Τάσος Λειβαδίτης: Ιδού ο ποιητής!

Τάσος Λειβαδίτης: Ιδού ο ποιητής!

Έψαχνα αυτόν τον στίχο. Τον αναζητούσα στο άηχο μουρμουρητό και στη σύγχυση της μνήμης. Το ήξερα ότι τον είχα ακούσει σ’ ένα τραγούδι. Του Άσιμου ήταν. Τα λόγια τα μελωδικά ηχούσαν κάτω από ματωμένα πουκάμισα, έπαιζαν σε προβολές του μέλλοντος και ράβονταν πάνω στο πανί της σάρκας. Αυτός ο στίχος ήταν μέρος της ελπίδας, της απώλειας, του πένθους, του έρωτα μας, της αθανασίας μας… Το όνομα του ποιητή ήταν γνωστό, αλλά δεν επιτρεπόταν να το προφέρω. Δεν μπορούσα να αοριστολογήσω. Αν το έκανα θα διέπραττα το αμάρτημα της βλασφημίας, διότι θα χώριζα τον δημιουργό από το δημιούργημα. Ναι, δεν έχουν ανάγκη τον δικό μου σεβασμό και εκτίμηση και ναι, υπάρχουν και ξεχωριστά. Ωστόσο, αυτός ο στίχος κρατούσε μια πληγωμένη ιδεολογία, έναν κόσμο σιωπηλό και πλημμυρισμένο από τη μελαγχολία της ήττας, ένα επίμονο αύριο και θα ήταν άδικο να προσδιορίσω τον τόπο (δημιουργό) και όχι τον χώρο (ποίημα). Ξανά ο Άσιμος και ξανά το μέλλον που μας περίμενε. Ψάχνεις, γράφεις και πληκτρολογείς και το θαύμα του Διαδικτύου σου αποκαλύπτει ψυχρά την αλήθεια: Ιδού ο στίχος: Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων/Εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου μας/Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας. Να και ο ποιητής: Τάσος Λειβαδίτης.

image

Η κίνηση που προηγείται

Πριν εξετάσουμε το μοναδικό ποιητικό αποτύπωμα, ας δούμε την κίνηση που προηγήθηκε. Την εξήγηση που παραμονεύει και εκτείνεται σε παρόν και μέλλον. Συνοπτικά, για να είναι όλα καθαρά και κατανοητά.
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν πάντα με τους καταφρονεμένους. Δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Εξάλλου, η ιδεολογική του ένταξη -Αριστερά- έγινε πρώτα στο συναισθηματικό πεδίο και μετά στο ταξικό. Σε αυτό, στην επιλογή πορείας, πλευράς, συνέβαλλε και η αγάπη που είχε για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Το ίδιο αναπόφευκτη ήταν και η απόφαση για του πού θα ασκούνταν ποιητικά. Η εντοπιότητα έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ποιητική του έκφραση. Η Αθήνα πρωταγωνιστεί στα γραπτά του. Βέβαια, πριν μετοικήσει ποιητικά στην πρωτεύουσα, η εξορία ήταν το κονάκι του. Εκεί θα γράψει και θα σταθεί απέναντι στη βία που βίωνε. Και το βίωμα θα μεταφερθεί στη συνοικία. Για τον Λειβαδίτη αυτή η κοινότητα ανθρώπων έχει μεγάλη σημασία και επίδραση. Στη μικρή κοινωνία αναδεικνύει τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη, στοιχεία πυρηνικά στο ποιητικό του σύμπαν. Ο Λειβαδίτης νοσταλγεί και τολμά την ποιητική υπέρβαση, τη μεταφυσική αναζήτηση, αντιμετωπίζει τις ενοχές και ενώνει ετερόκλητους καταραμένους κάτω από τη σκέπη της μοναξιάς, της ματαίωσης, της ερωτικής ερημιάς, τις πληγές της παιδικής ηλικίας. Κομβική επισήμανση: Μετά τα στρατόπεδα, η πόλη που εισβάλλει στην ποίηση του είναι αλλαγμένη. Παρά τις αλλαγές, επιτυγχάνει την ισορροπία μεταξύ πολυφωνίας ατομικού και συλλογικού. Η δράση μένει στη συνοικία, όμως σχηματίζονται μεγάλες προεκτάσεις στον χώρο και τον χρόνο. Φυσικά, τα κτίσματα του εξωτερικού τοπίου βρίσκουν τη θέση τους στη σκέψη του Λειβαδίτη. Στα παλιά αρχοντικά διαδραματίζεται μεγάλο μέρος του έργου του και οι ένδοξες εποχές δεν αφήνονται στη λήθη. Η ποίηση του χωρίζεται σε δύο εποχές, αυτή του ιδεολογικού προβληματισμού και αυτή της υπαρξιακής αγωνίας. Εκεί θα μεταφερθούμε (στην ποίηση του) και θα καταλάβουμε γιατί ο Λειβαδίτης έμεινε ευαίσθητος και σταθερός στον πνευματικό του αγώνα.

image

Έγραφε για τον άνθρωπο

Ο Λειβαδίτης ανήκει στους ποιητές που με μια φράση τους στερεώνουν κόσμους ολόκληρους. Η δομή των μεγάλων του ποιημάτων έχει θεμέλιο λίθο μια πρόταση. Αυτό στον ποιητικό λόγο μεταφράζεται σε εξασφάλιση συνοχής και κίνησης του λόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» (1952). Ξεκινά με αποσιωπητικά μέσα αγκύλες […] και με τη φράση «Και σ’ έβρισκα…». Με τον τρόπο αυτό απομονώνει τον χώρο και τον χρόνο και τον επιστρέφει στον αναγνώστη μέσα από μια στάση του. Ο αναγνώστης ακινητοποιείται όταν διαβάζει «και σ’ έβρισκα…» και περιμένει την αφηγηματική συνθήκη να τον παρασύρει. Ο ποιητικός λόγος κυλά απρόσκοπτα και η πρόθεση του Λειβαδίτη σε βρίσκει στην καρδιά. Εδώ τονίζεται η υπαρξιακή αγωνία σε επίπεδο συντροφικό, αγάπης, έρωτα… Το ιδεολογικό θα εμφανιστεί στο «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο» (1956). Η δομή και η μορφή μένουν ίδιες. Στο «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» με τη χρήση του υποθετικού συνδέσμου «αν» δίνει φόρα στα ποιητικά λόγια και με την επανάληψη του «αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» εξασφαλίζει αρμονία και πληρότητα. Περνώντας στην ενότητα «Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα» βλέπουμε το μπρεχτικό πνεύμα που τον διακατέχει και την πεντακάθαρη αριστερή του ταυτότητα. Στη «Συμφωνία Αρ. 1» (1957) γίνεται εσωστρεφής χωρίς να χάνει, όμως, την ισορροπία μεταξύ υπαρξιακού-ιδεολογικού. Στην «Καντάτα» (1960) βλέπουμε έναν ποιητή με λόγο βαθιά ανθρώπινο. Το αλληγορικό και συμβολικό στοιχείο κάνει την εμφάνιση του, όπως και οι καθημερινοί, λαϊκοί, άνθρωποι. Ο Λειβαδίτης δημιουργεί ισχυρούς πυρήνες [Μα πιο πολύ νοιώσαμε την αδυναμία που κρύβεται πίσω από την κακία] και μια αφήγηση που κρατά τη ζωντάνια του προφορικού. Στα «Ποιήματα 1958-64» ασκεί κριτική στην Αριστερά, ενώ μας δίνει ποιήματα γεμάτα εκπλήξεις και ξαφνιάσματα [Ο αιώνιος διάλογος]. Παράλληλα, παρουσιάζει μια ξεχωριστή ποιητική ενσυναίσθηση [Καβάφης], ενώ στο «25η Ραψωδία της Οδύσσειας» (1963) μας δίνει ένα ακόμη πυρηνικό στοιχείο [όσα δε ζήσαμε/αυτά μας ανήκουν]. Για τον Λειβαδίτη, η τέχνη είναι ο ενοποιητικός παράγοντας μεταξύ του καλλιτέχνη και του εαυτού του [Πίνακας αγνώστου ζωγράφου], ενώ στο ποίημα «Οι τελευταίοι» (1966) παρουσιάζει το παρελθόν όπως είναι, δεν αφήνει τα λάθη και την κριτική για την ήττα της Αριστεράς. Στο ολιγόστιχο «Επιστροφή απ’ το φαρμακείο», παρουσιάζει το εφήμερο, το μάταιο, σε μια στροφή του δρόμου και στο «Ο πρώτος στίχος» περιγράφει την Ποίηση [Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σε ένα άλλο όνειρο]. Ο Λειβαδίτης, όμως, πάνω απ’ όλα έγραφε για τον άνθρωπο. Το ουμανιστικό στοιχείο ενώνει τον ιδεολογικό προβληματισμό και την υπαρξιακή αγωνία και φαίνεται καθαρά στο ποίημα «Αφιέρωμα».

image

Βιογραφικό και λόγια που ειπώθηκαν γι’ αυτόν

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922 στην Αθήνα, στη συνοικία του Μεταξουργείου. Το 1940 γράφτηκε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθήνας. Δεν θα την τελειώσει ποτέ. Η αντίσταση τον κερδίζει. Οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Στα χρόνια της κατοχής έχασε και τους δύο γονείς και λίγα χρόνια αργότερα παντρεύτηκε. Την περίοδο 1948-1952 εξορίζεται για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, στον Αη-Στράτη και στη Μακρόνησο. Στην εξορία θα γνωρίσει κι άλλους πνευματικούς ανθρώπους της Αριστεράς (Ρίτσος, Αλεξάνδρου, κ.α.).
Το 1952 εξέδωσε τις πρώτες του ποιητικές συλλογές [Μάχη στην άκρη της νύχτας, και Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας]. Ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου για το οποίο του απονέμεται το βραβείο ποίησης στο Φεστιβάλ της Βαρσοβίας. Το βιβλίο κατασχέθηκε εξαιτίας του φιλειρηνικού του περιεχομένου. Ο ποιητής πέρασε από δίκη και τελικά αθωώθηκε. Τον Οκτώβριο 1961 περιοδεύει με τον Μίκη Θεοδωράκη στην επαρχία. Την ίδια χρονιά γράφει το σενάριο της ταινίας «Συνοικία το όνειρο». Στη διάρκεια της ταινίας ακούγονται τα τραγούδια: «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Σαββατόβραδο», όλα σε στίχους δικούς του. Το διάστημα 1967-1972 αποτραβιέται από το καλλιτεχνικό προσκήνιο. Η χούντα κλείνει την «Αυγή» -εργαζόταν εκεί- και μένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει -με ψευδώνυμο- έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. Το 1976 και το 1979 του απονέμεται το Α΄και Β΄κρατικό βραβείο ποίησης για τα βιβλία του Βιολί για μονόχειρα και Εγχειρίδιο ευθανασίας. Τα επόμενα χρόνια αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και το 1988 αφήνει την τελευταία του πνοή. Αυτό το λιτό αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη θα τελειώσει με λόγια που ειπώθηκαν μετά τον θάνατο του. Τα λόγια του Μίκη Θεοδωράκη: «Ορφανέψαμε». Του Νίκου Καρούζου: «Αισθάνομαι μεγάλη θλίψη για τον θάνατο του». Της Διδώς Σωτηρίου: «Ήταν ωραίος άνθρωπος. Θα τον έλεγα άγιο».

Πηγές
-«Προσώπων τόποι, 2ο επεισόδιο», ντοκιμαντέρ των Νίκου Χουρδάκη, Κώστα Χριστοφιλόπουλου [ΕΡΤ]

-«Αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη» [Οδός Πανός, τχ. 140]

-«Έλληνες ποιητές. Τάσος Λειβαδίτης» Εισαγωγή: Γιάννης Κουβαράς. Ανθολόγηση: Γιάννης Κουβαράς, Αλεξάνδρα Μπουφέα [Η Καθημερινή]