Το κοράκι (pic)

Το κοράκι (pic)

bet365

Ένα κείμενο για τον παντοτινό Έντγκαρ Αλαν Πόε. Από πολύ χαμηλά τον κοιτά, σχεδόν βλάσφημο. Το “Ποτέ πια!” πάντα θα αντηχεί, πάντα…

Μόνος καθόταν στα σκοτάδια της νύχτας και της ψυχής του. Μόνος, ένα βράδυ που βρεχε και ο στύλος της ΔΕΗ ήταν χαλασμένος. Το φως στο χολ ήταν αδύναμο και περισσότερο η τηλεόραση “έσπαγε” το επίμονο μαύρο. Το δυνατό μουρμουρητό της βροχής συνόδευε την ταινία του γνωστού πολωνού σκηνοθέτη. Την είχε δει πολλές φορές, αλλά ήταν η αγαπημένη του και δεν θα την έχανε. Τη μοναξιά δεν την είχε επιλέξει.

Αυτή τον είχε παρατήσει. Δεν την αδικούσε. Είχε βουλιάξει στην απραγία. Δεν έχω τι να γράψω, της έλεγε. Μα δεν προσπαθείς, του απαντούσε. Βασανίζομαι μπροστά στη λευκή σελίδα, απαντούσε και η συζήτηση δεν κατέληγε πουθενά. Τον στήριξε, αλλά δεν άντεξε. Ήθελε να ξεφύγει από τη μιζέρια, τα νεύρα, τη διαρκή προσπάθεια να τον σώζει. Είχε εγκλωβιστεί στην ανασφάλεια, την επιτυχία που είχε ξεχαστεί, την αμφιβολία… Απορροφημένος από την ταινία, ξαφνιάστηκε με το επίμονο χτύπημα στο παράθυρο. Όχι δυνατό, αλλά σταθερό. Τσίμπημα μεταλλικό. Το διπλό τζάμι το μεγέθυνε. Προσπάθησε να το αγνοήσει. Τράβηξε την κουρτίνα και σάστισε. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό που έβλεπε. Το φως του χωλ το “έβαφε” κίτρινο τονίζοντας το μαύρο χρώμα του. Το ράμφισμα επέμεινε. Αντί να το διώξει όμως, άνοιξε το παράθυρο και το κοράκι μπήκε μέσα!

Οπισθοχώρησε προς την πόρτα. Για κάποιο λόγο ήθελε να την ανοίξει και να φύγει. Κρατήθηκε όμως. Το πουλί αφού πέταξε λίγο γύρω από το φως, κάθισε στην κορυφή της βιβλιοθήκης. “Κρααα”, “Κρααα”, “Κρααα”… Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ό,τι όμως κι αν έβαζε στο μυαλό του, λέξεις δεν έβγαιναν. Το κρώξιμο τον τρόμαξε και σαν να του έδωσε διαταγή να κάτσει στον καναπέ, απέναντι του.

Το κοιτούσε, αλλά δεν είχε διάθεση να του επιτεθεί, να το σκοτώσει, να το βγάλει έξω. Κι αυτό όμως, ένιωθε άνετα στον χώρο. Διέσχιζε το πάνω μέρος της βιβλιοθήκης με αργά βήματα. Όταν στεκόταν τον κοιτούσε. Τα μαύρα του μάτια ψυχρά και πύρινα μαζί. “Κρααα”, “Κρααα”, “Κρααα”, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Το κοιτούσε. Σκέφτηκε να σηκωθεί, να πάει κοντά του. Το μετάνιωσε.

Μπορεί να το φόβιζε και να αντιδρούσε άσχημα. Άνοιξε το παράθυρο. Αέρας και βροχή έμπαιναν μέσα. Το πουλί μόνο κοίταξε τον μαύρο ουρανό. Δεν κουνήθηκε. Πήγε να κλείσει το παράθυρο, μα το κρώξιμο ήταν πιο δυνατό. Επέστρεψε στον καναπέ, το κοίταξε στα μάτια και σκεφτόταν την επόμενη κίνηση του. Σκέφτηκε να του φέρει λίγο ψωμί, αλλά το μετάνιωσε. Πριν προλάβει να κάνει κάτι άλλο, από το στόμα του βγήκαν τρεις λέξεις: “Τι με κοιτάς;”.

Το κοράκι σαν να κατάλαβε και στάθηκε ακίνητο. Κάρφωσε το βλέμμα πάνω του. Ακούστηκε πάλι “Κρααα”, “Κρααα”, “Κρααα”. Έμεινε στη θέση του, αλλά δεν κοιτούσε μπροστά, ούτε στο παράθυρο. Αν και έξω μόνο σκοτάδι και ο χορός των φύλλων από τον αέρα που ερχόταν από το βουνό. Το κοράκι κοιτούσε κάτω. Το παρατήρησε και παραξενεύτηκε. Κοίταξε το πάτωμα. Δεν είδε κάτι. Σήκωσε το βλέμμα λίγο πιο πάνω και είδε την τηλεόραση. Δεν την είχε κλείσει. Η ταινία συνεχιζόταν. Κοίταξε πάλι το κοράκι. Ακίνητο, το κεφάλι στραμμένο στην οθόνη. Η ταινία έφθανε στο φινάλε. Η πρωταγωνίστρια έβλεπε στην αντανάκλαση της μια κοπέλα που της έμοιαζε και ζούσε σε άλλη χώρα. Ακούστηκε μουσική, οι τίτλοι τέλους και μετά μαύρο, είχε κλείσει τη συσκευή. Το μαύρο πουλί πέταξε στο παράθυρο. Έδειξε ότι ήθελε να βγει. Του άνοιξε. Πριν πετάξει τον αποχαιρέτησε με ένα “Κρααα”, “Κρααα”, “Κρααα”. Ξάπλωσε στον καναπέ, έκλεισε το φως. Έπεσε για ύπνο. Σκέφτηκε εκείνη, σκέφτηκε τον χωρισμό, σκέφτηκε την εικόνα της, την αντανάκλαση της στον καθρέφτη. Σκέφτηκε το κοράκι και αυθόρμητα “μετέφρασε” το “Κρααα”, “Κρααα”, “Κρααα”: Ποτέ πια! Ποτέ πια! Καταραμένος να σαι Πόε, καταραμένος…

 

Τελευταία Νέα