Πες μου μαμά, τα κανονικά παιδιά πώς πεθαίνουν;

Πες μου μαμά, τα κανονικά παιδιά πώς πεθαίνουν;
Η σιωπή στον Άδη είναι λιγότερο απόκοσμη, από εκείνη την σιγή που φιλοξενεί τον θρήνο για τον θάνατο ενός παιδιού. Στις 6 του Δεκέμβρη του 2008, ο Αλέξης δολοφονείται από αστυνομικό σε υπηρεσία.

Ήταν βράδυ λίγο μετά τις 9. Στα Εξάρχεια, στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλλα. Εκεί που στέκει από τότε μια επιγραφή με τ΄ όνομά του και μερικά λουλούδια να χαϊδεύουν τη μνήμη, να μην ξεχάσει ποτέ. Πώς θα μπορούσε βέβαια; Ήταν 6 του Δεκέμβρη κι ένα παιδί δεν γύρισε σπίτι. Και ας φωτίστηκε αλλόκοτα εκείνο το βράδυ η πόλη. Και ας χόρευαν οι φλόγες για μέρες ολόκληρες αργότερα. Δεν βρήκε τον δρόμο. Δεν γύρισε.

Ήταν 6 Δεκέμβρη του 2008, και μια παρέα παιδιών ήταν έξω. Ήταν στο κέντρο της Αθήνας, στην καρδιά της πόλης. Μια παρέα παιδιών που ήρθε σε λεκτική αντιπαράθεση με αστυνομικούς που επέβαιναν σε περιπολικό. Και οι κανονικοί αστυνομικοί σταμάτησαν το όχημα. Κατέβηκαν κάτω και με τα κανονικά τους όπλα, κινήθηκαν προς την παρέα των νεαρών. Ο κανονικός αστυνομικός, έβγαλε το κανονικό του όπλο και πυροβόλησε τρεις φορές προς το μέρος των εφήβων.

Και μια από τις σφαίρες βρήκε στο στήθος τον Αλέξη. Τον Αλέξη που δεν ήταν «κανονικό» παιδί και «κάτι γύρευε στα Εξάρχεια». Έκοψε το νήμα της ζωή του. Μιας ζωής που δεν πρόλαβε να ζήσει. Έκοψε το γέλιο μια γενιάς που ίσα που είχε μεγαλώσει. Ίσα που έκοβε βόλτες στον κόσμο των ενηλίκων και άκουσε πως ένα αγόρι κείτονταν νεκρό στο πεζοδρόμιο.

Και μια χώρα με βλέμμα κενό ισορρόπησε ανάμεσα στο χάος, την οργή και την αγανάκτηση. Άλλοι για τους κάδους, τα κυβερνητικά κτίρια και τις τράπεζες που καίγονταν, τα σπασμένα μάρμαρα και την οργή που κόχλαζε και χαλούσε την νηνεμία της ρουτίνας τους. Την αδιατάραχτη κανονικότητα που κάπως ενοχλήθηκε όχι από τον θάνατο, αλλά από τη φλεγόμενη Αθήνα.

grhgoropoylos

Κι άλλοι, που ένα όργανο του κρατικού μηχανισμού, στάθηκε απέναντι από μια παρέα εφήβων. Που σήκωσε το χέρι, τους κοίταξε στα μάτια και πυροβόλησε εν ψυχρώ. Που μια σφαίρα βρήκε την καρδιά ενός παιδιού και έγινε σπίθα στο στήθος χιλιάδων άλλων που έγιναν οι ίδιοι φλεγόμενες σφαίρες και τσούλησαν εκείνοι στους δρόμους ψάχνοντας απαντήσεις. «Που πάνε τα νεκρά παιδιά»; «Γιατί ο Αλέξης δεν πρόλαβε να ζήσει;» «Πώς πεθαίνουν τα κανονικά παιδιά»;

Η σφαίρα του ειδικού φρουρού δεν έφτασε μόνο στο κορμί του Αλέξη. Έφτασε στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας που ήταν «ντυμένο» με βενζίνη. Και ένα μέρος της πήρε φωτιά, κι έκανε έκρηξη. Κι ένα άλλο ζαλίστηκε από την οσμή και απέμεινε να ρωτάει: «τι δουλειά είχε ένας 15χρονος στα Εξάρχεια;».

Οι πρώτοι ισχυρισμοί του Κορκονέα ότι «ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου» πυροβόλησε στον αέρα διαψεύστηκαν από ερασιτεχνικό βίντεο και από αυτόπτες μάρτυρες. Ήταν ευθεία βολή. Μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, η Αθήνα είχε γίνει πεδίο μάχης και στις 23.00, οι Κορκονέας και Σαραλιώτης οι δύο αστυνομικοί που επέβαιναν στο περιπολικό συνελήφθησαν.

Εκείνη τη νύχτα, που ο Αλέξης δεν γύρισε σπίτι. Εκείνη τη νύχτα που ο Νίκος (Ρωμανός) είδε τον φίλο του να σκοτώνεται. Εκείνη τη νύχτα που μια γενιά πνίγηκε στην οργή. Εκείνη τη νύχτα που μια κοινωνία είδε κατάματα πως μοιάζει η αστυνομική αυθαιρεσία. Εκείνη τη νύχτα που μια σφαίρα σφηνώθηκε στην καρδιά ενός παιδιού και μιας πόλης που αναζητούσε ευθύνες και θύτες. Εκείνη τη νύχτα που ένας μήνας πήρε όνομα και επώνυμο. Εκείνη τη νύχτα που κάποιοι ρώτησαν τι γύρευε ένας 15χρονος στα Εξάρχεια, κι άλλοι αναρωτήθηκαν «τα κανονικά παιδιά πως πεθαίνουν»;

Στις 6 Δεκεμβρίου 2008, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονείται από τον ειδικό φρουρό της Ελληνικής Αστυνομίας Επαμεινώνδα Κορκονέα.


«Ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων με μολότοφ κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό με πιστόλι, εγώ είμαι πάντα με το μέρος του παιδιού»

- Μάνος Χατζιδάκις