακατάλληλο ένστολο, υπάρχουν και οι ηθικοί πολιτικοί αυτουργοί.

Θυμάστε πόσες πολλές λέξεις ξοδεύτηκαν για την ανάγκη αυστηροποίησης των κανόνων, για την εντατικοποίηση της εκπαίδευσης, για την αναγκαιότητα ψυχιατρικής εκτίμησης, επανεκτίμησης και πορίσματος καταλληλότητας; Πόσα άραγε έχουν γίνει στην πράξη, πόσα πέρασαν ως νέοι κανόνες στην αστυνομική εκπαίδευση και λειτουργία; Και βέβαια πόσες κυβερνήσεις έχουν περάσει από τότε και τι έπραξε η κάθε μια;

Ακόμα και πάνω από το άψυχο σώμα ενός παιδιού ή για να το θέσω καλύτερα, ακριβώς επειδή θρηνήσαμε ένα παιδί, είχαμε όλοι μαζί το χρέος να ξεπεράσουμε τα συμπολιτευτικά και αντιπολιτευτικά επιχειρήματα και να κάνουμε βήματα μπροστά. Τα κάναμε; Τι λέτε;

Παλιότερα έχω ξαναγράψει ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ την έννοια «επέτειος δολοφονίας», δεν μπορεί να υπάρχει τέτοιο πράγμα. Υπάρχει όμως ημέρα μνήμης, μνήμης και του παιδιού αλλά και όσων οφείλαμε να κάνουμε και δεν κάναμε. Έτσι μόνο δέχομαι την ανάγκη δηλώσεων, κινητοποιήσεων, εκδηλώσεων κάθε 6η Δεκεμβρίου. Αλλιώς τη μετατρέπουμε σε μέρα αμνησίας που χρησιμοποιεί ο καθένας για αστυνομική ή αντιεξουσιαστική γυμναστική. Μεγάλη προσβολή για ένα αδικοχαμένο νέο παιδί. Όπως μεγάλη προσβολή είναι και κάθε προσπάθεια συμψηφισμού, διαχωρισμού και σύγκρισης νεκρών. «Λέτε για τον Γρηγορόπουλο αλλά δεν λέτε για...» Είναι ντροπή και το ξεστομίζουν, απλά ντροπή.