Τότε που το ελληνικό ποδόσφαιρο σε άφηνε να το ζήσεις από κοντά

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Τότε που το ελληνικό ποδόσφαιρο σε άφηνε να το ζήσεις από κοντά

bet365

Με αφορμή το πρώτο του “φωτορεπορτάζ” σε ηλικία 15 ετών, στην μεταγραφή του Μίροσλαβ Οκόνσκι στην ΑΕΚ, ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για μια εποχή που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο άνοιγε τις πόρτες του με ελεύθερη είσοδο και ευνοούσε τη σύνδεση των παιδιών με τους ποδοσφαιριστές και τις ομάδες, και για το σφάλμα του σημερινού ποδοσφαίρου που αδιαφορεί για τα παιδιά και ζει πίσω από κλειστές πόρτες.

Σούπερ προσφορά* στα Virtual Sports | *Ισχύουν όροι & προϋποθέσεις

Σε μια από τις εκσκαφές στην αποθήκη με το αρχείο μου, στον καιρό της καραντίνας, βρέθηκα μπροστά σε αυτό που αποτελεί το πρώτο μου φωτορεπορτάζ. Σήμερα, περίπου 32 χρόνια μετά, αυτές οι φωτογραφίες μου εξηγούν πολλά σε σχέση με τον δρόμο που επέλεξα να τραβήξω, μου δείχνουν τη ροπή μου προς το αθλητικό ρεπορτάζ. Στις 5 Ιουλίου του 1988, σε μια Τρίτη με 40 βαθμούς Κελσίου, σε ηλικία 15 ετών βρέθηκα στη Νέα Φιλαδέλφεια κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή σε μέγεθος και σχήμα φωτογραφικού φιλμ, δηλαδή μια φωτογραφική μηχανή της τεχνολογίας της εποχής, που μπορούσε να πληρώσει το χαρτζιλίκι μου, για να φωτογραφίσω την άφιξη του Μίροσλαβ Οκόνσκι στην ΑΕΚ.

Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες γύρισα πίσω, σε μια εποχή που με έβρισκε να μη χορταίνω την επαφή με το ποδόσφαιρο της κορυφαίας κατηγορίας και να μη χάνω ευκαιρία να εισχωρήσω σε αυτόν τον μαγικό, στα παιδικά μου μάτια, κόσμο. Η “καριέρα” μου είχε ξεκινήσει στα 12 μου, όταν έγινα ball boy στην θερινή προετοιμασία της ΑΕΚ με τον Γιάτσεκ Γκμοχ στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, και κουβαλούσα κρυφά νερό για να το δίνω στους ποδοσφαιριστές όταν δεν έβλεπε ο προπονητής. Συνεχίστηκε στο “Κ3” βοηθητικό γήπεδο του Ολυμπιακού Σταδίου, στις προπονήσεις της Εθνικής Ομάδας, της ΑΕΚ, του Παναθηναϊκού, και στη Ριζούπολη, στις προπονήσεις του Απόλλωνα. Και αυτή μου η προσπάθεια να ζω στα ενδότερα των ομάδων δεν σταμάτησε ποτέ. Τον καιρό που τελείωνα το λύκειο, προτου επιλέξω να σπουδάσω δημοσιογραφία, εκμεταλλευόμουν την γνωριμία μου με έναν ποδοσφαιριστή που τον καιρό εκείνο αγωνιζόταν στον Ολυμπιακό, τον Μιχάλη Βλάχο, για να μπαίνω στις εγκαταστάσεις του Ρέντη και να ζω τον Ολυμπιακό του Όλεγκ Μπλαχίν.

Όλες αυτές οι παραστάσεις εξηγούν σε πολύ μεγάλο βαθμό το δέσιμό μου από τα παιδικά μου χρόνια με το ποδόσφαιρο, και ειδικά το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ένα παιδί που μεγάλωνε με τέτοιες παραστάσεις, που είχε την ευκαιρία να δει από κοντά τους ποδοσφαιριστές που είχε αφίσα στο δωμάτιό του μεγάλωνε για να γίνει με σιγουριά ένας καλός πελάτης του ελληνικού ποδοσφαίρου διότι συνδεόταν απολύτως μαζί του. Τον καιρό εκείνο, αν σου άρεσε, το ελληνικό ποδόσφαιρο γινόταν ο κόσμος σου.

Στη δεκαετία του ’80 και περίπου μέχρι τα μισά της δεκαετίας του ’90 σου ήταν πολύ εύκολο να έρθεις σε επαφή με τις ομάδες και τους ποδοσφαιριστές και να κυκλοφορήσεις για λίγο ανάμεσά τους, στον κόσμο τους. Οι σύλλογοι είχαν ανοιχτές για το κοινό προπονήσεις μια φορά την εβδομάδα, και άνοιγαν συχνά, με διάφορες αφορμές ή αιτίες, το προπονητήριό τους ή το γήπεδό τους για να επιτρέψουν στον κόσμο τους να έρθει κοντά. Κι ήταν παιδιά, στην συντριπτική πλειονότητά τους, οι θεατές των προπονήσεων, ή των παρουσιάσεων των μεταγραφικών αποκτημάτων, ή της πρώτης προπόνησης της σεζόν, ή της τελευταίας προπόνησης πριν από ένα ντέρμπι. Παιδιά με τον μπαμπά, ή προέφηβοι και έφηβοι ασυνόδευτοι, που παρακολουθούσαν μια προπόνηση και έπειτα περίμεναν τους ποδοσφαιριστές για να πάρουν ένα αυτόγραφο ή να βγουν μια φωτογραφία.

Κοιτάζοντας σήμερα τις φωτογραφίες σκέφτομαι ότι το “αμόρφωτο” επαγγελματικό ελληνικό ποδόσφαιρο των δεκαετιών του ’80 και του ’90, που δεν είχε καν ακούσει τη λέξη “μάρκετινγκ” ήξερε, σαν από ένστικτο, να κάνει καλύτερο μάρκετινγκ από αυτό που κάνει σήμερα το “μορφωμένο” και “βιομηχανοποιημένο” ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ήταν σαν τότε να καταλάβαινε ότι όλη αυτή η διαδικασία της σύνδεσης του κοινού με τους πρωταγωνιστές ήταν αναγκαία προκειμένου ένας σύλλογος να γεννά νέους οπαδούς ή να συντηρεί και να βαθαίνει τα συναισθήματα των οπαδών και ειδικά των παιδιών. Σε εκείνα τα χρόνια αρκούσε να έχεις διάθεση, για να μπεις σε μια προπόνηση για να μαζεύεις τις μπάλες. Σήμερα ένα παιδί δεν έχει καμία τύχη, εκτός και αν ο μπαμπάς έχει τέτοια δικτύωση για να το βάλει στο τερέν να συνοδεύσει έναν ποδοσφαιριστή κατά την είσοδο των ομάδων, κάτι που συχνά φτάνει να γίνεται ουσιαστικά επί πληρωμή ή ως γραμμάτιο υψηλών δημοσίων σχέσεων.

Μου έχει τύχει πολλές φορές στη διάρκεια της τελευταίας περίπου 10ετίας να μεγαλώνουν δίπλα μου παιδιά που θα ήθελαν να βρεθούν κοντά στους ποδοσφαιριστές της ελληνικής ομάδας που έχουν αρχίσει να συμπαθούν ή να υποστηρίζουν. Με έχει άπειρες φορές στεναχωρήσει η διαπίστωση ότι οι γονείς δεν το συζητούν, για λόγους ασφάλειας και αισθητικής, το να συνοδεύσουν το παιδί σε έναν ελληνικό αγώνα ποδοσφαίρου - πόσο μάλλον να μπουν στη διαδικασία να παρακαλέσουν για την επίσκεψη σε μια προπόνηση. Ο εγκέφαλός μου ανατινάζεται κάθε φορά που βλέπω μια ΠΑΕ να μην ανοίγει το γήπεδο ή το προπονητικό κέντρο της για να υποδεχθεί παιδιά σε μια προπόνηση, μια παρουσίαση μεταγραφής, μια ευκαιρία εξωστρέφειας.

Είναι κουτοί όλοι αυτοί εκεί έξω, πέρα από τα ελληνικά σύνορα, που ανοίγουν προπονήσεις ή δημιουργούν εκδηλώσεις ελεύθερης προσέλευσης στην ευκαιρία μιας ηχηρής μεταγραφής ή οποιουδήποτε άλλου ευχάριστου γεγονότος. Οι πονηροί οι Έλληνες νομίζουν ότι όλα γίνονται μέσω των social media. Κι ενώ βλέπουν, σε κάθε έρευνα, ότι τα ποσοστά δυεισδητικότητας του ελληνικού ποδοσφαίρου στις παιδικές ηλικίες τείνουν να γίνουν μηδαμινά, δεν προβληματίζονται. Ακόμη και με όρους στιγνά επιχειρηματικούς, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο συμπεριφέρεται σαν να μην αντιλαμβάνεται το μέγεθος της αγοραστικής δύναμης που έχουν τα παιδιά του σήμερα και οι έφηβοι και ενήλικες του αύριο.

Η σημερινή συνθήκη δημιουργεί, ή πιο σωστά επιβάλλει στο ποδόσφαιρο ως απόλυτη ανάγκη την αλλαγή. Για να επιβιώσει, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο πρέπει να αλλάξει. Μια σειρά από πρώτες μελέτες οδηγούν στην εκτίμηση ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο, ως φθηνή ψυχαγωγική επιλογή, έχει μπροστά του την ευκαιρία να ανεβεί στη λίστα των ψυχαγωγικών επιλογών του μέσου Έλληνα στο προσεχές διάστημα. Μέχρι χθες, πριν από την πανδημία, το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είχε τέτοια ευκαιρία. Όσα παιδιά μεγάλωναν με ποδόσφαιρο στη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας απέρριπταν το ελληνικό και προτιμούσαν να “κολλήσουν” με το ευρωπαϊκό. Σήμερα, εφόσον αλλάξει τη συμπεριφορά του και τη γλώσσα του, το ελληνικό ποδόσφαιρο θα έχει μια ευκαιρία. Αν συνεχίσει να ζει κεκλεισμένων των θυρών και συνεχίσει να νοιάζεται μόνο για τα τηλεοπτικά και τα στοιχηματικά έσοδά του, δεν θα έχει καμία τύχη. Όλο αυτό που συμβαίνει δημιουργεί μια ευκαιρία στο ελληνικό ποδόσφαιρο να ξαναβρεί το κοινό του, αρκεί να βρει τον τρόπο για να επανασυνδεθεί με τον κόσμο του. Η επανασύνδεση με το κοινό δεν απαιτεί επένδυση σε χρήμα - είναι περίπου ανέξοδη. Αρκεί να σε νοιάζει, να το νιώθεις και να το αντιλαμβάνεσαι ως σημαντικό. Αρκεί να θυμηθείς γιατί “κόλλησες” με το ποδόσφαιρο και την ομάδα σου. Αρκεί εκτός από την μπίζνα σου και τα συμφέροντά σου να αγαπάς και το ποδόσφαιρο.

Στα 15 μου, μου δινόταν η ευκαιρία να δω από κοντά και να πάρω αυτόγραφο από έναν ποδοσφαιριστή που ερχόταν από την Bundesliga, στην οποία είχε αναδειχθεί καλύτερος ξένος. Από ένστικτο, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο εκείνης της εποχής ήξερε να με πιάσει πελάτη. Χωρίς τμήμα μάρκετινγκ, χωρίς καμπάνιες, χωρίς insta stories, likes και shares, χωρίς TikTok. Σήμερα, που η φυσική επαφή έφτασε να γίνει απαγορευμένη, η πραγματικότητα φωνάζει στο ελληνικό ποδόσφαιρο πώς κατάφερε να αποξενωθεί από τον ελληνικό κόσμο. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ζει εδώ και περίπου 20 χρόνια σε συνθήκες social distancing. Όταν χαλαρώσουν τα μέτρα, ας φροντίσει να πάρει τα δικά του νέα μέτρα, εκτός και αν θέλει να συνεχίσει να ζει κοινωνικά απομονωμένο για να κάνει “τα δικά του” και να προσυνεννοείται για τη δράση του.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.