Top-10: Οι μεγαλύτεροι Έλληνες αθλητές

Top-10: Οι μεγαλύτεροι Έλληνες αθλητές

Ένας απ΄τους λόγους που εξηγούν τη λαοφιλία των σπορ είναι οι ήρωες που «πλάθουν» και τα κατορθώματα τους, που συγκινούν τους οπαδούς και «γεννούν» αξέχαστες ιστορίες. Στην ιστορία του αθλητισμού στην Ελλάδα υπήρχαν ουκ ολίγοι τέτοιοι, που αποτελούν μεγάλες κι αδιαμφισβήτητες αξίες, ακριβώς επειδή ανέβασαν πολύ ψηλά τον «πήχη» και ουκ ολίγες φορές τον ξεπέρασαν, ορίζοντας εξαρχής τον πρωταθλητισμό, την αντοχή στο χρόνο και την επιτυχία σε απαιτητικές συνθήκες.

Ανεξαρτήτως αθλήματος, το δικό τους Έβερεστ αναγνωρίστηκε κι έξω απ' τα ελληνικά σύνορα κι αυτό δεν έχει να κάνει απλώς με την καταμέτρηση μεταλλίων και ατομικών διακρίσεων.

Την ίδια βαρύτητα αποκτούν επιτεύγματα όπως η διεθνής αναγνώριση, η αλλαγή στον τρόπο παιχνιδιού και αντίληψης του αθλήματος και της πορείας στην κορυφογραμμή του, ο αριθμός των φιλάθλων που γοητεύτηκαν απ' τον κορυφαίο του είδους και στράφηκε προς το συγκεκριμένο σπορ, όπως φυσικά και η υστεροφημία και η «κληρονομιά» που άφησε πίσω του, αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «legacy» και τοποθετεί κάποιον στην κατηγορία των «θρύλων».

Ανεξαρτήτως αθλήματος, οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην Ελλάδα περισσεύουν. Εμείς με τη δύναμη του COSMOTE One, που κάνει σταθερή και κινητή επικοινωνία ένα, για να έχεις Internet, ομιλία, ψυχαγωγία κάθε στιγμή, μέσα κι έξω από το σπίτι, επιλέξαμε το Top 10!

Συνοπτικά, τα κριτήρια, με τυχαία σειρά:

Ατομικές διακρίσεις, ομαδικές διακρίσεις, «κληρονομιά», επιροοή στην ελληνική κοινωνία, επιρροή στο άθλημα, διεθνής αναγνώριση

image

Γιώργος Αφρουδάκης

Είναι ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της ελληνικής υδατοσφαίρισης, με το όνομά του όμως να γίνεται γνωστό διεθνώς! Παίζοντας σε όλους τους μεγάλους ελληνικούς συλλόγους (Ν.Ο Βουλιαγμένης (1997-2004), Πανιώνιος (2004-2006), Ολυμπιακός (2006-2009), Παναθηναϊκός (2009-σήμερα) κι απορρίπτοντας κατά καιρούς προτάσεις απ' το εξωτερικό, ο αειθαλής 40χρονος πλέον πολίστας δοξάστηκε τόσο για τις ατομικές του διακρίσεις, όσο και για τις ομαδικές επιτυχίες.

Στην καριέρα του ξεχωρίζει η συμμετοχή σε πέντε Ολυμπιάδες, απ' την Ατλάντα το 1996 έως το Λονδίνο το 2012, οι επιτυχίες με την Εθνική Ελλάδας στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα του 2005 και του 2015, όπου η «γαλανόλευκη» ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, όπως και το βραβείου του πρώτου σκόρερ της Α1 για 7 φορές!

Με περισσότερα από 1000 γκολ στο ενεργητικό του, έξι κατακτήσεις του πρωταθλήματος και του Κυπέλλου Ελλάδας, το χάλκινο μετάλλιο του ΦΙΝΑ Καπ της Αθήνας (1997) και το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης με τη Βουλιαγμένη την ίδια χρονιά στο παλμαρέ του, ο Αφρουδάκης αποτελεί σημείο αναφοράς του πόλο διαχρονικά. Το προφίλ του ως «ανίκητου» μέσα στην πισίνα, η διάρκειά του, απ' το 1991 με την Εθνική Νέων, έως σήμερα, καλύπτοντας μια διαδρομή που απλώνεται σε... τρεις δεκαετίες, αποδεικνύουν πως ο σπουδαίος φουνταριστός «ξανάγραψε» την ιστορία του ελληνικού πόλο!

image
image

Μίμης Δομάζος

Στην εποχή του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, ο «Στρατηγός» υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας με όλη τη σημασία της λέξης! Η ποιότητα και η διάρκειά του άλλωστε ποτέ δεν ευθυγραμμίστηκαν με την πορεία ενός ερασιτέχνη, ενώ τα επιτεύγματά του, σε μια εποχή που το άθλημα στη χώρα δεν παρήγαγε τέτοιες με διεθνή αντίκτυπο, μνημονεύονται ως σήμερα.

Σε ηλικία 17 ετών βρέθηκε στον Παναθηναϊκό, όπου έμεινε συνολικά για 20 χρόνια (1959-1978), έγινε αρχηγός και κατέκτησε 9 πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα κι ένα Βαλκανικό Κύπελλο Συλλόγων (1977). Είναι ο πρώτος παίκτης σε συμμετοχές στο ελληνικό πρωτάθλημα (536-139 γκολ), ενώ διετέλεσε για χρόνια και «κάπτεν» της Εθνικής, μετρώντας 50 εμφανίσεις και 4 γκολ..

«Κορωνίδα» όλων των επιτευγμάτων του πάντως δεν θα μπορούσε να είναι άλλη παρά η παρουσία του με τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ, απέναντι στον «θρυλικό» Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ. Το «τριφύλλι» ηττήθηκε με 2-0, όμως το ελληνικό ποδόσφαιρο μπήκε δια παντός στον ευρωπαϊκό «χάρτη». Ο Δομάζος ήταν εκ των ηγετών εκείνης της ομάδας, που όρισε εκ νέου την έννοια της επιτυχίας για τους συλλόγους. Αφήνοντας «χρυσά» αποτυπώματα στην ιστορία του Παναθηναϊκού και του ελληνικού ποδοσφαίρου, αναγνωρίζεται έως σήμερα ως ένας εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του αθλήματος.

image

Ηλίας Ηλιάδης

Δεν εκπροσωπεί κάποιο δημοφιλές άθλημα, όμως η αξία του «ανάγκασε» πολλούς να ενδιαφερθούν για το τζούντο και με τα επιτεύγματα του τίμησε τα ελληνικά χρώματα! Ο Ηλίας Ηλιάδης, γεννημένος στη Γεωργία αλλά με ελληνική υπηκοότητα και παρουσία σε πολλές μεγάλες διοργανώσεις, έφερε το τζούντο στο προσκήνιο και μεγάλωσε το ενδιαφέρον των Ελλήνων, τόσο για το άθλημα, αλλά και για την πορεία του ίδιου προσωπικά.

Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Βουκουρέστι τον Μάιο του 2004, όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο. Τελικά αποδείχθηκε πως ήταν απλώς το... ορεκτικό, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθηνας! Εκεί ανέβηκε ξανά στην πρώτη θέση του βάθρου και μπήκε για τα «καλά» στην κατηγορία των κορυφαίων Ελλήνων αθλητών.

Τα επόμενα χρόνια κατάφερε να πορευτεί με επιτυχία στο κορυφαίο, κατακτώντας συνεχόμενα μετάλλια, με το... χρυσό να αποδεικνύεται το αγαπημένο του! Τόσο σε Μεσογειακούς Αγώνες (2005), όσο και σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (Τόκιο 20010, Παρίσι 2011, Τσελιάμπινσκ 2014) και στο Ευρωπαϊκό της Κωνσταντινούπολης (2011), ο Ηλιάδης συμπλήρωσε μια δεκαετία πλήρη θριάμβων κι ανεπανάληπτων στιγμών για το ελληνικό τζούντο. Η μαχητικότητα και το χαμόγελό του τον τοποθετούν πολύ ψηλά στην υπόληψη των Ελλήνων φίλων του αθλητισμού, στους οποίους ο Ηλιάδης «δίδαξε» το τζούντο με τις επιτυχίες του!

image

Νίκος Κακλαμανάκης

Όταν ένας αθλητής αποκτά το προσωνύμιο «γιός του ανέμου», τότε υποθέτει κανείς εύλογα τη «μυθική» διάσταση των επιτευγμάτων του! Ο Νίκος Κακλαμανάκης αποτελεί τον κορυφαίο ιστιοπλόο στη χώρα μας και μια γνώριμη φιγούρα, τόσο για τους οπαδούς του αθλήματος, αλλά και για όποιον, έστω... κατά τύχη, έχει παρακολουθήσει αγώνες σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Έχει «φροντίσει» ο ίδιος να μη διαφύγει από κανενός την προσοχή η κλάση του, κατακτώντας δυο χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, στην Ατλάντα το 1996 και στην Αθήνα το 2004! Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Βαρκελώνης (1992) έκαναν γνωστό το όνομά του, εντός κι εκτός «τειχών», όταν κατέγραψε την 9η θέση, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ είχε έρθει η ώρα για να «λάμψει»! Στο Σίδνεϊ ήταν σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής, ενώ το 2004 αποθεώθηκε απ' τους Έλληνες φιλάθλους, όταν πρώτα άναψε την ολυμπιακή φλόγα στο Ολυμπιακό Στάδιο και στη συνέχεια κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο.

Οι πρωτιές σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (1986, 1996, 2000, 2001), καθώς και το κατόρθωμα του 1997, όταν έκανε με την ιστιοσανίδα τον διάπλου του Αιγαίου απ' το Σούνιο στην Κρήτη σε δυο μέρες, επιστεγάζουν τα μυθικά του κατορθώματα στο χώρο, δίνοντας του μια θέση στο πάνθεον του ελληνικού αθλητισμού!

image

Βασίλης Χατζηπαναγής

Ένας «Νουρέγιεφ» στα ελληνικά γήπεδα, μόνο αξέχαστες στιγμές και εικόνες που αποτυπώνονται βαθιά έως σήμερα στη μνήμη των οπαδών θα μπορούσε να παράγει! Ο Βασίλης Χατζηπαναγής δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα, όμως όταν ήρθε για να παίξει μπάλα, έκανε όσα χρειαζόταν για να μνημονεύεται ακόμα ως ο κορυφαίος ίσως ποδοσφαιριστής των γηπέδων της ημεδαπής.

Ο Ηρακλής ήταν ο «τυχερός» της υπόθεσης, αφού ήταν η μοναδική ομάδα της Α' Εθνικής που τον «έντυσε» με τα χρώματά της. Παίκτες όμως όπως ο Χατζηπαναγής αποδεικνύεται πως υπερκερνά τα εμπόδια των αντιπαλοτήτων και των φανατικών. Ακόμα κι αν δεν κατέκτησε πολλούς τίτλους, παρά μόνο το Κύπελλο Ελλάδας στον αλησμόνητο τελικό του 1976 κόντρα στον Ολυμπιακό και το Βαλκανικό Κύπελλο το 1985, ακόμα κι αν δεν έπαιξε με τη φανέλα της Εθνικής παρά μόνο σε 2 παιχνίδια, ο εκ Σοβιετικής Ένωσης ερχόμενος Έλληνας «μάγος» κατάφερε να συγκριθεί με τους καλύτερους κι ενδεχομένως να βγει «νικητής».

Η παρουσία του στο ελληνικό πρωτάθλημα (281 συμ. - 62 γκολ), αλλά κυρίως όσα έκανε με τη μπάλα στο γήπεδο, με το «αέρινο» στυλ, την άψογη τεχνική κατάρτιση και τις εντυπωσιακές ποδοσφαιρικές αρετές του, τον οδήγησαν στην αποθέωση απ' όλους τους Έλληνες φιλάθλους, ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στον ελληνικό αθλητισμό!

image
image

Παναγιώτης Γιαννάκης

Ο «δράκος» έχει όνομα και υστεροφημία τόσο σημαντικά, όσο και η μεγάλη επιτυχία του 1987, όταν όλη η Ελλάδα έμαθε να βλέπει και να παίζει μπάσκετ! Με πρωτεργάτες τον Γιαννάκη και φυσικά τον Γκάλη, η Εθνική πετύχαινε τη σημαντικότερη επιτυχία της στα χρονικά, σηματοδοτώντας μια κοσμογονική αλλαγή για την κατάσταση του αθλήματος στη χώρα.

Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η τεράστια κληρονομιά που άφησε ο Νικαιώτης. Ήταν μέλος εκείνης της «χρυσής» γενιάς που έστρεψε το ενδιαφέρον του κόσμου μαζικά στο μπάσκετ και αποτέλεσε τον προπομπό για όλες τις μετέπειτα εθνικές και συλλογικές επιτυχίες. Όταν δε ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της «γαλανόλευκης» και την έφερε στην κορυφή της Ευρώπης το 2005 και στη δεύτερη θέση του κόσμου το 2006, με την αξέχαστη νίκη επί της Αμερικής, ο Γιαννάκης απέκτησε «μυθικό» χαρακτήρα για όσα συνολικά προσέφερε στο άθλημα, τόσο σαν παίκτης όσο και σαν προπονητής.

Η παρουσία του στον Παναθηναϊκό, στον Άρη, στον Ολυμπιακό και στην Εθνική «σμιλεύουν» ένα προφίλ υπεράνω οπαδικών διαφορών και διαχωρισμών, ενώ το σκεπτόμενο μπάσκετ που εισήγαγε, τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής, άλλαξαν τα δεδομένα του μπάσκετ στην Ελλάδα.

image

Βασίλης Σπανούλης

Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση αυτού που οι Αμερικανοί ονομάζουν «legacy», όπως αυτή εκφράζεται πολυποίκιλα. Τόσο για την αγωνιστική του παρουσία, όσο και για την εξωαγωνιστική, ο Βασίλης Σπανούλης εμπλέκεται σημαντικά στη συζήτηση για το μπάσκετ σήμερα.

Ξεκινώντας απ' το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα U-18 και φτάνοντας στη θέση του αρχηγού των Ανδρών το 2015, όταν και αποσύρθηκε, έχει μερίδιο επιτυχίας και καθοριστική συμμετοχή σε πολλούς απ' τους σύγχρονους θριάμβους της «επίσημης αγαπημένης». Το 2005 στο Βελιγράδι και το 2006 στη Σαϊτάμα αποτελούσε «δύναμη πυρός» στην περιφέρεια, σοκάροντας τον κόσμο με την ποιότητα του, που του άνοιξε μέχρι και την «πόρτα» του ΝΒΑ. Πλέον, όπως και ο Διαμαντίδης, ο «Kill Bill» δημιούργησε τη διάδοχη κατάσταση μετά τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, για όσα πιτσιρίκια παίζουν στα παρκέ των σχολείων και της γειτονιάς, ονειρευόμενοι μπασκετικά «μεγαλεία».

Παράλληλα, με την απόφαση-σταθμό το 2010 να πάει απ' τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό και να καταφέρει να επαναφέρει τους «ερυθρόλευκους» στην κορυφή, μετά από χρόνια «λειψυδρίας», θα μνημονεύεται από (σχεδόν) άπαντες ως μια κίνηση που εν πολλοίς διαμόρφωσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των «αιωνίων». Για τους δικούς του λόγους και με τα δικά του κίνητρα, ο Σπανούλης έφυγε απ' τον έναν, πήγε στον άλλον, λατρεύτηκε και «σημάδεψε» την πορεία του.

image

Δημήτρης Διαμαντίδης

Άλλο ένα μπασκετικό «διαμάντι», απ' όσα τοποθετούνται στη σχέση της Ελλάδας με την πορτοκαλί μπάλα και (θα πρέπει να) διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού στο μέλλον. Ο Διαμαντίδης αποτελεί τη χαρακτηριστική περίπτωση παίκτη, που, όπως και ο Σπανούλης, ήταν τόσο σπουδαίοι που συγκρίθηκαν με τα «ιερά τέρατα» του παρελθόντος.

Ξεκινώντας απ' τον Ηρακλή, «γοητεύοντας» τον Ομπράντοβιτς κι επιλέγοντας, σαν μέσα από παιχνίδι της μοίρας, τον ακμαίο Παναθηναϊκό απ' τον «παραπαίοντα» Ολυμπιακό το 2004, ο «3D» καθιερώθηκε στους «πράσινους», ωριμάζοντας σε εμβληματική μορφή στην ιστορία τους. Με το «τριφύλλι» στο στήθος έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης 3 φορές, ενώ με τους αμέτρητους τίτλους σε εγχώριο επίπεδο και τις ατομικές διακρίσεις, μετέδωσε το «μήνυμα» του ελληνικού μπάσκετ σε όλο τον «πορτοκαλί» κόσμο.

Κι αν προηγήθηκε ο Παναθηναϊκός στην καταγραφή των κατορθωμάτων του Διαμαντίδη, δεν είναι γιατί δεν δόξασε την Εθνική Ομάδα, αλλά γιατί στεναχώρησε πολλούς με την απόφασή του να αποχωρήσει το 2010. Σε κάθε περίπτωση, πρόλαβε να πετύχει το «σουτ του αιώνα» στον ημιτελικό με τη Γαλλία το 2005, να «ξεπαστρέψει» τους ακριβοπληρωμένους Αμερικανούς ένα χρόνο μετά στην Ιαπωνία και να παραδώσει μαθήματα ενός μπάσκετ πολυδιάστατου, σχεδόν επιστημονικού σε όλη την Ευρώπη! Όπως όλοι οι κορυφαίοι, τελικά λείπουν και θα λείψουν ακόμα περισσότερο στο μέλλον...

image

Πύρρος Δήμας

Είναι το όνομα στο οποίο πηγαίνει σχεδόν αυτόματα το μυαλό, όταν σκέφτεσαι «Χρυσός Ολυμπιονίκης». Το «θηρίο» απ' τη Χειμάρρα έκανε... χόμπι τη συλλογή χρυσών μεταλλίων στη μεγαλύτερη διοργάνωση του κόσμου, ανεβαίνοντας στο πρώτο σκαλοπάτι του βάθρου τρεις συνεχόμενες φορές, στη Βαρκελώνη το 1992, στην Ατλάντα το 1996 και στο Σίδνεϊ το 2000, ενώ το 2004, στην Αθήνα, εν μέσω συγκίνησης και αποθέωσης, βγήκε τρίτος, σε μια ακόμα σπουδαία στιγμή!

Ο Πύρρος Δήμας «κουβάλησε» με τα γερά του μπράτσα την ελληνική άρση βαρών και την ανέβασε στην πρώτη θέση παγκοσμίως. Άμα τη εμφανίσει του στο προσκήνιο «σάρωσε» τους τίτλους, αφού εκτός των μεταλλίων του στα ολυμπιακά τουρνουά, κατέχει ακόμα τρεις παγκόσμιους τίτλους (1993, 1995, 1998). Ήταν ο αθλητής-συνώνυμο της επιτυχίας για τη δεκαετία του 1990, ενώ πλέον οδηγεί απ' τη θέση του Προέδρου της Ελληνικής Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών τους νεότερους σε επιτυχίες.

Η αλλαγή που επέφερε στο σπορ ο Δήμας με τις επιτυχίες του είναι ορατή δια «γυμνού οφθαλμού». Κάθε επιτυχία έκτοτε πιστώνεται στον «πρωτοπόρο», που άνοιξε τους δρόμους και θριάμβευσε επιβλητικά, ενώ η βράβευση του απ' τη WADA ως Πρέσβης της Καταπολέμησης του Ντόπινγκ στον αθλητισμό το 2011 αποτελεί «καρφί» στο μάτι καθενός συνδέει την επιτυχία στα αθλήματα με εξωγενείς παράγοντες...

image
image

Νίκος Γκάλης

Όλοι παραδέχονται πως όσα έκανε ο Γκάλης με τη μπάλα ήταν αξεπέραστα για τα δεδομένα της εποχής, σε διεθνή κλίμακα και όχι μόνο στην Ελλάδα. Οι μπασκετόφιλοι συμφωνούν με την παραπάνω διατύπωση, με μια μόνο αλλαγή: αντί για «Γκάλης», χρησιμοποιούν τη λέξη «θεός». Γιατί αν το μπάσκετ είναι θρησκεία για μερικούς στην Ελλάδα, έχει τον δικό της «Κύριο»!

Οι αριθμοί και τα ρεκόρ του (854 παιχνίδια, 25.995 πόντοι, 30.4 μ.ο) «σοκάρουν». Τα αποθεωτικά σχόλια «γιγάντων» του αθλήματος, το ίδιο. Ενδεικτικά, ο Σεργκέι Μπέλοφ, σπουδαίος σοβιετικός παίκτης και προπονητής, είχε πει γι' αυτόν: «Τον θαυμάζω. Όταν παίζει ένας με έναν είναι ανίκητος. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ένας παίκτης θα μπορούσε να τα βάλει με όλη τη Σοβιετική Ένωση». Ακόμα και σήμερα, κοιτώντας κανείς φάσεις απ' το παρελθόν, δεν μπορεί παρά να μην χειροκροτάει νοητά όσα βλέπει. Ο Γκάλης ήταν αυτός που έφερε το άθλημα στην Ελλάδα και σήμερα μπορεί να βλέπει τα αποτελέσματα αυτής της «γέννησης».

Φυσικά ήταν το Ευρωμπάσκετ του 1987 αυτό που γιγάντωσε τις διαστάσεις του στη χώρα μας. Ήταν όμως και το παιχνίδι του οκτάκις πρωταθλητή κι επτάκις Κυπελλούχου Ελλάδας πολύ ανώτερο από κάθε τι είχε εμφανιστεί στα ελληνικά παρκέ μέχρι την άφιξη του. Οι δόξες του με τον Άρη, τέλος, όταν πολλοί τον υποστήριζαν γιατί ήταν «η ομάδα του Γκάλη», στηρίζουν τον «θρύλο» που δημιούργησε.

image

Σπύρος Λούης

Όχι απλά κομμάτι της ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της αρχαίας ιστορίας και των σύγχρονων διοργανώσεων. Ο λόγος είναι απλός: αποτελεί τον πρώτο μαραθονοδρόμο που ξέρουμε, μετά τον Φειδιππίδη.

Ο Μισέλ Μπρεάλ, εμπνευσμένος απ' την ιστορία του αγγελιαφόρου, που είχε τρέξει απ' τον Μαραθώνα ως την Αθήνα για να αναγγείλει τη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιών στη Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ, πρότεινε το 1894 την εισαγωγή του αθλήματος στη διοργάνωση του 1896 της Αθήνας στην αναβίωση των Αγώνων. Το αγώνισμα δεν είχε διοργανωθεί ποτέ μέχρι τότε.

Ο Σπύρος Λούης τερμάτισε πρώτος, καλύπτοντας σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα την απόσταση 42,195 απ ́τον Μαραθώνα ως την Αθήνα, με τον θρύλο να διηγείται πως στο Πικέρμι σταμάτησε σ' ένα καφενείο και ζήτησε ένα ποτήρι κρασί, που θα τον βοηθούσε να φτάσει ως το τέλος!

Οι χιλιάδες θεατές που τον είδαν να τερματίζει, φώναζαν «Έλλην, Έλλην», έμπλεοι ενθουσιασμού, ενώ ο Λούης, όταν ρωτήθηκε απ' τον Βασιλιά Γεώργιο τι ήθελε ως έπαθλο, απάντησε: « Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό», καθότι νερουλάς στο επάγγελμα, στην Αθήνα του 1896!

Στο Ολυμπιακό πάρκο του Μονάχου, η λεωφόρος «Spiridon­Louis­Ring» φέρει το όνομά του.