Μια νύχτα στο κρυφό σχολειό

Νίκος Παπαδογιάννης Νίκος Παπαδογιάννης
Μια νύχτα στο κρυφό σχολειό
Ο Νίκος Παπαδογιάννης έγινε «μύγα στον τοίχο» στη διαδικτυακή συναυλία του Μίλτου Πασχαλίδη και καταγράφει τα στιγμιότυπα που έζησε.

Στη χώρα που συνδυάζει την «αυστηρή καραντίνα» με μποτιλιαρίσματα στους δρόμους και δίνει προτεραιότητα στις εκκλησίες και στα στοιχηματζίδικα έναντι των χώρων τέχνης (και ανάγνωσης και άθλησης), οι συναυλίες γίνονται μέσα από το γυαλί – ή καθόλου.

Οι καλλιτέχνες βρέθηκαν πρώτοι πρώτοι στο στόχαστρο μίας κυβέρνησης που αποστρέφεται την ανήσυχη σκέψη και παραμένουν στο μπαλαούρο, σχεδόν ένα χρόνο μετά την έκρηξη της πανδημίας.

Απηυδισμένος από την κλεισούρα και από το Spotify, που είναι μια χαρά μέχρι που βγαίνει απρόσκλητος ο Μητροπάνος και σου καταστρέφει τον μαραθώνιο Τιμ Μπάκλεϊ, αποφάσισα να βάλω τα μεγάλα μέσα.

«Μίλτο, επιτρέπεται να έρθω την Κυριακή στον Σταυρό του Νότου; Καταλαβαίνεις, όχι για να ξεσκάσω, αλλά σε δημοσιογραφική αποστολή…».

Ο Μίλτος το σκέφτηκε για μερικές στιγμές, μέτρησε τους χιλιομετρημένους καλεσμένους που δεν ήταν καλεσμένοι αλλά τεχνικοί και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις απαραίτητες για τη διεξαγωγή της συναυλίας, και μου άνοιξε την πόρτα.

«Φρόντισε όμως να βρεις βεβαίωση κυκλοφορίας, γιατί στο μαγαζί θα μπουν μόνο οι έχοντες εργασίαν. Και η Ανθή, ακόμη, για δουλειά θα έρθει».

Η Ανθή είναι η σύζυγος. Η πρώτη και προφανώς δυσκολότερη αποστολή της το ίδιο βράδυ θα ήταν να κοιμίσει το μωρό στο σπίτι. Ευτυχώς, η θυγατέρα είναι καλόβολη. Το ζεύγος Πασχαλίδη ενώθηκε ξανά κάπου στα μισά της παράστασης.

Με υποδέχθηκαν, στον γνώριμο προθάλαμο του Σταυρού, δύο εξωγήινοι. Έτσι μου φάνηκαν, τουλάχιστον, καμουφλαρισμένοι μέσα στις κατάλευκες ολόσωμες στολές.

Νόμιζα ότι ήταν συνεργείο θερμομέτρησης. «Όχι, κύριε. Όσοι μπαίνουν θα κάνουν πρώτα rapid test». Μου έχωσαν μία μπατονέτα στα ρουθούνια, κράτησαν το δείγμα και με ευχαρίστησαν ευγενικά, μέχρι να βγει το αποτέλεσμα που θα άνοιγε τις πύλες.

Ευτυχώς, για όλους, ήταν αρνητικό. Μηδέν στα δύο γράφει πια το προσωπικό μου κοντέρ, λες και μετράω τα τρίποντα του Σαντ-Ρόος. Ή του Λάνγκφορντ, για να μιλάμε με όρους ΑΕΚ, οικείους στον οικοδεσπότη της βραδιάς.

Μία συναυλία, μόνο για μένα και για καμιά δεκαριά άλλους τυχερούς. Το καλύτερο που μπορούσα να σκεφτώ.

Την είδαν και την ευχαριστήθηκαν, βέβαια, ίσαμε 4.500 νοματαίοι μέσω διαδικτύου. Τόσους κατέγραψαν τα στατιστικά της εταιρίας που ανέλαβε να πουλήσει τα εισιτήρια των 7 ευρώ.

Είναι και αυτή μια κάποια λύσις. Τεσσερισήμισυ χιλιάδες εισιτήρια είναι απολογισμός επιπέδου Βύρωνα ή Ηρωδείου. Αλλά χωρίς μπαρ, χωρίς την παράπλευρη οικονομία μίας συναυλίας και χωρίς την απόλαυση της πρόσωπο με πρόσωπο επαφής.

«Αν δεν σε πιάσουν λίγο τα σάλια του Θάνου, δεν καταλαβαίνεις συναυλία», αστειευόμασταν παλιά, πριν συνειδητοποιήσουμε πόσο κοντά ήταν το τέλος.

Ο Θάνος Μικρούτσικος δεν μένει πια εδώ. Κοίταζα το σημείο όπου στηνόταν το πιάνο του, άκουγα την αφιέρωση του Μίλτου στη χαροκαμένη του οικογένεια και μελαγχολούσα. Ο ίδιος χαμογελούσε από κάποιον μακρινό εξώστη.

«Θα το αντιμετωπίσω σαν ραδιοφωνική εκπομπή», αποφάσισε ο Μίλτος λίγο πριν το τζάμπολ. Στήθηκε απέναντι στις κάμερες και τις γέμισε με την αμηχανία του.

«Παιδιά, εσείς που είστε εδώ, επιτρέπεται να χειροκροτάτε, δεν φαντάζομαι να έρθει η Πολιτική Προστασία», πρόσταξε τους λίγους για να σπάσει την παγερή σιγή στα διαλείμματα.

Μετά από λίγο, άναψε τσιγάρο, τον αχώριστο φίλο του. «Τουλάχιστον αυτό επιτρέπεται, με τις παρούσες συνθήκες».

Κάπου στα ορεινά, ο Οδυσσέας Ιωάννου σιγοτραγουδούσε τους δικούς του στίχους και ο Σπύρος Παπαδόπουλος αναζητούσε ευήκοον ους για να μοιραστεί τις ανησυχίες του περί Σπανούλη και Σλούκα.

Ο ηθοποιός Πάνος Βλάχος, καλός φίλος του Μίλτου, ήρθε με την κιθάρα του και τραγούδησε. «Στον επόμενο δίσκο μου θα λέει ότι Δεν Συμμετέχει ο Μίλτος Πασχαλίδης», αστειεύτηκε. «Αλλά το “Δεν” θα το γράψω με πολύ μικρά γράμματα».

Ο Μίλτος ήταν σε σπουδαία φόρμα και το ευχαριστήθηκε, όπως και οι μουσικοί του, Θύμιος Παπαδόπουλος, Πάρις Περυσινάκης, Ηλίας Δουμάνης και Δημήτρης Μουτάφης. «Επιτέλους, να φύγουν οι τοξίνες», αναφώνησε.

Από το ανσάμπλ έλειπε μόνο το ακορντεόν και δεύτερη φωνή της Νίκης Γρανά. «Η Νίκη βρίσκεται στον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της. Μη πάτε και κάνετε παιδιά μωρέ, μας χαλάτε τις συναυλίες! Δείτε και λίγο Νέτφλιξ…».

Εγώ, που δεν έχω Netflix, έριξα μια ματιά στο setlist για να δω μήπως βρήκε μία εύφορη γωνίτσα στο χαρτί το άσμα που είχα ζητήσει σε πριβέ συνομιλία.

Αλλά όχι. Σε τέτοιες βραδιές, περιορισμένης μάλιστα διάρκειας (2 ώρες και κάτι αντί για το σύνηθες τριαμισάωρο) δεν χωράνε Πεύκα και Ακρογιαλιές. Μόνο η βασική παιδεία. «Είναι κάποια τραγούδια, που αν δεν τα πούμε θα φάμε ξύλο», εξήγησε ο ηθικός αυτουργός.

«Ευτυχώς που υπάρχουν αυτές οι βραδιές και ξεγελιόμαστε», έλεγαν οι άνθρωποι του Σταυρού, πριν κεράσουν ποτάκια στους ελάχιστους τυχερούς.

Στον επόμενο τόνο έχει Γιάννη Κότσιρα, στον μεθεπόμενο Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Και πάλι καλά λένε, γιατί άλλοι πεινάνε, τραγουδιστάδες και μαγαζάτορες. Και μουσικοί. Και τεχνικοί. Και αυτοί που πουλάνε τα κουλούρια απ' έξω.

Η Γωγώ, που έχει μετατρέψει το παραπλεύρως μπαράκι της σε μεταμεσονύκτιο καταφύγιο για καλλιτέχνες και φιλοθέαμον κοινό, χόρευε εκστασιασμένη ανάμεσα στα έρημα τραπέζια και στην κονσόλα. «Δεν θα μπορούσα να λείψω από αυτό», έλεγε.

Με χαιρέτησε ανάμεσα σε γουλιές κρασιού επειδή κάτι της θύμιζα. Τα τραπέζια της τα έχω μοιραστεί με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Χρήστο Θηβαίο, τον Γιάννη Κούτρα, τη Μαρία Παπαγεωργίου, τον Φώτη Σιώτα, τον Κώστα Θωμαϊδη, τον ίδιο τον Μίλτο.

Ο Πασχαλίδης ακροβάτησε ανάμεσα σε φόρους τιμής προς φίλους που έφυγαν: τον Μικρούτσικο, τον Μαχαιρίτσα, το Δημήτρη Μητροπάνο, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Άλκη Αλκαίο, τον Μάνο Ξυδού.

«Μερικά τραγούδια είναι πολύ δύσκολα», ομολόγησε. Ιδίως εκείνα που έχουν πολλαπλό, ζεστό ίχνος πρόωρα χαμένων συντρόφων.

Πώς να αντέξεις τη «Ρόζα», που είναι και Θάνος και Άλκης και Μήτσος; Ή τα «Πράσινα Γλυκά Μου Μάτια», που ήταν το δώρο του Μίλτου στον Λαυρέντη και έδεσε τους δύο σαν να αναπνέουν ο ένας το οξυγόνο του άλλου;

Ήταν Μετακίνηση 6 όλο αυτό, γυμναστική της ψυχής, «και να νικάμε», που θα έλεγε ο Οδυσσέας. «Γραμματικές για την αφή», για τους προνομιούχους μασκοφόρους, που ζήσαμε τη βραδιά εξ επαφής.

Υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν ένα σουαρέ σαν όλα τ’ άλλα στον Σταυρό. Σχεδόν ρουτίνα.

Αυτή τη φορά έμοιαζε περισσότερο με ιεροτελεστία, που τη μοιραστήκαμε ανάμεσα σε άδειες καρέκλες μια χούφτα μασκοφορεμένοι άνθρωποι, χωρίς ενοχλητικές παρέες που πάνε στη συναυλίες «για να τα πούνε» και με αποκλεισμένο τον αόρατο εχθρό.

Τελειώνοντας, ο Μίλτος χαιρέτησε από συνήθεια τον κόσμο με το χέρι υψωμένο, πρώτα στο κέντρο, μετά δεξιά, μετά αριστερά. «Καλή αντάμωση», είπε και έλαμπε μέσα στη μελαγχολία του για τούτο το κρυφό σχολειό.

Τον πλησίασα για να βγάλουμε επιτέλους μία φωτογραφία στο δικό του γήπεδο, σαν εκείνη που μας τράβηξαν προ ετών στο ΟΑΚΑ και χάθηκε σε κάποια ηλεκτρονική γρίλια.

Το καπηλειό απέναντι ήταν σφαλιστό, κουλουράς δεν φαινόταν στον ορίζοντα, ενώ οι ψιψίνες της οδού Θαρύπου έπιαναν θέση για τα νυχτερινά τους χάδια.

Στην πόλη έκανε παγωνιά και φευγοντας χρειαζόμουν επειγόντως ένα ζεστό ποτό. Ό,τι μας δένει στα παλιά είναι οι κακές συνήθειες.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.