Πάμε πλατεία; (pic)

Πάμε πλατεία; (pic)

bet365

Οι ανοιχτοί χώροι εν μέσω πανδημίας μπορούν να γίνουν κλειστές φυλακές. Μπορούν όμως να γίνουν και σημεία απόδρασης...

Το μπαλκόνι έβλεπε στην πλατεία, χρόνια τώρα. Αυτός όμως δεν είχε πατήσει το πόδι του εκεί. Δεν έβλεπε αυτό που έβλεπαν οι άλλοι. Ομορφιά, ξεκούραση, πράσινο… Γι’ αυτόν ήταν τσιμέντο, ασχήμια και ψευδαίσθηση. Άσε που δεν έβρισκες ηρεμία. Με την πρώτη αχτίδα του ήλιου και γέμιζε ο χώρος από οικογένειες, νεαρούς, πλανόδιους πωλητές. Προτιμούσε τον χώρο του. Τον καναπέ του, την πολυθρόνα του, τη μουσική του, το καναρίνι του, τα βιβλία του. Τα βιβλία των άλλων συγκεκριμένα. Στην εφορία δήλωνε μεταφραστής-επιμελητής εκδόσεων, αλλά στους φίλους και τους γνωστούς έλεγε “είμαι ερασιτέχνης, φανατικός, αναγνώστης”. Τον περισσότερο καιρό δούλευε σπίτι έτσι κι αλλιώς. Η καραντίνα δεν του έκανε εντύπωση, όπως και η ανάγκη συνανθρώπων του να βγουν έξω, να πάνε στην πλατεία. Είχε ακούσει να τον κατατάσσουν στους αντικοινωνικούς, τους μονόχνοτους. Το σκέφτηκε μία φορά και αποφάσισε πως δεν ήταν. Δεν μπορούσε να δεχθεί εκ προοιμίου τους όρους της κοινωνικής συναναστροφής. Αν έπρεπε να παραστεί σε κοσμική εκδήλωση, να πραγματοποιήσει κοινωνική, φιλική, επίσκεψη, “έθετε” τους όρους του: ελάχιστες επαφές, τις απολύτως απαραίτητες, αν η ένταση της μουσικής είναι υψηλή να απομακρύνεται και σε έντονες διαφωνίες να αποχωρεί. Και φυσικά, αν στον χώρο ήταν πάνω από 15 άτομα δεν καθόταν περισσότερο από μισή ώρα. Κοίταξε το ηλεκτρονικό ημερολόγιο. Κυριακή έλεγε, εφτά του μηνός, αίθριος καιρός. Η πλατεία περίμενε κόσμο…

Του άρεσε να δουλεύει Κυριακή. Σηκωνόταν στις οκτώ το πρωί, έφτιαχνε καφέ, έβαζε κλασική μουσική και ξεκινούσε τη μετάφραση ή την επιμέλεια. Αυτή την περίοδο ήταν στην μετάφραση. Το βιβλίο ήταν νέου βρετανού συγγραφέα. Το δεύτερο που θα εξέδιδε ο εκδοτικός οίκος. Στην ουσία ήταν η περιπλάνηση ενός άστεγου στη βρετανική ύπαιθρο. Οι περιγραφές της φύσης και οι συναντήσεις με τους ανθρώπους της επαρχίας προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Δούλευε απερίσπαστος όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος του ο Μάκης. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο είχε πειστεί να κατέβει στην πλατεία. Με τον Μάκη γνωρίζονταν χρόνια. Από το Γυμνάσιο. Τώρα, λίγο μετά τα 50, συμπλήρωναν σχεδόν 40 χρόνια φιλίας. Ο Μάκης ήταν έξω καρδιά τύπος. Του άρεσε το γλέντι, η ατμόσφαιρα της παρέας… Λόγω ατυχήματος στη δουλειά του –εναερίτης στη ΔΕΗ- βγήκε πρόωρα στη σύνταξη. Γνώριζε τον χαρακτήρα και τις ιδιοτροπίες του φίλου του και τα σεβόταν. Υπήρχαν όμως στιγμές που είχε ανάγκη μια βόλτα και τον φίλο του και ήξερε πώς να τον χειρίζεται. Εκείνη την Κυριακή του είπε και τον έπεισε πως: Έλα, δεν θα μείνουμε πολύ. Κερνάω καφέ στο χέρι και ξέρω ένα απόμερο σημείο στην πλατεία που λίγοι κάθονται εκεί. Ας είναι, θα του κάνω τη χάρη, σκέφτηκε. Σε λίγα λεπτά βρίσκονταν στην πλατεία και περπατούσαν. Ήταν λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι.

Σαν να υπήρχε συμφωνία και σε κάθε παγκάκι ήταν 3-4 άτομα. Φορούσαν μάσκες, κρατούσαν αποστάσεις, συζητούσαν, έπιναν καφέ, γελούσαν… Λίγο πριν το τέλος της πλατείας έφτασαν στο σημείο που ήξερε ο Μάκης. Ήταν ένα κρυμμένο ημικύκλιο, τσιμεντένιο, με τρεις διαδρόμους. Σαν μικρό θεατράκι. Κατά καιρούς δίνονταν συναυλίες, αυτοσχέδιες περφόρμανς, οργανώνονταν πολιτικές ομιλίες, συνελεύσεις. Φτάνοντας, βρήκαν έναν ζητιάνο στην τελευταία σειρά. Κάθισαν. Τα είπαν για περίπου μια ώρα. Σηκώθηκαν για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Τα παγκάκια τώρα είχαν περισσότερο κόσμο, περισσότερες μάσκες, καφέδες, γέλια… Οι αποστάσεις και πάλι τηρούνταν. Πολλά παιδιά με τις μπάλες, τα πολύχρωμα ρουχαλάκια τους, τα φωτεινά χαμόγελα τους. Άρχισε να αισθάνεται άβολα, να ψάχνει την έξοδο. Λίγα μέτρα πριν βγουν από την πλατεία είδε σκούρες μπλε στολές, κράνη, άκουσε έντονες διαφωνίες και γύρω από ένα παγκάκι περισσότερα από 15 άτομα. Δεν άκουγε τι του έλεγες ο Μάκης. Τον αποχαιρέτησε και πήγε σπίτι να συνεχίσει τη δουλειά του. Έβαλε την αγαπημένη του κλασική μουσική και έπιασε το βιβλίο. Είχε φτάσει στο σημείο που ο άστεγος ήρωας του μυθιστορήματος στεκόταν σε ξέφωτο, σε ένα σημείο που έμοιαζε με πλατεία, σκεφτόταν… Η μετάφραση της σκέψης του έλεγε: επιτέλους μια πλατεία χωρίς φωνές, χωρίς στολές, χωρίς αχρείαστες παρέες. Δίπλα του αδέσποτος σκύλος, τον κοιτά και τον ρωτά, πάμε πλατεία;

 

Τελευταία Νέα