Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Ο πρόεδρος που επένδυσε στο πάθος για το ποδόσφαιρο

Η φανέλα του Ερντογάν, δώρο από την αγαπημένη του ομάδα

bet365

Πώς ο Ερντογάν χρησιμοποιεί το ποδόσφαιρο ως μέσο χειραγώγησης, άλλοτε συσπείρωσης των φίλων κι άλλοτε τιμωρίας των εχθρών του.

Το ποδόσφαιρο είναι κομμάτι του προσωπικού του μύθου. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα παιδί του λαού, ταυτόχρονα και φυσικό ηγέτη, ως έναν ισχυρό, δυναμικό επιθετικό, εντός και εκτός γηπέδων. Θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καριέρα στα γήπεδα, όπως έχει αφήσει να εννοηθεί, αν κάποτε είχε δεχτεί την πρόταση της Φενέρμπαχτσέ. Όμως, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διάλεξε τελικά για τον εαυτό του, άλλο δρόμο, τον οποίο διανύει, ακολουθώντας πιστά όσα τον δίδαξε το ποδόσφαιρο...

Το αθλητικό προφίλ του Τούρκου προέδρου είναι στενά συνδεδεμένο με το ποδόσφαιρο. Όχι πως απορρίπτει τα άλλα σπορ. Τον έχουμε δει ως φίλαθλο σε αγώνες στίβου και άλλων αθλημάτων, τον έχουμε δει να κάνει ποδηλασία αλλά και να παίζει ο ίδιος μπάσκετ (όπως σε ένα πρόσφατο βίντεο, στο οποίο ο Ερντογάν παίζει με συνεργάτες του σε ρόλο πλέι μέικερ -ενώ βεβαίως δεν τον μαρκάρει κανείς…).

Προφανώς, δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο βίντεο κυκλοφόρησε σε μια εποχή, που έχουν επανέλθει έντονες οι φήμες για την υγεία του. Ο αθλητισμός, στάθηκε ανέκαθεν ένα ισχυρό χαρτί στα χέρια του Τούρκου προέδρου. Κι η αιχμή του δόρατος ήταν πάντα το ποδόσφαιρο.

Ο Ερντογάν δεν είναι πρώτος ούτε ο μοναδικός Τούρκος πολιτικός, που ανακάλυψε στο πάθος του τουρκικού λαού για το “εθνικό σπορ” της χώρας, ένα σημαντικό “όπλο”, που του επέτρεψε να χτίσει προφίλ και να απευθυνθεί στον κόσμο στη γλώσσα, που μιλούσε στις καρδιές του. Είναι, όμως, αυτός που εδώ και δύο δεκαετίες, χρησιμοποιεί σταθερά το ποδόσφαιρο ως ένα εργαλείο ρητορικής, μέσο απόκτησης εξουσίας και χειραγώγησης, με μεγάλη επιτυχία.

Όπως υπογραμμίζει και στο βιβλίο του The Passion: Football and the Story of Modern Turkey, ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας, Πάτρικ Κέντι, “το ποδόσφαιρο στην Τουρκία ήταν πάντα βαθιά πολιτικοποιημένο, ποτέ όμως περισσότερο από όσο κατά την περίοδο της εξουσίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν”...

Ο Ερντογάν στον τελικό του Champions League

Ερντογάν: Μια παρά λίγο ένδοξη πορεία

Ο Τούρκος πρόεδρος συχνά, στις ομιλίες του χρησιμοποιεί ποδοσφαιρικούς όρους ή κάνει ποδοσφαιρικές συγκρίσεις, δίνει το παρών σε εγκαίνια γηπέδων και στις περιοδείες του φωτογραφίζεται με κασκόλ τοπικών ομάδων ή σκοράρει εντυπωσιακά γκολ σε αγώνες επίδειξης, ως “αναμνηστικά” μιας παρά λίγο ένδοξης πορείας.

Έχει, άλλωστε, υπάρξει και ο ίδιος ποδοσφαιριστής σε εποχές που τα πράγματα ήταν δύσκολα και σκληρά, όπως τα γυμνά από χορτάρι γήπεδα.., Από τα παιδικά του χρόνια, το ποδόσφαιρο στάθηκε γι’ αυτόν μια μεγάλη αγάπη, που εξελίχθηκε σε πάθος. “Θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζει συνεχώς ποδόσφαιρο, στη γειτονιά με τα άλλα παιδιά, με μπάλες φτιαγμένες από χαρτί” έχει πει σε συνέντευξή του στο NTVSpor.

Ξεκίνησε να παίζει στην ομάδα της γενέτειρας του, στην Κασίμπασα και συνέχισε σε τοπικές ομάδες (όπως οι Erokspor, Camialti Spor και ΙΕΤΤ) από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Ως αρχηγός, μάλιστα, της ομάδας IEΤT Spor, δηλαδή της ομάδας του Οργανισμού Τροχιοδρόμων και Διαχείρισης Σηράγγων της Κωνσταντινούπολης (όπου έμεινε επτά χρόνια), έχει να υπερηφανεύεται ότι κέρδισε πέντε τίτλους τη δεκαετία του 1970, φορώντας συνήθως τη φανέλα με το νούμερο 9.

Εκείνη την εποχή, όπως έχει ισχυριστεί σε κατά καιρούς συνεντεύξεις του, η Φενερμπαχτσέ προσπάθησε δύο φορές (το ‘73 και το ‘76) να τον εντάξει στο δυναμικό της, αλλά δεν το επέτρεψε ο αυστηρός πατέρας του (ώστε να αφοσιωθεί στις σπουδές του).

Η εμπειρία βέβαια δεν πήγε χαμένη. Το πέρασμα από τα γήπεδα του έδωσε την ευκαιρία να αντιληφθεί τη σημασία του ποδοσφαίρου ως μέσου χειραγώγησης των μαζών, που του φάνηκε πολύ χρήσιμη στη μετέπειτα πορεία του ως ηγέτης, όχι πια μιας ερασιτεχνικής ομάδας, αλλά μιας ολόκληρης χώρας...

O Ερντογάν ποδοσφαιριστής

Η ομάδα του προέδρου

Στο πέρασμα των χρόνων, το να δηλώνει απλώς φίλαθλος ή και οπαδός μιας μεγάλης ομάδας, προφανώς δεν ήταν αρκετό για τον πρόεδρο Ερντογάν. Παράλληλα, οι φίλαθλοι των τριών μεγάλων συλλόγων της χώρας (Γαλατασαράι, Μπεσίκτας και Φενερμπαχτσέ), άρχισαν να αντιδρούν απέναντι σε πολιτικές του. Το 2013, μάλιστα, οι οργανωμένοι οπαδοί τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.

Μόλις ένα χρόνο μετά, μια νέα ομάδα της Κωνσταντινούπολης, ξεκινούσε τη ραγδαία πορεία της προς την επιτυχία, με τις ευλογίες φυσικά του προέδρου. Μια ομάδα, που διοικείται από συγγενείς, συνεργάτες και στελέχη του κόμματος του κι έχει ακόμα και τα ίδια χρώματα με αυτό! Ο λόγος, βεβαίως, για τη γνωστή και στους Έλληνες φιλάθλους, Μπασακσεχίρ, η οποία κατάφερε μέσα σε έξι χρόνια να πανηγυρίσει το πρώτο της πρωτάθλημα.

Η Μπασακσεχίρ, που μέχρι το 2014 ονομαζόταν Μπιουγιουκσεχίρ Μπελεντίγεσι, εξαγοράστηκε το 2014 από κοινοπραξία επιχειρηματιών φιλικά προσκείμενων στην κυβέρνηση και μετονομάστηκε σε Μπασακσεχίρ (όπως το όνομα του μικρού, συντηρητικού, προαστίου της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει). Στο πλευρό της νέας ομάδας έσπευσαν άμεσα μια σειρά από χορηγούς και επενδυτές (με τεράστια οικονομική επιφάνεια), πρόθυμοι να συντηρήσουν και να υλοποιήσουν κάθε φιλόδοξο όραμά της.

Πρόεδροι κατασκευαστικών, τουριστικών και αεροπορικών εταιριών συναντήθηκαν στο Συμβούλιο της ομάδας με δημοτικούς συμβούλους και εργολάβους δημοσίων έργων. Το επίτευγμά της; Εξωπραγματικό. Πριν ακόμα καταφέρει να γεμίσει ούτε το μισό από το -καινούριο της φυσικά- γήπεδο, το ετήσιο μισθολογικό μπάτζετ της έφτανε τα 40.000.000 ευρώ.

Το παράδειγμα της Μπασακσεχίρ, που το 2020 στέφθηκε πρωταθλήτρια Τουρκίας, είναι άλλη μια επιβεβαίωση της στενής σχέσης της πολιτικής Ερντογάν με το ποδόσφαιρο. Μέσω του ποδοσφαίρου, κατάφερε να κυριαρχήσει στη χώρα και μέσα από την εξουσία που άντλησε από τη χώρα, μπόρεσε να κυριαρχήσει και στο ποδόσφαιρο…

Ερντογάν και Ινφαντίνο

Παραδείγματα... "fair play"

Ως ηγέτης, που έχει παίξει και λατρεύει την μπάλα, ο πρόεδρος Ερντογάν, επικαλείται συχνά το fair play και τονίζει τη σπουδαιότητά του. Περηφανεύεται για το γεγονός ότι «στην ποδοσφαιρική μου καριέρα, είδα μόνο μια φορά κόκκινη κάρτα, κι αυτή γιατί αντέδρασα σε απόφαση του διαιτητή».

Στην πράξη, βεβαίως, ο τρόπος, με τον οποίο χειρίζεται το ποδόσφαιρο είτε ως μέσο συσπείρωσης του κόσμου γύρω του είτε ως μέσο τιμωρίας των εχθρών του, δεν θυμίζει και τόσο «fair play». Ένα χαρακτηριστικό και πρόσφατο παράδειγμα είναι ότι το κύμα αντιδράσεων, που εκδηλώθηκε μετά τους φονικούς σεισμούς του περασμένου Φεβρουαρίου με συνθήματα κατά της κυβέρνησης Ερντογάν και μέσα σε ποδοσφαιρικά γήπεδα, αντιμετωπίστηκε με τιμωρίες και απαγορεύσεις μετακίνησης οπαδών.

Το fair play προφανώς ισχύει μέχρι εκεί που ξεκινούν οι «εχθροί» του προέδρου, αν σκεφτούμε κι ακόμα ένα χαρακτηριστικό, όσο κι εντυπωσιακό παράδειγμα της πολιτικής του, που αφορά την “εξαφάνιση” του Τούρκου δημοσιογράφου Alper Bakırcıgil από τον σχολιασμό αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Κατάρ για το TRT (δημόσια ραδιοτηλεόραση), γιατί έκανε το λάθος να αναφέρει το όνομα του Χακάν Σουκούρ. Η απόλυσή του στάθηκε ακαριαία (στο ημίχρονο της μετάδοσης...).

Υπενθυμίζεται ότι ο Χακάν Σουκούρ, κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του τουρκικού ποδοσφαίρου και μέλος της Εθνικής Τουρκίας, που τερμάτισε τρίτη στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, έχει κριθεί εχθρός του καθεστώτος Ερντογάν, έχει κατηγορηθεί για διαφθορά κι έχει διαφύγει από το 2015 στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αποφύγει τη σύλληψη. Πλέον ζει στη Νέα Υόρκη, όπου εργάζεται ως οδηγός ταξί.


@Photo credits: Getty Images/Ideal Image
 

SUPER LEAGUE ΤΟΥΡΚΙΑΣ Τελευταία Νέα