Το “courtesy flush” της Κυβέρνησης

Το “courtesy flush” της Κυβέρνησης
Μερικές φορές στις μεγαλύτερες απορίες αρμόζουν οι πιο απλές απαντήσεις, όσο κυνικές κι αν φαίνονται. Γράφει ο Χρήστος Κιούσης.

Οι αγαπητοί αγγλοσάξονες παρά το ότι έχουν λιγότερα εκφραστικά μέσα στην αγγλική από την πλούσια ελληνική γλώσσα, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν καθώς πρέπει ορολογία ακόμα και για αντικείμενα ή πράξεις, που αυτό δεν θα ήταν απαραίτητο.

Ο όρος “courtesy flush” λοιπόν σύμφωνα με το λεξικό της αγγλικής περιγράφει το πάτημα του κουμπιού στο καζανάκι της τουαλέτας κατά τη διάρκεια της «πράξης», για να μειωθεί η ανεπιθύμητη δυσοσμία.

Μυημένος στο savoir vivre ελληνοβρετανός κάποτε μου είπε, ότι και το πάτημα στο καζανάκι, για να μην ακούγεται η ούρηση στους αναμένοντες στη δημόσια τουαλέτα, πάλι “courtesy flush” ονομάζεται.

Κάπου εδώ ως μη αγγλοσάξονας θα πρέπει να χρησιμοποιήσω τους πιο βαλκανικούς μου τρόπους. Είναι δύσκολο να αντιληφθώ την ανάγκη που νιώθουν συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι – opinion leaders – αρθρογράφοι, για να παίζουν συστηματικά το ρόλο του “courtesy flush” της Κυβέρνησης. Της κάθε Κυβέρνησης.

Στα χρόνια του Ανδρέα Παπανδρέου το ρόλο αυτόν τον είχαν συνήθως μέλη του Κινήματος με τραχύ δημόσιο λόγο, εξειδικευμένοι να πετούν την μπάλα στην κερκίδα. Προμήθειες του Δημοσίου ήταν το θέμα στο δημόσιο διάλογο, την αποστασία του ‘65 έφερναν εκείνοι στο τραπέζι. Στην πορεία έμπαινε στο παιχνίδι και συγκεκριμένη εφημερίδα αλλά αυτή έβγαζε πρωτοσέλιδα βάσει επιχειρηματικών συμφερόντων του εκδότη της κι όχι βάσει πεποιθήσεων.

Στον παρόντα χρόνο οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι – opinion leaders – αρθρογράφοι προλαβαίνουν ακόμα και τα πολιτικά στελέχη στις δημόσιες τοποθετήσεις. Πριν καν ο κομματικός μηχανισμός ορίσει εκπροσώπους στα τηλεπαράθυρα, προλαβαίνουν οι «ανεξάρτητες φωνές» του Τύπου να κάνουν το μεγαλύτερο δυνατό θόρυβο σαν καζανάκι Νιαγάρας, ώστε η κοινή γνώμη να ασχοληθεί με αυτούς. Το κάνουν με τόσο μεγάλη επιτυχία, που συχνά συγκεντρώνουν πάνω τους την οργή, που σε κανονικές συνθήκες αφορά άλλους.

Στο πρόσφατο παράδειγμα του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών ακούσαμε σε υπερθετικό βαθμό τα καζανάκια της Κυβέρνησης να εργάζονται χρησιμοποιώντας αχαρακτήριστες εκφράσεις και λέξεις όπως, «θυσία», «δυστυχώς πρέπει», «η κακιά η ώρα» και άλλα τραγικά.

Ξεπέρασαν ακόμα και τους επικοινωνιολόγους του Πρωθυπουργού που από τη δεύτερη κιόλας ημέρα πρόταξαν τη «συγγνώμη», έναντι του «όχι εμείς, οι άλλοι».

Κι έρχεσαι κι αναρωτιέσαι, είναι τόσο υποχρεωμένοι να βάζουν τον εαυτό τους βάσει κομματικού οργανογράμματος στο μάτι του κυκλώνα ή η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην ψυχιατρική; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;

Έπειτα υπάρχουν και οι αντιδράσεις περί στοχοποίησης. Ποιός όμως στοχοποιεί ποιόν; Τα εμετικά πανό στα γήπεδα, τα μη υβριστικά πανό στις κερκίδες, τα υβριστικά συνθήματα και hashtags στα social media, ποιός τα δημιουργεί; Γιατί, αν το ένα κόμμα διαθέτει υπόγα με τυφλοπόντικες που ανοίγουν σωρηδόν ανώνυμους και ψευδώνυμους λογαριασμούς social media, προφανώς θα αντιγράψουν την άθλια τακτική και οι απέναντι. Και κάπως έτσι δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, απλά δεν μειώνουν το δείκτη ανεργίας, γιατί δεν δηλώνονται ως εργαζόμενοι. Είναι οι Φρουροί της Επανάστασης, the Greek edition.

Το επίσης αγγλοσαξονικό “ it's a dirty job, but someone has to do it” λειτουργεί μόνο αν υπάρχουν δυο μέρη, αυτός που κάνει την ανάθεση κι αυτός που αναλαμβάνει την εργολαβία. Ακούγεται αρκετά ψυχρά επαγγελματικό και συνήθως είναι κιόλας. Αντί να ψάχνει να βρει κανείς τις πιο δύσκολες κι απίθανες απαντήσεις, καλύτερα να στρέφεται στην προφανή: Follow the money! Ή όπως καταγράφηκε στην επική ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου, «είναι πολλά τα λεφτά Άρη».

Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.