Όταν η Ελλάδα και άλλες χώρες «έσβησαν» τα χρέη της Γερμανίας!

Γιώργος Ντυμένος
Όταν η Ελλάδα και άλλες χώρες «έσβησαν» τα χρέη της Γερμανίας!
Τον Φλεβάρη του 1953 υπογράφθηκε η συμφωνία του Λονδίνου, που έμελλε να αποτελέσει τη βάση για την ανάδειξη της Γερμανίας σε μία παγκόσμια υπερδύναμη

Σούπερ προσφορά* στα Virtual Sports | *Ισχύουν όροι & προϋποθέσεις

Η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε αχαρτογράφητα νερά και η πανδημία του κορονοϊού μας οδηγεί σε καταστάσεις που οι περισσότεροι εν ζωή άνθρωποι δεν έχουμε βιώσει ξανά. Ή έστω τόσο έντονα, ώστε ανάλογα περιστατικά να παραμένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μας.

Σε στιγμές όπως αυτή καλούμαστε να προτάξουμε το γενικό συμφέρον, όμως κάτι ανάλογο δεν παρατηρήθηκε στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη των ηγετών της Ενωμένης Ευρώπης. Οπου η Γερμανία φέρεται να αντιτάχθηκε στις προτάσεις κυρίως των κρατών της Μεσογείου, για οικονομική στήριξη με αφορμή τα όσα δραματικά συμβαίνουν γύρω μας.

Επί του παρόντος δεν δύναται να υπάρξει πλήρης γεωπολιτική ανάλυση των πεπραγμένων στη Γηραιά Ηπειρο, κάτι που άλλωστε αποτελεί πεδίο δράσης των ειδικών. Ωστόσο μπορούμε να γυρίσουμε, νοερά πάντα, τον χρόνο πίσω, στις αρχές του 1953 και να θυμηθούμε τι έπραξαν τότε οι Ευρωπαίοι προς όφελος της Γερμανίας.

Οχι με δεικτικό τρόπο, ώστε να ανοίξουμε πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε καμία περίπτωση, απλά για να έχουμε πάντα κατά νου πως κανείς δεν βρίσκεται πάντα στην πλευρά του ισχυρού. Υπήρξαν στιγμές που ήταν στου αδυνάτου και με την πλάτη στον τοίχο…

Σίγουρα τα όσα θα σας διηγηθούμε ήταν απόρροια και του Ψυχρού Πολέμου, αφού σε κάθε στιγμή της ιστορίας καλούμαστε να αντιληφθούμε τα δεδομένα της εποχής, τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν και τις παραμέτρους της διπλωματικής σκακιέρας. Αλλά η ουσία δεν αλλάζει πως πριν από 67 χρόνια όλοι προσέφεραν στη Γερμανία μία χείρα βοηθείας, που την έφερε στο σημείο που λογίζεται ίση μεταξύ των υπερδυνάμεων.

Ολα συνέβησαν στη Συμφωνία του Λονδίνου, που υπογράφτηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1953, μεταξύ άλλων και από την Ελλάδα. Στην πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συμφώνησαν όχι μόνο να «κουρέψουν» τις απαιτήσεις που είχαν από τους ηττημένους ως πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά και να τους καταβληθούν με όρους που δεν θα επηρέαζαν την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα της νεοσύστατης Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή απλά Δυτικής Γερμανίας.

Για να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, αυτό μάλλον συνέβη επειδή οι «μεγάλοι» θέλησαν να αποτελέσει η Βόννη το «ανάχωμα» στην εξάπλωση της Σοβιετικής επιρροής προς τα Δυτικά, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί εάν η Δυτική Γερμανία παρέπαιε και όχι με γνώμονα να φερθούν μεγαλόψυχα σε εκείνους που λίγα χρόνια πριν αιματοκύλησαν τον κόσμο. Βέβαια μέσω της συμφωνίας που ουσιαστικά «επέβαλαν» βοήθησαν να ζήσουν αξιοπρεπώς εκατομμύρια αθώοι, αλλά όλα συνηγορούν πως το σκεπτικό τους πάρθηκε με πολιτικά κριτήρια. Σωστό ή λάθος, οι ιστορικοί θα αποφανθούν.

Το αποτέλεσμα των όσων διαδραματίστηκαν εκείνες τις ημέρες «ενίσχυσε», σε μεγάλο βαθμό, το «Γερμανικό Θαύμα» που θα ακολουθούσε τις δεκαετίες του ΄60 και του ’70, ξέχωρα φυσικά και από την ιδιοσυγκρασία του λαού της.

Τι συμπεριελάμβανε περιληπτικά εκείνη η συμφωνία; Το κυριότερο ήταν πως το προπολεμικό και μεταπολεμικό χρέος της Γερμανίας μειώθηκε κατά περίπου 60%. Βλέπετε ακόμη δεν είχαν αποπληρώσει ολοκληρωτικά τις αποζημιώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και είχαν συσσωρευτεί με εκείνες του Β’, ενώ από το 1950 οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία «αναγνώρισαν» πως οι σχετικές οφειλές βαραίνουν την ΟΔΓ. Τα χρήματα που όφειλε υπολογίζονται σε περισσότερα από 15 δισεκατομμύρια ευρώ και όπως γίνεται εύκολο αντιληπτό, ήταν ένα πολύ μεγάλο ποσό για την εποχή.

Παράλληλα της παρέχονταν η δυνατότητα να το καταβάλει σε βάθος χρόνου, αλλά και με ευνοϊκούς όρους που δεν θα επηρέαζαν την ανάπτυξή της. Π.χ. το ποσό που έδινε ετησίως σε αποζημιώσεις δεν ξεπερνούσε το 5% των συνολικών εσόδων της από τις εξαγωγές και μόνο εφόσον έχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο εισαγωγών/εξαγωγών, ώστε τα υπόλοιπα χρήματα να παραμένουν στην αγορά. Σε ελεύθερη μετάφραση οι υπόλοιπες χώρες αποφάσισαν να αγοράζουν προϊόντα από εκείνη, με απώτερο σκοπό να λάβουν τα χρήματα που τους είχαν επιδικαστεί.

Για αυτό άλλωστε μειώθηκαν οι εισαγωγές που έκανε (με σχετική απόφαση των άλλων κρατών), κάτι που αποσκοπούσε και στην ενίσχυση των εγχώριων επιχειρήσεων, ενώ η καταβολή των αποζημιώσεων γίνονταν και σε μάρκα και όχι μόνο σε ένα από ισχυρά νόμισμα εκείνων των χρόνων, όπως η Λίρα Αγγλίας ή το Δολάριο ΗΠΑ. Μάλιστα υπήρξαν και πάρα πολύ χαμηλά επιτόκια.

Παράλληλα η Συμφωνία του Λονδίνου «επέτρεπε» στη Δυτική Γερμανία να μην αναγνωρίσει όλες τις διεκδικήσεις που υπήρχαν (π.χ. το ελληνικό κατοχικό δάνειο), καθώς ήταν διαμελισμένη (σ.σ. Δυτική και Ανατολική Γερμανία), ενώ με νομικά «παράθυρα» διατήρησε το σχετικό δικαίωμα και μετά την ένωσή της (το 1990 με την περιβόητη συνθήκη 2+4).

Το πώς («πίεση» των ισχυρών ή ελεύθερη απόφαση των περίπου 20 κρατών που συνέπραξαν) ή το γιατί («μείωση» της κομουνιστικής επιρροής ή ανθρωπιστικοί λόγοι) ίσως σήμερα, 67 χρόνια μετά και εν μέσω μίας παγκόσμιας απειλής, να περνά σε δεύτερη μοίρα. Η ουσία είναι πως τότε μπήκαν οι βάσεις (είχε προηγηθεί η ένταση της ΟΔΓ στην κοινοπραξία άνθρακα και χάλυβα, πρόδρομο της μετέπειτα ΕΟΚ) για να θεωρούμε σήμερα τη Γερμανία ως ρυθμιστή των ευρωπαϊκών και όχι μόνο πεπραγμένων.

Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί πως εάν δεν υπήρχε η Συμφωνία του Λονδίνου το μέλλον θα προδιαγράφονταν διαφορετικό, αλλά είναι κοινά αποδεκτό πως βοήθησε τα μέγιστα τη Γερμανία να ορθοποδήσει. Για την ιστορία εκτός της Ελλάδας την υπέγραψαν, μεταξύ άλλων, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, χώρες που πλήττονται θανάσιμα από την πανδημία του κορονοϊού και οι τρεις τελευταίες, κυρίως, ζητούν άμεσα και ουσιαστικά μέτρα ενίσχυσης από την Ευρωπαϊκή Ενωση, οποία «φρενάρουν» στο Βερολίνο.