Όταν η Ευδοκία καθηλώνει με ένα ζεϊμπέκικο! (vid)

Όταν η Ευδοκία καθηλώνει με ένα ζεϊμπέκικο! (vid)

bet365

Μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών με την υπογραφή του Αλέξη Δαμιανού. Το μουσικό θέμα του Μάνου Λοϊζου, το ζεϊμπέκικο, ο καταδικασμένος έρωτας...

Ο χρόνος για την Ελλάδα σταμάτησε πολλές φορές. Κάθε νέα αρχή, ίδια αρχή, σε ανοιχτό ορίζοντα, μέσα σε σπίτια πρόχειρα φτιαγμένα με σκεπή από ελενίτ και τοίχο από τσιμεντόλιθους. Το βλέμμα μικρών παιδιών σε ταλαιπωρημένα μάτια μεγάλων, με τον ήλιο, τον αέρα και το φως να είναι σύμμαχος και εχθρός την ίδια στιγμή. Το χώμα και η σκόνη μοναδικές σταθερές. Οι τοίχοι ραγισμένοι και το όνειρο για ασφάλεια, ηρεμία, δουλειά, αποκατάσταση, ξεσπά σε ετοιμόρροπες ταβέρνες. Εκεί που σημασία έχει η παρέα, το κρασί και ο χορός. Ζεϊμπέκικο. Ιεροτελεστία. Μυσταγωγία. Προσευχή και αμαρτία. Πάθος, πόθος, αγάπη και έρωτας, θάνατος. Η μουσική να βγαίνει καθαρή από πικ απ φθαρμένο, χωρίς λόγια.

Δεν χρειάζονται. Η ψυχή δίνει και παίρνει ρεύμα και όλα γυρίζουν, γυρίζουν, γυρίζουν και η μοναξιά αγκαλιάζει την υπόσχεση, την ελπίδα, το μέλλον. Στη νέα αρχή, νέοι πρωτόπλαστοι. Άντρας και γυναίκα που θέλουν απλά να ξεφύγουν, αλλά η εξέλιξη, η κατανάλωση, η ανάγκη τους ξεπερνά. Η ανέμελη βόλτα δεν αρκεί και στο τέλος η καταδίκη δεν θα αποφευχθεί. Χωρισμός και το άγνωστο να καταπίνει ημιτελή όνειρα και άρρωστες υποσχέσεις. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Η γυναίκα στο σημείον μηδέν, στο άπειρο, το όνομα της Ευδοκία. Η “Ευδοκία” είναι η 74η ταινία που σας παρουσιάζει το G-Weekend Journal.

Ο δικό μας νεορεαλισμός

Η “Ευδοκία” του Αλέξη Δαμιανού, μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Φτιαγμένη με τα πιο απλά υλικά: Το σκληρό και αφιλόξενο τοπίο της Ελλάδας των 70's, τη φρεσκάδα και την ενέργεια των πρωταγωνιστών του και τη μουσική του Μάνου Λοϊζου. Η 2η ταινία του (σ.σ τρεις έκανε όλες κι όλες) Δαμιανού και αν την “σπάσεις” θα δεις ότι έχει τα χρώματα και την αισθητική πίνακα του Τσαρούχη. Θα δεις να περνάει με το πρόσωπο του βαμμένο μπλε ο “Τρελός Πιερό” του Γκοντάρ. Τέλος, θα δεις τη “Μάμα Ρόμα” του Παζολίνι, την Άννα Μανιάνι να στέκεται απέναντι στη Μαρία Βασιλείου. Η “Ευδοκία” όμως “συνομιλεί” με τον Αλέκο Παναγούλη, με τη μορφή και τη δράση του, τα ποιήματα του. Αγωνίες, Αύριο Φως, Υπόσχεση. Γυρισμένη και παιγμένη στα χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών συνδυάζει την πολιτική διαμαρτυρία, με το λυρικό και ρεαλιστικό στοιχείο. Ο δικό μας νεορεαλισμός, με τα χρώματα της Ελλάδας που πασχίζει να βγει στην επιφάνεια, να αφήσει πίσω της το έρεβος της δικτατορίας. Η “Ευδοκία” όμως δεν είναι καθαρόαιμη πολιτική ταινία. Είναι η ελεγεία του Δαμιανού για τους εν τη γενέσει χαμένους έρωτες, για τα θνησιγενή όνειρα και για τη μελαγχολική ομορφιά που ασφυκτιά ανάμεσα σε τσιμέντα, σκουριές, στρατιωτικές στολές, παραγγέλματα, νταβατζήδες και ταξίδια που ακυρώθηκαν. Η “Ευδοκία” συστήνει τη χαμένη γενιά του '70 που μέχρι σήμερα δεν βρίσκει τον δρόμο που της ταιριάζει. Η “Ευδοκία” ξοδεύει από το καλλιτεχνικό υστέρημα των προηγούμενων δεκαετιών και μένει ενέχυρο για την καλλιτεχνική δημιουργία που θα ρθει. Στο φινάλε σου καρφώνεται στο μυαλό η αγέρωχη παρουσία του Γιώργου Κουτούζη, το γέλιο και το δάκρυ της Μαρίας Βασιλείου και η μουσική του Μάνου Λοϊζου.

Το ζεϊμπέκικο αλλάζει τα πάντα

Η Ευδοκία είναι πόρνη, ζει μόνη της και προσπαθεί να επιβιώσει. Πρώην χωροφύλακας, διεφθαρμένος, την ωθεί στην πορνεία και την προστατεύει. Όλα θα αλλάξουν γι' αυτήν όταν δει σε μικρή ταβέρνα, που βρίσκεται με την παρέα της, στρατιώτη (λοχία) να χορεύει ζεϊμπέκικο. Τον ερωτεύεται σφόδρα. Το ίδιο και αυτός. Δίχως σκέψη, με τον αυθορμητισμό οδηγό, αποφασίζουν να παντρευτούν. Η κοινωνία όμως, το πολιτικό περιβάλλον, οι προκαταλήψεις και οι διαφορετικοί κόσμοι των δύο, δεν τους αφήνουν πορευτούν όπως επιθυμούν. Ο νεαρός φαντάρος βασανίζεται, διότι από τη μία ξέρει ότι είναι δύσκολο να κάνει οικογένεια με μια γυναίκα που εκδίδεται, αλλά από την άλλη την αγαπάει και είναι έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα γι' αυτήν. Τη βρίσκει και τη χάνει λοιπόν. Την εγκαταλείπει και επιστρέφει. Η Ευδοκία βλέπει τον γάμο ως σανίδα σωτηρίας, ως ευκαιρία να αποδράσει από μια αδιέξοδη ζωή. Ανώριμη, δίχως λογική στις πράξεις της, “ανταποδίδει” τη συμπεριφορά του Γιώργου. Τον αφήνει και τον βρίσκει. Τον εγκαταλείπει και μένει πιστή. Επιστρέφει στον νταβατζή της και φεύγει απ' αυτόν. Η εξ αρχής προβληματική σχέση θα χει το ανάλογο φινάλε: οριστικό χωρισμό.

Η αξέχαστη μουσική...

Η ταινία έχει σημαδευτεί ανεξίτηλα από τη μουσική του Μάνου Λοϊζου. Δικαίως, διότι μέσα απ' αυτήν εκφράζονται οι καημοί, οι σκέψεις, τα πάθη, οι συμπεριφορές των ηρώων. Η μουσική του γίνεται μια δίνη που σε στροβιλίζει και ο θεατής αφήνεται σε αυτήν να τον οδηγήσει. Λέγεται ότι ο Λοϊζος όταν τελείωσε τη μουσική, απευθύνθηκε στον φίλο του Λευτέρη Παπαδόπουλο και του ζήτησε να γράψει τους στίχους. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε λέγοντας “αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν”. Πέρα από τη μουσική, στην ταινία φαίνεται καθαρά η ποιητική ματιά του Δαμιανού, η προσπάθεια του να αποτυπώσει έναν καταδικασμένο έρωτα ενώ η χώρα βρίσκεται στον γύψο. Η κινηματογράφηση φαίνεται να έχει ανεπιτήδευτο ύφος, όμως ο Δαμιανός προφανώς ήθελε να αποδώσει την ανεμελιά, την καταπιεσμένη ξεγνοιασιά και χαρά των πρωταγωνιστών του. Η Μαρία Βασιλείου και ο Γιώργος Κουτουζής εκπέμπουν ζωντάνια και ελευθερία στο παίξιμο τους. Ο Δαμιανός παίρνει το μέγιστο απ' αυτούς. Η αφήγηση σταθερή και το μοντάζ (Ματ Μακάρθι) τονίζει τον ξεχωριστό ύφος του φιλμ. Προσεγμένη φωτογραφία (Χρήστος Μάγκος). Η Μαρία Βασιλείου κέρδισε το Α' Βραβείο γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

 

Τελευταία Νέα