Καίγονται τα σπίτια σας κι εσείς τραγουδάτε...

Καίγονται τα σπίτια σας κι εσείς τραγουδάτε...
Ο Νίκος Παπαδογιάννης περίμενε το φινάλε των τελικών για να απασφαλίσει. Ειδάλλως θα του κρεμούσατε κόκκινα και πράσινα κουδούνια.

Οι τελικοί ολοκληρώθηκαν και φυσάει κάποιου είδους δροσερό αεράκι, ανάμικτο με την αποφορά από το κουφάρι του μπάσκετ. Αύριο το πεδίο μάχης θα μεταφερθεί στο μεταγραφικό παζάρι όπου θα τις μετρήσουμε για να δούμε ποιος την έχει αγοράσει μεγαλύτερη, μεθαύριο στην Εθνική ομάδα για να δούμε ποιος θα τη βλάψει περισσότερο καμουφλαρισμένος πίσω από μάσκα ευεργέτη και από τέλη Σεπτεμβρίου βουρ ξανά στα χαρακώματα, σαν να μη πέρασε μια μέρα.

Σαν να μην είδαμε κανενός τα κωλοδάχτυλα, σαν να μην έβρισε κανένας κανενός τη μάνα, σαν να μη γεμίσαμε ποτέ τον κουβά με τα ξερατά δίπλα στην τηλεόραση, σαν να μη βγήκε ποτέ στην πίστα αυτή η Λένα Ζευγαρά. Που πανάθεμα κι αν την ήξερε κανείς, πριν γίνει αφίσα στο ένα από τα δύο στάδια Πολέμου και Έχθρας.

Ο Ολυμπιακός κατέκτησε το πρωτάθλημα δίκαια και με το σπαθί του. Ελπίζω ότι σε αυτό συμφωνούμε όλοι πλέον, τώρα που κάθισε ο κουρνιαχτός και έπεσαν οι σφυγμοί. Όποιος είδε τους τελικούς και επιμένει ότι το αποτέλεσμα αδικεί τον ηττημένο μάλλον δεν καταλαβαίνει τι βλέπει ή δεν θέλει να καταλάβει.

Ομάδα που παίζει μπασκετάρα μολονότι χάνει τρεις βασικούς τον έναν μετά τον άλλο (και μάλιστα στη διάρκεια του αγώνα τους δύο τελευταίους, δηλαδή δίχως περιθώρια ανασυγκρότησης), ομάδα που κερδίζει τα δύο τελευταία παιχνίδια με διψήφιες διαφορές δίχως να απειληθεί καθόλου, ομάδα της οποίας ο 10ος και ο 13ος παίκτης εμφανίζονται ανώτεροι από τον 1ο, τον 2ο ή τον 3ο του αντιπάλου της, αντέχει σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση και ανάλυση.

 

Ο Γιώργος Μπαρτζώκας ήταν το πρωταγωνιστικό πρόσωπο της σειράς, ο Τάιλερ Ντόρσεϊ ο πραγματικός ΜVP και ο Εργκίν Αταμάν εκείνος που βγήκε στη σέντρα ξεγυμνωμένος περισσότερο από κάθε άλλον. Ίσως γι’ αυτό να έκανε περισσότερη φασαρία από οποιονδήποτε. Με το στόμα του τουλάχιστον. Kαι ανεξάρτητα αν έχει δίκιο για τον εθνικιστικό κλαυσίγελω του Φαλήρου.

Ο Παναθηναϊκός υπέπεσε σε ένα κεφαλαιώδες λάθος σε αυτή τη σειρά. Επέλεξε την τακτική του θερμού πολέμου μετά το 1-0, όταν ο ημιθανής από τη σφαλιάρα του Σπανούλη Ολυμπιακός έμοιαζε ικανός να χάσει ακόμα και από τον ίσκιο του.

Είναι προφανώς αδύνατο να αποδειχθεί το βάσιμο ή το αβάσιμο του ισχυρισμού, αλλά οι αναρτήσεις του Δημήτρη Γιαννακόπουλου μετά το πρώτο ματς και η ντε φάκτο εμπρηστική παρουσία του στο ΣΕΦ προκάλεσαν στην αντίπερα όχθη συσπείρωση, πείσμα, αυταπάρνηση, αφύπνιση: συναισθήματα που είχαν λησμονηθεί στο αεροπλάνο από (ή προς) το Άμπου Ντάμπι.

Μέσα στο χάος της απρέπειας και στο ατελείωτο υβρεολόγιο, το πανό με το οποίο οπαδοί των «ερυθρολεύκων» ευχαριστούσαν τον ιδιοκτήτη του Παναθηναϊκού για το πρωτάθλημα ήταν μία καζούρα όχι μόνο κόσμια,αλλά και φαρμακερά εύστοχη. Επειδή ο Γιαννακόπουλος είναι έξυπνος και οξυδερκής άνθρωπος, είμαι βέβαιος ότι έχει μετανιώσει για αυτή τη στρατηγική επιλογή. Και ότι στα παρασκήνια ετοιμάζει πανομοιότυπο πανό για μελλοντική χρήση.

Μετά τον πρώτο τελικό, ο Ολυμπιακός βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Το μόνο εφόδιο που είχε απομείνει άθικτο στη φαρέτρα του ήταν η έδρα, αλλά και αυτή ακόμη έμπαζε νερά. Οι φανατικοί που εξακολουθούν να μπερδεύουν το πικ εντ ρολ με το οφσάιντ αμφισβητούσαν ανοιχτά πλέον ακόμα και τους ακρογωνιαίους λίθους αυτής της ομάδας: τον Μπαρτζώκα, τον Βεζένκοβ, τον Παπανικολάου.

«Σας εξομολογούμαι ότι σκεφτόμουν να αποχωρήσω», είπε στα καλά του μεθυσμένου ο πολυνίκης προπονητής μετά την κατάκτηση του τίτλου. Όταν ο Γιώργος Μπαρτζώκας γίνει λιγότερο οπαδός, θα αντικρύσει τον ορίζοντα πιο καθαρά και θα πραγματοποιήσει τα ελάχιστα βήματα που του υπολείπονται για να γίνει πλήρες μέλος της ελίτ.

Κατά τη γνώμη μου την έχει κατακτήσει ήδη αυτή τη θέση, δίπλα στους Ομπράντοβιτς και στους Μεσίνα και στους Ίβκοβιτς και, ναι, στους Αταμάν, αλλά ο Μήτσος από τα Καμίνια και ο Μπάμπης από το Πέραμα διεκδικούν την τελευταία λέξη. Είναι λούζερ, λένε, ο Μπαρτζώκας επειδή έχει χάσει τέσσερα σερί φάιναλ-φορ. Μόνο στην Ελλάδα μπορεί να θεωρείται λούζερ ένας προπονητής με παρουσία σε έξι φάιναλ-φορ και με ευρωπαϊκό τίτλο στο παλμαρέ του.

Όσα συνέβησαν και ειπώθηκαν το τελευταίο επταήμερο γελοιοποίησαν την κυβέρνηση, τις διοργανώτριες αρχές, τους δύο συλλόγους, τους παράγοντες που συμβαίνει να είναι και πανίσχυροι επιχειρηματίες του τόπου, ορισμένους προπονητές, ορισμένους παίκτες, αμέτρητους δημοσιογράφους και φυσικά το αφιονισμένο κοινό που υπακούει στο δόγμα «ή εμείς ή κανείς».

Προσωπικά, και μολονότι θα ‘πρεπε να ξέρω καλύτερα, ξαφνιάζομαι πάντοτε από τη μεταμόρφωση ανθρώπων, όχι επωνύμων, που, ενώ στην πραγματική ζωή τους είναι μορφωμένοι, σκεπτόμενοι και νοήμονες, ευθυγραμμίζονται όποτε βλέπουν μπάλα με συμπεριφορές αξιόποινες, παραβατικές, στην καλύτερη περίπτωση αυτοεξευτελιστικές.

Μπορώ να σας δείξω πολύαριθμα μηνύματα συμπαράστασης για τη νηφάλια στάση που προσπάθησα να τηρήσω αυτές τις μέρες (και κάθε χρόνο τέτοιες μέρες), ορισμένα μάλιστα προέρχονται από κορυφαίους παράγοντες του ελληνικού μπάσκετ με τους οποίους δεν έχω καν προσωπικές σχέσεις, αλλά θα προτιμούσα να σας αραδιάσω screenshots από προσβλητικά μηνύματα, γραμμένα από ανθρώπους που εκτιμώ και υπολήπτομαι. Ή που τα κάνω όλα σωστά ή που τα κάνω όλα λάθος.

Με αποκάλεσαν τοξικό και υποκριτή επειδή ασκούσα κριτική όταν οι στρατευμένοι έγλειφαν ποδιές, μου καταλόγισαν ότι ξεπλένω τον Γιαννακόπουλο ή και τον Φουρνιέ, με είπαν ισαποστάκια που για μένα είναι σχεδόν βρισιά, μου κρέμασαν κουδούνια επειδή αρνήθηκα (όπως αρνούμαι εκ γενετής) να παίξω το γελοίο παιχνιδάκι της διαιτητολογίας.

Και όλα αυτά για το χατίρι του πράσινου και του κόκκινου σώβρακου, που τα προσκυνάνε ακόμα και άτομα υπερήφανα και απροσκύνητα, όχι μόνο αχάμπαροι πιτσιρικάδες. Ενίοτε κλίνουν το γόνυ ακόμη και εκπαιδευτικοί. Πάμε παρακάτω όμως, καθ' ότι συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια. Θα περάσουν οι μέρες και θα ξελαμπικάρουμε, όσοι το χρειαζόμαστε.

Το μπάσκετ είδε τον εαυτό του να πέφτει σε κώμα, γέλασε μια δυό φορές για να διασκεδάσει τη μελαγχολία του («τους στέλνω κρασιά στη γιορτή τους αλλά αυτοί είναι ανάποδοι σε όλα»), αλλά τελικά επιβίωσε, οριακά έστω, χάρη στον Ολυμπιακό του Μπαρτζώκα. Ένα διαβολάκι που τριγυρίζει στο μυαλό μου χαίρεται όποτε ο τίτλος καταλήγει στα χέρια του φιλοξενούμενου, αδιακρίτως χρωμάτων, διότι αυτό κατά κανόνα σημαίνει ότι υπάρχει δραστικό αντίδοτο στον νόμο της ζούγκλας.

Οι πρόεδροι δεν είναι όλοι ίδιοι, οι προπονητές δεν είναι όλοι ίδιοι, οι παίκτες δεν είναι όλοι ίδιοι, οι φίλαθλοι δεν είναι όλοι ίδιοι, αλλά οι φανατικοί οπαδοί, και συγγνώμη εάν σας χαλάω τη ζαχαρένια, είναι όλοι ίδιοι. Ειδικά όταν μένουν ανεξέλεγκτοι και χρεώνονται να κουβαλήσουν τα λάβαρα ολόκληρου συλλόγου. Οι φετινοί τελικοί είναι σκάνδαλο όχι ότι τελείωσαν, αλλά ότι ξεκίνησαν.

Εάν εξαιρέσεις τις χώρες της εγγύς Βαλκανικής, Ελλάδα, Σερβία και κατά δεύτερο λόγο Τουρκία, δεν υπάρχει χώρα που θα επέτρεπε να ξεκινήσει αγώνας μπάσκετ υπό αυτές τις συνθήκες. Πόσο μάλλον να ολοκληρωθεί. «Το γήπεδο δεν είναι εκκλησία», λέτε και σας ακούω με μορφασμούς βδελυγμίας. Σε πολιτισμένη και ευνομούμενη κοινωνία, το γήπεδο θα έπρεπε να είναι αυτό ακριβώς που σας ξινίζει: εκκλησία.

Ναός του αθλητισμού και της διασκέδασης, φιλόξενο περιβάλλον για μικρά παιδιά, γυναίκες και οικογένειες. Κάθε αγροίκος χούλιγκαν που χειροδικεί, βρίζει, απειλεί και τραμπουκίζει θα έπρεπε να αποβάλλεται διά παντός, όχι από την αστυνομία που έχει σοβαρότερες δουλειές να ασχοληθεί, αλλά από τις ίδιες τις ομάδες. Για να καθαρίσει το σπίτι από κάθε βρώμικη γωνιά.

Είναι ζήτημα μισής σπίθας να χτυπηθεί άσχημα ή και να δολοφονηθεί πάνω στο παρκέ κάποιος αθλητής ή προπονητής ή διαιτητής, σε περιστατικό τύπου Φουρνιέ. Ποια θα είναι η άμυνα του Αταμάν ή του Μπαρτζώκα εάν του χυμήξουν τριάντα αφιονισμένοι από τις πολυθρόνες; Μήπως οι εκκλήσεις από τα μεγάφωνα;

Πόσο μάλλον, ενός διαιτητή, που δεν έχει καν συμμάχους στο παρκέ. Δεν λέω «ενός δημοσιογράφου», γιατί εκεί θα σηκωθείτε όρθιοι να χειροκροτήσετε κάθε σφαλιάρα. Σας αφήνω να μαντέψετε μόνοι σας ποιοι με βοήθησαν, ποιοι κοίταζαν από την άλλη και ποιοι φώναζαν «βαράτε τον» σε ένα Παναθηναϊκός-Περιστέρι κάποτε στο Σπόρτιγκ. Ή σε ένα Πανιώνιος-Ολυμπιακός στο παλιό κλειστό της Νέας Σμύρνης. Μπορεί να αποφεύγω εδώ και χρόνια τα γήπεδα, αλλά έχω μνήμη γκαμήλας και δεν ξεχνώ.

Ο αφελής εαυτός μου περίμενε να ακούσει έστω μία ανθυποψία αυτοκριτικής από τους πρωταγωνιστές της θλιβερής φαρσοκωμωδίας. Όμως, όχι. Ούτε μισή λέξη. Εάν ο μη γένοιτο ξανάρχιζαν από το μηδέν οι τελικοί, πάλι τα ίδια θα ‘καναν. Ίσως και χειρότερα. Τα ενθουσιώδη «μπράβο» των φανατικών οπαδών και των ενσωματωμένων κονδυλοφόρων θυμίζουν τον ηθικά κοντοπίθαρο που θαυμάζει τη δίμετρη σκιά του και την περνάει για μπόι.

Αυτοί που επιβράβευσαν τις αξιοθρήνητες συμπεριφορές της προηγούμενης εβδομάδας έχουν δυνατή φωνή, αλλά είναι λίγοι και -ως πελάτες- ασήμαντοι. Χωρίς καλά καλά να πληρώνουν εισιτήριο για να μπουν στο γήπεδο, διώχνουν περισσότερους απ’ όσους προσελκύουν. Το δυναμικό κοινό που φέρνει μαζί του το χρήμα φεύγει από το μπάσκετ με ταχύτητα αστραπής, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους πολεμοχαρείς και στους παραβατικούς της εξέδρας.

Κάπως έτσι σκόρπισε το μπάσκετ τα ουρανομήκη κεκτημένα της δεκαετίας του ’90, κάπως έτσι τρέχει και τώρα ολοταχώς προς τον πάτο. Για όποιον μεγαλόσχημο δεν το καταλαβαίνει, λυπάμαι αλλά δεν έχω τρόπο να ανοίξω κεφάλια για να φορτώσω μέσα τα οφθαλμοφανή και τα αυτονόητα. Και για όποιον τα καταλαβαίνει αλλά δεν νοιάζεται, η επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια. Το Άμπου Ντάμπι δεν πίστευε στα μάτια του, βλέποντας να εισβάλει πλησίστιος στα χρυσοποίκιλτα σαλόνια του ο Έλληνας χωριάτης.

Στη συνολική οικονομία των τελικών, η επιεικής τιμωρία του Εβάν Φουρνιέ για την αποβολή του στο 31ο λεπτό του τρίτου τελικού, με το σκορ στο 71-80, υπήρξε αναμφίβολα καθοριστική για την έκβαση της σειράς. Θα μου επιτρέψετε να πω, ωστόσο, ότι η απόφαση του αθλητικού δικαστή για πρόστιμο αντί αποκλεισμού ήταν ορθή με βάση όσα γράφτηκαν στο φύλλο αγώνα. Που, πώς να το κάνουμε τώρα, είναι η μοναδική πυξίδα για τον -συχνά άσχετο με το αντικείμενο- δικαστή.

Με το γράμμα του νόμου, ο Φουρνιέ θα κινδύνευε με καραντίνα μόνο αν είχε αποβληθεί με ντισκαλιφιέ. Οι διαιτητές τον χρέωσαν με τεχνική ποινή, η οποία ήταν η δεύτερή του μετά από ένα αντιαθλητικό φάουλ που του σφυρίχτηκε νωρίτερα, οπότε τον έστειλε αυτομάτως στα αποδυτήρια. Λάθος εκτίμηση των διαιτητών ενδεχομένως, αλλά όχι του δικαστή.

Θα μου επιτρέψετε ωστόσο να γίνω αιρετικός και να προσθέσω στην εξίσωση μία διαφορετική διάσταση. Παίκτες που (όχι προκαλούν, αλλά) αντιδρούν σε φαινόμενα τραμπουκισμού από ασύδοτη εξέδρα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιείκεια και κατανόηση. Είναι άλλης τάξης παράπτωμα το εν θερμώ κουνγκ-φου του Ερίκ Καντονά, άλλης οι εν ψυχρώ βρισιές του Ματεράτσι. Και άλλης, κάπου ενδιάμεσα, η κουτουλιά του Ζιντάν.

Για τον μπασκετμπολίστα (Βράνκοβιτς) που τυφλωμένος από τον πόνο αρπάζει το κέρμα που τον πέτυχε κατακέφαλα και το εκτοξεύει πίσω στην εξέδρα, αρκεί μία επίπληξη. Το ίδιο και για τον προπονητή (Ίβκοβιτς) που τρώει ξύλο στη φυσούνα και ανταποδίδει τις γροθιές. Όλους αυτούς, μαζί και τον αγλαό Καντονά, να ξέρετε ότι τους είχα πόστερ στο γραφείο μου στην Ελευθεροτυπία. Ο Εβάν Φουρνιέ ήταν τότε βρέφος.

Ποια είναι η άμυνα του Λεσόρ όταν τον καθυβρίζει ένα ολόκληρο γήπεδο; Ποια είναι η άμυνα του Φουρνιέ όταν πέντε ή δέκα άθλιοι απειλούν κατάμουτρα να του βιάσουν τη γυναίκα; Πώς να συγκρατηθεί ο αθλητής απέναντι στον ανεξέλεγκτο όχλο; Ποια αστυνομία και ποιος εισαγγελέας θα τον προστατεύσει; Ποιος από τους ενόχους θα τιμωρηθεί και με ποιον τρόπο; Πόσοι από τους ελάχιστους που κατέφυγαν στην αστική δικαιοσύνη δικαιώθηκαν και με πόση καθυστέρηση; Τι γνώμη έχει για όλα αυτά ο Βασίλης Σπανούλης;

Χρειάζεται να τονίσω ότι οι παραπάνω θέσεις μου ισχύουν ανεξαρτήτως χρωμάτων και ομάδων; Υποθέτω πως όχι, αλλά ας το υπογραμμίσω με πολύχρωμο μαρκαδόρο. Εγώ, το ξέρουν δα οι πιστοί αναγνώστες αυτής της στήλης, είμαι με τον αθλητισμό και μόνο με αυτόν. Όσα συμβαίνουν ετησίως στα μαρμαρένια αλώνια του ποδοσφαίρου, και του μπάσκετ μόλις τελειώνει η ασπρόμαυρη σεζόν, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον αθλητισμό. Παίζονται με μπάλα, αλλά με μπάλα παίζονται και τα κάτεργα.

Και, όχι, δεν ήταν πρωτοφανή τα φετινά καμώματα. Συμβαίνουν από την εποχή του Άρη και του ΠΑΟΚ ακόμη. Πρωτοφανές θα ήταν να τελείωνε το πρωτάθλημα με παύλα δίπλα στο όνομα του πρωταθλητή. Εάν μελετήσετε το Old School της προηγούμενης εβδομάδας, θα μας ακούσετε να μιλάμε με τον Δημήτρη Κωνσταντινίδη για το πρωτάθλημα όχι της καύλας με το συμπάθιο, αλλά της παύλας.

Επειδή ξέρω ότι ποτέ κανείς δεν θα πάει στη φυλακή ή στο σπίτι του στη χώρα που έχει τη διαφθορά ευαγγέλιο, ευχόμουν μέσα μου (στο 1-1) να διακοπεί το πρωτάθλημα τελεσίδικα και ανεπιστρεπτί. Εάν γινόταν να δοθεί ο τίτλος σε κάποια τρίτη ομάδα, έτσι για την αλητεία, τόσο το καλύτερο. Αν και δυσκολεύεται να βρει κανείς κάποια αναμάρτητη εκεί έξω.

Οι πάντες και τ’ αδέλφια τους μιλούν για «σκανδαλώδη διαιτησία» και με κάνουν να ψάχνω στα αρχεία μου κατά πόσον υπήρξε ποτέ ηττημένος που να ομολόγησε την ανωτερότητα του αντιπάλου. Η μόδα του μυριόστομου «εεεεεε!» επεκτάθηκε και στην Ευρώπη και έχει λάβει τη μορφή επιδημίας. «Ειδικά στον Παναθηναϊκό», πήγα να γράψω, αλλά μετά θυμήθηκα ότι ο Ολυμπιακός ήταν αυτός που ουσιαστικά αποχώρησε από ολόκληρο πρωτάθλημα και έπεσε στην Α2 κυνηγώντας ανεμόμυλους.

Σας έχω νέα, σε εσάς που σιχτιρίζετε τη διοίκηση της Ομοσπονδίας καταλογίζοντάς της σκοπιμότητες στο ψευδοφλέγον θέμα της διαιτησίας. Ο Παναθηναϊκός μετράει ήδη 2 πρωταθλήματα και 1 νταμπλ στα τέσσερα χρόνια της «εγκληματικής οργάνωσης» Λιόλιου και μάλιστα το περυσινό το κατέκτησε ουσιαστικά εκτός έδρας, με διπλό σε έναν τελικό (τον 4ο στο Φάληρο) όπου τυχόν βαλτοί διαιτητές θα μπορούσαν να τον καθαρίσουν σαν αυγό.

Ο δε Ολυμπιακός κατέκτησε (προ αποχώρησης) τα τρία από τα τελευταία έξι πρωταθλήματα της «εγκληματικής οργάνωσης Βασιλακόπουλου», χώρια τα πέντε απανωτά που γιόρτασε στη δεκαετία του ’90. Αυτά τα ένθεν κακείθεν θαυμαστά συνέβησαν με κυβερνήσεις διαφορετικών πολιτικών προσανατολισμών, εάν θέλετε να το πάμε και εκεί.

Μισό λεπτό, μη φεύγετε, σας έχω κι άλλα νέα. Η διαιτησία των φετινών τελικών, ειδικά του τρίτου και του τέταρτου όπου κρίθηκαν όλα (αλλά πολύ λιγότερο του δεύτερου), ήταν εξαιρετικά καλή, σε πολύ δύσκολα ματς με αμέτρητες κακοτοπιές και σε συνθήκες ακραίας κακοπιστίας και εκφοβισμού.

Φοβήθηκα ότι τα γέρικα μάτια μου -που είδαν τα ματς οπλισμένα με τα ριπλέι της τηλεόρασης- έκαναν λάθος εκτίμηση, οπότε ζήτησα και τη γνώμη τρίτων διαιτητών, από τους κοράκους που ευχαρίστως θα έβγαζαν μάτι άλλου κοράκου.Συμφώνησαν και αυτοί με την άποψή μου (ονόματα και διευθύνσεις γραμμένα στο μπλοκάκι μου), οπότε την καταθέτω εδώ, για να μη τρελαθούμε και τελείως.

Όχι ότι έχει σημασία βέβαια, αφού η στρεψοδικία στην Ελλάδα είναι εθνικό σπορ. Εμείς δεν φταίμε ποτέ για τις αποτυχίες μας, ακόμα και όταν αυτές βγάζουν μάτι και καίνε μυαλά. Πάντοτε για την ήττα θα ευθύνεται κάποιος αόρατος συνωμότης, κατά κανόνα ντυμένος στα γκρι.

Τουλάχιστον, φτάσαμε στο τέλος του βασανιστηρίου αναίμακτα και αρτιμελείς. Σιχαθήκαμε την ώρα και τη στιγμή που ασχοληθήκαμε με την πορτοκαλί μπάλα, αλλά με τεράστια προσπάθεια κατορθώσαμε -εδώ στο Gazzetta- να κοιτάζουμε το δάσος δίχως να σπάμε τα μούτρα μας στα δέντρα. Θα έλεγα «και του χρόνου», αλλά τέτοιο μπάσκετ, με αδελφές, μανάδες, κόρες και καρκίνους, δεν θέλει κανείς. Του χρόνου μακριά κι αγαπημένοι.

* Περισσότερα αύριο το απογευματάκι στο ολόφρεσκο Old School που ψήνεται σε σιγανή, αλλά πάντοτε καυτή φωτιά.

 

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.