Μήπως δεν φταίει ο σουβλατζής για την τιμή στο πιτόγυρο;

Μήπως δεν φταίει ο σουβλατζής για την τιμή στο πιτόγυρο;
Ο Μιχάλης Τσόχος καταπιάνεται με την ακρίβεια, η οποία διαλύει τα πάντα και μεταφέρει μία συζήτησή του, με τον φίλο του, από τον οποίο παραγγέλνει σουβλάκια.

Εχω πέσει τις τελευταίες ημέρες σε πολλές συζητήσεις μεταξύ φίλων, οι οποίοι βγάζουν τον εκνευρισμό και την δυσαρέσκειά τους για την τιμή που έχει φτάσει το πιτόγυρο. Ναι το αγαπημένο βραδινό του Ελληνα έχει πάρει τον ανήφορο και δεν κανείς δεν ξέρει που θα σταματήσει.

Οι φράσεις του τύπου «οι κλέφτες κοίτα που έχουν φτάσει την τιμή του…», αλλά και οι εύκολες κατηγορίες για αισχροκέρδεια δίνουν και παίρνουν το τελευταίο διάστημα, ενώ έχουμε φτάσει στο σημείο να γίνονται και μελέτες σχετικά με το που μπορεί να φτάσει η τιμή του αγαπημένου γεύματος του Ελληνα.

Χωρίς να έχω γνώση, πέρασα προχθές από τον φίλο μου τον Βασίλη και μεγάλο φαν της Αρσεναλ, ο οποίος έχει μαζί με τον αδερφό του το σουβλατζίδικο της γειτονιάς στην Αγία Παρασκευή όπου μένω. Μπήκα λοιπόν να παραγγείλω και τον ρώτησα πως πάνε τα πράγματα γιατί τον είδα συννεφιασμένο και δεν ήταν με την Αρσεναλ, όπως συμβαίνει συνήθως, αφού αυτή την εποχή τα πράγματα πηγαίνουν καλά για τους gunners.

Μου μίλησε λοιπόν για τα ζόρια του και είπα να τα μοιραστώ μαζί σας, γιατί είναι ζόρια, κάθε τέτοιου επαγγελματία και ζόρια μάλλον κάθε επαγγελματία που ασχολείται με την εστίαση και ο οποίος είναι έτσι και αλλιώς εξαθλιωμένος οικονομικά από την πανδημία και τώρα ζει και αυτή την άνευ προηγουμένου και εκτός κάθε λογικής ακρίβεια.

«Δεν ξέρω που θα βγει. Δεν ξέρω αν θα βγει. Η κατάσταση με την ακρίβεια είναι πλέον εκτός ελέγχου…» μου είπε και μου εξήγησε γιατί ανησυχεί για το μέλλον ενός μαγαζιού που ταΐζει την Αγία Παρασκευή και μάλιστα καλά, εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Ο Βασίλης λοιπόν πλήρωνε μέχρι πρότινος κάθε μήνα για ρεύμα και γκάζι περίπου 3.000 ευρώ το μήνα. Τους δύο τελευταίους μήνες πλήρωσε πάνω από 6 χιλιάδες ευρώ. Υπερδιπλασιασμός δηλαδή της τιμής.

Ο Βασίλης χρειάζεται για το μαγαζί περίπου 600 λίτρα λάδι κάθε μήνα. Μέχρι πρότινος η τιμή του λίτρου ήταν 1,10 και ο Βασίλης λόγω μεγάλων παραγγελιών αγόραζε με 0.90 λεπτά το λίτρο. Πλέον η τιμή του λίτρου μέσα σε λίγες ημέρες έφτασε τα 3.35 και συνεχώς ανεβαίνει. Τετραπλασιασμός της τιμής με λίγα λόγια και βλέπουμε. Οι πίτες μέσα σε λίγες ημέρες έχουν ανεβάσει την τιμή δύο φορές με αποτέλεσμα να μοιάζουν με μετοχή στο χρηματιστήριο που τρέχει σε ράλι και στον Βασίλη ήδη στοιχίζουν 6 λεπτά πιο ακριβά οι δέκα πίτες.

Οι πρώτες ύλες της μαναβικής έχουν εκτοξευθεί, ενώ και το κρέας έχει ήδη ανεβάσει την τιμή του κατά 10% και αναμένεται νέα αύξηση.

Ο Βασίλης λοιπόν βάζει κάτω το μολύβι και το χαρτί και δεν βγάζει άκρη. Δεν βγαίνει ο λογαριασμός με τίποτα. Ενώ μέχρι προχθές κρατούσε τις ίδιες τιμές ανακοίνωσε πλέον μία αύξηση. Θεωρεί ότι είναι το λιγότερο δυνατό προκειμένου να συνεχίσει να μένει ανοικτός, αλλά καταλαβαίνει ότι ήδη ο κόσμος εκνευρίζεται και μάλιστα δικαίως. Αισθάνεται όμως και απροστάτευτος σε μία χώρα όπου δεν έχει μεριμνήσει για τίποτα.

Από το μαγαζί του Βασίλη ζουν κάποιες οικογένειες, η δική του, του αδερφού του, των υπαλλήλων που ψήνουν, των παιδιών που κάνουν ντελίβερι και από τα μαγαζιά σαν αυτό του Βασίλη ζουν χιλιάδες οικογένειες στην Ελλάδα, οι οποίες αμφιβάλουν για το αν θα μπορέσουν να έχουν δουλειά και αύριο κι’ αν θα μείνουν ανοικτά και αύριο.

Ο πόλεμος είναι η αιτία ή μήπως είναι το άλλοθι τελικά. Για την τιμή που πληρώνεις εσύ πλέον το πιτόγυρο, φταίει ο σουβλατζής ή μήπως και αυτό είναι η δικαιολογία που εύκολα πλασάρει κανείς.

Το κείμενο αυτό δεν το έγραψα για να κάνω διαφήμιση στο Βασίλη, γι’ αυτό άλλωστε απέφυγα να γράψω και την επωνυμία της επιχείρησης αν και θα έπρεπε. Δεν θέλω όμως να κρυφτείτε πίσω από τη γνωστή δικαιολογία ότι αυτό είναι ένα κείμενο που γράφτηκε με πρόθεση να διαφημίσει και να δικαιολογήσει τον Βασίλη. Είναι ένα κείμενο που θέλει να περάσει την αγωνία του κάθε επαγγελματία που βιώνει τρομερά δύσκολες καταστάσεις καθημερινά.

Κάπως έτσι θέλω να πιστεύω ότι θα εξηγείται και το περιστατικό που σχεδόν με σόκαρε την ίδια ημέρα το πρωί, όταν πήγα στον φούρνο της γειτονιάς. Πήρα μισό καρβέλι ψωμί (ένα κιλό δηλαδή) και μία μπαγκέτα και μου ζήτησαν 7,30 ευρώ. Δεν είναι καθόλου αστείο, είναι σοκαριστικό. Και δεν νομίζω ότι είναι αισχροκέρδεια του φούρναρη, αλλά θα έχει και αυτός την εξήγησή του.

Παρά ταύτα, τα 7,3 ευρώ που πλήρωσα είναι περίπου 3.000 δραχμές. Πριν από 35 χρόνια οι γονείς μου με 3 χιλιάδες δραχμές (το θυμάμαι σαν τώρα) αγόρασαν οικόπεδο και έφτιαξαν ένα εξοχικό για να αφήσουν στο μοναχοπαίδι τους. Μετά από 35 χρόνια, εγώ πλήρωσα 3 χιλιάδες δραχμές για να πάρω το ψωμί του Σαββατοκύριακου για τα παιδιά;

Επί της ουσίας είναι μία χρονική διαφορά, μίας γενιάς. Οι γονείς μου με 3 χιλιάδες δραχμές πήραν οικόπεδο στο όνομά μου και εγώ με το ίδιο ποσό αυτό που μπορώ να πάρω στα παιδιά μου, είναι το ψωμί της ημέρας; Ωπα όμως, κάπου ώπα, που λένε και τα παιδιά ρε φίλε…