Το «καφκικό» λεωφορείο!

Αν ο Φραντς Κάφκα έπρεπε να βρίσκεται σε ένα λεωφορείο θα ήταν αυτό. Αυτό που για αλλού ξεκίνησε και αλλού «πνίγηκε». Το όχημα-απάτη, φρεναπάτη, του μυαλού χειμαρρώδες μονοπάτι. Το μέσο μαζικής μεταφοράς που έγινε μέσο μαζικής αποφυγής, εξαφάνισης. Και σαν το «κτίσμα» που έφτιαξε με λέξεις ο μεγάλος λογοτέχνης, έτσι και ο κακός μας ο καιρός -η ανικανότητα μας δηλαδή- έφτιαξε το καφκικό σκηνικό για ένα σύγχρονο στιγμιότυπο του «Πύργου». Πρωταγωνιστής ο άγνωστος οδηγός και συμπρωταγωνιστές οι επιβάτες συνοδοιπόροι, τα ανυποψίαστα θύματα μια ιστορίας δίχως τέλος. Αυτό είναι το εκπληκτικό στην υπόθεση, ότι δεν υπήρξε τέλος και ούτε πρόκειται να υπάρξει. Η αφετηρία υπήρξε, όμως το τέρμα της διαδρομής δεν σημειώθηκε ποτέ εκείνη τη μέρα. Το φινάλε χάθηκε κάτω από τη γέφυρα, σε κάποιον δρόμο της Αθήνας, μπροστά σε ένα ποτάμι που έδειξε ότι ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πού πάμε και πού θα καταλήξουμε. Ο γερμανόφωνος, εβραϊκής καταγωγής, συγγραφέας ασχολήθηκε όλη του τη ζωή με το ανεκπλήρωτο, το άγνωστο που γίνεται γνωστό και το άδικο που γίνεται δίκαιο, με το ξαφνικό που σου αλλάζει τη ζωή για πάντα και η μεταμόρφωση γίνεται η μόνη φύση σου. Σ’ αυτό το λεωφορείο θα έμπαινε σίγουρα.
Μέτρησαν τον χώρο και χάθηκαν
Εκείνη τη μέρα «άνοιξαν» οι ουρανοί και μαζί μια πύλη για τη χωροχρονική σύνδεση. Το λεωφορείο εκτελούσε τη διαδρομή Πειραιάς-Βούλα και στην παλαιά λεωφόρο Ποσειδώνος, στο ύψος του ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», κάτω από γέφυρα, τα πάντα σταμάτησαν. Εκτός από το νερό. Το πανίσχυρο στοιχείο της φύσης έδειξε ότι η ζωή του ανήκει και οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια και όλα όσα περιβάλλουν τον κόσμο μας. Τη στιγμή του αποκλεισμού ο οδηγός θα πρέπει να ένιωσε ότι δεν βρίσκεται στην πόλη που ήξερε. Το δρομολόγιο συγκεκριμένο, αλλά το χάος είναι πάντα άναρχο και δεν έχει σημεία αναφοράς, ιδιαίτερα τέλος και αρχή. Προφανώς ο άνθρωπος θα ήθελε να πάει εκεί που είχε σχεδιάσει, αλλά ο αστάθμητος παράγοντας τον πήγε εκεί που δεν ήθελε και μετατόπισε το γνωστό σημείο στη χοάνη του άπειρου. Η ανεξέλεγκτη δύναμη επέβαλλε την απομόνωση, την αποξένωση και την αδυναμία να ολοκληρωθεί μια «γνωστή» και «εύκολη» διαδρομή. Όλοι νομίζουν ότι ανήκουν κάπου, όμως δεν ανήκουν πουθενά, όπως ο «κύριος Κ.» στο μυθιστόρημα του Καφκά «Ο Πύργος». Ο οδηγός νομίζει ότι προσλήφθηκε για να οδηγεί και να καλύπτει αποστάσεις, οι επιβάτες νομίζουν ότι θα πάνε εκεί που είχαν σχεδιάσει, εκεί που είχαν μετρήσει προ πολλού τον χώρο. Λανθάνουν και φέρνουν τον Κάφκα στο σήμερα.
Απέναντι στο παράλογο
Τι συμβαίνει (μάλλον δεν συμβαίνει) στο πασίγνωστο έργο του Κάφκα. Ένας κάποιος «κύριος Κ.» καταφθάνει σε ένα χωριό που ανήκει στην επικράτεια κάποιου Πύργου. Πιστεύει ότι έχει προσληφθεί ως χωρομέτρης. Ο διορισμός του είναι ένα λάθος. Ο «κ. Κ», παρότι ξένος, προσπαθεί να ενταχθεί και να κατανοήσει τη λειτουργία αυτού του παράλογου μηχανισμού. Δεν πτοείται από τις ακυρώσεις και την επανάληψη της αφετηρίας. Επιμένει και στην ουσία αντιπαλεύει τον αόρατο γραφειοκρατικό μηχανισμό. Το λεωφορείο υπάρχει για να μετρά τον χώρο με τον τρόπο του. Ο οδηγός το ίδιο. Εκείνη τη μέρα όμως όλα ήταν λάθος. Ο χώρος δεν ανήκε στο όχημα ούτε στον άνθρωπο πίσω από το τιμόνι. Δεν ανήκε ούτε στη θέληση των επιβατών να πάνε στον προορισμό τους. Ο μηχανισμός της φύσης δεν έχει καμία σχέση με τον γραφειοκρατικό, όμως ο τελευταίος είναι που έκανε τον πρώτο τούνελ δίχως διέξοδο. Οδηγός, επιβάτες και να ήθελαν δεν μπορούν εξηγήσουν τον γραφειοκρατικό έλεγχο στις ζωές τους. Ο χωρομέτρης συνθλίβεται από το διαρκώς άπιαστο, από τον αντικατοπτρισμό του ορατού. Ο οδηγός και οι επιβάτες του λεωφορείου Α1 κατέβηκαν από το πλημμυρισμένο όχημα και συνέχισαν την άγνωστη πορεία τους. Συμβιβασμός ή αντίσταση στο παράλογο; Αποδοχή ή νίκη της αποξένωσης; Μόνο ο Κάφκα θα μπορούσε να απαντήσει.