Το ποδόσφαιρο ως «όπλο» στα χέρια των καθεστώτων της Αργεντινής (pics & vids)

Το ποδόσφαιρο ως «όπλο» στα χέρια των καθεστώτων της Αργεντινής (pics & vids)

bet365

Στην Αργεντινή το ποδόσφαιρο διαχρονικά αποτέλεσε το καλύτερο όπλο για τα καθεστώτα να διασφαλίσουν ακόμα περισσότερο την εξουσία τους. Το gazzetta.gr κάνει μια αναδρομή από την κυβέρνηση Περόν μέχρι την χούντα του Βιντέλα και τον Μαουρίτσιο Μάκρι για το πως ο βασιλιάς των σπορ διασκέδασε αλλά και ταυτόχρονα χειραγωγούσε τον λαό

Η Bundesliga επέστρεψε με Live Streaming* και προσφορές* | *Ισχύουν όροι & προϋποθέσεις

Στις 17 Μαΐου του 2013 ο πρώην δικτάτορας της Αργεντινής, Χόρχε Βιδέλα, πεθαίνει σε ηλικία 87 ετών έγκλειστος στις φυλακές Μάρκο Πας για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της εξουσίας του. Ο πρώην δικτάτορας ηγήθηκε της χώρας από το 1976 έως το 1981 ως επικεφαλής της στρατιωτικής χούντας, η οποία έμεινε στην ιστορία ως «Δικτατορία του Βρώμικου Πολέμου». Μέχρι και το τέλος της ζωής του, ο Βιδέλα δήλωνε αμετανόητος για τις απαγωγές και τις δολοφονίες στις οποίες προέβη.

Η δικτατορία του Βιδέλα αποτέλεσε ένα από τα πιο αιματηρά στρατιωτικά καθεστώτα που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα με τους θανάτους αντιφρονούντων, τις απαγωγές βρεφών και τις χιλιάδες εξαφανίσεις ανθρώπων, οι οποίοι μέχρι και σήμερα δεν έχουν βρεθεί, να «στοιχειώνουν» μια ολόκληρη χώρα. Το ποδόσφαιρο λατρεύεται στην Αργεντινή, αλλά παράλληλα είναι διαχρονικά βαθιά συνδεδεμένο με την πολιτική κατάσταση της χώρας, αποτελώντας ουσιαστικά όπλο στα χέρια ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Καλώς ή κακώς το ποδόσφαιρο - γενικά τα σπορ - αποτελεί μέρος της πολιτικής σκηνής και πολύ συχνά ένα αθλητικό συμβάν μπορεί γρήγορα να πάρει πολιτικές διαστάσεις. Στην χώρα των «γκαούτσος» το ποδόσφαιρο είναι βαθιά συνδεδεμένο με την πολιτική, από την εποχή του Περόν μέχρι την στρατιωτική δικτατορία και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 έως και τον μέχρι πρότινος πρόεδρο της χώρας Μαουρίτσιο Μάκρι.

Περόν, ο πρώτος αθλητής της χώρας

Η ιστορική πορεία του ποδοσφαίρου είναι στενά συνδεδεμένη µε την πολιτική, την κοινωνία και τους διαρκείς αγώνες της. Παράλληλα όμως χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία κατάφερναν μέσω αυτού να χειραγωγήσουν έναν ολόκληρο λαό, δημιουργώντας ένα αίσθημα υπερηφάνειας μέσα από τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες. Ο πρώτος που το συνειδητοποίησε αυτό ήταν ο Χουάν Ντομίνγκο Περόν τις δεκαετίες του 40' και του 50'. Το 1946 εξελέγη πρόεδρος της Αργεντινής και αμέσως ξεκίνησε μία τεράστια κοινωνική μεταρρύθμιση, αλλά και μια απίστευτη κρατική παρέμβαση στο ποδόσφαιρο.

Βλέποντας την δύναμη που έχει το ποδόσφαιρο και πως αυτό χρησιμοποιήθηκε σε άλλες χώρες, όπως στην φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι, ο Περόν αποφάσισε να κάνει το άθλημα ακόμα πιο ελκυστικό ενισχύοντας τις υποδομές. Στο πλαίσιο της προπαγάνδας που είχε στο μυαλό του και θέλοντας να δημιουργήσει μια θετική εικόνα της χώρας στον υπόλοιπο κόσμο χρησιμοποίησε ως όπλο το ποδόσφαιρο.

Ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην εργατική τάξη και γενικότερα στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα εκεί όπου το ποδόσφαιρο είχε παρεισφρήσει για τα καλά. Οπότε μια σύνδεση μεταξύ του προέδρου με το εν λόγω άθλημα θα αύξανε κατακόρυφα την δημοτικότητα του. Και αυτό φάνηκε άμεσα ειδικά στις τάξεις οπαδών της Μπόκα Τζούνιορς οι οποίοι τραγουδούσαν «Boca, Perón, una Corazon» θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν την αγάπη τους στον πρόεδρο της Αργεντινής.

Με τον κόσμο να φωνάζει το όνομά του ο Περόν κατάλαβε γρήγορα πως οι επιτυχίες στον αθλητισμό θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν την απόλυτη λαϊκή υποστήριξη δημιουργώντας παράλληλα και μια ιδεατή εικόνα για την κυβέρνηση του. Στο πλαίσιο αυτό ξεκίνησε μια εκστρατεία όπου με σλόγκαν όπως το «Περόν, ο πρώτος αθλητής της Αργεντινής» ή «Περόν, ο ευεργέτης των σπορ» δημιουργήθηκε ένα προφίλ του Προέδρου της Αργεντινής ο οποίος έχει ως βασική προτεραιότητα την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου.

Ο Περόν άμεσα αναγνώρισε την δύναμη ου ποδοσφαίρου στα κοινά της Αργεντινής. Κάθε Κυριακή οι εξέδρες έσφυζαν από κόσμο και ο ίδιος αντιλήφθηκε ότι τα γήπεδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν το τέλειο μέρος όπου θα μπορούσε να προωθήσει τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που είχε στο μυαλό του αλλά και να δημιουργήσει στον λαό του ένα αίσθημα υπερηφάνειας. Έτσι, αποφάσισε να αντικαταστήσει το μοναδικό αθλητικό περιοδικό που κυκλοφορούσε το El Gráfíco, αφού θεωρούσε ότι δεν προωθούσε τις θέσεις του στα αθλητικά δρώμενα, με ένα νέο το Mundo Deportivo το οποίο θα βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχό του.

Έτσι, ο Περόν επέβλεπε τα άρθρα που ετοιμάζονταν για το περιοδικό και όποτε χρειαζόταν έκανε τις παρεμβάσεις του δημιουργώντας μια εικόνα όπου παρομοίαζε το έθνος με τα ποδοσφαιρικά κλαμπ στέλνοντας παράλληλα το μήνυμα για ομαδική εργασία αλλά και την δημιουργία και την διατήρηση μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας. Οι παρεμβάσεις του στο αθλητικά θεάματα δεν σταμάτησαν ποτέ και γνωρίζοντας πως μια πιθανή αποτυχία της εθνικής ομάδας θα είχε αντίκτυπο στον ίδιο, απαγόρεψε την συμμετοχής της «αλμπιτσελέστε» στο Copa América του 1949 αλλά και στο Παγκόσμιο Κύπελλο της επόμενης χρονιάς. Αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν η ανάδειξη των επιτυχιών σε συλλογικό επίπεδο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπων που κατείχαν δημόσιο αξίωμα και έγιναν ευεργέτες για τις ομάδας που υποστήριζαν ήταν ο Υπουργός Οικονομικών του Περόν, Ραμόν Καρέιχο. Φανατικός οπαδός της Ράσινγκ Κλουμπ, βοήθησε τον σύλλογο μέσω δανείων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά ποδοσφαιριστών. Και τα αποτελέσματα ήταν άμεσα με τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα από το 1949 έως το 1951.

Η χούντα του Βιντέλα, και το «όπιο» ενός δικτάτορα

Το περονικό καθεστώς έβαλε τις βάσεις για να αναπτυχθούν ισχυροί δεσμοί μεταξύ ποδοσφαίρου και πολιτικής, αλλά τα επόμενα χρόνια στην μετά - Περόν εποχή, ήταν που ο «βασιλιάς των σπορ» χρησιμοποιήθηκε καθαρά ως μέσο αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία κατάφερναν μέσω αυτού να χειραγωγήσουν έναν ολόκληρο λαό. Από το 1976 ο Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, ήταν ο επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής η οποία ανέλαβε την εξουσία, μετά από πραξικόπημα με το οποίο ανετράπη η Ισαβέλλα Περόν, και ανέλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο της εθνικής αναδιοργάνωσης (proceso de reorganisacion nacional).

Το 1978 η Αργεντινή θα φιλοξενούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο και για τον Βιντέλα ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου από τον «Βρώμικο Πόλεμο», την συστηματική επιχείρηση που είχε ξεκινήσει η χούντα για την εξαφάνιση των πολιτικών της αντιπάλων αλλά και κάθε λογής αντιφρονούντων. Μια κατάκτηση του τροπαίου θα ήταν το τέλειο όπλο για την καθοδήγηση ενός ολόκληρου λαού, δημιουργώντας ένα αίσθημα υπερηφάνειας μέσα από τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες. Το σημαντικότερο όμως, θα αποσπούσε την προσοχή των πολιτών οι οποίοι θα «ξέχναγαν» τις απαγωγές, τις εξαφανίσεις, τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τους βασανισμούς και τις εκτελέσεις.

Πράγματι όταν η παρέα του Κέμπες και του Πασαρέλα σήκωνε το βαρύτιμο τρόπαιο, πυροδότησε μια φρενίτιδα εθνικής υπερηφάνειας παρά το γεγονός ότι υπήρχαν σκιές για τον ρόλο της χούντας στην κατάκτηση του τροπαίου. Και παρότι επίσημα κανείς δεν έχει παραδεχτεί την παρεμβατικότητα της σε εκείνο το Μουντιάλ, η αλήθεια είναι ότι έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Όταν το τουρνουά ξεκινούσε, η χούντα είχε εντείνει την βία κατά των πολιτικών της αντιπάλων, οι εξαφανίσεις και οι δολοφονίες πολιτών ήταν στο καθημερινό πρόγραμμα την ώρα που τα απόλυτα ελεγχόμενα από το καθεστώς ΜΜΕ ασχολούνταν αποκλειστικά με το ποδόσφαιρο και τις ελπίδες της εθνικής Αργεντινής για ανάδειξή της Παγκόσμια πρωταθλήτρια. Για τον Βιντέλα η διοργάνωση ήταν το ιδανικό γεγονός για να καλύψει με τον καλύτερο τρόπο τις θηριωδίες του στρατού και του παρακράτους, την ώρα που στις υπόλοιπες χώρες συνεχίζονταν οι διαδηλώσεις κατά της χούντας.

Ακόμα και στην Ελλάδα η οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού, Ρήγας Φεραίος, με πορείες προς την πρεσβεία της Αργεντινής, αλλά και με εκδηλώσεις για να κάνουν γνωστό στο ευρύ ελληνικό κοινό το τι συνέβαινε στην Λατινική Αμερική με στόχο την ενεργοποίηση της κοινής γνώμης (η οποία πρόσφατα είχε περάσει τα ίδια), ενώ δεν σταμάτησαν να εκφράζουν την αντίθεσή τους τόσο στο καθεστώς, όσο και στην διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978.

Το διαβόητο ματς με το Περού

Για τις παρεμβάσεις της στρατιωτικής δικτατορίας στο τουρνουά έχουν ακουστεί και γραφτεί πολλά. Η μεγαλύτερη συζήτηση που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα είναι το περιβόητο ματς της Αργεντινής με το Περού στο Ροζάριο. Η ομάδα του Μενότι είχε κερδίσει με 6-0 και με τη νίκη αυτή πήρε την πρόκριση για τον τελικό με αντίπαλο την Ολλανδία. Πριν τον αγώνα η «αλμπιτσελέστε» χρειαζόταν να επικρατήσει με τέσσερα γκολ διαφορά για να μπορέσει να πάρει το εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα τον έβλεπε από την τηλεόραση, κάτι που επ' ουδενί δεν ήθελε ο στρατιωτικός ηγέτης να συμβεί. Και το τελικό σκορ δημιούργησε πολλά σύννεφα για το τρόπο που διαμορφώθηκε το αποτέλεσμα. Οι φήμες έκαναν λόγο πως ο Βιντέλα προέβη σε συμφωνία κάτω από το τραπέζι με τον τότε Περουβιανό δικτάτορα, στρατηγό Μοράλες Μπερμούδες, για εύκολη νίκη της Αργεντινής με αντάλλαγμα την μεταφορά και «εξαφάνιση» όλων των Περουβιανών πολιτικών κρατουμένων.

Εκείνη την εποχή το Περού είχε μια εξαιρετική ομάδα, από τις καλύτερες που έχει βγάλει ποτέ. Στο ρόστερ υπήρχε ο Τεόφιλο Κουμπίγιας, ο καλύτερος Περουβιανός όλων των εποχών, αλλά και ο «El Patrón» Χοσέ Βελάσκες, από τα καλύτερα αμυντικά χαφ της Λατινικής Αμερικής. Στα πρώτα 45 λεπτά του αγώνα η Αργεντινή είχε κάνει την μισή δουλειά πηγαίνοντας στα αποδυτήρια με 2-0 υπέρ της προβάδισμα. Στην ανάπαυλα ο προπονητής του Περού, Μάρκος Καλδερόν, αποφασίζει να κάνει αλλαγή τον Βελάσκες με τον ίδιο να δηλώνει χρόνια μετά πως η αλλαγή αυτή έγινε για καθαρά πολιτικούς λόγους. Στη συνέχεια ακολούθησε η αντικατάσταση του στόπερ και αρχηγού Εκτορ Τσουμπίτας κάνοντας ακόμα πιο εύκολο το έργο των «γκαούτσος». «Κάτι είχε συμβεί. Ξαφνικά η ομάδα άλλαξε προς το χειρότερο. Εγινα αλλαγή στα δέκα πρώτα λεπτά του δεύτερου ημιχρόνου όταν ήδη βρισκόμασταν πίσω στο σκορ με 2-0. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος να γίνω αλλαγή αφού δεν αντιμετώπιζα πρόβλημα τραυματισμού και η Αργεντινή θα πίεζε ακόμα περισσότερο», είχε δηλώσει ο Τσουμπίτας.

Πράγματι κάτι είχε συμβεί. Ο Βιντέλα πριν την έναρξη του αγώνα είχε επισκεφθεί τα αποδυτήρια του Περού δίνοντας τροφή για περισσότερες φήμες πως ο ίδιος είχε κανονίσει το τελικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, φήμες ήθελαν την Αργεντινή εκείνη την εποχή να έχει στείλει τόνους σιτηρών αλλά και όπλα όλα αυτά δωρεάν ως αντάλλαγμα για το ματς. Όλα αυτά βέβαια δεν έχουν επιβεβαιωθεί από επίσημα χείλη, αλλά και μόνο οι φήμες που εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα δείχνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις στενές σχέσεις ποδοσφαίρου και πολιτικής στην Αργεντινή.

Είναι χαρακτηριστικό πως λίγα μέτρα από το «Μονουμεντάλ», γήπεδο όπου η Αργεντινή κατακτούσε το Μουντιάλ, βρισκόταν η διαβόητη Σχολή Μηχανικών Ναυτικού (ESMA) του Μπουένος Άιρες το οποίο λειτουργούσε ως κέντρο κράτησης και την περίοδο 1976 – 1983 πέρασαν περισσότεροι από 5.000 κρατούμενοι. Εκεί εφαρμόστηκαν τα πιο σκληρά βασανιστήρια κάτι που φαίνεται από το γεγονός πως ζήτημα να επέζησαν πάνω από εκατό άτομα.

Τα όσα εφάρμοσε η στρατιωτική χούντα στην Αργεντινή τα μετέφερε ο σπουδαίος συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο, προσπαθώντας να σκιαγραφήσει το προφίλ ενός αυταρχικού καθεστώτος: «Η δικτατορία είναι μια συνήθεια του αίσχους: Μια μηχανή που σε καθιστά κωφάλαλο, ανίκανο να ακούσεις, ανήμπορο να μιλήσεις και τυφλό σε ό,τι είναι απαγορευμένο να κοιτάξεις».

Το στίγμα σε μια ολόκληρη ομάδα

Από την πλευρά του ο Αργεντίνος δικτάτορας σε όλες τις αναφορές για την βία απαντούσε πως όλα αυτά προέρχονταν από συνωμότες της χώρας και γενικότερα επικοινωνιακά προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί το παραμικρό γεγονός. Για τον λόγο αυτό κάλεσε κατά την διάρκεια του τουρνουά τον Χένρι Κίσινγκερ ο οποίος στο παρελθόν είχε στηρίξει τόσο την Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα όσο και αυτή του Πινοσέτ στην Χιλή, ενώ έδινε το παρών σε κάθε ματς όπου και γνώριζε την αποθέωση από τον κόσμο στις εξέδρες. Την ίδια ώρα όμως και πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας οι πολιτικές που εφάρμοζε ήταν οι πιο σκληρές που υπήρχαν. Η Σχολή Μηχανικών Ναυτικού ήταν ένα από τα πολλά μυστικά κέντρα κράτησης και ήταν συχνό φαινόμενο κατά την διάρκεια των αγώνων στην έδρα της Ρίβερ Πλέιτ να γίνονται βασανιστήρια ώστε οι φωνές των οπαδών να καλύπτουν τις κραυγές των συλληφθέντων από τα βασανιστήρια.

Όταν τα χρόνια πέρασαν και η Αργεντινή έκανε την μετάβαση σε δημοκρατικές κυβερνήσεις, τα μέλη εκείνης της ομάδας που κατέκτησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο άρχισαν να μιλάνε. Ο γνωστός θρύλος της Τότεναμ Ρίκι Βίλα, θα παραδεχόταν χρόνια μετά ότι όλη η ομάδα αποτέλεσε εργαλείο του καθεστώτος. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολιτικά μας χρησιμοποίησαν». Από την πλευρά του ο Λεοπόλδο Λούκε, σκόρερ τεσσάρων γκολ σε εκείνο το Μουντιάλ, τόνιζε: «Με όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω τώρα, δεν μπορώ να πω ότι είμαι περήφανος για το τρόπαιο. Κανείς μας όμως δεν κατάλαβε ότι ήμασταν ένα παιχνίδι της χούντας. Εμείς το μόνο που κάναμε ήταν να παίξουμε ποδόσφαιρο».

Αυτό όμως που ήθελε ο Βιντέλα το κατάφερε με τον καλύτερο τρόπο. Και η Αργεντινή κατέκτησε το τρόπαιο, και στην διεθνή πολιτική σκηνή δημιουργήθηκε μια εικόνα ενός σημαντικού έθνους που μέσω του ποδοσφαίρου μπορεί και φέρνει εις πέρας τους στόχους της. Βέβαια, τα παραφερνάλια της διοργάνωσης δεν ήταν για όλους το ίδιο, ειδικά για την ομάδα που κατέκτησε το τρόπαιο. Οι παίκτες εκείνης της ομάδας, ορισμένοι από τους οποίους συγκαταλέγονται στους κορυφαίους όλων των εποχών, όπως ο σπουδαίος Κέμπες, ο Αρντίλες, ο Φιλιόλ και ο αρχηγός Πασαρέλα, θα έπρεπε να ζουν με την ιδέα ότι το Μουντιάλ δεν κερδήθηκε μέσα στο γήπεδο από τους ίδιους αλλά με την παρέμβαση ενός καθεστώτος. Και η μαύρη κηλίδα αυτή θα τους συνοδεύει πάντα αφού καλώς ή κακώς η εθνική του 1978 θα είναι πάντα συνδεδεμένη με την στρατιωτική χούντα.

Ακόμα και στους ίδιους τους Αργεντίνους η ομάδα αυτή έχει συνδεθεί με εκείνη την δυστοπική περίοδο, γι αυτό και όταν οκτώ χρόνια αργότερα στο Μεξικό ο Μαραντόνα οδηγούσε την Αργεντινή ξανά στο Έβερεστ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, για μια ολόκληρη χώρα ήρθε η λύτρωση. Πλέον, δεν θα έπρεπε να ντρέπονταν γι αυτό που συνέβη το 1978, ακόμα και αν η ίδια η ομάδα δεν έχει καμία απολύτως ευθύνη και αποτέλεσε ένα επιπλέον προπαγανδιστικό όπλο στην φαρέτρα του Βιντέλα.

Μαουρίτσιο Μάκρι: Από την Μπόκα στο προεδρικό θώκο

Η σχέση ποδοσφαίρου και πολιτικής στην χώρα δεν σταμάτησε ποτέ και τώρα ήταν η σειρά ενός άλλου πολιτικού να χρησιμοποιήσει τα σπορ κι ένα αθλητικό σύλλογο για να φτάσει μέχρι τον προεδρικό θώκο της χώρας. Ο λόγος για τον πρώην πρόεδρο της Αργεντινής, Μαουρίτσιο Μάκρι. Γιος Ιταλού επιχειρηματία που μετανάστευσε στην Αργεντινή την δεκαετία του 40' και ασχολήθηκε με τις κατασκευές και τις βιομηχανίες αυτοκινήτων, έζησε τον εφιάλτη που του άλλαξε την ζωή. Το 1991 απήχθη για δώδεκα ημέρες από αξιωματούχους της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Αργεντινής. Τον έκλεισαν σε ένα μικρό δωμάτιο με μία χημική τουαλέτα και μία τρύπα στην οροφή για να του ρίχνουν φαγητό. Ελευθερώθηκε όταν - όπως αναφέρθηκε - η οικογένειά του πλήρωσε ένα τεράστιο ποσό σε δολάρια. Ο ίδιος ο Μάκρι είχε να τονίζει πως αυτό το γεγονός τον οδήγησε στην πολιτική. Η ιστορία ανέφερε πως τον είχαν βάλει σε ένα φέρετρο για να τον μεταφέρουν σε εκείνο το μικρό δωμάτιο. «Όταν άνοιξαν εκείνο το φέρετρο ανέπνευσα βαθιά και όσο περισσότερο μπορούσα. Πραγματικά δεν ήμουν σίγουρα για τίποτα. Δεν ήμουν σίγουρος εάν θα ζήσω ή εάν θα πεθάνω», είχε πει. Έχοντας βιώσει αυτήν την εμπειρία κι έχοντας περάσει και μία σοβαρή, ασθένεια στα 56 του κάνει λόγο για μία... αφύπνιση με την απαγωγή του. Ένα ξύπνημα για τη ζωή, που τον έβαλε σε άλλη... τροχιά στην ζωή του και τον οδήγησε στην πολιτική με στόχο να αλλάξει τα πράγματα.

Πριν όμως κατέβει στην πολιτική σκηνή είχε μεγαλουργήσει στην Μπόκα Τζούνιορς η οποία υπό την προεδρία του μεταλλάχθηκε από έναν σπουδαίο σύλλογο σε ένα τεράστιο brandname ισορροπώντας ανάμεσα σε ποδοσφαιρικό και εταιρικό management. Το 1996 ο Μάκρι αναλαμβάνει πρόεδρος των «χενέιζες» και θέτει δύο βασικούς στόχους. Ο πρώτος είχε να κάνει με τον εκμοντερνισμό του θρυλικού «Μπομπονέρα», των προπονητικών εγκαταστάσεων και την αύξηση των μελών και ο δεύτερος με την δημιουργία της «La Cantera», των ακαδημιών της ομάδας που θα έφερναν ότι καλύτερο υπήρχε στην Αργεντινή στην οικογένεια του συλλόγου με μακροπρόθεσμο στόχο την ανάδειξη τους στην πρώτη ομάδα και την εισροή εσόδων από πωλήσεις.

Και τα αποτελέσματα ήταν άμεσα. Με ηγέτη τον Μάκρι η Μπόκα εκτοξεύεται. Πρωταθλήματα, Copa Libertadores αλλά και το Διηπειρωτικό κόντρα στην Ρεάλ Μαδρίτης των galacticos. Η εκτόξευση όμως δεν είναι μόνο αγωνιστική, αλλά και οικονομική με νέες εμπορικές συμφωνίες με αποτέλεσμα να αυξηθούν κατακόρυφα τα έσοδα. Για τον λόγο αυτό κερδίζει ξανά τις εκλογές του συλλόγου τόσο το 2000 όσο και το 2004 πριν αποφασίσει να κάνει την μετάβαση στην πολιτική, αρχικά ως Δήμαρχος του Μπουένος Άιρες για να ακολουθήσει στη συνέχεια η προεδρία της Αργεντινής.

Με την χώρα να φτάνει στα πρόθυρα του εμφυλίου, χρεοκοπημένη και προέδρους να αποχωρούν με ελικόπτερα για να γλιτώσουν από το μένος των πολιτών, ο άνθρωπος που μετέτρεψε την Μπόκα Τζούνιορς σε αυτό τον κολοσσό που είναι τώρα, γιατί όχι να μην καταφέρει με τον ίδιο πετυχημένο τρόπο να βγάλει και μια ολόκληρη χώρα από την κρίση.

Και το 2015 τα κατάφερε. Η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Μάκρι κέρδισε τις εκλογές έστω και με οριακή πλειοψηφία, αλλά η διακυβέρνηση μιας χώρας δεν έχει καμία σχέση με έναν σύλλογο. Το πρόγραμμα που υιοθέτησε ήταν ένα ευρύ πρόγραμμα λιτότητας, με στόχο να μηδενίσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού το 2019 και να μειώσει τον πληθωρισμό που έτρεχε 50%. Η κατάσταση όμως δεν ήταν ελεγχόμενη και το 2018 ζήτησε την επέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και την επιτάχυνση της εκταμίευσης δόσεων του δανείου 50 δισ. δολαρίων, το οποίο συμφώνησε να χορηγήσει στη χώρα. Παράλληλα τα σκάνδαλα δεν έλειψαν κατά την διάρκεια της θητείας του. Το 2016 γίνεται γνωστό το μεγαλύτερο σκάνδαλο φοροδιαφυγής, το γνωστό Panama Papers. Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε αποκάλυψε την παρουσία σε φορολογικούς παραδείσους αγαθών που ανήκουν μεταξύ άλλων σε 140 πολιτικούς αξιωματούχους, σταρ του ποδοσφαίρου ή δισεκατομμυριούχους. Ανάμεσά τους και η οικογένεια Μάκρι!

Όλα αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την πολιτική σημασία του ποδοσφαίρου για τους εκάστοτε ηγέτες της συγκεκριμένης χώρας. Και για μια χώρα που ο «βασιλιάς των σπορ» αποτελεί κάτι σαν θρησκεία για τους κατοίκους της, μπορεί να αποτελέσει το καλύτερο όπλο στα χέρια ολοκληρωτικών καθεστώτων και χειραγώγησης της κοινής γνώμης.

 

Τελευταία Νέα