Οι καλύτεροι προπονητές που γνώρισα - Μέρος 3ο

Οι καλύτεροι προπονητές που γνώρισα - Μέρος 3ο

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος παρουσιάζει το τελευταίο μέρος της λίστας με τους προπονητές που ξεχωρίζει από όσους γνώρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Ξεκίνησα με μια λίστα των κορυφαίων έντεκα ξένων προπονητών που συνάντησα στο ελληνικό ποδόσφαιρο (1ο μέρος, 2ο μέρος). Κατά την διαμόρφωση του περιεχομένου όμως αναγκάστηκα να τους κάνω δώδεκα, διότι ο προβληματισμός με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι από αυτή μου τη λίστα δεν θα μπορούσε να λείπει ο Λορέντσο Σέρα Φερέρ και οι ιδέες του για την μέθοδο μέσα από την οποία ένας σύλλογος μπορεί να μεγαλώσει δημιουργώντας υπεραξίες.

Αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος των σημειωμάτων μου σχετικά με τους καλύτερους ξένους προπονητές που γνώρισα στη διάρκεια των τελευταίων 27 ετών στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Στο μέλλον θα δοκιμάσω να δημιουργήσω και την αντίστοιχη ελληνική λίστα.

Πέδρο Μαρτίνς

Τον θαυμάζω γιατί: Τούτες τις μέρες, που συμπληρώνεται διετία από την έναρξη της συνεργασίας του με τον Ολυμπιακό σκέφτομαι πόσο τυχεροί είμαστε που τον Απρίλιο του 2018 η διοίκηση του Ολυμπιακού αποφάσισε να πάρει το ρίσκο σε μια δύσκολη περίοδο για τον σύλλογο και να εμπιστευθεί έναν 48χρονο Πορτογάλο προπονητή που δεν είχε ξαναβγεί από την χώρα του και δεν είχε ξανακάνει πρωταθλητισμό. Τώρα, που τον έχουμε ζήσει, έχουμε όλοι κατανοήσει πλήρως ότι άξιζε το ρίσκο, αλλά στον καιρό της λήψης της απόφασης ο Ολυμπιακός δεν είχε δει προηγούμενα δείγματα πρωταθλητισμού ώστε να μπορεί να κρίνει με σχετική ασφάλεια αν ο Μαρτίνς “του κάνει”. Η αγωνιστική νοοτροπία, μιας ομάδας που σε πείθει ότι σε κάθε ματς και απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο, ακόμη και στο Champions League, μπαίνει στο τερέν πεπεισμένη ότι μπορεί να νικήσει εφαρμόζοντας το σχέδιό της είναι αξιοζήλευτη. Αυτή η νοοτροπία έχει δομηθεί πάνω στην κοινή αίσθηση που επικρατεί στα αποδυτήρια ότι ο προπονητής είναι ένας αποτελεσματικός εκπαιδευτής. Η εμπιστοσύνη των ποδοσφαιριστών προς τον προπονητή χτίστηκε μέσα από τα επαναλαμβανόμενα παιχνίδια - σημάδια που τους έδειχναν ότι το αγωνιστικό σχέδιο που ετοιμάζει για κάθε ματς είναι αποτελεσματικό. Η ενδοεπικοινωνία των ποδοσφαιριστών, ο τρόπος που γιορτάζουν τα γκολ και τις νίκες, η ανθεκτικότητα που δείχνουν στις δοκιμασίες, το ότι καταφέρνουν να ανασυγκροτούνται ακόμη και σε πολύ απαιτητικές συνθήκες όπως είναι το να βρίσκεσαι πίσω στο σκορ σε έναν εκτός έδρας αγώνα του Champions League είναι ευδιάκριτες αποδείξεις της αποτελεσματικότητας που έχει το έργο του Μαρτίνς στην ψυχική και την πνευματική προετοιμασία των ποδοσφαιριστών, όπως και στην δουλειά που κάνει στην νοοτροπία τους.

Σε μια σειρά από ευρωπαϊκούς αγώνες με πολύ υψηλό συντελεστή δυσκολίας ο Μαρτίνς μας έκανε επίδειξη του χαρίσματος που έχει στην προεκτίμηση. Ετοιμάζει καλά τα παιχνίδια, συνήθως επιφυλάσσει εκπλήξεις στον αντίπαλό του, παρουσιάζει μια ομάδα που έχει εκπαιδευτεί προκειμένου να περιορίσει τα ατού της αντιπάλου της και να επενδύσει στις αδυναμίες που εκείνος έχει εντοπίσει στο scouting.

Και όλα αυτά ο Μαρτίνς τα κάνει μένοντας πιστός στην βασική ιδέα του, που είναι το δημιουργικό ποδόσφαιρο υψηλού ρυθμού και υψηλής έντασης.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του: Η σύνδεση που έχει με το κοινό που πηγαίνει στο γήπεδο είναι πρωτοφανής. Η ενσυναίσθηση χτυπάει κόκκινο. Ο κόσμος ξέρει πότε να ενθαρρύνει, πότε να μείνει σιωπηλός και να “υπομείνει” μια δοκιμασία δίχως να αποδοκιμάσει, πότε να δώσει ώθηση, και πότε να χειροκροτήσει ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή ο Μαρτίνς έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στο Καραϊσκάκη δίχως να λαϊκίσει.

Οι ιδέες του για την ανάπτυξη των επιθέσεων, τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται αλλά και εναλλάσσονται, οι επιθέσεις υψηλού ρυθμού, οι υπεραριθμίες σε διαφορετικά σημεία του τερέν, το ρεπερτόριο του Ολυμπιακού προκειμένου να ανοίξει μια αντίπαλη άμυνα, να της επιτεθεί και να διεισδύσει είναι στοιχεία όμοια με αυτά που παρακολουθώ όταν μελετώ τους προπονητές της ελίτ. Και ισχύει το ίδιο και σχετικά με την συμπεριφορά του Ολυμπιακού χωρίς την μπάλα στα πόδια. Ο Ολυμπιακός πιέζει ψηλά οργανωμένα, κάνει άμεσο πρέσινγκ οργανωμένα, μεταβαίνει άμεσα και οργανωμένα από την φάση της άμυνας στην φάση της επίθεσης.

Χωρίς να κάνω δεύτερη σκέψη, αντιλαμβάνομαι τον Μαρτίνς ως τον πιο σύγχρονο, καταρτισμένο και ικανό προπονητή για το υψηλότερο επίπεδο συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλον έχει εργαστεί στην Ελλάδα στην διάρκεια της τελευταίας 10ετίας. Δεν είναι ο τέλειος προπονητής, και φυσικά δεν είναι αλάνθαστος. Είναι όμως ένας πλήρης σύγχρονος μάνατζερ, σαν αυτούς που συναντώ στα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και το Champions League. Είναι αυτού του επιπέδου και είμαστε πολύ τυχεροί που τον έχουμε εδώ.

Ραζβάν Λουτσέσκου

Τον θαύμασα γιατί: Στον καιρό του στην Ξάνθη παρουσίασε ένα πρότυπο ομάδας που απέδιδε στο τερέν έναν τύπο παιχνιδιού βασισμένο στην εκμετάλλευση των κενών χώρων. Η κεντρική ιδέα του παιχνιδιού του ήταν να αμύνεται αποτελεσματικά και να ψάχνει το γκολ μέσα από γρήγορες αντεπιθέσεις. Και το έκανε συχνά με επιστημονική ακρίβεια. Έφτιαξε μια ομάδα που ήταν πολύ συμπαγής, συχνά αδιαπέραστη, η οποία έψαχνε το γκολ άλλοτε με το άμεσο ποδόσφαιρο των μακρινών μεταβιβάσεων και άλλοτε με γρήγορες αντεπιθέσεις και επιθέσεις. Αυτό ήταν το σημείο εκκίνησής του και στον ΠΑΟΚ. Καιρό με τον καιρό όμως άρχισε να προσθέτει στοιχεία στην ανάπτυξη των επιθέσεων και να μαθαίνει να εκπαιδεύει μια ομάδα προκειμένου αυτή να κάνει αποτελεσματικά παιχνίδι μεγάλης κατοχής της μπάλας. Άρχισε να κρατά λιγότερους ποδοσφαιριστές πίσω από την μπάλα στην φάση κατοχής και να ενθαρρύνει τους ποδοσφαιριστές του για να επιτεθούν και να κάνουν επιθετική άμυνα ψηλά στο τερέν. Στο τελευταίο του 6μηνο στον ΠΑΟΚ ο Λουτσέσκου μας έδειξε την εξέλιξη των ιδεών, των μεθόδων του και τελικά του παιχνιδιού του. Ο ΠΑΟΚ έγινε πιο δημιουργικός, πιο επιθετικός, δίχως να χάσει την αποτελεσματικότητα στην ανασταλτική λειτουργία του. Έγινε πολύ όμορφος στο μάτι και κατέκτησε τον τίτλο με επιθετικό στιλ και με τη γενική παραδοχή ότι ήταν η καλύτερη ομάδα.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του: Αν δεν είναι ο καλύτερος, είναι σίγουρα ένας από τους καλύτερους που έχω δει ποτέ στην Ελλάδα στο man management. Ξόδευε αμέτρητες ώρες στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους ποδοσφαιριστές του προκειμένου να αναπτύξει δεσμούς, να βελτιστοποιήσει την επικοινωνία και να τους βάλει στη νοοτροπία του. Κρατούσε ενεργούς όλους τους ποδοσφαιριστές, δηλαδή και αυτούς που δεν βρίσκονταν στην ενδεκάδα. Είχε τον απόλυτο σεβασμό των αποδυτηρίων του, τον οποίο είχε κερδίσει χάρη στο αίσθημα δικαιοσύνης που είχε ριζώσει εκεί σχετικά με τις επιλογές του για την ενδεκάδα. Είχε το “εγώ” για να αφήνει εκτός ενδεκάδας ποδοσφαιριστές για τους οποίους ο Σαββίδης είχε πληρώσει πολλά και να προτιμά ποδοσφαιριστές που είχαν μικρότερο brand name ή συμβόλαιο αλλά σημείωναν μεγάλη πρόοδο στην καθημερινή δουλειά. Σε τακτικές και συστήματα, όπως και στην ανάγνωση του παιχνιδιού σε πραγματικό χρόνο ο Λουτσέσκου είναι ένας πολύ ευφυής προπονητής. Περισσότερο ξεχωρίζει όμως επειδή είναι ένας προπονητής που κερδίζει την τυφλή εμπιστοσύνη των ποδοσφαιριστών του. Δεν θα μου κάνει απολύτως καμία εντύπωση αν καταφέρει να δουλέψει στο υψηλότερο επίπεδο, αν και προκειμένου να το πετύχει αυτό θα πρέπει να βελτιώσει πάρα πολύ την επικοινωνία και τον δημόσιο λόγο του. Αν αφήσουμε στην άκρη αυτή την αδυναμία, ο Λουτσέσκου είναι ένας από τους κορυφαίους της τελευταίας 10ετίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Χουάν Ρότσα

Τον θαύμασα γιατί: Στον καιρό που κατακτούσε τους τίτλους με τον Παναθηναϊκό και τον οδηγούσε στην εκπληκτική πορεία στο Champions League άκουγα πολλά “ελληνικά” σχόλια. “Βρήκε μια έτοιμη ομάδα από τον Οσιμ” ήταν το κύριο επιχείρημα αυτών που απαξίωναν την δική του συνεισφορά στο έργο που παρακολουθούσαμε από το 1994 έως το 1996. Στην πραγματικότητα, όπως έδειξε η ανάλυση του έργου του εκ των υστέρων, αυτό ήταν και το ευφυές στην επιλογή και την μέθοδο που ανέπτυξε ο Ρότσα, ένας εμπειρικός προπονητής: στον καιρό του Οσιμ ο Ρότσα, που εργαζόταν στην ακαδημία του Παναθηναϊκού, μελετούσε καθημερινά τη δουλειά του Βόσνιου προπονητή. Και είχε την ευφυία να συνεχίσει το πρότζεκτ από εκεί που το άφησε ο Οσιμ επενδύοντας στην βασική αρετή του: την επικοινωνία και την διαχείριση των προσωπικοτήτων.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του: Αν σήμερα ήταν 20 χρόνια νεότερος, ο Ρότσα δεν θα χρειαζόταν να κάνει πολλά προκειμένου να φέρει τον εαυτό του στο υψηλό επίπεδο: θα λειτουργούσε όπως ο Γιούργκεν Κλοπ, ως ένας διευθυντής προπονητικού επιτελείου και θα κρατούσε για τον εαυτό του την διαχείριση των ανθρώπων. Η αγωνιστική νοοτροπία του Παναθηναϊκού ήταν αντανάκλαση της αγωνιστικής νοοτροπίας του ποδοσφαιριστή Ρότσα: ένα άθροισμα τεχνικών δεξιοτήτων, ψυχικού σθένους, δημιουργικής ιδέας για το παιχνίδι και αλεγκρίας. Με τον Ρότσα οι ποδοσφαιριστές ανακάλυπταν ή διατηρούσαν την χαρά στο παιχνίδι τους. Περνούσαν καλά. Θυμάμαι πολύ έντονα τις εσωτερικές συζητήσεις των ποδοσφαιριστών της ΑΕΚ τον καιρό εκείνο, που ήταν γεμάτες από “ζήλια” όταν μετέφεραν τις εντυπώσεις των παικτών του Παναθηναϊκού από τη συνεργασία με τον Ρότσα. Τον καιρό εκείνο ο Πρωταθλητής Παναθηναϊκός δημιουργούσε μια απολύτως γοητευτική φήμη στην κοινωνία των ποδοσφαιριστών: την φήμη μιας ομάδας στης οποίας τα αποδυτήρια χαίρονται να βρίσκονται οι παίκτες. Σε έναν καιρό που ακόμη ευνοούσε το φυσικό ποδόσφαιρο της ατομικής πρωτοβουλίας δίχως σύνθετα σχέδια ανάπτυξης των επιθέσεων ο Ρότσα τακτοποιούσε σωστά τους παίκτες στο τερέν, επέλεγε δίδυμα που είχαν καλή επικοινωνία και συνεργασία και απελευθέρωνε όλους τους game changers που είχε στο τερέν ενθαρρύνοντάς τους να παίρνουν πρωτοβουλίες και να επιτίθενται στον αντίπαλο αμυντικό με την μπάλα.

Δεν μπορώ να ξέρω πόσο επεξεργασμένο ήταν το ποδόσφαιρο που παρήγαγε ο Παναθηναϊκός επειδή δεν παρακολουθούσα τις προπονήσεις του. Όσα όμως έχω ακούσει από ποδοσφαιριστές που έπαιζαν στον Παναθηναϊκό εκείνης της εποχής έχουν επιβεβαιώσει την βασική εικόνα που έχω για τον Ρότσα. Ήταν κόουτς, όχι γραφειοκράτης μάνατζερ που επιβάλει στους συνεργάτες του με όρους απόλυτους τον τρόπο που θα γίνεται η δουλειά. Εικοσιπέντε χρόνια πίσω ο Ρότσα είχε τα χαρακτηριστικά που ζητεί σήμερα η Μπαρτσελόνα από τον προπονητή της: δημιούργησε μια ετεραρχία, ένα καθεστώς στο οποίο είχε τη φωνή με την μεγαλύτερη βαρύτητα αλλά άφηνε στους ποδοσφαιριστές τον ρόλο και τον χώρο του πρωταγωνιστή. Στο man management ο Ρότσα ήταν έτη φωτός μπροστά από την εποχή του στην προπονητική.

Σέρα Φερέρ

Τον θαύμασα γιατί: Τον συνάντησα πρώτη φορά ως προπονητή της Μπαρτσελόνα το 2001, στον καιρό των αναμετρήσεων με την ΑΕΚ. Τον καιρό εκείνο, πριν από την πρώτη αναμέτρηση με την ΑΕΚ είχα την χαρά μιας συνέντευξης με τον 18χρονο Πέπε Ρέινα, που επρόκειτο να είναι ο βασικός τερματοφύλακας της Μπάρτσα στο ματς. “Μα αυτό θέλει να κάνει η Μπαρτσελόνα και ο Μίστερ ξέρει καλά πώς γίνεται. Θα δεις ότι η Μπαρτσελόνα θα προωθεί στο μέλλον ποδοσφαιριστές από την ακαδημία της”, μου είχε πει τότε ο Ρέινα. Περίπου 6-7 χρόνια αργότερα ήταν σαν να άκουγα διαρκώς την φωνή του στα αφτιά μου, τόσο με αυτά που έβλεπα, τον καιρό εκείνο, να συμβαίνουν στην Μπάρτσα με την Μασία όσο και με αυτά που έβλεπα από τον Φερέρ στην ΑΕΚ. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη που κάναμε τον καιρό εκείνο, το 2006, για τον “ΣΚΑΪ” ένιωθα σαν να βρίσκομαι απέναντι στον δάσκαλό μου, που μου παρέδιδε με αυστηρό ύφος το μάθημα σχετικά με τον τρόπο ανάπτυξης ενός συλλόγου μέσα από την καλλιέργεια, την εκπαίδευση και την προώθηση νεαρών ποδοσφαιριστών. Ο Σέρα Φερέρ ήταν αποτελεσματικός στην εκπαίδευση μιας ομάδας και την προετοιμασία της για ένα παιχνίδι. Κυρίως όμως ήταν κάποιος που κατείχε όλα τα γνωστικά εφόδια και όλη την τεχνογνωσία της εμπειρίας στην δουλειά για την δημιουργία νέων ποδοσφαιριστών. Μέχρι σήμερα δεν έχω συναντήσει άλλον ξένο μάνατζερ στην Ελλάδα που να έχει τόσο καθαρές, αποσαφηνισμένες και αποκρυσταλλωμένες απόψεις σχετικά με τα βήματα που πρέπει να κάνει ένας σύλλογος για να μεγαλώσει μέσα από την προώθηση ποδοσφαιριστών και την δημιουργία υπεραξιών.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του: Στον πρώτο χρόνο στην ΑΕΚ, ο Φερέρ είχε καθαρές ιδέες παιχνιδιού και χρησιμοποιούσε αποτελεσματικές μεθόδους για την εκπαίδευση της ομάδας στο αγωνιστικό σχέδιό του. Είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά έδινε χώρο στους αρχηγούς του για να λειτουργούν ως καθοδηγητές της ομάδας και να τον βοηθούν στην νοοτροπία και την ψυχοπνευματική προετοιμασία του συνόλου. Μετέδιδε το θάρρος και την αυτοπεποίθησή του στην ομάδα στον βαθμό που αυτή να μπαίνει με θράσος στο τερέν ακόμη και στα παιχνίδια του Champions League και ενώ είχε πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Όλα αυτά όμως μόνο στην πρώτη του σεζόν. Αν δεν είχε μπερδευτεί από την άφιξη του Ριβάλντο, του Αρουαμπαρένα και άλλων έμπειρων ποδοσφαιριστών στην δεύτερη σεζόν του και είχε επιμείνει στο πλάνο της προώθησης νεαρών παικτών, είναι πιθανόν να ήταν διαφορετική η εξέλιξη και η κατάληξη του έργου του στην ΑΕΚ.

Έκτορ Κούπερ

Τον θαύμασα γιατί: Είχα ενθουσιαστεί και μόνο στην είδηση της πρόσληψής του από τον Άρη και της άφιξής του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Δέκα χρόνια πίσω από το σήμερα μια ελληνική ομάδα συμπεριφερόταν, ειδικά στην φάση μη κατοχής της μπάλας, όπως συμπεριφέρονται σήμερα οι ομάδες της ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου: συντονισμένη πίεση στον αντίπαλο ψηλά στο τερέν, μέχρι την αντίπαλη άμυνα, συγχρονισμένη ομαδική κίνηση στις μετατοπίσεις, αρμονικές αλληλοκαλύψεις, συμμετοχή του συνόλου στην ανασταλτική λειτουργία. Πίσω στο 2010 ο Κούπερ είχε παραπάνω από σύγχρονες, για την εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου, μεθόδους. Δούλευε με ένα επιτελείο στο οποίο είχε επιμερίσει τις ευθύνες της προετοιμασίας του επόμενου αγώνα, της δουλειάς στη φυσική κατάσταση και την μυική ενδυνάμωση, ετοίμαζε το αγωνιστικό σχέδιο μέσα από πολλή μελέτη του αντιπάλου, έβαζε πριν από κάθε παιχνίδι νέα στοιχεία στην προπόνηση για να προσομοιώσει τις συνθήκες της με τις συνθήκες του αγώνα.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του: Έφτιαξε πολύ καλά αποδυτήρια σε μια εποχή που ο Άρης είχε πολλούς ξένους και τα αποδυτήρια απαιτούσαν μεγάλη δεξιότητα στην επικοινωνία. Επέβαλε την πειθαρχία του τόσο που ο Άρης να συμπεριφέρεται στο τερέν σαν αντανάκλαση των ιδεών και των αρχών του. Εκπαίδευσε την ομάδα του πολύ αποτελεσματικά σε όλα τα συστήματα του σχηματισμού του (4-4-2). Η ευρωπαϊκή πορεία του Άρη ήταν ένα σεμινάριο γεμάτο από πρότυπα λειτουργίας μιας ομάδας που αφήνει την πρωτοβουλία στον αντίπαλο. Ο Άρης του Κούπερ ήταν μια από τις πιο κινητικές ομάδες στην σύγχρονη ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου - μια ισπανική ομάδα σε μια εποχή που εδώ κυκλοφορούσαν κυρίως “ελληνικές”. Αυτή ήταν μια ομάδα που σου δημιουργούσε την αίσθηση ότι εφόσον το πρότζεκτ εξελισσόταν και αν ο Άρης πρόσθετε στο ρόστερ του κεντρικούς μέσους με ισορροπία ανάμεσα σε ανασταλτική και δημιουργική συνεισφορά θα μπορούσε να γίνει διεκδικητής του τίτλου. Όπως περίμενα, μέσα από την γεύση που είχα πάρει μελετώντας την Ίντερ του τον καιρό που αντιμετώπιζε την ΑΕΚ στο κύπελλο UEFA μέσα από τη συναναστροφή με Ιταλούς δημοσιογράφους που παρακολουθούσαν τη δουλειά του, ο Κούπερ ήταν μια παραπάνω από θετική επιρροή για το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.