Οι άνθρωποι μας!

Βασίλης Σκουντής Βασίλης Σκουντής
Οι άνθρωποι μας!
Ο Ανδρέας Βουρλιώτης πλένει και σιδερώνει τις φανέλες των παικτών της ομάδας του Παραδείσου και ο Βασίλης Σκουντής θυμάται κάμποσες μυθικές φιγούρες φροντιστών του ελληνικού μπάσκετ...

Eγώ που είμαι μιας κάποιας ηλικίας και μιας παλιάς κοπής, συμφωνώ, αλλά και διαφωνώ με την άποψη ότι την Ιστορία τη γράφουν οι πρόεδροι, οι προπονητές και οι παίκτες των ομάδων...

Τη γράφουν βεβαίως αυτοί, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Αφήνουν ένα κομματάκι της να γραφτεί και από τους αποδέλοιπους, που σουλατσάρουν γυρού γυρού...

Δεν αμπελοφιλοσοφώ τώρα, απλώς βρήκα μια δυσάρεστη αφορμή για να γράψω ότι ένα (μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία) κομμάτι της ιστορίας το γράφουν άνθρωποι σαν τον Ανδρέα Βουρλιώτη που έφυγε χθες από τη ζωή...

Τι δουλειά έκανε ο συχωρεμένος; Ήταν επί 21 συναπτά έτη ο φροντιστής του Ολυμπιακού και ένα μέρος του ντεκόρ που συντίθεται από στιγμές ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη της ομάδας...

Ο (κάθε) Βουρλιώτης είναι κομπάρσος, λέει.

Πριτς, σαν σφάξανε!

Ο κάθε Βουρλιώτης είναι πρωταγωνιστής στη δική του ειδικότητα και όλοι αυτοί οι αφανείς ήρωες μπορεί να μη λούζονται από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά ξα τους...

Οι ίδιοι ξέρουν πόσο δυνατούς κρίκους της αλυσίδας αποτελούν. Το ξέρουν βεβαίως και οι προπονητές, οι γυμναστές, οι γιατροί, οι φυσικοθεραπευτές και κυρίως οι παίκτες που τους αγαπούν σαν πατεράδες ή αδελφούς τους.

Εχω δει και ξέρω έναν σκασμό από παίκτες που τσακώθηκαν ή πλακώθηκαν με συμπαίκτες τους, προπονητές, παράγοντες, γιατρούς και πάει λέγοντας.

Στο λόγο της τιμής μου, όμως, δεν ξέρω κανέναν τους να έχει κακοκαρδιστεί με φροντιστή: κάνει ρίμα αυτό, αλλά κάνει και μια μεγάλη αλήθεια...

Στα 42 χρόνια που ταλαιπωρώ το μπάσκετ και τη δημοσιογραφία γνώρισα και αγάπησα πολλούς από αυτούς, κάποιοι μάλιστα είχαν διπλοί ιδιότητα και εκτός από φροντιστές ήταν επίσης μασέρ ή φυσικοθεραπευτές, όπως ο Βασίλης Βασιακώστας και ο Μανώλης Λέκκας (ή «Σάλτσας») στην Εθνική ομάδα...

Ο συχωρεμένος ο Βουρλιώτης ήταν ένας από δαύτους, χώρια που γνώρισα και θυμάμαι καλά και τον προκάτοχο του, τον συχωρεμένο τον Στέλιο, αλλά δυστυχώς δεν θυμάμαι το επώνυμο του...

Ο Βουρλιώτης είχε ένα καφενείο δίπλα στο «Παπαστράτειο» στη Λεύκα και κάθε μέρα την ώρα της προπόνησης και όποτε έπαιζε ο Ολυμπιακός άφηνε κάποιον στο πόδι του και πήγαινε στο γήπεδο για να μαζέψει και να πλύνει τα ρούχα και να κάνει όλες τις χρειαζούμενες δουλειές του ποδαριού...

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όντας κιόλας από γεννησιμιού του φόλα Ολυμπιακός κόλλησε με την ομάδα και χρίσθηκε επισήμως φροντιστής της: παρέμεινε μάλιστα έως και το 1998, έχοντας πανηγυρίσει μεταξύ άλλων το triple crown της σεζόν 1996-97.

Ο Αντρέας, όπως ορίζει αυτή η θέση ήταν αεικίνητος. Σβούρα! Όπως κάθε ομότεχνος του διαισθανόταν τι χρειαζόταν ο παίκτης προτού καν του το πει, ενώ είχε έναν... βουκολικό τόνο όταν φώναζε τους παίκτες για να τους δώσει νερό, ειδικότερα δε προς τον Πάσπαλι...

Ξαφνικά μέσα στη σιωπή ακουγόταν ένα μακρόσυρτο «Ζαααρκ» και ο Πάσπαλι όπως και οι υπόλοιποι παίκτες έσκαγαν στα γέλια, κάποιοι μάλιστα του έλεγαν «Αντρέα σαλάγα τον κιόλας»!

Δεν ξέρω για τον Ζάρκο, αλλά ο Αντρέας (όπως θυμήθηκε χθες ο Γιάννης Φιλέρης) σαλάγησε για τα καλά τον συχωρεμένο τον Ρόι Τάρπλεί το βράδυ της 24ης Νοεμβρίου του 1993 στη Μαδρίτη, μετά την επική νίκη, δια χειρός Γιώργου Σιγάλα, νίκη του Ολυμπιακού επί της Ρεάλ με 58-57.

Πώς; Καθόταν από πίσω του στο πούλμαν, στην επιστροφή από το γήπεδο στο ξενοδοχείο και τραγούδαγαν μαζί ένα δημοτικό τραγούδι με τον Αντρέα να δίνει το σύνθημα και τον Ρόι να ακομπανιάρει και συνάμα να λικνίζεται καθισμένος στη θέση του…

«Ντίλι ντίλι ντίλι, ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε, η κόρη το μαντίλι.

Πήγε και ο ποντικός και πήρε το φυτίλι

μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντίλι»

Ο Παναθηναϊκός είχε τον δικό του άνθρωπο για όλες τις δουλειές: τον Νάκο!

Ο Νάκος (Παπακωνσταντόπουλος) που αποτελούσε το alter ego του περιβόητου Μπακούρου της ποδοσφαιρικής ομάδας, δεν άκουγε καλά και δεν μιλούσε κιόλας καθαρά. Ε και τι μ’ αυτό; Ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές και ο μόνος μπροστά στον οποίο στέκονταν σούζα όλοι οι παίκτες, ακόμη και οι ντίβες, όπως ο Κορωναίος, ο Κόντος, ο Στεργάκος, ο Κοκολάκης, ο Βίδας και όλοι οι υπόλοιποι.

Μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον Νάκο μου διηγήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στο Σικάγο ο Κυριάκος Βίδας. Πίσω στα 1979, όταν ο Κερκ ήρθε στην Ελλάδα, πήγε για την πρώτη προπόνηση του στον «Τάφο του Ινδού», αλλά ένιωσε άβολα διότι ο Νάκος του έδωσε μια φανέλα που τον στένευε.

Τι έκανε λοιπόν ο Βίδας; Ζήτησε ένα ψαλίδι από τον ανυποψίαστο τον Νάκο και έκοψε τα μανίκια της φανέλας ώστε να μπορεί να σηκώνει το χέρι του πιο ψηλά και να εκτελεί όπως είχε συνηθίσει.

Με το που είδε ο Νάκος τον Βίδα να κόβει τα μανίκια φρύαξε, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά στη σκηνή που ακολούθησε και τον έκανε να βγει από τα δικά του ρούχα...

Ξαφνικά όλοι οι παίκτες πήραν ένα ψαλίδι και άρχισαν να κόβουν τα μανίκια και από τις δικές στους φανέλες!

Cult φυσιογνωμία υπήρξε τα κατοπινά χρόνια και ο Αντώνης Γεροντίτης στο όνομα του οποίου έπινε νερό ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, μάλιστα βάφτισαν από κοινού «Λομπάρντο» τον Μηνά Γκέκο, λόγω της... αραιοκατοικημένης κόμης του!

Ως η πιο μυθική μορφή φροντιστή στα χρονικά του ελληνικού μπάσκετ (πρέπει να) λογίζεται ο «Μπαρού» του Αρη, κατά κόσμον Μάκης Νάτσης, που μεγάλωσε στο Παπάφειο Ορφανοτροφείο και έφυγε από τη ζωή στις 31 Ιουλίου του 2007.

Τόσο διαχρονική, σημαδιακή και ανεξίτηλη ήταν η παρουσία του, ώστε ο Αρης ορθώς πράττων, του έχει αφιερώσει μια γωνιά στο μουσείο του, στο «Παλέ ντε Σπορ».

Ενώ ο Νάκος δεν άκουγε και δεν μίλαγε καλά, ο Μάκης που βρισκόταν σε αυτό το πόστο από τότε που ο «Ξανθός» ήταν πιτσιρικάς δεν έβλεπε από το ένα μάτι: είχε τυφλωθεί σε μια οξυγονοκόλληση στο γήπεδο και γι αυτό φορούσε πάντοτε σκούρα γυαλιά. Στον αντίποδα είχε ανεπτυγμένη σε οξύτατο βαθμό την ακοή και την όσφρηση και καταλάβαινε από ένα χιλιόμετρο ποιος ερχόταν ή ποιος έφευγε.

«Τρομερή φιγούρα, μεγαλώσαμε μαζί του και μας είχε σαν παιδιά του» μου είπε ο Νίκος Φιλίππου, ο οποίος βεβαίως δεν μπορεί να ξεχάσει ποτέ στη ζωή του την ανατριχίλα που διαπερνούσε σύγκορμα όλα τα μέλη της ομάδας, μετά από κάθε μεγάλη νίκη...

Τι συνέβαινε τότε; Ο «Μπαρού» τραγούδαγε τον ύμνο του Αρη με τόση ένταση και τέτοιο πάθος, ώστε έπεφταν τα τσιμέντα και το ρίγος κυρίευε τους πάντες.

«Άρης, Άρης, Άρης, νικητής προχωρείς πάντα εμπρός, Άρης, Άρης, Άρης και στο διάβα του σκύβει ο εχθρός»!

Μάλιστα ο Φιλίππου θυμάται ότι «πολλές φορές ο Μάκης γινόταν στιχοπλόκος και έβαζε και δικά του λόγια» όποτε ήθελε να τσιγκλήσει τον Ακη Μιχαηλίδη και αργότερα τον Θεόφιλο Μητρούδη και τον Παναγιώτη Σπύρου για κάτι...

Σε περίοπτη θέση σε αυτό το κλαμπ των φροντιστών βρίσκεται βεβαίως ο Γιώργος Γαργαρόπουλος ο οποίος συνδέθηκε άρρηκτα με την ΑΕΚ και όταν έφυγε παρέδωσε τη σκυτάλη στον Γιώργο Σταθόπουλο, τον αποκαλούμενο «Φάντομ» που επίσης είναι μια ιστορία μόνος του!

Ο Γαργαρόπουλος όμως ήταν από άλλο ανέκδοτο κυρίως στις πλάκες, για κάθε μια από τις οποίες ζητούσε αντίτιμο ώστε να τη σπάσει στους παίκτες!

Τους ζητούσε να τον δένουν χειροπόδαρα σε μια καρέκλα και εάν κατάφερνε να λυθεί σε τρία λεπτά τους έπαιρνε από ένα χιλιάρικο!

Του πετούσαν ένα αναμμένο σπίρτο στην ιματιοθήκη και το πλήρωναν σαν... χαβιάρι!

Απολάμβανε τα καψόνια τους και γελώντας τους έλεγε «Χαρείτε το, αλλά θα το πληρώσετε ακριβά ρε που@@@@δες»!

Ο Γιώργος δεν ήξερε αγγλικά. Δεν τα μιλούσε γρι! Όταν λοιπόν ο προπονητής Μιχάλης Αναστασιάδης έφερε έναν Αμερικανό για τα ματς του Κυπέλλου Κόρατς, ονόματι Γκάρι, ο Γαργαρόπουλος δεν ήθελε να φανεί ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί...

Κάθονται λοιπόν την πρώτη ημέρα στο τραπέζι και ρωτά αργά και συλλαβιστά τον λεγάμενο: «Γκάρι θέλεις άλλα μακαρόνια;» Ο Αμερικανός τον κοιτούσε περίεργα και δεν απαντούσε. Λίγο αργότερα ο Γαργαρόπουλος επαναλαμβάνει την ίδια ερώτηση: «Γκάρι θέλεις άλλη σαλάτα;»

Ο Γκάρι πάλι έκανε μια γκριμάτσα φανερώνοντας την απορία του, σε σημείο απόγνωσης!

Ε, με τα πολλά, μια με τα μακαρόνια, μια με τη σαλάτα, μια με το κοτόπουλο και μια με το φρούτο, απηύδησε ο Γαργαρόπουλος και γυρίζει και λέει στον Αναστασιάδη. «Κόουτς πού τον ψωνίσαμε; Αυτός δεν μιλάει ούτε ελληνικά, ούτε αγγλικά, ούτε καταλαβαίνει από παντομίμα»!

Το γήπεδο της οδού Αρτάκης υπήρξε το άντρο ενός επίσης θρυλικού φροντιστή, του Βασίλη Καπώνη, που συνδέθηκε άρρηκτα με τον Πανιώνιο και έφυγε από τη ζωή στις 19 Αυγούστου του 2010.

Ο Καπώνης ήταν επίσης για πολλά χρόνια φύλακας και επιστάτης του ποδοσφαιρικού γηπέδου, όπου μάλιστα βρισκόταν η μόνιμη κατοικία του και εκεί άφησε κιόλας την τελευταία του πνοή.

Ήταν μαγκιόρος και έκανε γυμνάσια στους παίκτες, κυρίως στους πιτσιρικάδες που είτε ανέδειξαν από τα σπλάχνα τους, είτε στρατολόγησαν οι Κυανέρυθροι στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Σε ένα από αυτά τα γυμνάσια, έμπαινε τάχα μου τυχαία στον θάλαμο των ντουζ και έλεγε στον Χριστοδούλου, στον Λινάρδο και στον Γάσπαρη «μικρέ σου έπεσε το σαπούνι». Έσκυβαν ανυποψίαστοι πότε ο Φάνης, πότε ο Νίκος πότε ο Γιώργος για να το πιάσουν και μέχρι να σηκωθούν τους είχε ρίξει μια κλοτσιά στον κώλο ο Αντρέας!

Μυθικές φιγούρες όλοι τους. Όχι μονάχα αυτοί τους οποίους υπέμνησα, αλλά όλοι ανεξαιρέτως. Και ο Μπάμπης Αγγελίδης στον ΠΑΟΚ και ο «μουστάκιας» στο Περιστέρι και ο συχωρεμένος ο Γιάννης Κατμετζής, ο «Γάιδαρος» της Δάφνης που αργότερα πήρε προαγωγή και έγινε διευθυντής του γηπέδου «Μιχάλης Μουρούτσος» και όλοι τους.

Όλοι ανεξαιρέτως...

Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»...

Δεν τον συνορίζομαι, φωτιά να πέσει να με κάψει έστω και με την υποψία της ιεροσυλίας. Απλώς, ποιητική αδεία που λένε, με δυσάρεστη και μακάβρια αφορμή, είπα κι εγώ σήμερα να γράψω κάτι για τους χαμένους φροντιστές των πάγκων του ελληνικού μπάσκετ...

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σκουντής
Βασίλης Σκουντής

H φήμη ότι βγήκε από την κοιλιά της μάνας του κρατώντας ένα στυλό κι ένα χαρτί ελέγχεται ως εντελώς αναληθής. Αντιθέτως είναι περίπου… αληθής η φήμη ότι στην πρώτη έκθεση του στο δημοτικό έβαλε τίτλο, υπότιτλο, φωτογραφία, λεζάντα και έδωσε χαρακτηρισμό γραμματοσειράς!
Τα νομικά βιβλία του Σάκουλα ενέμειναν απλώς στο ράφι, αλλά στις… σακούλες. Ο προορισμός υπήρξε μοιραίος και αναπόδραστος. Μετά από 32 χρόνια και με τα μαλλιά του να έχουν από ετών προτιμήσει την ταπείνωση από το θάνατο, ο Βασίλης Σκουντής ταλαιπωρεί τους γύρω του και τον εαυτό του, επιμένοντας να γράφει, άλλωστε είναι το μόνο που έμαθε να κάνει (πιστεύει καλά, αλλά κι αυτό παίζεται!) στη ζωή του. Αν και ενίοτε παρασπονδεί, εν τούτοις στις φλέβες του τρέχει πάντοτε πορτοκαλί αίμα, θεωρεί τον εαυτό του απόγονο του Homo Βasketikus και (περπατώντας στην πέμπτη δεκαετία της ενασχόλησης του με τη δημοσιογραφία) γουστάρει που ακόμη δεν βαρέθηκε να κάνει το χόμπι του!

ΥΓ: Αν μετά από τόσα χρόνια δεν τον βαρεθήκατε, εκτός από το gazzetta.gr μπορείτε να τον υποφέρετε ακόμη καθημερινά στο Goal News και στον Sentra FM 103.3