

Η κατάθεση ψυχής του Τζον Φαν'τ Σχιπ στο Gazzetta: «Αφήνω το μπαλόνι να ανέβει στον ουρανό για την Ντανιέλε και της λέω να με περιμένει»
Ήταν από αυτές τις ανοιξιάτικες μέρες που μοιάζουν σχεδόν καλοκαίρι. Στην άκρη μιας παραλίας στη Βουλιαγμένη, με τον ήλιο να... αγκαλιάζει τη θάλασσα, μας περίμενε ο Τζον Φαν'τ Σχιπ. Ήρεμος, χαμογελαστός, γαλήνιος. Έχει επιστρέψει στην αγαπημένη του Ελλάδα όχι ως προπονητής αλλά πλέον ως φίλος. Ως ένας άνθρωπος που κάποτε ένιωσε εδώ το... σπίτι του και ακόμα το νιώθει.
Θυμήθηκε όλα όσα τον έκαναν να αγαπήσει τη χώρα, τα χρόνια που βρέθηκε στον πάγκο της Εθνικής, Μέσω του Gazzetta έκανε τη μίνι αναδρομή του και μίλησε για την απώλεια της αγαπημένης του συζύγου, που πλέον - όπως είπε - είναι μαζί του με έναν διαφορετικό τρόπο. Έχοντας πλέον περάσει καιρός θεωρεί ότι άφησε το στίγμα του στην Εθνική. Έδωσε ευκαιρίες σε παίκτες όπως οι Χατζηδιάκος, Παυλίδης και Τζόλης, που τότε άρχισαν να μπαίνουν στην πρώτη γραμμή και σήμερα συνεχίζουν με τη «γαλανόλευκη». Πιστεύει ακράδαντα ότι το μέλλον ανήκει στους νέους παίκτες και ότι πρέπει να τους δίνεις ευκαιρίες.
Ο Φαν'τ Σχιπ είχε απασχολήσει με έναν διαφορετικό τρόπο ειδησεογραφικά τα ελληνικά media στις 11 Οκτωβρίου του 2023 για μία πολύ στενάχωρη είδηση, για την απώλεια της συζύγου του. Μία νέα γυναίκα που αντιμετώπισε γενναία μία από τις πιο δύσκολες ασθένειες και για περίπου δύο χρόνια έδινε τη... μάχη της. Είναι μία ιστορία αγάπης, αφοσίωσης και τεράστιας ψυχικής δύναμης. Τεράστιας δύναμης και από τον Ολλανδό προπονητή και από τη γυναίκα του, που θα θυμάται πάντα με αγάπη. Μία ιστορία με τόσα μα τόσα διδάγματα. Ένα story που έχει σχέση με το ποδόσφαιρο αλλά δεν είναι καθαρά ποδοσφαιρικό.
Οι ισχυροί δεσμοί της Ντανιέλε με την Ελλάδα
Ο ίδιος ο Φαν'τ Σχιπ είχε μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημα της συζύγου του (από τότε) και επειδή στην Ολλανδία είναι ένας αρκετά γνωστός άνθρωπος του ποδοσφαίρου είχε πάρει και δημοσιότητα. Εκείνος και η Ντανιέλε αγαπούσαν πολύ την Ελλάδα. Μία αγάπη που δεν άλλαξε ποτέ. Το ταξίδι τους για τον μήνα του μέλιτος το 1989 το έκαναν στη Μύκονο και όταν τα δύο παιδιά τους ήταν μικρά είχαν πάει στην Κω και τη Ρόδο. Άρα οι δεσμοί του ζευγαριού με την Ελλάδα ήταν ισχυροί αρκετά χρόνια πριν αναλάβει την Εθνική μας ομάδα.
Η ίδια η Ντανιέλε περιέγραφε την Ελλάδα ως τη χώρα των Θεών, τη χώρα που ο ήλιος πάντα λάμπει και η θάλασσα είναι τόσο καθαρή. Ο ίδιος ο Ολλανδός τεχνικός γενικά λάτρεψε την Ελλάδα παρά την πίεση που βίωσε και τα προβλήματα που θεώρησε ότι είχε όσο ήταν στην Εθνική (όπως η επιλογή του να μην μάθει ελληνικά για να μην καταλαβαίνει και να μην διαβάζει το τι γράφουν για εκείνον). Για τη σύζυγό του από την άλλη είχε μιλήσει στο ολλανδικό portal Volkskrant.nl.
Το μεγάλο σοκ για τον ίδιο και τη σύζυγό του ήρθε όταν ήταν ακόμα στην Ελλάδα. Στις 14 Νοεμβρίου του 2021 και μετά το 1-1 στο Κόσοβο και με την Ελλάδα να μην έχει πετύχει τον στόχο του Κατάρ, τον στόχο της πρόκρισης στο Παγκόσμιο, η σύζυγός τουτου έκανε μία βόλτα κοντά στην Ακρόπολη. Τότε ήταν που άρχισε να μην νιώθει καλά για να έρθουν μετά τα άσχημα νέα.
Οι εξετάσεις έδειξαν το πρόβλημά της με τον Τζον Φαν'τ Σχιπ και την οικογένειά του να κάνουν τα πάντα για να σταθούν δίπλα της και να τη βοηθήσουν. Από το να φέρει ο Φαν'τ Σχιπ γιατρούς και ειδικούς από τη Γερμανία και τη Φρανκφούρτη, μέχρι ταξίδια εκτός Ολλανδίας, θεραπείες, κατ' οίκον επισκέψεις από γιατρούς... Μέχρι να σταματήσει να εργάζεται για δύο χρόνια ή μέχρι τη μετακόμιση της οικογένειας για ένα διάστημα στην Καραϊβική για να αλλάξει παραστάσεις. Ο ίδιος ακόμα και όταν βίωσε την πιο δύσκολη στιγμή δεν το έβαλε κάτω ούτε μία στιγμή.
Άλλωστε ακόμα και το post του Φαν'τ Σχιπ στο Instagram δείχνει τη δύναμη με την οποία αντιμετώπισε αυτήν την πολύ δύσκολη διαδρομή: «Η πιο γλυκιά, η πιο όμορφη... Πάντα θα σε βλέπω και θα σε ακούω... Και θα υπάρχουν και πιο χειροπιαστές αποδείξεις της αγάπης μας που άφησες πίσω, τα παιδιά μας, ο Ντέιβι και η Εστέλ. Η αγάπη (μας) δεν σταματά εδώ, θα συνεχίσει... Αγάπη μου... όμορφο ταξίδι».
Και βέβαια υπήρξε και το εξίσου δυνατό μήνυμα της ίδιας της Ντανιέλε που είχε μιλήσει αναλυτικά για την κατάστασή της το 2022: «Η ευχή μου για το 2023 είναι να αγαπάμε τους εαυτούς μας. Εάν δεν αγαπάμε εμάς δεν θα μπορέσουμε να δίνουμε αγάπη στους άλλους. Το εύχομαι λοιπόν αυτό για όλους».
Συνέντευξη στους Δημήτρη Τομαρά και Μάρθα Χωριανοπούλου
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

«Όλα όσα έχει κάνει ο Παυλίδης μιλούν από μόνα τους»
Πλέον είστε προπονητής της Εθνικής ομάδας της Αρμενίας. Τι σας φέρνει ξανά στη χώρα μας;
«Στην πραγματικότητα είναι σαν να κάνω μια στάση πριν πάω στην Αρμενία. Επειδή δεν υπάρχει απευθείας πτήση από το Άμστερνταμ για την πόλη του Ερεβάν, πάντα πρέπει να κάνω μια ενδιάμεση στάση. Αποφάσισα να κάνω τη στάση αυτή στην Αθήνα, γιατί έζησα εδώ σχεδόν τρία χρόνια και μου αρέσει να έρχομαι εδώ διότι γνωρίζω πολλούς ανθρώπους. Σκέφτηκα λοιπόν να συνδυάσω τη στάση μου με δύο-τρεις μέρες επιπλέον εδώ και μετά να συνεχίσω για την Αρμενία».
Έχετε ζήσει στην Ελλάδα για τρία χρόνια. Πώς θα περιγράφατε την Ελλάδα και τους Έλληνες;
«Νομίζω ότι είναι διαφορετικά για εμένα. Ίσως γιατί είμαι ένα δημόσιο πρόσωπο και ο κόσμος μπορεί να συμπεριφέρεται διαφορετικά σε μένα απ' ό,τι σε άλλους. Αλλά μπορώ να πω μόνο ότι έχω πολύ καλές εμπειρίες και λάτρεψα το διάστημα που ήμουν στην Ελλάδα μαζί με τη γυναίκα μου. Αυτό ήταν την τελευταία φορά που ήμασταν εδώ και δεν ξέρω αν ξέρετε την ιστορία (εννοεί την απώλεια της γυναίκας του).
Ήταν η τελευταία φορά που εκείνη ήταν υγιής και η στιγμή που άρχισε να πονάει ήταν προς το τέλος του διαστήματος που ζούσαμε εδώ. Στη συνέχεια πήγαμε πίσω στην Ολλανδία. Όμως μας άρεσε πολύ εδώ. Η γυναίκα μου λάτρευε την Ελλάδα. Κολυμπούσε κάθε μέρα, 50 λεπτά, ήταν υγιέστατη, έκανε γιόγκα, περπατούσε, και ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη ένιωσε αυτόν το φοβερό πόνο, που ήταν η αρχή μιας μεγάλης περιόδου που ήταν άρρωστη».
Πόσο δύσκολο είναι για εσάς, μετά από αυτήν την απώλεια, να συνεχίσετε να κάνετε αυτό που αγαπάτε;
«Αρχικά φρόντιζα τη γυναίκα μου μέχρι που έφυγε. Ο Άγιαξ μου τηλεφώνησε δύο εβδομάδες μετά την κηδεία. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα, καταλαβαίνεις; Η γυναίκα μου ήταν που μου είπε πριν φύγει από την ζωή: «Τζον, αν σε καλέσει ο Άγιαξ και σου ζητήσει να πας πρέπει να το κάνεις».
Ίσως αν δεν μου το είχε πει αυτό, θα έλεγα ''Όχι, δεν μπορώ τώρα''. Όμως επειδή μου είχε πει ''Τζον, είναι καλό για σένα, θα σε βοηθήσει να ξεπεράσεις τον πόνο'', δεν το σκέφτηκα πολύ και απλά μπήκα στη διαδικασία να δεχθώ τη δουλειά στον Άγιαξ. Μία δουλειά που εκείνη την περίοδο ήταν πολύ δύσκολη, γιατί η ομάδα ήταν στο τέλος της βαθμολογίας.
Συνειδητοποιήσαμε πως αν τελειώναμε πέμπτοι, μπορούσαμε ακόμα να παίξουμε στο Europa League και παίξαμε εναντίον της ΑΕΚ τότε. Στον εκτός έδρας αγώνα με την ΑΕΚ ήμουν στον πάγκο αλλά στο παιχνίδι στην Ολλανδία δεν ήμουν εκεί.
Δεν ήταν εύκολη περίοδος και ειδικά οι τελευταίοι μήνες του πρωταθλήματος. Είχαμε τραυματισμούς και φυσικά όσο περνούσε ο καιρός και η απώλεια της γυναίκας μου με βάραινε όλο και περισσότερο και με επηρέαζε περισσότερο. Στην αρχή έχεις τόσα πολλά να κάνεις και φυσικά τη νοσταλγείς. Όσο όμως περνάει ο χρόνος, συνειδητοποιείς ότι δεν πρόκειται να γυρίσει. Τώρα που έχει περάσει 1,5 χρόνος, ακόμα τη σκέφτομαι πολύ και μου λείπει. Όμως μαθαίνεις να την έχεις μαζί σου στα επόμενα βήματα της ζωής σου. Και αυτό κάνω εγώ. Είναι ακόμα μαζί μου αλλά με διαφορετικό τρόπο».
Μιλώντας για τον Άγιαξ, πόσο διαφορετική είναι η πίεση εκεί σε σχέση με εδώ; Όταν ήρθατε στην Ελλάδα και αναλάβατε την Εθνική ομάδα, η πίεση ήταν τεράστια, ειδικά με τον στόχο να προκριθείτε. Μπορείτε να κάνετε μια σύγκριση ή είναι πιο δύσκολο εδώ;
«Νομίζω και τα δύο αυτά πράγματα είναι διαφορετικά. Με την Εθνική ομάδα είναι διαστήματα που παίζεις αγώνες και μετά που δεν έχει υποχρεώσεις. Σε έναν σύλλογο είτε είναι ο Άγιαξ είτε οποιοσδήποτε άλλος στην Ελλάδα ή αλλού η δουλειά είναι 24/7 (καθημερινή). Το καλό με την Εθνική είναι πως όλοι θέλουν να πετύχει η ομάδα.
Όπου και αν πήγαινα στην Ελλάδα, άκουγα: ''Ρίξε μια ματιά σ’ αυτόν τον παίκτη. Παίζει εκεί και δεν ήρθες να τον δεις;'' Από όλες τις πλευρές υπήρχε πίεση.
Όμως πιστεύω ότι μείναμε πιστοί στο πλάνο μας. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε την ομάδα και να φέρουμε νέους παίκτες με ποιότητα και με χαρακτηριστικά που θα βοηθούσαν στο στυλ παιχνιδιού μας. Και νομίζω ότι σιγά-σιγά καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια ομάδα που έχει μείνει η ίδια ως προς τη σημερινή της μορφή.
Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι κάναμε καλή δουλειά. Φυσικά πάντα απογοητευόμαστε όταν δεν πετυχαίνουμε τους στόχους μας, όπως το όταν δεν έρθει μία νίκη στο Nations League ή όταν δεν καταφέρνουμε να πάμε σε μία μεγάλη διοργάνωση. Όμως αν κοιτάξεις τη μεγάλη εικόνα, νομίζω ότι αλλάξαμε τη νοοτροπία στην Εθνική. Βγάλαμε μία θετικότητα και πλέον ο κόσμος βλέπει την Εθνική πιο καλά και θετικά».
Ποια πιστεύετε ότι είναι η κληρονομιά που αφήσατε στην Ελλάδα με την Εθνική ομάδα;
«Νομίζω ότι ο κόσμος πρέπει να το αποφασίσει αυτό. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να φτιάξω την καλύτερη δυνατή ομάδα. Και αν κοιτάξω πίσω, βλέπω ακόμα τους ίδιους παίκτες. Αυτό είναι καλό σημάδι υπό την έννοια ότι όλοι οι προπονητές μετά από μένα, ο Πογέτ και ο Γιοβάνοβιτς είχαν τους ίδιους παίκτες και τώρα υπάρχουν και νεότερα παιδιά που έρχονται. Νέοι παίκτες που είναι πολύ καλοί.
Κυρίως όμως η ομάδα έχει μείνει σχεδόν ίδια με περίπου τον ίδιο τρόπο παιχνιδιού. Οπότε νομίζω θέσαμε τον πήχη και βάλαμε τα στάνταρντς αλλά και ένα πρότυπο ομάδας για τους επόμενους προπονητές να συνεχίσουν».
Ήσασταν ο προπονητής που φέρατε στην Εθνική παίκτες όπως ο Χατζηδιάκος και ο Παυλίδης. Πώς τους βλέπετε τώρα;
«Νομίζω ότι όλα όσα κάνει κάνει ο Παυλίδης μιλάνε από μόνα τους. Ήταν πολύ καλά τα βήματά του από τη Βίλεμ στην Άλκμααρ. Τα πήγε πολύ καλά στην Άλκμααρ και μετά έκανε και το επόμενο βήμα του στη Μπενφίκα, όπου σε ατομικό επίπεδο επίσης είχε πολύ καλή απόδοση.
Νομίζω ο Βαγγέλης είναι ένας παίκτης ομαδικός. Ένας επιθετικός ξεκινάει την άμυνα για να βοηθήσει μετά μπροστά. Είναι επίσης ο παίκτης που μπορείς να τον βρεις για να του δώσεις την μπάλα. Είναι ένας πολύ ολοκληρωμένος επιθετικός. Φυσικά υπάρχουν πάντα πράγματα που μπορεί να βελτιώσει αλλά πιστεύω ότι έχει εξελιχθεί πολύ».
Κρατάτε επαφή μαζί του; Μιλάτε ακόμα;
«Ναι, κάποιες φορές. Όταν τον βλέπω ή μου στέλνει μήνυμα ή του στέλνω εγώ. Και με άλλους παίκτες από την Εθνική έχω επαφή για να τους πω ότι τα πάνε καλά ή για να τους συγχαρώ».

«Είχα πει στον Μανωλά ότι έπρεπε να προσαρμοστεί ξανά, αρνήθηκα προτάσεις από ΑΕΚ και Αρη»
Υπάρχει κάποιος παίκτης από την Εθνική τώρα που σας έχει εντυπωσιάσει;
«Νομίζω ότι όταν ανέλαβα το πιο σημαντικό ήταν ότι κάναμε αρχηγό τον Τάσο Μπακασέτα. Ήταν σε μια δύσκολη περίοδο, γιατί είχε φύγει από την ΑΕΚ και είχε βρεθεί στην Τουρκία. Οι περισσότεροι τον είχαν ξεχάσει λίγο. Όμως ήταν πολύ σημαντικός».
Με τον Μανωλά τι είχε γίνει; Γιατί υπάρχει μια παλιά δήλωσή του όπου είχε κάνει λόγο για έλλειψη σεβασμού...
«Κοίτα, αυτά είναι ιστορίες. Είναι τα λόγια του εναντίον των δικών μου λόγων. Ο λόγος μου εναντίον του δικού του. Πάντα σεβόμουν τον κάθε παίκτη. Του είχα πει ότι έπρεπε να προσαρμοστεί ξανά στην ομάδα και ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ότι, για παράδειγμα, είχαμε τον Μπακασέτα ως αρχηγό. Και μερικά άλλα πράγματα που ήθελα να του πω προτού γυρίσει. Μάλλον δεν του άρεσαν αυτά που του είπα.
Όμως πάντα είχα σεβασμό για εκείνον ως παίκτη. Ήταν δική του απόφαση να μην έρθει πίσω στην Εθνική. Εμείς θέλαμε να επιστρέψει στην Εθνική ομάδα. Αλλά εκείνος είπε όχι, δεν θα έρθω. Και από εκεί και πέρα για μένα τελείωσε αυτό το θέμα».
Τι θα μπορούσαμε να πούμε για όσα είχαν αναφερθεί για την επιστροφή σου στην Ελλάδα; Και για τον Άρη και για την ΑΕΚ...
«Είχα διαπραγματεύσεις με τον Άρη τον Σεπτέμβριο. Έτσι είναι οι διαπραγματεύσεις. Δεν πήγαν όπως θέλαμε και οι δύο. Τότε απλά αποφασίσαμε ότι ΟΚ, δεν θα γίνει. Και με την ΑΕΚ ήταν στην πραγματικότητα κάτι που έγινε πολύ γρήγορα.
Ήταν όταν σταμάτησα από την Εθνική ομάδα. Νομίζω ήταν μετά από λίγους μήνες και ήθελαν να τελειώσω τη σεζόν. Δηλαδή να αναλάβω μόνο για περίπου τρεις μήνες. Και τότε εγώ είπα όχι. Εάν θα πήγαινα, θα ήθελα για ένα μεγαλύτερο διάστημα. Αυτά ήταν τα δύο ήταν που πραγματικά έγιναν».
Υπάρχει στο μυαλό σου να επιστρέψεις στην Ελλάδα κάποια στιγμή;
«Κοίτα, το γεγονός ότι είμαι εδώ ξανά σημαίνει ότι πραγματικά απόλαυσα, όπως σας είπα στην αρχή το διάστημα που ήμουν εδώ στην Ελλάδα. Αγαπώ τον ελληνικό πολιτισμό, τη χώρα αλλά και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Έχω δει πολλά παιχνίδια εδώ. Νιώθω σαν στο σπίτι μου με κάποιο τρόπο. Φυσικά δεν είναι το σπίτι μου.
Αλλά νιώθω καλά και όμορφα εδώ. Επίσης υπάρχει κόσμος που μου φέρεται - και μου έχει φερθεί - πολύ καλά. Οπότε δεν θα πω ποτέ όχι, αν προκύψει κάτι. Αλλά τότε, φυσικά, πάντα θα είναι θέμα διαπραγμάτευσης ή του πώς θα κυλήσει μία συζήτηση. Θα είναι το πόσο πραγματικά με θέλουν και το πόσο πραγματικά θα θέλω να πάω σε εκείνη την ομάδα. Για αυτή την περίπτωση θα μιλάμε για κάποιο σύλλογο. Το αναφέρω γιατί ήμουν στην Εθνική ομάδα».
Νομίζεις ότι υπάρχουν διαφορές από την εποχή σου στην Εθνική ομάδα μέχρι σήμερα; Επειδή αυτή η Εθνική ομάδα κατάφερε να φτάσει έως τη League A του Nations League.
«Νομίζω η μεγαλύτερη διαφορά είναι η ηλικία. Οι παίκτες που είχα, όπως ο Παυλίδης, ο Χατζηδιάκος και ο Τζόλης, ήταν πολύ νέοι τότε. Ήρθε και ο Μαυροπάνος. Όλοι οι παίκτες αυτοί τώρα έχουν προσθέσει σαφώς περισσότερα χρόνια εμπειρίας. Παίζουν στην ίδια θέση επίσης αυτά τα δύο, τρία ή και τέσσερα χρόνια. Οπότε αυτή είναι, νομίζω, η μεγαλύτερη διαφορά. Η εμπειρία και η ωριμότητα των παικτών».
Τελικώς τι έγινε μετά το ματς με το Κόσοβο; Γιατί έχουμε διαβάσει ότι η Ομοσπονδία ήθελε να σε κρατήσει.
«Πήρε πολύ χρόνο όλη η διαδικασία. Είχαμε συμφωνήσει να συνεχίσουμε. Να κάνουμε ένα συμβόλαιο για ακόμα έναν χρόνο. Αλλά άργησαν πολύ από την Ομοσπονδία. Περίμενα περίπου τρεις εβδομάδες. Τους ρώτησα πολλές φορές αν πρέπει να έρθει ο ατζέντης μου στην Αθήνα, γιατί αρχικά είχαν πει ότι πρέπει να έρθει αμέσως μετά το ματς με το Κόσοβο. Μετά μου είπαν "πρέπει να περιμένουμε". Τόση αργοπορία. Ειλικρινά είναι θέμα εμπιστοσύνης για μένα. Ήμουν στην Εθνική Ελλάδας για 2,5 χρόνια. Είχαμε κάνει πολλές θετικές αλλαγές. Ήθελαν να συνεχίσουμε αλλά άρχισαν να καθυστερούν για τα πάντα. Δεν είμαι άνθρωπος που μου αρέσει να παίζω παιχνίδια. Τους είπα ή τώρα ή ποτέ. Και έτσι αποχώρησα».
Νομίζεις ότι το 1-1 με το Κόσοβο τους επηρέασε;
«Δεν το ξέρω γιατί υπήρχε ήδη προφορικό deal ότι θα συνεχίζαμε μαζί. Το παιχνίδι με το Κόσοβο ήταν απλά ένα ματς. ΟΚΕΙ ναι ήρθε 1-1, αλλά δεν μπορούσαμε να κερδίσουμε κάτι πλέον. Δεν θα άλλαζε κάτι ούτε για τη League B ούτε για κάποιο τουρνουά. Ήταν το τελευταίο ματς που έπρεπε να παίξουμε. Και ναι, ίσως δεν ήταν το καλύτερό μας ματς, αλλά αν κοιτάξεις όλο τον κύκλο των αγώνων, παίξαμε πολλά πολύ καλά ματς.
Αλλά ναι, πρέπει να τους ρωτήσετε γιατί. Για μένα ήταν αρκετό που άργησαν πολύ και είπα ΟΚ. Δεν έχω κακία και δεν κρατώ κακία. Ήταν ένας λόγος να πω "ευχαριστώ, η γυναίκα μου έχει ένα θέμα υγείας και γυρνάμε στην Ολλανδία" και συνέχισαν με άλλον προπονητή».
Αν μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω, τι θα άλλαζες;
«Δεν θα άλλαζα τίποτα. Η ζωή είναι έτσι για μένα. Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω και να αλλάξεις κάτι. Νομίζω ότι όλα πήγαν όπως έπρεπε».
Πώς βλέπεις τώρα τον Γιοβάνοβιτς ως προπονητή της Εθνικής ομάδας;
«Νομίζω ότι κάνει το επόμενο βήμα με την ομάδα. Συνεχίζει από αυτό που ήδη υπήρχε. Μου αρέσει πολύ γιατί, νομίζω, είναι η πρώτη φορά που βάζει τόσο πολύ πολύ νέους και ταλαντούχους παίκτες και αυτό χρειάζεται, όχι μόνο για την Εθνική ομάδα αλλά και για τους άλλους παίκτες, που βλέπουν ότι "κοίτα ρε παιδί μου, ακόμη κι αν είσαι 18, 19, 20 χρονών, μπορείς να είσαι αρκετά καλός να μπεις στην Εθνική". Σε πολλές χώρες, αν είσαι πολύ ταλαντούχος, όπως στη Γερμανία με τον Μουσιάλα και στην Ισπανία με τον Γιαμάλ και εάν έχεις την ικανότητα μπορείς να παίξεις. Τον Τζόλη τον πήρα μετά από πέντε ματς που είχε παίξει και κάποιοι μου έλεγαν "τι κάνεις;". Είδα ότι είναι ταλαντούχος παίκτης και φυσικά έπρεπε να μάθει, αλλά το ότι τον είχα ήδη από τότε στην ομάδα πιστεύω βοήθησε την καριέρα του».
Πώς βλέπετε τώρα τον Τζόλη και τον Παυλίδη, παίκτες που τους καλέσατε στην Εθνική ομάδα;
«Τώρα είναι πολύ σημαντικοί παίκτες. Είναι παίκτης που 'κουβαλάνε' την ομάδα. Ακόμα κι αν ο Παυλίδης μερικές φορές δεν παίζει γιατί παίζει ο Ιωαννίδης, παραμένει ένας βασικός παίκτης στο ρόστερ. Ισχύει αυτό ακόμα κι αν κάποιες φορές είναι στον πάγκο. Νομίζω ότι αυτό είναι καλό για την Εθνική ομάδα. Είναι καλό όταν υπάρχει ανταγωνισμός. Πολλές χώρες έχουν ανταγωνισμό μεταξύ παικτών στην ίδια θέση. Εμείς το είχαμε με τον Τσιμίκα και τον Γιαννούλη. Στην αρχή ο Γιαννούλης έπαιζε περισσότερο, μετά όμως τραυματίστηκε και ο Τσιμίκας πήρε τη θέση του και έτσι άλλαξε λίγο η κατάσταση. Είναι καλό να υπάρχει ανταγωνισμός για κάθε θέση».
Ο Τζολάκης έκανε ντεμπούτο και μετά από τεσσεράμισι χρόνια ο Βλαχοδήμος βρέθηκε στον πάγκο. Είναι αυτό σημαντικό στοιχείο;
«Φυσικά, γιατί είναι ένα μήνυμα και για τον Βλαχοδήμο ότι εδώ έρχεται ένας νέος παίκτης. Ο Τζολάκης είχε το ταλέντο εδώ και μερικά χρόνια, τώρα όμως έχει ωριμάσει και έχει αποκτήσει εμπειρία. Όπως είπα, ο ανταγωνισμός υπάρχει και αυτός που παίζει περισσότερο στην ομάδα του θα έχει περισσότερες πιθανότητες να παίξει και στην Εθνική».

«Ο Κρόιφ ήθελε να παίζουμε με τον 'τρίτο παίκτη' και λάτρευε την λεπτομέρεια»
Πώς βλέπετε τον Καρέτσα ως ένα ποδοσφαιρικό φαινόμενο, με δεδομένο ότι ήρθε εδώ, έκανε τις διαδικασίες και πήρε την ελληνική υπηκοότητα για να παίξει στην Εθνική. Πώς τον κρίνετε ως ταλέντο;
«Δεν τον έχω παρακολουθήσει πολύ, αλλά γνωρίζω ότι είναι πολύ ταλαντούχος και καλός παίκτης. Αυτό που ήθελα να πω είναι πως είναι καλό που ο κόουτς Γιοβάνοβιτς δεν κοιτάει την ηλικία αλλά την ποιότητα και το τι μπορεί να προσφέρει κάποιος στην ομάδα και τι να κάνει για να την ανεβάσει ένα βήμα παραπάνω. Μερικές φορές χρειάζεσαι νέους παίκτες που δεν έχουν φόβο, σκέφτονται διαφορετικά και μπορούν να κάνουν κάτι απρόβλεπτο. Ο Καρέτσας είναι ένας από αυτούς τους παίκτες που έχουν το κάτι παραπάνω και αυτό το κάτι που μπορεί να κάνει τη διαφορά».
Πώς είναι η ζωή τώρα στην Αρμενία;
«Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι κάναμε με την Ελλάδα, αλλά κάθε χώρα είναι διαφορετική. Νομίζω πως βρισκόμαστε σε μια δύσκολη στιγμή για την Αρμενία, καθώς τα πράγματα δεν πήγαν καλά στο παρελθόν. Πρέπει να δούμε αν υπάρχει βάθος στο υπάρχον ρόστερ και να ψάξουμε για πολλά υποσχόμενους παίκτες που θα μπορούμε σταδιακά να ενσωματώσουμε. Δεν ξέρουμε εάν θα έχουμε πολύ χρόνο, γιατί το συμβόλαιό μου λήγει στο τέλος Δεκεμβρίου και στο περιθώριο των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου».
Ποιος είναι ο στόχος σας για την Εθνική ομάδα της Αρμενίας;
«Πρέπει να είμαστε ανταγωνιστικοί και να προσπαθήσουμε να τερματίσουμε δεύτεροι στον όμιλο (αναφέρεται στο διάστημα που έγινε η συνέντευξη). Αυτό θα είναι δύσκολο, γιατί το φαβορί είναι η Πορτογαλία και ενώ υπάρχουν και η Ουγγαρία και η Ιρλανδία. Η Ιρλανδία ήταν στον όμιλο μαζί με την Ελλάδα. Εάν κοιτάξεις τις αποδόσεις η Αρμενία είναι για τέταρτη στον όμιλο. Στο ποδόσφαιρο ποτέ δεν ξέρεις. Όλα μπορούν να συμβούν.
Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε την έκπληξη, κάτι που θα ήθελαν και οι άνθρωποι της Εθνικής Αρμενίας. Ποτέ στην ιστορία της δεν έχει προκριθεί σε μεγάλη διοργάνωση. Έχει ως παράδειγμα τη γειτονική της Γεωργία, αλλά και αυτή η ομάδα ξεκίνησε από πολύ χαμηλά. Τώρα έχουν μια πολύ ταλαντούχα γενιά, με παίκτες που αγωνίζονται σε καλές ομάδες της Ευρώπης. Αυτή είναι η διαφορά σε σχέση με παλιότερα, όταν πάνω από το 50% των Αρμένιων παικτών έπαιζε στο πρωτάθλημα της Αρμενίας, το οποίο, με όλο τον σεβασμό, δεν έχει την ένταση και τη δυναμική των κορυφαίων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. Επίσης, 5-6 παίκτες αγωνίζονται στη Ρωσία, αλλά και το ρωσικό πρωτάθλημα έχει υποβαθμιστεί λόγω των κυρώσεων που έχει υποστεί. Είναι δύσκολη η κατάσταση αλλά μου αρέσει η πρόκληση και θα κάνω το καλύτερο δυνατό μαζί με το team μου για να ανεβάσουμε το επίπεδο και να βρούμε και νέους ταλαντούχους παίκτες».
Εάν έπρεπε κόουτς να διαλέξεις, θα προτιμούσες να ήσουν προπονητής Εθνικών ομάδων ή συλλόγων; Είχες την εμπειρία στην Άγιαξ, γνωρίζεις τη δομή του και έχεις συνεργαστεί με σημαντικούς ανθρώπους στην Ολλανδία και ήσουν συμπαίκτης με τον Κρόιφ, τον οποίο είχες και προπονητή...
«Με τον Μάρκο Φαν Μπάστεν ήμασταν μαζί 4 χρόνια στην Εθνική Ολλανδίας. Συμμετείχαμε στο Μουντιάλ 2006 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2008, δηλαδή σε περισσότερα από 50 παιχνίδια μαζί με παίκτες όπως ο Ρόμπεν, ο Φαν Ντερ Φάαρτ, ο Φαν Πέρσι, ο Φαν Μπόμελ και ο Ντε Γιονγκ. Ήταν μια πολύ καλή γενιά».
Όμως ο Κροιφ και ο Φαν Μπάστεν ήταν άλλο επίπεδο!
«Ο Φαν Μπάστεν ήταν απίστευτος παίκτης. Ένας ολοκληρωμένος επιθετικός, ενδεχομένως ο πιο ολοκληρωμένος. Ήταν γρήγορος, δυνατός, μπορούσε να παίξει με πλάτη στην εστία και επίσης είχε και εξαιρετική ντρίμπλα. Τελείωνε τις φάσεις καλά και ήταν και καλός κεφαλοσφαιριστής. Είχε και την έφεση στα πέναλτι και ήταν ένα εξαιρετικό ταλέντο. Είμαι χαρούμενος που έπαιξα μαζί του και δούλεψα μαζί του ως προπονητής. Είναι και καλός φίλος μου. Ο Κρόιφ επίσης ήταν φανταστικός, τόσο ως συμπαίκτης όσο και ως προπονητής. Ήταν μια απίστευτη προσωπικότητα που άλλαξε το ποδόσφαιρο με τον τρόπο που έπαιζε ο ίδιος και μετά έκανε το ίδιο όταν έγινε προπονητής, πρώτα σε εμάς (στον Αγιαξ) και μετά στην Μπαρτσελόνα. Πραγματικά άλλαξε τον τρόπο που παίζεται το ποδόσφαιρο. Αυτόν ακολούθησαν ο Γκουαρδιόλα και πολλοί άλλοι».
Υπάρχει κάποια ιστορία ή φράση από τον Κρόιφ που σου έχει μείνει για πάντα;
«Ήταν πολύ αυστηρός με τις λεπτομέρειες. Δεν έκανε ο ίδιος πολλές προπονήσεις. Τις ανέθετε σε άλλους προπονητές. Αλλά είχε πολύ προσεκτική προσέγγιση πάνω στις λεπτομέρειες που ήθελε και για όσα ήθελε να δει.
Ήταν ιδιαίτερα αυστηρός στο να παίζεις τη μπάλα μπροστά από τον παίκτη και όχι στα πόδια του. Να το κάνεις σε έναν χώρο που πρέπει να δημιουργήσεις ταχύτητα. Μιλούσε πολύ για τον «τρίτο παίκτη». Δηλαδή παίζω με εσένα και ο τρίτος παίκτης πρέπει να τρέχει χωρίς την μπάλα.
Συνεχώς συζητούσε αυτά τα πράγματα που ακόμα και όταν ήσουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι τα σκεφτόσουν. Κατάφερε να φέρει όλους στην ίδια σελίδα και να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Δεν ήταν ένας προπονητής που έκανε μόνο την προπόνηση. Ήταν προπονητής - λάτρης των λεπτομερειών και αυτές οι λεπτομέρειες ήταν και τα "θεμέλια" για το πώς παίζαμε και σαν να χτίζαμε ένα σπίτι. Όλοι ήξεραν τι να κάνουν στον αγωνιστικό χώρο και ως προς στη θέση τους και αυτό ήταν το δυνατό του σημείο».
Αυτή τη στιγμή είσαι στην Εθνική Αρμενίας. Αν μπορούσες να γυρίσεις πίσω, ποια ήταν τα σημαντικότερα σημεία στην προπονητική σου καριέρα; Έχεις κάποιο ματς που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;
«Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, για παράδειγμα, θυμάμαι πως είχαμε μια δύσκολη αρχή. Χάσαμε από τη Φινλανδία, μετά είχαμε 1-1 με το Λιχτενστάιν και μετά παίξαμε εκτός έδρας με την Ιταλία. Νομίζω αυτό το παιχνίδι στην Ιταλία ήταν η πρώτη φορά που κάναμε αλλαγές στην ομάδα, αφήσαμε κάποιους παίκτες έξω και παίξαμε πολύ καλά για ένα διάστημα 70 λεπτών στο Ολίμπικο. Ήταν τα πρώτα σημάδια πως κάτι άλλαζε και η ενέργεια στην ομάδα είχε αλλάξει. Μετά νικήσαμε τη Βοσνία στην έδρα μας και παίξαμε πολύ καλά και νικήσαμε και στην Αρμενία. Από εκεί και πέρα φαινόταν ότι οι παίκτες πίστευαν σε όσα τους λέγαμε και σε όσα μπορούσαν να κάνουν. Παρότι χάσαμε από την Ιταλία, που ήταν πολύ δυνατή ομάδα και έπαιζε εντός έδρας, δείξαμε ότι κάναμε σημαντικά βήματα. Ήταν ένα πολύ σημαντικό παιχνίδι για εμάς με την Ελλάδα. Σε όλες τις ομάδες υπάρχουν τέτοια ματς που μπορεί να αλλάξουν την πορεία σου - κάποιες φορές χρειάζεται να χάσεις για να μάθεις και να μεγαλώσεις».
Τι λες πάντα στους παίκτες σου πριν βγουν στον αγωνιστικό χώρο; Κάτι σαν βασική οδηγία.
«Τους λέω να απολαμβάνουν αυτό που κάνουν. Ό,τι και να τους λέμε, το πιο σημαντικό είναι να περνάνε καλά και να χαίρονται που παίζουν ποδόσφαιρο. Για κάθε παιδί το να γίνει επαγγελματίας είναι όνειρο ζωής. Κάθε ματς είναι σαν ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα.
Αν δεν το απολαμβάνεις, δεν μπορείς να βάλεις το πάθος σου στο παιχνίδι. Χρειάζεται πάθος για να δώσεις το καλύτερό σου».
Η πίεση όμως δεν αλλάζει το μυαλό ενός παίκτη; Όταν υπάρχει πίεση δεν είναι πιο δύσκολο να απολαύσει το παιχνίδι;
«Ναι αλλά ο καθένας πρέπει να κάνει τη δουλειά του. Ο αμυντικός πρέπει να σταματήσει τον αντίπαλο και ο επιθετικός να σκοράρει. Όλοι έχουν ρόλο. Μέσα σε αυτό, πρέπει να δίνουν το 100% και να απολαμβάνουν τη δουλειά τους. Μπορείς να πεις σε έναν παίκτη ότι πρέπει να σκοράρει αλλά εάν του ασκήσεις υπερβολική πίεση δεν τον βοηθάς. Μερικές φορές πρέπει να αφαιρείς την πίεση».
Υπάρχουν λοιπόν παίκτες που αντέχουν την πίεση και άλλοι όχι.
«Αν δεν μπορείς να διαχειριστείς την πίεση, τότε δεν είσαι αρκετά καλός για να παίζεις στο κορυφαίο επίπεδο. Κάποιοι παίκτες χρειάζονται τη βοήθεια των συμπαικτών τους γιατί το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα. Στο τένις ή στο γκολφ είσαι μόνος σου και φταις μόνο εσύ. Στο ποδόσφαιρο όμως, μπορείς να στηριχτείς στον παίκτη δίπλα σου: να τον βοηθήσεις ή να σε βοηθήσει εκείνος. Είναι θέμα της αναγνώρισης της ομαδικότητας και ότι μερικές φορές πρέπει να βοηθήσεις περισσότερο κάποιον».
Εάν έγραφες ένα βιβλίο για την περιπέτειά σου στην Ελλάδα, ποιος θα ήταν ο τίτλος;
«Θα το ονόμαζα: «Μεταμορφώνοντας την ενέργεια της ομάδας σε ένα πιο απολαυστικό ποδόσφαιρο και με στόχο πάντα το αποτέλεσμα». Δεν λειτουργεί το να παίζεις ωραίο ποδόσφαιρο χωρίς να παίρνεις αποτελέσματα. Πρέπει να συνδυαστούν αυτά τα δύο. Ξεκινήσαμε να αλλάζουμε τον τρόπο παιχνιδιού μας και φέραμε αποτελέσματα. Όχι όμως όλα τα αποτελέσματα που θέλαμε. Είχαμε όμως καλά παιχνίδια και "χτίσαμε" τις βάσεις για το σήμερα».
Ποια ήταν η φιλοσοφία της Εθνικής ομάδας επί των ημερών σου;
«Έλεγαν ότι είμαστε μία ομάδα που δεν μπορούμε να επιτεθούμε και ότι πρέπει να έχουμε έναν ισχυρό «αμυντικό χαφ». Εμείς βάλαμε παίκτες όπως ο Κουρμπέλης και ο Γαλανόπουλος, που ήταν πολύ καλοί στην αρχή. Όταν τραυματίστηκαν και οι δύο, είχαμε προβλήματα στο παιχνίδι μας. Όταν γύρισαν όμως και ήταν σε καλή κατάσταση, η ομάδα ανέβηκε ιδιαίτερα, κυρίως με τον Κουρμπέλη, γιατί ο Γαλανόπουλος ακόμα προσπαθούσε να βρει τον εαυτό του. Είμαι πολύ χαρούμενος που κάλεσαν ξανά τον Γαλανόπουλο στην Ελλάδα. Μας έλειψε πολύ όταν τραυματίστηκε. Η συνεργασία του με τον Κουρμπέλη ήταν εξαιρετική».
Η ομάδα πλέον είναι πιο επιθετική απ’ ό,τι παλιά;
«Πλέον δεν μπορείς να παίζεις μόνο αμυντικά. Ο τρόπος σκέψης έχει αλλάξει. Πρέπει να παίζεις ποδόσφαιρο και αυτό φαίνεται παντού. Ακόμα και οι Ιταλοί και οι Άγγλοι έχουν αλλάξει γιατί επηρεάστηκαν. Πρέπει να μπορείς να αμυνθείς αλλά όταν παίζεις με πολύ καλή ομάδα που έχει την κατοχή της μπάλας, δεν είναι όπως πριν 30 χρόνια όπου το ποδόσφαιρο ήταν πιο άμεσο. Τώρα οι ομάδες μπορούν να σε πιέσουν στο μισό σου γήπεδο, οπότε πρέπει και εσύ να έχεις την μπάλα, αλλιώς χάνεις. Φυσικά υπάρχει και η τύχη, όπως στο εκτός έδρας 1-1 με την Ισπανία, όπου αυτοί είχαν το 80% κατοχή μπάλας. Εάν παίζαμε 10 φορές αυτό το ματς εκείνοι θα νικούσαν στις 9».
Η Ελλάδα έχει πλέον πολλούς παίκτες που μπορούν να κουβαλήσουν την μπάλα και να δημιουργήσουν ευκαιρίες.
«Ναι, και αυτό χρειάζεται για να δημιουργήσεις υπεροχή και να ανοίξεις χώρους για άλλους παίκτες. Όταν ντριμπλάρεις, τραβάς αντιπάλους πάνω σου και ανοίγουν χώροι και δεξιά και αριστερά για να πασάρεις. Είπαμε πχ για τον Καρέτσα που παίζει σαν εξτρέμ ενώ δεν είναι εξτρέμ και παίζει πίσω από τον επιθετικό.
Είναι καλός τρόπος για να έρχονται οι παίκτες από τα πλάγια προς τα μέσα, γιατί έτσι, ειδικά αν έχεις έναν πολύ επιθετικό δεξιό μπακ, μπορείς να δημιουργήσεις κάτι καλό. Ο δεξιός μπακ τραβάει πάνω του παίκτες, και εσύ έχεις παίκτη για να μπει μέσα και γίνεσαι ακόμα πιο επικίνδυνος ως ομάδα. Νομίζω είναι ιδανικό να έχεις έναν παίκτη που να μπορεί να παίξει και πίσω από τον φορ και στα άκρα».
Θεωερίς ότι τα συστήματα παίζουν περισσότερο ή μικρότερο ρόλο στις μέρες μας, σε σχέση με τα δικά σου χρόνια; Μιλάμε για 4-3-3, 4-2-3-1, 4-4-2, αλλά πολλές φορές δεν μετράνε περισσότερο τα χαρακτηριστικά των παικτών παρά το σύστημα;
«Είναι περισσότερο θέμα κατανόησης. Για παράδειγμα, όταν παίζεις 5-3-2 και έχεις την μπάλα τότε δεν παίζεις 5-3-2 αλλά 3-5-2, γιατί οι δύο πλάγιοι μπακ γίνονται ουσιαστικά εξτρέμ. Πολλοί κάνουν το λάθος να λένε πως παίζεις πολύ αμυντικά σε τέτοιες περιστάσεις. Όταν δεν έχεις την μπάλα μπορεί να παίζεις πιο αμυντικά όμως όταν την έχεις γίνεσαι πιο επιθετικός. Πρέπει να καταλάβεις ότι το σύστημα δεν είναι στατικό και οι παίκτες δεν είναι στατικοί».
Δηλαδή παίζεις διαφορετικά ανάλογα με το αν έχεις ή όχι την μπάλα.
«Ακριβώς. Δεν μπορείς να πεις απλά «παίζουμε 5-3-2». Μπορεί όταν δεν έχεις την μπάλα να αμύνεσαι περισσότερο αλλά όταν την έχεις να είσαι πιο επιθετικός».

«Ολα τα τατουάζ είναι για τη γυναίκα μου, όταν ένιωσε τον πρώτο πόνο ήταν βόλτα στην Ακρόπολη»
Φυσικά η απώλεια της αγαπημένης του συζύγου ήταν ένα από τα βασικά θέματα της συνέντευξης. Και μπορεί ο Ολλανδός κόουτς να μην ήθελε να φωτογραφήσουμε τα τατουάζ του αλλά δέχθηκε να μιλήσει για αυτά. Μάλιστα η σύζυγός του ήταν ο μόνος λόγος που τα έκανε καθώς δεν του άρεσαν ποτέ!
Μπορούμε να ρωτήσουμε για τα τατουάζ σου; Επειδή έχεις τατουάζ. Έχεις και τατουάζ για τη γυναίκα σου;
«Ναι είναι μόνο για τη γυναίκα μου».
Όλα για τη γυναίκα σου;
«Ναι. Αυτό είναι με φόντο την Ακρόπολη. Αυτό είναι ακριβώς το μέρος όπου είχε το συμβάν με τον μεγάλο πόνο που την έπιασε. Η γυναίκα μου περπατούσε στην Ακρόπολη όταν της συνέβη όλο αυτό... Ήταν στο τελευταίο παιχνίδι που είχα κοουτσάρει την Ελλάδα με το Κόσοβο.
Με είχε πάρει η γυναίκα μου στο τηλέφωνο γιατί δεν είχε κάνει το εμβόλιο οπότε δεν είχε έρθει στο γήπεδο. Δεν γινόταν να έρθει. Και μου είπε τότε 'Τζον περπατούσα με 2 φίλες μου και ξαφνικά ένιωσα μια έντονη ενόχληση. Ένας μεγάλος πόνος'.
Ναι ήταν πολύς πόνος. Τόσο που δεν μπορούσε να περπατήσει. Από εκείνη τη στιγμή, στις 14 Νοεμβρίου 2021, που ήταν το τελευταίο μου παιχνίδι με την Ελλάδα τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Επίσης ήταν και αυτό που συνέβη με το πόδι της.
Ανακαλύψαμε μετά από τέσσερις, πέντε μήνες ότι ήταν η αρχή ενός πολύ μεγάλου προβλήματος... Ήταν ήδη στο στάδιο 4 του καρκίνου. Όμως λάτρευε αυτό το μέρος στην Αθήνα. Πάντα πήγαινε εκεί με τις φίλες της για περπάτημα.
Αυτή (στο τατουάζ) είναι μια γοργόνα γιατί κάθε μέρα, όταν ο καιρός ήταν καλός, κολυμπούσε από εδώ που είμαστε μέχρι τον "Αστέρα" (Βουλιαγμένης), όπου βλέπετε τα σπίτια εκεί. Και ξανά πίσω, που ήταν περίπου 50 λεπτά. Φαντάσου πόσο υγιής ήταν. Ήταν και δασκάλα γιόγκα. Περπατούσε, κολυμπούσε και ήταν δραστήρια.
Έγραφε βιβλία. Έγραψε δύο βιβλία. Όταν ήταν στην Ελλάδα, τελείωσε το τελευταίο της βιβλίο. Οπότε δεν υπήρχαν καθόλου σημάδια ότι ήταν άρρωστη. Και ξαφνικά συνέβη αυτό. Και φυσικά στην αρχή δεν ξέραμε τι είχε γίνει. Αλλά στο τέλος τα πράγματα ήταν ήδη πολύ άσχημα... Τη στιγμή που συνέβη και το καταλάβαμε ήταν ήδη στο στάδιο 4 και ο καρκίνος είχε εξαπλωθεί».
Και η καρδιά; Το τατουάζ με καρδιά που υπάρχει μία φράση;
«Η καρδιά ανεβαίνει σε αυτήν. Αφήνω το μπαλόνι να ανέβει στον ουρανό για εκείνη. Αυτό που της λέω είναι, απλά να με περιμένει. Είναι εκεί πάνω. Να με περιμένει λοιπόν όταν έρθω. Οπότε όλα έχουν να κάνουν με αυτό... Θέλω να κάνω ένα ακόμα γιατί δεν έχω τα παιδιά μου σε τατουάζ».
Και για τα παιδιά σου κόουτς;
«Έχω μια κόρη και έναν γιο. Δεν είχα ποτέ τατουάζ. Ποτέ, ποτέ. Η Ντανιέλε, η γυναίκα μου, το είχε δει αυτό το τατουάζ. Ο γιος μου έχει τατουάζ. Ο αδερφός της γυναίκας μου είναι ο πιο διάσημος tattoo artist στην Ολλανδία. Τον καλέσαμε στο σπίτι όταν η Ντανιέλε ήταν άρρωστη για να περάσουμε ένα διαφορετικό απόγευμα. Οπότε η κόρη μου έκανε ένα μισοφέγγαρο με τη γυναίκα του γιου μου. Και εγώ και ο γιος μου κάναμε το ίδιο».
Ο γιος σας έπαιζε ποδόσφαιρο;
«Ναι αλλά όχι επαγγελματικά. Ήταν προπονητής φυσικής κατάστασης. Σπούδασε στη Μελβούρνη. Πλέον είναι καθηγητής στη Μελβούρνη. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες στο Μελβούρνη. Προπονεί μια ημιεπαγγελματική ομάδα και κάνουν προπονήσεις τρεις φορές την εβδομάδα».
Άρα θα ήταν σωστό να πούμε ότι η έλευση σου στην Ελλάδα άλλαξε τη ζωή σου εκτός από το ποδοσφαιρικό κομμάτι;
«Φυσικά. Νομίζω κάθε κεφάλαιο στη ζωή σου έρχεται να την αλλάξει. Η Ελλάδα ήταν πραγματικά ένα όμορφο κεφάλαιο για μας. Η γυναίκα μου απόλαυσε πραγματικά τον καιρό που ζούσαμε εδώ».
Όπως είπες, τελείωσε το βιβλίο της εδώ. Και νομίζω ένα από τα βιβλία της ήταν για να βοηθήσει ανθρώπους...
«Ναι, το τελευταίο. Είναι βιβλίο με συμβουλές για να μένει κάποιος δυνατός. Είχε ασκήσεις αλλά και συνταγές και προσωπικές της εμπειρίες από τη ζωή. Τώρα που δεν είναι πια εδώ για εμάς είναι σαν τη Βίβλο μας. Ξέρεις είναι η δική της παρακαταθήκη για την οικογένεια και για τους φίλους της».
Είναι η κληρονομιά της δηλαδή μέσα από το βιβλίο.
«Ναι είναι η κληρονομιά της μέσα στο βιβλίο. Ήταν μια πολύ όμορφη αλλά και δύσκολη περίοδος. Δύσκολη γιατί δεν είναι πια εδώ αλλά έχουμε αυτές τις όμορφες αναμνήσεις».

BEST OF LIQUID MEDIA

Μουρτζούκου: Πώς την «υπνώτισαν» και την τσίμπησαν στο ξενοδοχείο - Φώναζε κατά τη σύλληψη (vid)
Οι 10 καλύτερες ελληνικές σειρές του 21ου αιώνα (vids)
