Ρίβερ Πλέιτ: Ένα ανεπανάληπο στέμμα με τρία πετράδια στο κεφάλι των Μιγιονάριος

Ρίβερ Πλέιτ: Ένα ανεπανάληπο στέμμα με τρία πετράδια στο κεφάλι των Μιγιονάριος

Το Gazzetta αποτίει φόρο τιμής στις ομάδες που άφησαν τη σφραγίδα τους στο ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε, με τη στήλη «Τα καλύτερά τους χρόνια». Σειρά έχει η θρυλική Ρίβερ Πλέιτ του 1986, που σκαρφάλωσε σε μια τριπλή κορυφή, φτάνοντας σε ένα, ανεπανάληπτο μέχρι σήμερα, τρεμπλ, κατακτώντας πρωτάθλημα, Copa Libertadores και Διηπειρωτικό.

Κάπου χωμένη, καταχωνιασμένη ανάμεσα στους χιλιάδες περίτεχνους χαρακτήρες του «Furimuku to» βρίσκεται κι αυτή. Ο Σούτζι Τεραγιάμα, επιφανής καλλιτέχνης της ιαπωνικής αβάν-γκαρντ, της έχει αφιερώσει λίγο χώρο, ίσα ίσα δυο γραμμές, στο μακροσκελές ποίημα του, που στη δική μας γλώσσα θα πει: «Γύρνα από την άλλη». Το μελάνι της πένας του στάζει στο χαρτί, το «Μην κοιτάς πίσω, μην κοιτάς πίσω, δεν υπάρχει κανένα όνειρο πίσω σου» γεννιέται.

Μια φράση θαρρείς απλή, που βρήκε ωστόσο τη θέση της στη σύγχρονη ιαπωνική κουλτούρα, μια φράση που συχνά βγαίνει από τα χείλη όσων φιλόδοξων τολμούν να κοιτάξουν με θάρρος το μέλλον. Και μια απλοϊκή σχεδόν αναστροφή αυτής είναι αρκετή να αναδείξει ένα ξεκάθαρο σκεπτικό. Αν το όνειρο δεν βρίσκεται πίσω μας, τότε βρίσκεται μπροστά μας. Κι αν για να το αντικρίσουμε δεν πρέπει να κοιτάξουμε πίσω, τότε πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά, ίσως και πολύ μπροστά. Και με κάποιο μαγικό τρόπο, αυτά τα λόγια έγιναν ψίθυροι, έφτασαν στην άλλη άκρη της γης και τρύπωσαν στα αυτιά του Έκτορ «Μπαμπίνο» Βέιρα και των παικτών του. Που ονειρεύτηκαν πως τα ίδια χώματα στα οποία ήρθε στη ζωή η φράση του Τεραγιάμα θα γίνουν η δική τους γη της Επαγγελίας, η δική τους ανεπανάληπτη κορυφή.

Εκείνο το απόγευμα μετά την κλήρωση των ομίλων του Copa Libertadores, πολύ πριν η ομάδα του παίξει στη διοργάνωση, τα χέρια του Αργεντινού κόουτς άρπαξαν την κιμωλία και έγραψαν στον μαυροπίνακα των αποδυτηρίων του «Μονουμεντάλ»: «Θα ταξιδέψουμε στο Τόκιο». Λίγους μήνες αργότερα, η Ρίβερ Πλέιτ θα νικούσε τη Στεάουα Βουκουρεστίου, θα κατακτούσε το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1986 και θα ολοκλήρωνε ένα μοναδικό μέχρι σήμερα επίτευγμα. Το τριπλό στέμμα, με τα πετράδια του πρωταθλήματος, του πρώτου Λιμπερταδόρες και του πρώτου και τελευταίου, μέχρι στιγμής, Intercontinental έγινε δικό της στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Μα ο ήλιος αυτής της ομάδας, που τόλμησε να ονειρευτεί με πυξίδα το πιο μακρινό βλέμμα, δεν έμελλε να ανατείλει ποτέ.

Γράφουν οι Ιάσονας Θεριός - Παναγιώτης Παπαδημητρίου

image

Το ιστορικό πρωτάθλημα και το παρθενικό Libertadores πριν το Τόκιο

Το ημερολόγιο έγραφε Κυριακή 9 Μαρτίου του 1986, ήταν η 33η στροφή του πρωταθλήματος Αργεντινής για τη σεζόν 1985/1986. Η Ρίβερ συνέτριψε τη Βέλες με 3-0 εντός έδρας και αναδείχθηκε πρωταθλήτρια 42 ημέρες πριν την τελευταία αγωνιστική. Στο τέλος κατάφερε επίσης, να αποκτήσει διαφορά δέκα βαθμών έναντι της δεύτερης στην κατάταξη, Νιούελς Ολντ Μπόις από το Ροσάριο, κάτι που μέχρι και σήμερα δεν έχει επαναληφθεί από κανέναν άλλο πρωταθλητή!

Εκείνο το απόγευμα, η ομάδα του Βέιρα αποτελούταν από παίκτες που άφησαν τη σφραγίδα τους στο σύλλογο, όπως ο Έντσο Φραντσέσκολι, ο Νέρι Πουμπίδο, ο Όσκαρ Ρουγκέρι και ο Ρόκε Αλφάρο. Και μπορεί και τα τρία γκολ που υπέγραψαν φαρδιά πλατιά τον τίτλο να επιτεύθηκαν στο δεύτερο μέρος, όμως οι Εκατομμυριούχοι ήταν κυρίαρχοι και ανώτεροι καθ'όλη τη διάρκεια του ματς, σε έναν αγώνα που περιέκλειε την ψυχή αυτής της ομάδας. Η Ρίβερ του Μπαμπίνο δεν ήταν όσο εντυπωσιακή υπήρξε η επονομαζόμενη «Μηχανή» των 40s ή το σύνολο του Ραμόν Ντίας. Σε καμία περίπτωση δεν έπαιξε κάτι κοντινό στο παιχνίδι της ομάδας του Γκαγιάρδο, εκμεταλλεύτηκε, ωστόσο, στο έπακρο τη σχεδόν αδιαπέραστη άμυνά της και τους ταχύτατους μα ταυτόχρονα φονικούς κυνηγούς της.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη, η Ρίβερ πανηγύρισε το Copa Libertadores για πρώτη φορά στην ιστορία της. Ήταν μια βραδιά που το «Μονουμεντάλ» γέμισαν αφυκτικά περισσότερες από 80 χιλιάδες ψυχές, βλέποντας τελικά την ομάδα του Μπαμπίνο, να κερδίζει τη σκληροτράχηλη Αμέρικα Ντε Κάλι με 1-0. Το γκολ του αείμνηστου Χουάν Φούνες, που αγωνίστηκε και στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ολυμπιακού, ήταν αυτό που χάρισε τη νίκη και υπέγραψε τον τίτλο της ομάδα από το Μπουένος Άιρες. Ο πρώτος αγώνας στην Κολομβία, είχε λήξει 2-1 υπέρ των Εκατομμυριούχων χάρη στα γκολ του Φούνες και του σπουδαίου, Νορμπέρτο Αλόνσο.

Εκείνα τα χρόνια το Copa Libertadores παιζόταν με τελείως διαφορετικό format από το σημερινό. Το 1986, πήραν μέρος 19 ομάδες από εννέα χώρες, με τις 18 από αυτές να χωρίζονται σε πέντε ομίλους. Η Ρίβερ μοιράστηκε τον πρώτο όμιλο με τις Μοντεβιδέο Γουόντερερς, Μπόκα Τζούνιορς και Πενιαρόλ. Η φάση των ομίλων αποδείχθηκε εύκολή υπόθεση για την ομάδα του Βέιρα, που μέτρησε πέντε νίκες και μια εκτός έδρας ισοπαλία στο «Μπομπονέρα» και προκρίθηκε χωρίς προβλήματα στην επόμενη φάση.

Εκεί, υπήρχαν δύο όμιλοι των τριών ομάδων, οι νικητές των οποίων θα διασταυρώνονταν στον μεγάλο τελικό. Ρίβερ και Αρχεντίνος τερμάτισαν πρώτες με τους ίδιους βαθμούς, αφήνοντας από κάτω τους της Μπαρτσελόνα του Γουαγιακίλ. Το μεταξύ τους tie break έληξε ισόπαλο, με τη Ρίβερ να παίρνει την πρόκριση στον τελικό χάρη στη διαφορά τερμάτων και να βρίσκεται αντιμέτωπη με την ιστορία της και την Αμέρικα Ντε Κάλι, χωρίς να απογοητεύει στο τέλος τους παθιασμένους φίλους της.

image

Η προετοιμασία, ο Μπόλονι και το τηλεφώνημα του Ρουγκέρι

«Λίγες μέρες μετά τον τελικό του Libertadores άρχισα να δουλεύω με την ομάδα τον αγώνα απέναντι στη Στεάουα Βουκουρεστίου, δεν ήθελα να αφήσω καμία λεπτομέρεια στην τύχη», ομολόγησε κάποτε ο Βέιρα, που προσάρμοσε τις προπονήσεις του πάνω στη ρουμανική ομάδα. Η Στεάουα τότε ήταν μια κάτι παραπάνω από υπολογίσιμη δύναμη στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, που κάποιους μήνες πριν είχε επιβληθεί της Μπαρτσελόνα, κατακτώντας το Κύπελλο Πρωταθλητριών. «Ήταν ουσιαστικά η εθνική ομάδα της Ρουμανίας. Ήξερα ότι ήταν ένας δύσκολος αντίπαλος», θυμάται ο Αργεντίνος κόουτς.

Όταν ο Μπαμπίνο άκουσε το όνομα του Λάζλο Μπόλονι, ενός εκ των πιο ταλαντούχων Ρουμάνων παικτών τότε, γέλασε. «Κάναμε προπονήσεις και ζήτησα από τον Χουάνχο Μπορέλι να υποδυθεί τον Μπόλονι στο ένας με έναν. Δεν ξέρεις πόσες κλωτσιές του έριξαν. Ήθελα να φέρω μάλιστα και τον Καρλίτος Μπάμπιγκτον, γιατί ήταν αριστερόπόδαρος όπως αυτός. Του είπα ότι θέλουμε ένα χέρι βοηθείας. Όταν παίξαμε, ο Μπόλονι τελικά έμεινε στον πάγκο, επειδή τραυματίστηκε στην προθέρμανση. Τα αγόρια γέλασαν», είπε μετά από χρόνια ο Βέιρα. Για την επιτήρηση του Μάριους Λακατούς, ενός από τους κορυφαίους της Στεάουα τόνισε χαμογελώντας: «Έβαλα τον Αλεχάντρο Μοντενέγρο αριστερό μπακ και του είπα αν καταφέρεις να τον μαρκάρεις θα είσαι ο νέος Κανίγια».

Ο Μπαμπίνο ευελπιστούσε να προετοιμάσει όσο το δυνατόν καλύτερα την ομάδα του για αυτό το σπουδαίο ματς, το σημαντικό όμως ήταν πως ένιωθε βέβαιος για τη δίψα των παικτών του για κάθε τίτλο. Και μια τηλεφωνική του κλήση με τον Όσκαρ Ρουγκέρι μερικούς μήνες πριν, ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη αυτού.

Ο Βέιρα το καλοκαίρι είχε ταξιδέψει στο Μεξικό για να δει από κοντά τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου μεταξύ της Αργεντινής και της Δυτικής Γερμανίας. Ως προπονητής της Ρίβερ, παρακολουθούσε στενά την απόδοση των αγοριών του, Πουμπίδο, Ρουγκέρι και Ενρίκε στην Εθνική. Πανηγύρισε όταν είδε τον Ντιέγκο να σηκώνει το βαρύτερο των τροπαίων, όμως την επόμενη μέρα, επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες. «Στο ταξίδι της επιστροφής, σκεφτόμουν πώς να παρακινήσω τους παίκτες μου που μόλις είχαν γίνει Παγκόσμιοι Πρωταθλητές. Σήκωσαν το πιο σπουδαίο Κύπελλο», ανέφερε ο Μπαμπίνο, ο οποίος το επόμενο πρωί έλαβε ένα τηλεφώνημα-έκπληξη.

- Γεια, ποιος μιλάει;

- Ο Όσκαρ είμαι, «Μπαμπίνο».

- Όσκαρ μου, σε συγχαίρω, ήμουν στο γήπεδο, είσαι ένα φαινόμενο, δέκα πόντους σου βάζω.

- Κόουτς, τι φαινόμενο; Τώρα θα προετοιμαστούμε για να κερδίσουμε το Copa Libertadores και το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων με τη Ρίβερ.

- Η αλήθεια είναι ότι είσαι ένας πραγματικός νικητής, δεν κουράζεσαι να κερδίζεις τρόπαια.

Έκλεισε το τηλέφωνο έκπληκτος από τον ποδοσφαιριστή του, μα ταυτόχρονα σίγουρος πως αυτή η ομάδα μπορούσε να καταφέρει κάτι το ξεχωριστό

image

Μια στιγμή ιδιοφυίας και λίγη τύχη

Στάδιο γεμάτο, γρασίδι ξερό. Εικοσιδύο ζευγάρια γόνατα ματωμένα, πόδια πληγωμένα από κάθε λογής ατσούμπαλη ή κακόβουλη σκαριά, ζωγραφισμένη στο ερεθισμένο δέρμα με πινέλο τα αντίπαλα εξάταπα. Τα χιλιάδες καρφωμένα βλέμματα, είτε από το Εθνικό Στάδιο του Τόκιο, είτε από κάποια χοντροκομμένη οθόνη των 90s, απόλαυσαν λιγοστό, και σε καμία περίπτωση θελκτικό, ποδόσφαιρο. Ξύλο, κλωτσιές, σκληρές μονομαχίες και νευριασμένοι διάλογοι. Αργεντίνικα και ρουμάνικα, διόλου ψύχραιμα και απολύτως τεταμένα, πνεύματα να ορίζουν την ατμόσφαιρα μιας πραγματικής μάχης. Μιας συνάντησης με διακύβευμα σπουδαίο, κρεμάμενο από την ισχνή κλωστή που εις τους αιώνες θα διαχωρίσει τη δόξα από τη χαμένη ευκαιρία.

Πώς αλλιώς να «σπάσει» το σκηνικό αυτό; Πώς αλλιώς να αλλάξει κατεύθυνση η βελόνα του υφαντού της μοίρας; Μα φυσικά, μόνο έτσι. Άλλωστε σχεδόν πάντα σε αυτό το παιχνίδι με την μπάλα, όταν τα πάντα δείχνουν να ισορροπούν οριακά, μια στιγμή αρκεί για να τα βάλει στο μπλέντερ της ιστορίας, να αλλάξει το αφήγημα μια για πάντα. Μια στιγμή ιδιοφυίας και λίγη τύχη.

Ήταν ακόμη μια κλωτσιά, αρκετά μέτρα έξω από την περιοχή της Στεάουα, όσο οι δείκτες του ρολογιού προσέγγιζαν το 28ο λεπτό. Την έφαγε ο Φούνες, χαμηλά στον αστράγαλο, σχεδόν ύπουλα. Μα πριν προλάβει να σταματήσει να τρίβει τον πόδι του, προσπαθώντας να διώξει τον πόνο, ο χρόνος έχει παγώσει. Στις ρωγμές του, στην ανεπαίσθητη ροή των δευτερολέπτων το μελάνι της δόξας απλώνεται ανεξίτηλα στο σώμα της ιστορίας της Ρίβερ.

Ανάμεσα στα σχεδόν παγωμένα καρέ, ο Αλόνσο πιάνει την μπάλα, τη στήνει βιαστικά. Τη χτυπά με τέλειο τρόπο, τόσο γρήγορα, που κανείς αντίπαλός του δεν προλαβαίνει να αντιδράσει. Ιδιοφυία. Εκείνη χοροπηδά νευρικά πάνω στις λακούβες του γρασιδιού, όσο σκίζει τη ρουμάνικη άμυνα στη μέση μέχρι να φτάσει στο πόδι του Αλσαμέντι. Από το δεξί εξωτερικό του Ουρουγουανού καταλήγει στη ρίζα του δοκαριού και από εκεί χορεύει. Χτυπά δυο φορές στο σώμα του πεσμένου, ανήμπορου να αντιδράσει Στανγκάτσιου και στα γκελ της παρασέρνει κάθε απόλυτα συγκεντρωμένο σε αυτή ζευγάρι μάτια. Στρώνεται τέλεια στο κεφάλι του Αλσαμέντι, εκεί ακριβώς που κάθε στράικερ θα την ήθελε, σχεδόν του χαμογελά. Τύχη. Εκείνος τη σπρώχνει στα δίχτυα και τη στιγμή που το τόπι τα αγκαλιάζει κλειδαμπαρώνεται στους θρύλους των Μιγινάριος. Για πάντα.

Πολλοί το 2018, μια άλλη ιστορική χρονιά για τη Ρίβερ, συνέκριναν αυτό το τέρμα με εκείνο του Κιντέρο που χάριζε στην ομάδα του το Libertadores απέναντι στη μισητή Μπόκα. Ο ίδιος ο Αντόνιο πάντως, έχει διαφορετική άποψη.

«Το γκολ μου ήταν πιο σημαντικό από αυτό του Κιντέρο στη Μαδρίτη απέναντι στην Μπόκα. Με συγκίνησε η αλήθεια είναι το γκολ του Χουάνφερ και το λέω χωρίς φθόνο ή ζήλια, το απόλαυσα πραγματικά αυτό το γκολ. Ήταν ένα υπέροχο γκολ, γιατί το σκοράρει απέναντι στον αιώνιο αντίπαλό μας σε έναν τελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες, αλλά το δικό μου ήταν μοναδικό», θα πει. Πράγματι πιο μοναδικό δύσκολα θα μπορούσε να είναι. Κι αυτό γιατί το κεφάλι του προσέθεσε το τρίτο και τελευταίο πετράδι σε ένα ανεπανάληπτα λαμπερό στέμμα που από τότε μέχρι και σήμερα η Ρίβερ φορά στο δικό της κεφάλι με περίσσεια υπερηφάνεια.

image

Εις τους αιώνες των αιώνων της Ρίβερ

Τα χρόνια πέρασαν, οι ζωηρές εικόνες θάμπωσαν μα δεν ξεχάστηκαν και οι κραυγές χαράς έγιναν διηγήσεις στις νεότερες γενιές, στους πιτσιρικάδες που θα αρματώσουν το νέο σώμα των παθιασμένων φίλων της Ρίβερ Πλέιτ. Εκείνες οι λέξεις που η κιμωλία του Βέιρα έγραψε στον μαυροπίνακα των αποδυτηρίων του «Μονουμεντάλ» θα σβήστηκαν από ένα σφουγγάρι που σίγουρα θα κουβαλούσε το μειδίαμα της ειρωνίας.

Γιατί αυτή η ομάδα δεν ταξίδεψε απλά στο Τόκιο, αλλά εξασφάλισε πως για πάντα θα ταξιδεύει τους ερωτευμένους Μιγιονάριος σε μια μοναδική ακόμα και σήμερα ευτυχία. Μια στιγμή, χωμένη ανεξίτηλα κάτω από το δέρμα του συλλόγου, σαν τατουάζ υποχρεωμένο να φέρει πάνω του την ίδια χαρά, την ίδια ακραία ικανοποίηση εκείνου του ματς στην ιαπωνική πρωτεύουσα. Τα πάντα ξεκίνησαν από αυτή την ομάδα που τόλμησε να ονειρευτεί με πυξίδα το πιο μακρινό βλέμμα.

Και κατέληξαν σε εκείνη την παρέα των ψαρομάλληδων, ρυτιδιασμένων κυρίων με τις κοιλίτσες, που το 2021, 35 χρόνια μετά, το «Μονουμεντάλ» αποθέωσε σαν να γύρισε και πάλι σε εκείνο το απόγευμα στο Τόκιο. Οι θριαμβευτές επέστρεψαν στο σπίτι τους, λατρεύτηκαν από το ίδιο κοινό, που τους λάτρεψε σαν θεούς τη στιγμή που τοποθέτησαν στο κεφάλι της αγαπημένης τους ομάδας το λαμπρό στέμμα με τα τρία πετράδια.

Τα μαλλιά τους ήταν λευκά, όχι πια πλούσια. Τα κορμιά τους δαμασμένα από τον χρόνο, όχι πια καλλίγραμμα και σμιλευμένα. Μα τα πάντα φάνταζαν ίδια με τότε. Από την κατακόκκινη διαγώνια ρίγα που έσκιζε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη λευκή φανέλα στο στήθος τους και τη φλόγα των ματιών τους στην αιώνια δόξα. Μια δόξα μοναδική εις τους αιώνες των αιώνων της Ρίβερ Πλέιτ.

Διαβάστε επίσης: