Η προφητική νταλίκα του «Σωτήρη»! (vids)
Από τα «ρετρό ακούσματα» της προηγούμενης Πέμπτης είχα προαναγγείλει ακόμα «ένα τόπικ για τις νταλίκες», όπως είχε παραγγείλει ο Δημήτρης, φίλος της στήλης. Έγραφα τότε πως μια από τις παραγγελιές του μου θύμιζε μια ιστορία που αξίζει ξεχωριστής αναφοράς, μια δική της ιστορία, το δικό της χώρο στα «ρετρό ακούσματα». Εννοείται πως θα πάμε και πάλι πίσω, στη γνωστή παλιοπαρέα των έιτις, η οποία πλέον ενηλικιωνόταν και «ψαχνόταν» μουσικά. Εδώ που τα λέμε, όχι μόνο μουσικά. Γενικώς «ψαχνόμασταν», με τη διαφορά ότι τότε τη βρίσκαμε την άκρη, ενώ τώρα ψαχνόμαστε και δεν βρίσκουμε ούτε τον εαυτό μας...
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ο Μαστρομανέλος, ο γκαραζιέρης - μηχανικός που πιο τις πολλές ώρες της ημέρας τις πέρναγε στον καφενέ του Μπάφα και όχι στο γκαράζι του. Το χειμώνα καθόταν στο αγαπημένο του τραπέζι μπροστά στο τζάκι, συνήθως με τον Πέτρο της Κουφής και τον ίδιο τον καφετζή, τον Μπάφα, ενώ το καλοκαίρι η ίδια παρέα μετακόμιζε στη σκιά του πλάτανου. Μαζί τους μετακόμιζε κι ένα μικρό, φορητό κασετοφωνάκι, που πιο συχνά μάσαγε τις κασέτες, παρά τις έπαιζε. Κι όταν τις έπαιζε, γρατζούναγε «γκρίγκι - γκρίγκι», ενώ άμα άρχιζαν να πέφτουνε οι μπαταρίες, τότε μπορούσες να μπερδέψεις τη φωνή της Μαντόνα με εκείνη του Ζαγοραίου. Με τη μόνη διαφορά, πως ο Μαστρομανέλος και η παρέα του ήξεραν μόνο τον Ζαγοραίο. Από τους οποίους τον μάθαμε κι εμείς. Από το μελό -αλά Βασιλάκης Καϊλας- «Πάρτε κύριε λαχεία», με το οποίο ξεκαρδιζόμασταν παρά το δυσάρεστο θέμα, μέχρι το ...μεγαλύτερο στομάχι του κόσμου, που έφαγε τη γη να την αναζητάει στην χιλιοτραγουδισμένη «Προσευχή».
Πάντως, πέραν του χαβαλέ, όταν εκείνη η κασέτα του Ζαγοραίου έφτανε στον αγαπημένο «Αλήτη», στην παρέα μας που συνήθως καθόταν και «κρυφάκουγε» και σχολίαζε από το διπλανό τραπέζι, επικρατούσε απόλυτη σιγή. Σεβασμός στον ύμνο του καλλιτέχνη!
Μετά την κασέτα του Ζαγοραίου, όταν πλέον ο Μαστρομανέλος έφτανε στο 3ο «σετάκι» ρετσίνας Κουρτάκη με κοκακόλα, από το συρτάρι του γραφείου του Μπάφα έβγαινε η κασέτα που σήμαινε ότι το πράμα αγρίευε. «Φέρε τον Σωτήρη. Είπα!», πρόσταζε ο Μαστρομανέλος κι ο Μπάφας έσπευδε να βάλει στο κασετόφωνο τις παλιές επιτυχίες της αγαπημένης τραγουδίστριας της παρέας τους: της μοναδικής Σωτηρίας Μπέλλου. Παλιά τραγούδια, βαριά λαϊκά έως σκληροπυρηνικά ρεμπέτικα. Μας άρεσε κι εμάς ο Σωτήρης και καθόμασταν να ακούσουμε, κουτσοπίνοντας κι εμείς κανένα από τα σετάκια που μας κέρναγαν ο Μαστρομανέλος και ο Πέτρος της Κουφής επειδή ήμασταν καλά παιδιά και διασκεδάζαμε διακριτικά μαζί τους. Από εκείνη την κασέτα που είχε μείνει το μάγκικο «Μη μου ξαναφύγεις πια» και το προφητικό «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά και η μοναδική μελωδία του «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» του Γιάννη Παπαϊωάννου.
Όταν μεγαλώσαμε, όμως, αποκτήσαμε άποψη. Και κάποιο βράδυ, κάτω από τον πλάτανο, ο φίλος μου ο Φώτης φανέρωσε τις μουσικές μας ανησυχίες με μια κασέτα που είχε γράψει ο ίδιος σε κάποιο καταγώγιο που υποτίθεται ότι δούλευε(;) εκείνη την περίοδο. Όπως μάθαμε εκ των υστέρων, τις παραγγελιές τις είχε δώσει ο Δεμπασκαλάς, ο οποίος είχε ασχοληθεί με τον «Σωτήρη» και στη δεύτερη φάση της καριέρας του (της). Μόλις ο Μαστρομανέλος πρόσταξε τον Μπάφα «φέρε τον Σωτήρη. Είπα!», ο Φώτης σηκώθηκε, πλησίασε το τραπέζι και του είπε: «Μάστορα, να βάλω λίγο Σωτήρη από τον δικό μου; Κι άμα δεν σ΄ αρέσει, βάζουμε τον δικό σου». Τότε ο Μαστρομανέλος μυήθηκε με το ζόρι στο «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου -το οποίο απέφευγε από χρόνια όταν το πετύχαινε στο ραδιόφωνο αλλάζοντας σταθμό- και αναφώνησε ενοχλημένος: «Πού τα είδατε, ρε χαϊβάνια, τα αεροπλάνα και τα παπόρια στο βουνό; Φέρε τον Σωτήρη. Είπα!».
Ο Φώτης πάσχισε τότε να τον πείσει πως η φωνή που τραγουδούσε με τον Σαββόπουλο ήταν ο «Σωτήρης» κι άναψε η μάχη, «είναι» - «δεν είναι». Ήταν, κι αυτό προσπαθούσαμε να του πούμε κι εμείς, αλλά ο Μαστρομανέλος δεν άκουγε τίποτα. «Μάστορα, μου φαίνεται πως σε πειράζει η ρετσίνα με την κοκακόλα. Να την πίνεις με κοκακόλα λάιτ, μπας και λιγοστέψουν τα ...οκτάνια και κατεβούν τα γράδα», του είπε ο Φώτης, ο οποίος κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα έσκυβε κάτω από το μισογεμάτο, κόκκινο (όχι λάιτ) κουτάκι της κοκακόλας που περνούσε πάνω από το κεφάλι του και προσγειωνόταν με δύναμη στον κορμό του πλάτανου. Τότε, μπροστά στο φόβο του διπλωματικού επεισοδίου, ο Πέτρος ο Αρμένης έκανε νόημα στον νονό του, τον Πέτρο της Κουφής κι εκείνος επενέβη αποφασιστικά. «Μάστορα, θα ακούσουμε την κασέτα που έφεραν τα παιδιά και το επόμενο σετάκι κερασμένο. Εμένα μου αρέσει»!
Και την ακούσαμε, μεταφορικά και κυριολεκτικά...
Περιείχε αρκετά διαμάντια της ελληνικής μουσικής, με την ξεχωριστή ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου, όπως το «Μην κλαις» (Μιχάλης Μπουρμπούλης/Ηλίας Ανδριόπουλος) και το «Δε λες κουβέντα» (Κώστας Τριπολίτης/Δήμος Μούτσης), τα οποία είχαν γράψει τη δική τους ιστορία τη δεκαετία του ΄80 και τολμώ να πω ...μας μεγάλωσαν.
Ωστόσο, εκείνο που είχε αγαπήσει από τότε, για πολλούς και διάφορους λόγους, από τον τίτλο ως τη μελωδία και τον διαφορετικό στίχο του Κώστα Τριπολίτη, ήταν η «Νταλίκα» του Δήμου Μούτση. «Τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ’ την κουτάλα, τώρα μάγκωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα»! Πόσο μπροστά ήταν τότε αυτοί οι στίχοι (1981) και πόσο πίσω είμαστε τώρα όλοι μας; Και πόσες ευθύνες για το σημερινό χάλι έχουν (έχουμε) τελικά οι «χωμένοι στο κόλπο που γλιτώνουν παρά τρίχα» και οι «βολεμένοι που τους κόψανε το βήχα»;
Για την ιστορία, μετά το πρώτο διάστημα προσαρμογής, όταν ο Μαστρομανέλος πρόσταζε τον Μπάφα «φέρε τον Σωτήρη. Είπα!», πλέον εννοούσε τον νέο «Σωτήρη»! Ο Φώτης, πάντως, επέμεινε να του χώνεται και όταν τον είδε πρώτη φορά να πίνει «σετάκι» ρετσίνα με κοκακόλα λάιτ, δεν κρατήθηκε: «Μάστορα, τώρα που την πίνεις με κοκακόλα λάιτ, έχει και η ρετσίνα μια θερμίδα μοναχά;». Κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα έσκυβε κάτω από το μισογεμάτο, ασημένιο κουτάκι της κοκακόλας που περνούσε πάνω από το κεφάλι του και προσγειωνόταν με δύναμη στον κορμό του πλάτανου...
Μέχρι να ξαναβγεί τέτοια φωνή σαν του αξέχαστου «Σωτήρη», εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ.: Για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.
