«Τα Κόκκινα Φανάρια» και η «μάχη» με τον Federico Fellini

Gazzetta team
«Τα Κόκκινα Φανάρια» και η «μάχη» με τον Federico Fellini
Όλη η ιστορία της εκπληκτικής ταινίας «Τα Κόκκινα Φανάρια» με την ευγενική χορηγία των ζυμαρικών Μάκβελ.

Πρόκειται για μια από τις πλέον εμβληματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, κατά πολλούς η πλέον εμβληματική. Όσο κι αν ποτέ δεν υπάρχουν 100% αντικειμενικοί λόγοι για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, δεν μπορεί κανείς να μην δεχθεί ότι η ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Σενάριο εξαιρετικό, σκηνοθεσία μοναδική, κορυφαίοι ηθοποιοί, υπέροχη μουσική, φωτογραφία πραγματική τέχνη, όλα συντελούν σε ένα αποτέλεσμα που μπορεί να καθηλώσει ακόμα και τον πλέον αρνητικά προκατειλημμένο του ελληνικού σινεμά, τον πλέον δύσκολο και απαιτητικό θεατή.

Πρόκειται για ένα δημιούργημα που έβαλε τις ελληνικές ταινίες στο «κάδρο» του παγκόσμιου κινηματογράφου, δεδομένου ότι σημείωσε διεθνή επιτυχία. «Τα κόκκινα φανάρια» (αγγλικός τίτλος «The Red Lanterns») γυρίστηκαν το 1963, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και παραγωγή της Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης.

Ο «αντισυμβατικός» Βασίλης Γεωργιάδης

H ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού και το 1964 ήταν προτεινόμενη για το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών. Ουσιαστικά αφηγείται τις ιστορίες μιας ομάδας ιερόδουλων στην Τρούμπα του Πειραιά των αρχών της δεκαετίας του '60. Πρόκειται για μια περίοδο όπου στη συγκεκριμένη περιοχή υπήρχαν πολλά καμπαρέ, μπαρ, αλλά και σπίτια με γυναίκες όπου υποδέχονταν διαφορετικής λογής ανθρώπους, ντόπιους αλλά και ξένους, ακόμη και τον περίφημο 6ο αμερικανικό στόλο.

Η μοναδικότητα της ταινίας δεν οφείλεται μόνο στο δύσκολο θέμα με το οποίο καταπιάνεται, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο το αγγίζει, ο οποίος ήταν βαθύτατα διεισδυτικός, ρεαλιστικός, ανθρώπινος και ποτέ χυδαίος. Ο Βασίλης Γεωργιάδης θέλησε να δείξει ότι και οι γυναίκες της Τρούμπας έχουν ψυχή, τα δικά τους όνειρα για μια ζωή καλύτερη, πιο ανθρώπινη. Αποτυπώνει με μαεστρία στον κινηματογραφικό φακό τις συγκυρίες που τις οδήγησαν να εξασκούν «το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου», αλλά και τον εγκλωβισμό τους σε καταστάσεις εκμετάλλευσης των ιδίων από κάποιους πονηρούς. Ο Βασίλης Γεωργιάδης δείχνει από το πρώτο πλάνο την πρόθεσή του να μην δημιουργήσει μια συμβατική ταινία, τολμώντας μια κινηματογράφηση εντελώς διαφορετική με τα όσα γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Έλληνας θεατής. Έτσι δημιουργεί μια υποβλητική ταινία με ρεαλιστική απεικόνιση της ατμόσφαιρας της εποχής (εξαιρετική εδώ η συμβολή της φωτογραφίας του Νίκου Γαρδέλη) και δεν είναι λίγες οι σκηνές που θυμίζει στον θεατή τα περίφημα αμερικανικά φιλμ νουάρ.

Μουσική πανδαισία

Από την άλλη, η μουσική έχει την ίδια σχεδόν βαρύτητα στην επιτυχία όσο έχει η σκηνοθεσία και οι ηθοποιοί της. Η υπέροχη – σχεδόν «σπαρακτική» κάποιες φορές – μουσική είναι του Σταύρου Ξαρχάκου, σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Στα «Κόκκινα φανάρια» ακούγονται τραγούδια-μύθοι, όπως η ''Άπονη ζωή'', το ''Σου 'φερα νερό στις χούφτες'', το ''Στα χέρια σου μεγάλωσαν'' και πολλά άλλα. Στην ταινία εμφανίζεται ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που ερμηνεύει κάποια από τα παραπάνω τραγούδια, ενώ δυναμική εμφάνιση πραγματοποιεί και ο Γιώργος Ζαμπέτας με το τραγούδι του ''Ο πιο καλός ο μαθητής''. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην τηλεοπτική έκδοση της ταινίας δεν περιλαμβάνεται το εξαιρετικό τραγούδι ''Το καλντερίμι'', που αποτέλεσε και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της λαϊκής τραγουδίστριας Πόλυ Πάνου.

Οδός Ναυάρχου Νοταρά...

«Τα κόκκινα φανάρια» γυρίστηκαν στα σοκάκια της Τρούμπας και συγκεκριμένα στην οδό Ναυάρχου Νοταρά. Η Νοταρά και η Φίλωνος ήταν οι κύριες οδοί που φιλοξενούσαν οίκους ανοχής και μπαρ εκείνη την εποχή. Το σπίτι με τα κόκκινα φανάρια βρίσκεται στην Τρούμπα του Πειραιά και ονομάζεται Phryne’s Bar. Σ’ αυτό ζουν κι εργάζονται πέντε γυναίκες: η Ελένη, μια κοπέλα που μεγάλωσε στις όχθες του Δούναβη και σπούδασε γλυπτική στο Βουκουρέστι, αλλά η λαίλαπα του πολέμου την έφερε στην Ελλάδα, η Μαίρη που ερωτεύεται παράφορα ένα ξανθό αγόρι το οποίο μαζί της γνώρισε για πρώτη φορά τον έρωτα, η Μαρίνα, η αποκαλούμενη «πριγκίπισσα», που συναντά κρυφά ένα νεαρό φοιτητή και είναι παντελώς άβουλη στα χέρια του αδυσώπητου πατρώνου της Μιχαλιού, η Άννα, η οποία κρατά καλά φυλαγμένο το μεγάλο μυστικό της, την ύπαρξη ενός παιδιού, το οποίο εκείνη σπουδάζει κρυφά, και τέλος η Μυρσίνη, μια νεοφώτιστη πόρνη, η μόνη που οσφραίνεται τις επερχόμενες αλλαγές, που θα οδηγήσουν στο κλείσιμο όλων των σπιτιών της Τρούμπας.

Η εκθαμβωτική Καρέζη και η «ερμηνευτική έκπληξη» του Δ. Παπαμιχαήλ

Καμία ταινία ωστόσο, όσο καλό σενάριο κι αν έχει, όσο υπέροχη μουσική κι αν διαθέτει, δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά εάν δεν διαθέτει πολύ καλούς ηθοποιούς και δυνατές ερμηνείες. Στα «Κόκκινα Φανάρια» οι ηθοποιοί δεν είναι απλά «καλοί», αλλά ανυπέρβλητοι: Τζένη Καρέζη, Γιώργος Φούντας, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μάνος Κατράκης, Μαίρη Χρονοπούλου, Φαίδων Γεωργίτσης, Αλεξάνδρα Λαδικού, Ελένη Ανουσάκη, Νότης Περιγιάλης, Ηρώ Κυριακάκη, Κώστας Κούρτης, Κατερίνα Χέλμη, Δέσπω Διαμαντίδου, συνθέτουν ένα καστ ηθοποιών που κάθε σκηνοθέτης θα ήθελε να έχει στα χέρια του. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί ουσιαστικά να ξεχωρίσει κάποιος από τους πρωταγωνιστές, η Τζένη Καρέζη κατά πολλούς στα «Κόκκινα Φανάρια» δίνει τον καλύτερό της εαυτό, μέσα από μια ερμηνεία που απαιτεί από την ίδια όλο της το ταλέντο. Και η ίδια το προσφέρει απλόχερα: Η τραγική φιγούρα που ερμηνεύει μιλάει από μόνη της. Μάλιστα, η επιτυχία της αυτή την ώθησε ένα χρόνο αργότερα, να υποδυθεί έναν ακόμα, παρόμοιο ρόλο, στην ταινία «Λόλα» της Finos Film. Στα «Κόκκινα Φανάρια» η Καρέζη έχει ερωτευθεί έναν νεαρό, ο οποίος δεν ξέρει ότι η ίδια είναι πόρνη, κάτι που του το κρύβει επιμελώς. Στον ρόλο του νεαρού είναι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, σε μια ερμηνεία-έκπληξη.

Κορυφαία στιγμή της ερμηνείας του, η στιγμή της αποκάλυψης της πραγματικής ταυτότητας της αγαπημένης του. Ο κλαυσίγελος που ο ίδιος «βγάζει», καθηλώνει τον θεατή με την τραγικότητα της στιγμής. Μοναδική στον ρόλο της και η Δέσπω Διαμαντίδου, η οποία υποδύεται την θρυλική Μαντάμ Παρί, δίχως να κρύβει τις θεατρικές της καταβολές. Ο Γιώργος Φούντας από την πλευρά του, κινείται διαρκώς στα ψηλά ερμηνευτικά standards που τον είχε συνηθίσει ο θεατής, ως το απόλυτο αρσενικό, ο βαρύς και ασήκωτος μάγκας.

Ξεχωριστή η παρουσία του Μάνου Κατράκη, έστω και σε δεύτερο ρόλο, ενώ και η Μαίρη Χρονοπούλου ερμηνεύει με απόλυτη μαεστρία τον ρόλο της. Στα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο εμφανίζεται και ο νεαρός Φαίδων Γεωργίτσης, ο οποίος τα πηγαίνει πολύ καλά δίπλα σε αυτά τα «ιερά τέρατα» που τον βάζει ο Γεωργιάδης να παίξει. Απόλυτα συγκινητικός για άλλη μια φορά ο Νότης Περιγιάλης, στο ρόλο του φτωχού περιπλανόμενου ζητιάνου που προσπαθεί να εξασφαλίσει τα καλύτερα για την αγαπημένη του (Ηρώ Κυριακάκη). Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην Ελένη Ανουσάκη σε έναν ρόλο ιδιαίτερα αισθησιακό, με πολλές αποκαλυπτικές σκηνές, οι οποίες όμως παραμένουν πεισματικά σκηνές τέχνης και ποτέ ακραίες. Η ίδια ερμηνεύει εξαιρετικά την μετεξέλιξη του χαρακτήρα που υποδύεται από ένα κορίτσι αμήχανο στο τι θα αντιμετωπίσει, σε μια ιερόδουλη απόλυτα συνειδητοποιημένη και προετοιμασμένη για τις αλλαγές που έρχονται.

Η «μάχη» με τον Federico Fellini

Για κάθε ταινία, όσο καλή κι αν είναι στο εσωτερικό, η καταξίωση έρχεται από τη διεθνή της αναγνώριση. Και για τα «Κόκκινα Φανάρια» η καταξίωση ήταν θέμα χρόνου. Έτσι, το 1964 υπήρξε υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, στην 36η απονομή των βραβείων. Η χρονιά αυτή ωστόσο ήταν χρονιά με ιδιαίτερα υψηλό ανταγωνισμό, αφού η χώρα μας είχε να αντιμετωπίσει ταινίες όπως το θρυλικό ''8 1/2'' του σπουδαίου Federico Fellini, το ''Μαχαίρι στο νερό'' του Ρομάν Πολάνσκι, την ισπανική ταινία ''Los tarantos'' και το ''Twin sisters of Kyoto'' του Νομπούρου Νακαμούρα από την Ιαπωνία. Το βραβείο τελικά το κέρδισε ο Federico Fellini που εκείνη την εποχή βρίσκονταν στην κορυφαία στιγμή της καριέρας του. Στην Ελλάδα, η ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» προβλήθηκε τη σεζόν 1963-1964, έκοψε 473.686 εισιτήρια και κατέλαβε την 3η θέση στις 92 ταινίες της σεζόν.

Ζυμαρικά Μάκβελ, 81 χρόνια ιστορίας, 8 δεκαετίες γεύσης και καινοτομίας!