Μπάνε Πρέλεβιτς: Η ασπρόμαυρη φανέλα με το «7»

Μπάνε Πρέλεβιτς: Η ασπρόμαυρη φανέλα με το «7»

Ένας cool τύπος. Με ατημέλητα μαλλιά. Συνήθως αξύριστος. Γιουγκοσλάβικο αίμα στις φλέβες του. Και κανένας φόβος στα μάτια του. Ο Μπάνε Πρέλεβιτς δεν αναζήτησε τα μεγαλεία. Τα είχε αποκτήσει, από την πρώτη ματιά, στη Θεσσαλονίκη. Στον ΠΑΟΚ. Εκεί λατρεύτηκε σαν Θεός. Ο δικός τους Θεός. Και ας μη χρειάστηκε να κάνει κάτι με την μπάλα. Η απάντηση σε εκείνον που είχε η άλλη, μεγάλη, ομάδα της πόλης, ο Άρης.

Από τη Γιουγκοσλαβία του πολέμου, στη ανεμελιά της Θεσσαλονίκης. Και από τον Ερυθρό Αστέρα στον ΠΑΟΚ. Με μία μπάλα στα χέρια του.

Η ημέρα που τα... έβαλε με τον Ντράζεν Πέτροβιτς, στις αναμετρήσεις του Αστέρα με την Τσιμπόνα, μνημονεύεται ακόμη και σήμερα. Βλέπετε, είχε βάλει 43 πόντους κόντρα στο είδωλό του.

Ο Μπάνε Πρέλεβιτς με τη φανέλα του Ερυθρού Αστέρα.
Ο Μπάνε Πρέλεβιτς με τη φανέλα του Ερυθρού Αστέρα.

Όχι και άσχημα για έναν πιτσιρικά που δεν σούταρε με τον ορθόδοξο τρόπο. Στις προπονήσεις της ομάδας του, οι περισσότεροι απορούσαν «πώς σουτάρει έτσι;». Ο προπονητής του, Ζντράβκο Κούμπατ δεν είχε πρόβλημα με αυτό. Και απαντούσε, ρωτώντας «μπαίνει;». Και έμπαινε. Με ρυθμό που δεν είχαμε συνηθίσει.

Ο Μπάνε, αν ήθελε, θα μπορούσε να είχε γίνει μαθηματικός. Το μυαλό του έτρεχε και ακόμα τρέχει με... τρελές στροφές. Είχε τρέλα με τους αριθμούς. Όχι απαραίτητα τους δικούς του. Αλλά στο φινάλε κάθε αγώνα, η στατιστική του ήταν φουσκωμένη, σαν μία καλή μετοχή της Γουόλ Στριτ.

Η αναφορά στο αμερικανικό χρηματιστηριακό όνειρο δεν είναι τυχαία. Στις αποστολές ο Πρέλεβιτς δεν διάβαζε ένα βιβλίο σχετικό με τον αθλητισμό ή το μπάσκετ. Συνήθιζε να ξεφυλλίζει τις οικονομικές εφημερίδες. Μέχρι την τελευταία τελεία.

Ο Γιάννης Γιαννούλης μίλησε για το δικό του Μπάνε. Την «αλήτρα» που λάτρευαν όλοι. Εκείνο τον αξύριστο τύπο που... χαλούσε κάθε στερεότυπο. Και άλλαξε την εμφάνισή του για μία και μοναδική φορά. Στο δεύτερο τελικό με τη Στεφανέλ, στο Μιλάνο, ξυρίστηκε.

Τότε ο Σούλης Μαρκόπουλος τον είχε αντικρίσει και είχε μείνει έκπληκτος. «Απόψε σηκώνουμε την κούπα», ήταν η απάντηση του Μπάνε για το διαφορετικό look του.

Αν σας ρωτήσουν τι είναι ο Μπάνε, απαντήσεις υπάρχουν πολλές. Ο Μπάνε είναι το κλάμα του στη Ναντ. Ο Μπάνε είναι οι 28 πόντοι με σπασμένο δόντι κόντρα στη Ρεάλ. Ο Μπάνε (ίσως) είναι το μπάσκετ του ΠΑΟΚ.

image

«Τον κρατούσαμε τέσσερα άτομα για να του κάνουν ένεση»

Ο Γιάννης Γιαννούλης φόρεσε τα ασπρόμαυρα, 18 χρόνων παιδί. Η πρώτη του εικόνα από τον Μπάνε Πρέλεβιτς ήταν μία προπόνηση. Όπου ο Σέρβος... παράκουσε τις εντολές του προπονητή για 30 εύστοχες βολές. Μαζί του έζησε πολλά. Χαρές και λύπες.

«Ποια είναι η καλύτερη ανάμνηση από τον Μπάνε; Το Final 4 στη Λαμία. Είναι η πρώτη μου χρονιά στον ΠΑΟΚ με τον Μπάνε αρχηγό και το παίζει μόνος του, το πήρε μόνος του, δεν βλέπει τίποτα μπροστά του. Φαινόταν ότι θα πάρουμε αυτόν τον τίτλο. Αλλά γενικότερα, όλη η παρουσία του ήταν, η συμπεριφορά του κόσμου απέναντί του, το πόσο τον αγαπούσε, έκλαιγαν μπροστά του, έσκιζαν τα ρούχα τους μπροστά τους. Και εγώ τα έβλεπα όλα αυτά σε ηλικία 18 ετών, ερχόμενος από την Καρδίτσα. Και έλεγα “τι γίνετε;”».

Η πρώτη προπόνηση είναι αξέχαστη. Όπως και η εικόνα του Μπάνε. «Στην πρώτη προπόνηση, ήταν φυσικά ο Μπάνε. Έκανε τις ασκήσεις του. Ό,τι του ζήτησε ο προπονητής, τίποτα παραπάνω. Και κάποια στιγμή ο κόουτς μας ζητάει να βάλουμε τριάντα βολές και μετά να φύγουμε. Ο Μπάνε πήγε, εκτέλεσε δύο βολές στη μία μπασκέτα, άλλες δύο στην άλλη και έφυγε. Οι υπόλοιποι μείναμε για τις 30 βολές μας. Θυμάμαι, έλεγε ότι περισσότερη σημασία έχει να σουτάρεις λίγο, όπως στον αγώνα, παρά πολλά, χωρίς λόγο. Αυτά γίνονται το καλοκαίρι, όχι τώρα. Σκέψου πόσα σουτ έχει κάνει ο Μπάνε στη ζωή του. Έκανε μόνο όσα είχαν σημασία».

«Πάντα μέσα στην πλάκα»

Ποιος ήταν τελικά ο Μπάνε Πρέλεβιτς; «Ο πιο cool τύπος που υπάρχει, είναι μέσα στην πλάκα. Και να μην έκανε, πάντα έρχονταν εκεί που έπεφταν τα γέλια. Εγώ με τον Τσέκο ήμασταν πειραχτήρια, ειδικά ο Τσέκος κορόιδευε τον Κόρφα και τον έλεγε “Κορφίδη, φίδι”, άλλαζε τα ονόματα. Και ο Μπάνε πάντα τσίγκλούσε τον Τσέκο για να γελάσουμε.

Είναι πολλές οι ιστορίες, αλλά και πολλά όσα έχουμε ζήσει. Μία φορά ήμασταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Με δέκα χρόνια διαφορά ηλικίας. Ο Μπάνε είναι του '66, εγώ του '76. Και όταν ήταν 28 ετών, στην προετοιμασία και αφού είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι, ο Μπάνε για να σηκωθεί από το κρεβάτι είχε πάρει ένα ειδικό μηχάνημα, επειδή οι αστράγαλοί του ήταν διαλυμένοι από τα γυρίσματα, τις ενέσεις. Ήθελε 10 λεπτά για να προετοιμάσει τους αστραγάλους του, για να μπορεί να περπατήσει για να πάμε στο πρωινό».

Τα προβλήματα τραυματισμών για τον Μπάνε ήταν πολλά. Δεν τον κράτησαν σχεδόν ποτέ μακριά από τα παρκέ. Υπάρχει η εξήγηση. «Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν είπε “πονάω”. Όλοι ξέρουν ότι έκανε ενέσεις στο μεγάλο δάκτυλό του Μπάνε. Τις έκανε ο συγχωρεμένος, ο γιατρός, ο Σαμαράς Αυτό είναι πιο γνωστό και από τον ίδιο τον Μπάνε. Τον κρατούσαμε τέσσερα άτομα για να την κάνει και να καρφώνει τη βελόνα με την ξυλοκαϊνη. Εγώ ο Ρεντζιάς, ο Τσέκος και νομίζω ο Μαματζιόλας. Και ο Μπάνε έπρεπε να είναι ακίνητος και ο Τσέκος έκανε πλάκα, μας έδινε φάπες. Το κάναμε και λίγο αστείο για τον Μπάνε. Ήταν ο πρώτος που κατέβαινε από το λεωφορείο και ο τελευταίος που ανέβαινε σε αυτό. Ήταν ο ηγέτης μας».

image

«Μιλούσε με τον Πέτζα και ξαφνικά έβαζαν τα κλάματα»

Ο Μπάνε Πρέλεβιτς δεν ήταν ακριβώς ένα «παιδί του πολέμου». Αλλά έβλεπε τη χώρα του, την πόλη του, να διαλύεται. Από έναν εμφύλιο που πήρε μαζί του χιλιάδες ζωές. Όταν ο Πρέλεβιτς αποφάσιζε να μοιραστεί τα νέα με άλλους συμπατριώτες του, η κατάληξη ήταν η ίδια. Δάκρυα. Πόνος.

«Είχαν βαρεθεί όλοι να αγαπάνε τον Γκάλη και ήθελαν κάτι άλλο. Ήταν η αλήτρα, πάντα αξύριστος, κουρευόταν μόνος του. Πριν τον αγώνα τα κατέβαζε, τα έκοβε, τι να σου λέω... Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Μην του μιλήσεις για μπάσκετ μετά τον αγώνα. Τότε ήταν η εποχή του πολέμου και ο Μπάνε δεν ήταν στα καλύτερά του. Και με τον Πέτζα, όταν ήμασταν όλοι μαζί, τους θυμάμαι να μιλάνε στα σέρβικα και μετά να βάζουν τα κλάματα. Ήταν σε μία γωνία και έκλαιγαν και εμείς δεν καταλαβαίναμε τι σημαίνει “ γίνεται πόλεμος”. Μπορεί να είχαν χάσει τα ξαδέρφια τους, το θείο, τη θεία τους. Δεν ήταν καλά τότε...», είπε ο Γιαννούλης στο Gazzetta.

Ο Μπάνε Πρέλεβιτς στο κέντρο της φωτογραφίας, στην κάτω σειρά.
Ο Μπάνε Πρέλεβιτς στο κέντρο της φωτογραφίας, στην κάτω σειρά.

Ο χρόνος της παραμονής του στη Θεσσαλονική, μοιραία, σώθηκε. Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και αυτό έπρεπε να τελειώσει. «Μεγάλη Παρασκευή όταν έφυγε ο Μπάνε. Έπεσε η Θεσσαλονίκη. Έγιναν και άλλα πράγματα, όχι μόνο μπασκετικά. Δεν ξέρω αν κουράστηκε ο Μπάνε, δεν τον πληρώσανε, δεν τον είχα ρωτήσει και ακόμα και τώρα να τον ρωτήσω θα μου πει “σκάσε, είσαι μικρός”. Ακόμα και τώρα (σ.σ.: γέλια)», είναι τα λόγια του «Γιαν-Γιαν».

Όσο για το ματς που έχει μετανιώσει ο Μπάνε; Για τον Γιαννούλη υπάρχει και είναι αυτό που άλλαξε όλη τη νοοτροπία. «Είδαμε το ταλέντο του σε όλο του το μεγαλείο. Η δεκαετία του '90 ήταν όλη Μπάνε, μέχρι να φύγει για να πάει στην Ιταλία. Ήταν απόλυτος, είχα κάνει απίστευτα πράγματα. Ποτέ δεν είπε, αλλά ξέρουμε ότι είναι ο τελικός της Ναντ. Εκεί άλλαξε όλη η νοοτροπία του, όλη η σκέψη του. Όχι μόνο μπασκετικά, αλλά και στο ανθρώπινο κομμάτι.

Αφού έχασε εκείνο το παιχνίδι που ήξερε ότι μπορούσε να το πάρει μόνος, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Είχε βάλει και το τρίποντο από τα 10 μέτρα. Του βγήκε σε κλάμα, ξέσπασε, υπάρχει και η γνωστή φωτογραφία. Πιστεύω ότι μετά από εκείνο το παιχνίδι δεν ασχολήθηκε ξανά σοβαρά με το μπάσκετ. Και εννοώ να το πάρει κατάκαρδα. Θυμάμαι σε ένα ματς, σε «νεκρό» χρόνο ο Μπουντούρης είχε χάσει δύο βολές. Και έβαλε τα κλάματα. Και ο Μπάνε είχε πάει, του έλεγε να σηκώσει το κεφάλι, δεν πειράζει. Ο Μπουντούρης ίσως να φοβήθηκε ότι οι άλλοι θα τον... έσκιζαν αν έμπαινε στα αποδυτήρια, μετά από αυτό. Αλλά ο Μπάνε του συμπεριφέρθηκε διαφορετικά».

image

«Στα @ρχιδι@ μου αν χάσεις και 30 σουτ»

Ο Μπάνε Πρέλεβιτς σιχαίνεται την παρελθοντολογία. Όταν κάποιος επιχειρήσει να του μιλήσει για όσα έγιναν, συνήθως το αποφεύγει. «Μεγαλώσαμε...», είναι η αγαπημένη του ατάκα. Αυτό δεν τον εμποδίζει να κάνει την αυτοκριτική του.

Κάποτε ο Μπάνε αποφάσισε να βγάλει τη φόρμα. Και να φορέσει κοστούμι. Έγινε προπονητής. Για τρία χρόνια. Ίσως τα χειρότερα της ζωής του. Το παραδέχτηκε. Ήταν ένα λάθος. Δεν το γουστάρει.

Αν και από τα χέρια του το ελληνικό μπάσκετ απέκτησε μερικούς από τους πιο αξιόλογους αθλητές του. Ο Λουκάς Μαυροκεφαλίδης, ο Κώστας Βασιλειάδης, ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος.

Στην ιστορία έχει περάσει η ατάκα του προς τον Βασιλειάδη, όταν ο τελευταίας, σε ένα ματς του ΠΑΟΚ, είχε αστοχήσει σε πέντε προσπάθειες και δίστασε να πάρει την έκτη. «Στα @ρχιδι@ μου αν χάσεις και 30 σουτ», ακούστηκε η διαπεραστική φωνή του Πρέλεβιτς. «Θα σουτάρεις, αν θέλεις να γίνεις μεγάλος παίκτης, θα σουτάρεις». Και η αλήθεια είναι πως ο Βασιλειάδης... άκουσε το μήνυμα του προπονητή του.

Ακόμη και αν τον ρωτήσει κάποιος για την επιστροφή του στον ΠΑΟΚ, το 1999, ο Μπάνε δεν πρόκειται να του πει ότι μετάνιωσε γι' αυτό. Αντίκρισε κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είχε αφήσει στο δρόμο για την Μπολόνια. Αυτό που θα πει σίγουρα, είναι ότι δεν διαχειρίστηκε όπως έπρεπε εκείνη την κατάσταση.

Ο Μπάνε δεν ήταν ποτέ του τυπολάγνος. Αν έπρεπε κάποιος να το χαρακτηρίσει, μάλλον, θα τον ονόμαζε ως «larger than life». Ένας ηγέτης που δεν είχε πρόβλημα, παρά το ΠΑΟΚτζηδικο παρελθόν του να παραβρεθεί στην εκδήλωση για να τιμήσει τον «αρχιεχθρό», τη «νέμεσις» του, τον ανυπέρβλητο Νίκο Γκάλη.

@Photo credits: INTIME, eurokinissi, Χρήστος Ζωίδης