Βραζιλία 1970: Απλά η καλύτερη

Βραζιλία 1970: Απλά η καλύτερη

Gazzetta team

Η έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ρωσίας πλησιάζει και η συζήτηση γύρω από τις κορυφαίες εθνικές ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου έφτασε στο αποκορύφωμα.

Στο Gazzetta.gr θέλουμε να βγάλουμε την καλύτερη εθνική ομάδα όλων των εποχών και η αφορμή είναι ο διαγωνισμός που τρέχει στο virtualsports.gr του ΟΠΑΠ! Εκεί καλείσαι να λάβεις μέρος σε ένα ταξίδι στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Μια ενέργεια που (πέρα από όλα τα άλλα) μπορεί να κάνει την παρακολούθηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ρωσίας ακόμη πιο ευχάριστη καθώς σου χαρίζει μια τηλεόραση 4K 65’’, ένα Sound bar, ένα Sony PlayStation 4, ένα μίνι ψυγείο, μια ψησταριά BBQ υγραερίου και μια μηχανή ποπ-κορν - το απόλυτο σετ του κάθε ποδοσφαιρόφιλου!

Έτσι κι εμείς, λοιπόν, αφού ψηφίσαμε τις 5 καλύτερες εθνικές ομάδες, βγάλαμε τις δικές μας 8άδες, αναλύσαμε τις καλύτερες ομάδες που βγήκαν στο Virtual Sports Cup και συζητήσαμε on camera και για την κορυφαία τετράδα, αποφασίσαμε να κάνουμε δύο αφιερώματα για τις 2 κορυφαίες.

Ο Δημήτρης Ρούσσος, λοιπόν, γράφει για τη Βραζιλία του 1970.

Όποιος παρακολουθεί την ιστορία και την εξέλιξη των τουρνουά των Παγκοσμίων Κυπέλλων ανά τα χρόνια, μάλλον κατατάσσει αυτό του Μεξικό το 1970 σε μια ξεχωριστή θέση, ίσως την ψηλότερη, σίγουρα όμως ιδιαίτερη. Άλλωστε, πέρα από συμπάθειες και γούστα, που καθορίζουν πολλές φορές τις «οπαδικές» προτιμήσεις των θεατών, τα Μουντιάλ προσφέρουν ακριβώς αυτό το υπερβατικό για τον ποδοσφαιρόφιλο: να παρακολουθήσει δεκάδες «σχολές» ποδοσφαίρου, να διακρίνει στυλ και τρόπο παιχνιδιού, να καταγράψει τις αλλαγές από τη μια διοργάνωση στην άλλη και να συγκρίνει ομάδες από άλλες εποχές, με βάση κατά το δυνατόν αντικειμενικά δεδομένα.

Στα γήπεδα του Μεξικό προσφέρθηκε η ευκαιρία να εμφανιστεί η καλύτερη, ή εν πάση περιπτώσει μια από τις καλύτερες ομάδες στην ιστορία των διοργανώσεων και να καταπλήξει βραζιλιανόφιλους και μη. Ο Πελέ, ο Τοστάο, ο Ριβελίνο, ο Ζαϊρζίνιο, ο Ζέρσον, ο Κλοντοάλντο και όλοι οι παίκτες της «Σελεσάο» έκαναν επίδειξη δύναμης, σε γήπεδα γεμάτα, καθηλώνοντας τους θεατές για πρώτη φορά μπροστά από έγχρωμες τηλεοράσεις, φέρνοντας 110.000 οπαδούς στο Στάδιο Αζτέκα και στον μεγάλο τελικό με «θύμα» την Ιταλία και παιρνόντας στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα. Η πληρέστερη Εθνική ομάδα όλων των εποχών ξεκινούσε με αλλαγή στον πάγκο της και κατέληγε στα πιο πορφυρά κατάστιχα της ιστορίας.

image

Ο ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ

Σε μια εποχή που η Βραζιλία τελούσε υπό το καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας, ο Ζοάο Σαλντάνια είχε δύσκολο έργο ως προπονητής της Εθνικής ομάδας, που λατρευόταν και δεν κατέβαινε σε κανένα τουρνουά δίχως να παίξει για να κερδίσει. Έχοντας ολοκληρώσει την καριέρα του στην Μποταφόγκο και προπονώντας την για δυο σεζόν (1957-59), εργαζόταν ως δημοσιογράφος, με τη φήμη και την κλάση του να εξαπλώνεται ως «μύθος» στη χώρα. Παράλληλα βέβαια, υπήρξε μέλος του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας και επομένως «μαύρο πανί» για το καθεστώς. Τότε, το 1969 και μια χρονιά πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικό, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, Ζοάο Αβελάνζ, τον επέλεξε ως τον καταλληλότερο για τον πάγκο της «σελεσάο». Το σκεπτικό του ήταν απλό: οι αθλητικοί ρεπόρτερ θα ήταν πιο ελαστικοί στην κριτική τους απέναντι στην ομάδα, αν προπονητής ήταν ένας… δικός τους!

Τελικά τα «πυρά» που δέχθηκε ήταν εντονότερα από τους προπονητές, που δεν ενέκριναν, ανοικτά και σιωπηρά, την επιλογή ενός ημιερασιτέχνη προπονητή για τη θέση. Οξύτατος στους χαρακτηρισμούς του ήταν ο κόουτς της Φλαμένγκο, Ντοριβάλ Γιουστρίχ, με τον οποίο ο Σαλντάνια επιχείρησε να αντιπαρατεθεί, κραδαίνοντας ένα περίστροφο! Το έντονο ταπεραμέντο του ήταν εγγενές χαρακτηριστικό του και αυτό θα φαινόταν και σε άλλες περιπτώσεις, με την πιο χαρακτηριστική να του κοστίζει τελικά τη θέση…

Λίγο πριν ανακοινώσει την αποστολή που θα ταξίδευε στο Μεξικό, ο Σαλντάνια λέγεται πως δέχθηκε πιέσεις από την πολιτική ηγεσία και συγκεκριμένα τον δικτάτορα πρόεδρο Εμίλιο Γκαραστάζου Μεντισι. Όταν του μεταφέρθηκε πως «ο πρόεδρος θα ήταν πολύ ευχαριστημένος αν έβλεπε στην αποστολή τον Ντάριο (σ.σ τον στράικερ της Ατλέτικο Μινέιρο)», εκείνος απάντησε να του μεταφέρουν «κι εγώ θα ήμουν χαρούμενος αν άκουγε μερικές συμβουλές που έχω να του δώσω για τη διακυβέρνηση της χώρας»! Η αδιαλλαξία και η άρνησή του να δεχθεί οποιαδήποτε παρέμβαση στη δουλειά του οδήγησε στην έξοδο ως και τον βοηθό του, που ανέφερε πως «είναι αδύνατον να δουλέψεις με έναν τέτοιο τύπο». Τελικά, η ομοσπονδία υπέκυψε στις πιέσεις και τον αντικατέστησε με τον Μάριο Ζαγκάλο, νικητή των Μουντιάλ 1958 και 1962 και μεγάλη «δόξα» του βραζιλιανικού ποδοσφαίρου. Εν μέσω έντασης, η «σελεσάο» ετοιμαζόταν για την ιστορική διοργάνωση…

image

ΟΙ ΟΜΙΛΟΙ

Η κλήρωση με το έτερο μεγάλο φαβορί του Μουντιάλ, την Αγγλία, στον 3ο όμιλο, διαμόρφωσε ένα εντυπωσιακό τοπίο για το τουρνουά που θα ξεκίναγε. Στην πρώτη αγωνιστική, η Τσεχοσλοβακία αποδείχθηκε χαμηλό εμπόδιο για τον Ριβελίνο, τον Ζαϊρζίνιο (2) και τον Πελέ, που με τα γκολ τους στη Γουαδαλαχάρα οδήγησαν τους Βραζιλιάνους στη νίκη. Η δεύτερη αγωνιστική έφερε τα «τρία λιοντάρια» του Αλφ Ράμσεϊ απέναντί τους. Ο Γκόρντον Μπανκς απέκρουσε από κοντά την κεφαλιά του Πελέ, στην εντυπωσιακότερη ίσως και σίγουρα ιστορικότερη επέμβαση τερματοφύλακα στην ιστορία του ποδοσφαίρου, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο κόντρα στον Ζαϊρζίνιο, που έβαλε το γκολ της νίκης στο 59’ και χάρισε ουσιαστικά την πρώτη θέση του ομίλου στη «σελεσάο». Η Ρουμανία τη δυσκόλεψε αρκετά στην τελευταία αγωνιστική, ωστόσο το τελικό 3-2 χάρη στα γκολ του Πελέ (2) και του «τυφώνα» της χάρισαν το 3-2 και το «απόλυτο» για την επόμενη φάση.

image

ΤΑ ΝΟΚ ΑΟΥΤ

Παίζοντας εντυπωσιακά κι αναποκρινόμενη στον τίτλο του φαβορί, η Βραζιλία βρήκε στα προημιτελικά το Περού. Ο Τοστάο (2) και ο Ριβελίνο πήραν τη σκυτάλη από τον Πελέ, που δεν σκόραρε, ενώ ο Ζαϊρζίνιο ήταν εκεί για να διαμορφώσει το τελικό 4-2 απέναντι στους αδύναμους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις Περουβιανούς. Η επίθεση των παικτών του Ζαγκάλο και το jogo bonito γνώριζαν την αποθέωση, ενώ κέρδιζαν τις εντυπώσεις για το γεγονός πως, πλην του τερματοφύλακα, Φέλιξ, που δεν αναγνωριζόταν ως ένας από τους κορυφαίους, σε κάθε άλλη θέση οι Βραζιλιάνοι είχαν στις τάξεις τους την «αφρόκρεμα» του Μουντιάλ, αν όχι ακριβώς τους καλύτερους από κάθε άλλον.

Φτάνοντας στα ημιτελικά, η δυσκολοκατάβλητη και σκληροτράχηλη Ουρουγουάη έμοιαζε να έχει τις δικές τις ελπίδες, που μάλιστα αυξήθηκαν μετά το γκολ του Κουμπίγια στο 19’, με το οποίο άνοιξε το σκορ. Εντούτοις, ο Κλοντοάλντο ισοφάρισε στο 44’, ο Ζαϊρζίνιο σκόραρε για 6η φορά σε 5 αγώνες και ο Ριβελίνο ήρθε να βάλει ένα απολαυστικό κερασάκι στην πεντανόστιμη τούρτα της «Σελεσάο», που έπαιρνε πανηγυρικά, δίκαια και σε καθεστώς θαυμασμού την πρόκριση για τον μεγάλο τελικό της 21ης Ιουνίου στην Πόλη του Μεξικό απέναντι στην Ιταλία!

image

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΤΗΣ 4ΑΡΑΣ

Δυο ομάδες με δυο κατακτήσεις τροπαίων ως τότε θα διασταύρωναν τα ξίφη τους για μια τεράστια ποδοσφαιρική μάχη, την οποία επρόκειτο να παρακολουθήσουν 107.412 φίλαθλοι στις εξέδρες και εκατομμύρια από τις τηλεοράσεις τους σε όλο τον κόσμο, κάνοντας νέο τηλεοπτικό ρεκόρ για τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα Ποδοσφαίρου. Ήταν η πρώτη φορά που αμφότεροι οι φιναλίστ είχαν σηκώσει την κούπα στο παρελθόν και όλη η Γη ζούσε για να δει αν οι Ιταλοί μπορούσαν να κάνουν αυτό που δεν μπόρεσε κανείς ως τότε: να σταματήσει τη Βραζιλία.

Ο Πελέ σκόραρε στο 18’, μετά το γύρισμα του Ριβελίνο, ανοίγοντας το σκορ στον τελικό, αλλά πριν τη λήξη του ημιχρόνου (37’) ο Μπονινσένια ισοφάρισε. Με το σκορ στο 1-1 το δεύτερο ημίχρονο ξεκίνησε, για να παρακολουθήσουν τελικά όλοι την κατάρρευση της «σκουάντρα ατζούρα», μπροστά στην κλάση των αντιπάλων τους. Ζέρσον (66’), Ζαϊρζίνιο (71’) και Κάρλος Αλμπέρτο (86’) διαμόρφωσαν το τελικό 4-1, με το τελευταίο γκολ να αποτυπώνει όλη τη «μαγεία» που έκρυβε το απιχνίδι εκείνης της «Σελεσάο».

Συνολικά 8 Βραζιλιάνοι ακούμπησαν την μπάλα, μέχρι να έρθει ο αρχηγός και να αναταράξει τα δίχτυα του Αλμπερτόζι. Ο ευφυέστατος Τοστάο βρέθηκε στα αριστερά της μεγάλης περιοχής των Ιταλών και έκανε κίνηση χωρίς τη μπάλα προς τον Πελέ, για να του πει πως ο Κάρλος Αλμπέρτο περίμενε τη φάση και πώς και πώς! Οι δυο τους, μαζί με τον Μπρίτο, τον Κλοντοάλντο και τον Ζέρσον άλλαξαν πάσες, με τον Ριβελίνο να γίνεται αποδέκτης και να πασάρει εκπληκτικά στον Ζαϊρζίνιο. Ο τελευταίος έκανε «μπούκα» από δεξιά, την έδωσε στον Πελέ κι εκείνος τη σήκωσε για τον ύστατο σκόρερ μιας ομάδας που έμελε να πανηγυρίσει δίκαια την εμφατική της επικράτηση. Μετά από 6 νίκες, 19 γκολ από 7 παίκτες και το τελευταίο, στο οποίο συμμετείχαν όλοι, πλην του Πιάτσα, του Εβεράλντο και του γκολκίπερ Φέλιξ, η ομάδα του Ζαγκάλο έγινε πρωταθλήτρια κόσμου για τρίτη φορά στην ιστορία της, ενώ ο προπονητής έγινε ο πρώτος που σήκωσε το βαρύτιμο τρόπαιο «Ζιλ Ριμέ» και ως παίκτης και ως προπονητής.

image

Ο ΠΕΛΕ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΧΑΓΟΙ ΤΟΥ

Στο τελευταίο Μουντιάλ του «Βασιλιά του ποδοσφαίρου», οι συμπαίκτες του κι εκείνος συνέθεσαν ό,τι καλύτερο έχει εμφανιστεί σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Οι νικητές των γηπέδων του Μεξικό έπαιξαν εντυπωσιακά, έχοντας ποιότητα σε κάθε γραμμή του γηπέδου, γεγονός που συνέβαλε τα μέγιστα στο θέαμα που πρόσφεραν ως ομάδα. Όλοι οι παίκτες της «Σελεσάο» είχαν την υποχρέωση να «εμφανίσουν» σε ένα έθνος που ζει για το ποδόσφαιρο τη μοίρα του, την κορυφή δηλαδή του κόσμου. Έπρεπε να αποδείξουν πως ο βραζιλιάνικος τρόπος, το ελεύθερο ποδόσφαιρο, αυτό με τα πέντε «δεκάρια» (Πελέ, Ζέρσον, Τοστάο, Ριβελίνο, Ζαϊρζίνιο) στην ίδια 11αδα, που να μοιράζονται τόσο αποδοτικά τη μπάλα και να ισοπεδώνουν κάθε αντίσταση, ήταν ο καλύτερος κι έπρεπε να νικήσει.

«Το 1966 όλοι περίμεναν απο μας να σηκώσουμε το τρόπαιο στην Αγγλία, όμως δεν ήμασταν αρκετά καλοί και αποτύχαμε. Αυτό μας πείσμωσε πολύ στο Μεξικό. Προετοιμαζόμασταν τρεις μήνες για το Μουντιάλ, το πρωί δουλεύαμε την αντοχή μας και το απόγευμα παίζαμε μπάλα», δήλωσε αργότερα ο τελευταίος. Φιγούρες από μια άλλη εποχή, όλοι τους θα θυμίζουν πάντα την απλότητα του αθλήματος, όταν αυτό παίζεται για το θέαμα και την επίδειξη της υπεροχής. Αυτή η Βραζιλία του 1970 ήταν ακριβώς αυτό: υπέροχη.