Mythbuster: Φέρτε κι άλλους ξένους, είναι καλύτεροι από τους Έλληνες

Γιώργος Μανταίος Γιώργος Μανταίος
Mythbuster: Φέρτε κι άλλους ξένους, είναι καλύτεροι από τους Έλληνες

bet365

Μετά το νέο διασυρμό του ελληνικού ποδοσφαίρου στην Ευρώπη, ο Γιώργος Μανταίος αναρωτιέται: «Αν όχι τώρα, πότε θα τελειώνουμε με την ξενομανία;»

Ομολογώ ότι είναι πολύ δύσκολο να προσπαθήσει κανείς να αποδομήσει με ψυχραιμία και νηφαλιότητα την εμμονή που υπάρχει στην Ελλάδα για τους ξένους ποδοσφαιριστές. Στην προσπάθεια αυτή πρέπει να στηριχθεί αποκλειστικά σε απτά επιχειρήματα και μετρήσιμα μεγέθη, γιατί οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση θα αποτελέσει βούτυρο στο ψωμί των «ναιμεναλλάδων». Εκείνων, δηλαδή, που πάντα θα βρουν μια καλή κουβέντα για τους διάφορους αλλοδαπούς που έρχονται και παρέρχονται και ένα ακόμα καλύτερο μπινελίκι για τους «Καμπετσήδες», στον οποίο φορτώθηκε –πολύ βολικά- ένα μεγάλο μερίδιο της ευρωπαϊκής αποτυχίας του Παναθηναϊκού.


Πάμε λοιπόν ως γνήσιοι Mythbusters να καταρρίψουμε το μύθο της αναγκαιότητας απόκτησης πολλών ξένων ποδοσφαιριστών, γιατί δήθεν «δεν υπάρχουν καλοί Έλληνες». Γιατί τώρα; Επειδή η τραγική παρουσία των ελληνικών ομάδων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, μας δίνει το έναυσμα. Δεν έχει πλέον κανένα νόημα να συναγωνίζονται ξένοι από κάθε γωνιά του πλανήτη για να πάρουν το πρωτάθλημα και το κύπελλο Ελλάδας, από τη στιγμή που δεν υπάρχει έστω αυτή η ψευδαίσθηση του ευρω-μεγαλείου.
Γιατί, παράλληλα, η συγκυρία αυτή σηματοδοτεί τη στιγμή που πρέπει όλοι να αναρωτηθούμε: αν όχι τώρα, πότε θα δείξουμε εμπιστοσύνη στον Έλληνα ποδοσφαιριστή;

Μύθος Νο1 -«Εχει αλλάξει το ποδόσφαιρο. Προχθές η Τσέλσι είχε μόνο τέσσερις Άγγλους βασικούς»


Κατ΄αρχάς, αν όλες οι ομάδες της Super League στηρίζονταν τουλάχιστον σε τέσσερις Έλληνες, δεν θα ήταν και τόσο μεγάλο το πρόβλημα. Αλλά πέραν τούτου, πρέπει πρωτίστως να αντιληφθούμε που ακριβώς τοποθετείται το πρωτάθλημα της Super League. Οι συγκρίσεις με την Αγγλία, την Ισπανία, την Ιταλία είναι εντελώς αδόκιμες και δεν αποτελούν επιχείρημα για τον αφελληνισμό του ποδοσφαίρου μας. Με βάση την κατάταξη της UEFA η χώρα μας ανήκει ποδοσφαιρικά στον κύκλο της Ελβετίας, της Τσεχίας, της Κροατίας, της Δανίας. Παράδειγμα από μία εξ αυτών, έχουμε πολύ πρόσφατο: σε δύο αναμετρήσεις εναντίον του Παναθηναϊκού (Σλάβια Πράγας) έπαιξαν 14 Τσέχοι, έναντι επτά Ελλήνων. Μιλάμε για τον Παναθηναϊκό, την ομάδα που χρησιμοποίησε μακράν τους περισσότερους Έλληνες από τις τέσσερις που εκπροσώπησαν τη χώρα μας στα κύπελλα Ευρώπης.
Συνεπώς, μπορεί στο top επίπεδο το ποδόσφαιρο να έχει αλλάξει, όμως στην κατηγορία που ανήκει η Ελλάδα, το τοπικό στοιχείο εξακολουθεί να κυριαρχεί.

Μύθος Νο2: «Οι ομάδες είναι επιχειρήσεις. Θέλουν να πουλήσουν, όπως έκανε ο Ολυμπιακός με τον Ποντένσε»

Σύμφωνοι, η Ευρώπη είναι η μεγάλη βιτρίνα, το «μαγαζί γωνία» στο οποίο θα μπουν και θα «ψωνίσουν» οι μεγάλοι της Ευρώπης. Ποιος είπε, όμως, ότι οι Έλληνες δεν αποτελούν ελκυστικό εξαγώγιμο προϊόν; Ακόμα κι ο Ολυμπιακός, που έχει εξελιχθεί σε σοβαρό ευρωπαϊκό selling club, έχει ρεκόρ πώλησης τον Ποντένσε στη Γουλβς το 2019, όμως στη σχετική λίστα με τα πιο ακριβά deals ακολουθούν ο Πάνος Ρέτσος (2017, Λεβερκούζεν), ο Κώστας Μήτρογλου (2013, Φούλαμ), ο Κώστας Μανωλάς (2015, Ρόμα) και ο Κώστας Τσιμίκας (2020, Λίβερπουλ).
Ας αφήσουμε στην άκρη τον Ολυμπιακό. Οι υπόλοιποι τι κέρδος έχουν αποκομίσει τόσα χρόνια από την «ξενομανία»; Ο ΠΑΟΚ έβγαλε σχεδόν 20 εκατομμύρια από τις πωλήσεις Ελλήνων, του Τζόλη και του Γιαννούλη. Η ΑΕΚ έκανε ρεκόρ μεταγραφής το 2018 με τον Μπάρκα στη Σέλτικ έναντι 5.000.000 το 2020 και κατέρριψε το προηγούμενο (3.800.000) από το 2008 με τον Παπασταθόπουλο στη Μίλαν. Ακόμα και τον Οικονόμου πούλησε 1.000.000 στην Κοπεγχάγη, επειδή τον έβαλε να παίξει όταν έπρεπε, χωρίς να σπεύσει να αποκτήσει ξένο.
Άρα, η εμμονή στους ξένους ποδοσφαιριστές δεν έχει το παραμικρό επιχειρηματικό όφελος για τις ΠΑΕ

Μύθος Νο3: «Πρέπει να έρθουν πρωτοκλασάτοι ξένοι για να ανταγωνιστούμε τις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Οι Έλληνες δεν μπορούν»


Περνάμε στο ζούμι της υπόθεσης! Στον πρωτοφανή διασυρμό των ελληνικών ομάδων τις προηγούμενες εβδομάδες, μόνο ο Παναθηναϊκός είχε έντονο ελληνικό «χρώμα». Βέβαια, όπως είδαμε και παραπάνω, ουδεμία σχέση υπήρχε αριθμητικά προς τους Τσέχους αντιπάλους του, αλλά με ελληνόπουλα και δύο παίκτες από τις ακαδημίες του (Βαγιαννίδης, Αλεξανδρόπουλος), το πάλεψε και έφτασε κοντά σε μια πολύ μεγάλη ανατροπή. Από τους υπόλοιπους, στο Σλόβαν Μπρατισλάβα-Ολυμπιακός αγωνίστηκαν τρεις Έλληνες (Μασούρας, Μανωλάς, Μπουχαλάκης) στις αναμετρήσεις του ΠΑΟΚ με τη Λέφσκι έπαιξαν τέσσερις (Λύρατζης, Κάργας, Κούτσιας, Κωνσταντέλιας), ενώ στο χθεσινό Άρης-Μακάμπι τελ Αβίβ ο μόνος Έλληνας ήταν ο Χατζηιωάννου που μπήκε ως αλλαγή στο 5ο λεπτό των καθυστερήσεων! Στα ίδια ματς αγωνίστηκαν 7 Σλοβάκοι, 13 Ισραηλινοί (κάποιοι έχοντας διπλή εθνικότητα) και 8 Βούλγαροι.


Ως χώρα ήμασταν ανέκαθεν πιο ανταγωνιστικοί όταν κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο. Ας αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες σπουδαίες ευρωπαϊκές στιγμές:
* 30 Σεπτεμβρίου 1997 Άρσεναλ-ΠΑΟΚ 1-1 και πρόκριση στον επόμενο γύρο του κυπέλλου UEFA με μοναδικούς ξένους τον Ολιβάρες και τον Τζο Νάγκμπε. Οι Έλληνες που έπαιξαν σε εκείνο το ματς ήταν οι Μιχόπουλος, Τασσιόπουλος, Κολομπούρδας, Καπετανόπουλος, Ζαφειρίου, Σιδηρόπουλος, Ζαγοράκης, Φρατζέσκος, Ζουμπούλης, Βρύζας, Βελής, και Τουρσουνίδης. Μετά από 14 χρόνια, την 1η Δεκεμβρίου 2011, Τότεναμ-ΠΑΟΚ 1-2 και πρόκριση στους 32 του Europa League, με βασικούς τους Χαλκιά, Μαλεζά, Σταφυλίδη, Φωτάκη, Σαλπιγγίδη, Γεωργιάδη και Αθανασιάδη.

* Ο Παναθηναϊκός βρέθηκε για δύο σερί σεζόν στους «8» των ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Το 2002 στο Champions League και το 2003 στο UEFA. Στηρίχθηκε στον γνωστό κορμό των μετέπειτα πρωταθλητών Ευρώπης με Νικοπολίδη, Σειταρίδη, Φύσσα, Γκούμα, Μπασινά, Καραγκούνη συν τους Λυμπερόπουλο, Βόκολο, Κυργιάκο, Παντελή Κωνσταντινίδη και τον Κύπριο, Μιχάλη Κωνσταντίνου

* Πολύ πιο πρόσφατα (2018) η ΑΕΚ επέστρεψε μετά από χρόνια στους ομίλους του Champions League στηριζόμενη στους Μπάρκα, Μπακάκη, Οικονόμου, Λαμπρόπουλο, Μπακασέτα, Κλωναρίδη, Μάνταλο και με προπονητή τον Ουζουνίδη.

* Ο Ολυμπιακός κατέγραψε τη μεγαλύτερη επιτυχία της ευρωπαικής Ιστορίας του το 1999 όταν έφτασε «μια ανάσα» από τους «4» του Champions League με παίκτες όπως οι Ελευθερόπουλος, Αμανατίδης, Άντζας, Κωστούλας, Μαυρογενίδης, Γιαννακόπουλος, Καραταϊδης, Καραπιάλης, Νινιάδης, Αλεξανδρής και ξένους δυο παιδιά που πάντα θεωρούσαμε «δικά» μας, τον Τζόρτζεβιτς και τον Γκόγκιτς.

* Ο εκπληκτικός Άρης της σεζόν 2010/11 με τις δύο νίκες επί της Ατλέτικο Μαδρίτης είχε εξαιρετικούς ξένους, αλλά βασικούς τους Σηφάκη, Λαζαρίδη και μόνιμους στο rotation τους Πρίττα, Καζναφέρη, Μενδρινό, Παπαζαχαρία. Θα μπορούσαμε να μεταφερθούμε χρονικά και στο έπος του 1979 με την πρόκριση επί της Περούτζια, αλλά ήταν μία εποχή όπου το εθνικό στοιχείο κυριαρχούσε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Όσες φορές στο παρελθόν οι ελληνικές ομάδες υπήρξαν ανταγωνιστικές σε υψηλό επίπεδο, πάντα στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε γηγενείς ποδοσφαιριστές.

Φυσικά όλα όσα αναφέραμε παραπάνω δεν δίνουν συγχωροχάρτι για τα λάθη που έχουν κάνει οι Έλληνες παίκτες. Τα μαύρα χάλια των ομάδων μας στην Ευρώπη δεν αποτελούν free pass για τους ντόπιους, εάν δεν ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Από την άλλη πλευρά, όμως, όταν ο εξευτελισμός από χωριά της Ευρώπης γίνεται πλέον συνήθεια, είναι απολύτως λογικό το λαϊκό αίτημα: «Βάλε τουλάχιστον τα δικά μας παιδιά. Τι χειρότερο μπορεί να συμβεί;»

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Γιώργος Μανταίος
Γιώργος Μανταίος