Γιατί οι Χουντικοί δεν εκτελέστηκαν παρότι τους επιβλήθηκε θανατική ποινή

Επιμέλεια: Newsroom
Γιατί οι Χουντικοί δεν εκτελέστηκαν παρότι τους επιβλήθηκε θανατική ποινή
H χάρη του Καραμανλή και οι λόγοι που οι Χουντικοί δεν εκτελέστηκαν.

Το καλοκαίρι του 1975 στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού διεξήχθη μία από τις πιο σημαντικές δίκες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, η περίφημη Δίκη των πρωταιτίων της Χούντας.

Στο εδώλιο είχαν καθίσει 20 από τους συνολικά 24 κατηγορούμενους που αντιμετώπιζαν τις πολύ σοβαρές κατηγορίες της εσχάτης προδοσίας και της στάσης.

Η λέξη «πρωταιτίων» έχει μία ξεχωριστή σημασία ως προς την ίδια τη διαδικασία του δικαστηρίου.

Όπως αναφέρει το reader.gr, το αδίκημα θεωρήθηκε, με βούλευμα από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, «στιγμιαίο» και όχι «διαρκές», πράγμα που ουσιαστικά σήμαινε ότι διάφορα στελέχη του χουντικού καθεστώτος θα γλύτωναν από το να δικαστούν.

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία του στιγμιαίου αδικήματος, τα εγκλήματα που έγιναν μετά την ημέρα του πραξικοπήματος, 21η Απριλίου 1967, δεν θα δικάζονταν καθώς θεωρήθηκαν παράγωγά του. Αποτελούσαν δηλαδή συνέπεια της εγκληματικής πράξεως και όχι παράτασή της.

Μέρος του σκεπτικού αυτού ήταν ότι υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνεργάστηκαν με τη Χούντα. Έτσι προτιμήθηκε να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι 24 κατηγορούμενοι, με σχεδόν δειγματοληπτικό τρόπο.

Οι ποινές και η χάρη του Καραμανλή

Το αίτημα του λαού για σκληρή τιμωρία των Χουντικών ήταν πολύ πιεστικό. Κατά τη διάρκεια της δίκης μάλιστα το κοινό εξαγριώνεται ακόμα περισσότερο από την πλήρη αδιαφορία που είχαν επιδείξει οι πραξικοπηματίες οι οποίοι συχνά ειρωνεύονταν ή μιλούσαν χωρίς κανέναν ειρμό.

Μετά από 25 ημέρες, στις 23 Αυγούστου του 1975 το δικαστήριο τελικά ανακοινώνει την ετυμηγορία του. Στην ηγετική τριάδα των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου επιβάλλεται θανατική ποινή για την κατηγορία περί στάσης στρατιωτικών και ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία. Στους υπόλοιπους επιβάλλονται ποινές ισοβίων ή δέκα χρόνων κάθειρξης.

Πιο συγκεκριμένα, στους Ιωαννίδη, Σπαντιδάκη, Ζωιτάκη, Λαδά, Ρουφογάλη, Παπαδόπουλο, Λέκκα και Μπαλόπουλο, επιβλήθηκαν δέκα χρόνια κάθειρξη για στάση και πέντε χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ για την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Δύο μόλις ημέρες μετά, η κυβέρνηση του Καραμανλή μετατρέπει τη θανατική ποινή σε ισόβια.

Όπως διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποφάσισε «να κινήση αυτεπαγγέλτως τον μηχανισμό απονομής χάριτος – μετριασμού ποινών και η θανατική καταδίκη των τριών από τους πραξικοπηματίες δεν θα εκτελεσθή». Ο ίδιος ο Καραμανλής τόνισε πάντως αυστηρά ότι «τα ισόβια θα πρέπει να είναι ισόβια».

Γιατί πήρε ο Καραμανλής αυτή την απόφαση

Όπως είναι προφανές, η συγκεκριμένη επιλογή, που ερχόταν στον απόηχο του περίφημου «στιγμιαίου αδικήματος» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων σε μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού και φυσικά στην Αντιπολίτευση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου υποστήριξε ότι ο Καραμανλής ξεπλήρωνε «υποχρεώσεις» που είχε αναλάβει έναντι των Πραξικοπηματιών. Παρόλες τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση εμμένει στην απόφασή της.

Για να καταλάβουμε καλύτερα τους λόγους της απόφασης αυτής, είναι κομβικής σημασίας να τη δούμε μέσα στις ιστορικές και πολιτικές συνθήκες που τη γέννησε. Αρχικά το γεγονός ότι μόλις είχε πέσει ένα επταετές καθεστώς που προφανώς είχε πληθώρα υποστηρικτών, οι οποίοι σε περίπτωση εκτέλεσης δεν είναι καθόλου απίθανό ότι θα ξεσηκώνονταν σε μία αρκετά εύθραυστη και μεταβατική φάση της ελληνικής δημοκρατίας.

Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Καραμανλής, έχοντας δώσει μηνύματα ότι ο στρατός είναι υπό τον πλήρη έλεγχό του, φαίνεται ότι δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση η νέα πολιτική φάση να ξεκινήσει με τρεις εκτελέσεις. Ταυτόχρονα, όπως φαίνεται να τονίζουν ειδικοί της περιόδου, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δημιουργήσει τρεις μάρτυρες που ενδεχομένως να κινητοποιούσαν τους νοσταλγούς του δικτατορικού καθεστώτος.

Πάντως, ομολογουμένως, τόσο ο περιορισμένος αριθμός όσων δικάστηκαν όσο και οι πολύ μικρές ποινές που επιβλήθηκαν στους βασανιστές της Χούντας υπήρξε και είναι μέχρι και σήμερα σημείο τριβής σχετικά με το πόσο βαθιά ήθελε να φτάσει το ελληνικό κράτος στο να καθαρίσει τις δομές του από ανθρώπους που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς.