«Ενοχλητική η φθορά του μπάσκετ και πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία»! (pics)

«Ενοχλητική η φθορά του μπάσκετ και πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία»! (pics)

bet365

Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, ο επονομαζόμενος «γιατρός», μίλησε στο G-Weekend για την πτωτική πορεία του μπάσκετ, ταξίδεψε στις όμορφες δεκαετίες του ’80 και του ’90, στον χορό των εκατομμυρίων και κατέληξε στο αρνητικό πρόσημο που επιφέρει η σύγκριση εποχών.

Η συζήτηση με τον Δημήτρη Παπαδόπουλο ισοδυναμεί μ’ ένα ταξίδι στον χρόνο. Ο καμβάς ήταν χέρια του, ομοίως και το πινέλο. Σχημάτισε τη Θεσσαλονίκη δύο δεκαετιών. Του ’70 και του ’80. Πιο όμορφη απ’ ότι σήμερα, πιο ελκυστική, περισσότερο ρομαντική. Σε μια εποχή κατά την οποία της αποδόθηκαν ένα σωστό χαρακτηρισμοί. Όπως αυτός της «μπασκετομάνας» γιατί από εδώ άρχισαν όλα. Κάτι παιδιά σαν τον περιβόητο «γιατρό» εκείνης της εποχής έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη του αθλήματος, έστω κι αν, σε παιδική ηλικία… ούτε που το φανταζόταν.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκη με εξαίρεση δύο χρόνια όπου έζησα στην Αλεξανδρούπολη λόγω μετάθεσης του πατέρα μου ο οποίος ήταν στρατιωτικός. Τότε ήμουν στην 5η Δημοτικού, δεν ήταν εύκολο να αφήσεις πίσω τους φίλους σου. Στη αρχή έκλαψα αρκετά, όταν όμως προσαρμόστηκα, πέρασα όμορφα. Γενικώς ήμουν παιδί του κέντρου. Πήγα στο ξακουστό 2ο Λύκειο στην Ικτίνου, τότε βέβαια το κέντρο της δεν ήταν τόσο πολυσύχναστο όπως τώρα. Παίζαμε στην αυλή του σχολείου, στην αυλή της Αγιά Σοφιάς, στην παραλία…».

Γεννήθηκε ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο του 1966, 21 χρόνια πριν το δικό μας millennium. Τούτο έχει σημασία. Η Θεσσαλονίκη έπαιζε μπάσκετ, παρήγαγε σπουδαίους αθλητές, τότε όμως ήταν της πορτοκαλάδας και της φιλικού αγγίγματος στην πλάτη. Όλα λειτουργούσαν σε ερασιτεχνικό επίπεδο με συνέπεια (ακόμη και σήμερα) να μην είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε την πραγματική αξία των διαμαντιών της εποχής η οποία (στο άκουσμά της) μοιάζει θρυλική.

«Στο δημοτικό σχολείο είχε μπασκέτες αλλά δεν έπαιζα. Για την ακρίβεια, δεν ήξερα μπάσκετ, μόνο ποδόσφαιρο. Ήμουν καλός ποδοσφαιριστής, θαρρώ ότι θα μπορούσα να κάνω καριέρα. Έκανα και στίβο. Όταν ήμασταν στην Αλεξανδρούπολη, ο πατέρας μου ήταν προπονητής του Εθνικού και οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος και στην άνοδο στη Β’ Εθνική, σε αγώνα μπαράζ με την Ορεστιάδα.

Ήθελα να συνεχίσω, αλλά επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου ήθελε να ασχοληθώ με το μπάσκετ και η πρώτη επαφή μου με το άθλημα ήταν στην 1η Γυμνασίου. Τότε μ’ έγραψε στο παιδικό του Άρη. Ήμουν ένα λεπτό παιδί με ψηλά πόδια, όχι από τους ψηλότερους στην ομάδα. Όταν ήμουν στο προπαιδικό ο Νίκος Κεραμέας μ’ έβαζε πλέι μέικερ. Ο Νίκος έβλεπε μπροστά. Μετά έφυγε ο Νίκος και δεν έβλεπα ούτε τη 10αδα».

Εκείνη την εποχή, η φαντασία ξεπερνούσε το πρόγραμμα. Αυτό συνεχίστηκε και στα πρώτα χρόνια μετά την έκρηξη του ’87. Η συντριπτική πλειοψηφία των (μεταγενέστερα) αθλητών μπασκετ ήτο αυτοδίδακτοι. Έβλεπαν τα πρότυπά τους στην τηλεόραση και στη συνέχεια προσπαθούσαν να αντιγράψουν κινήσεις. Η διαφορά σε σχέση με τη σερβική σχολή ήταν ότι οι Σέρβοι ανέκαθεν επέμεναν ότι «αν μάθεις να βάζεις την μπάλα στο καλάθι, θα παίξεις μπάσκετ», ενώ εμείς δώσαμε μεγαλύτερη βαρύτητα στον χειρισμό της μπάλας και στις έξυπνες ντρίμπλες. Στη γενιά των αυτοδίδακτων ανήκει και ο Δημήτρης Παπαδόπουλος έως ότου συναντήσει τον Μιχάλη Γιαννουζάκο.

«Γενικά είμαι αυτοδίδακτος σε επίπεδο 100% υπό την έννοια ότι δεν πήρα γνώση από προπονητή έως ότου φτάσω στην Α1. Παρατηρούσα τι έκαναν σπουδαίοι παίκτες, προσπαθούσα να τους μιμηθώ και ουσιαστικά επεξεργαζόμουν τον εαυτό μου. Με τα σημερινά μέσα, προφανώς θα είχα εξελιχθεί ακόμη περισσότερο. Θεωρώ ότι ο Μιχάλης Γιαννουζάκος έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην προσωπική καριέρα μου. Όταν πήγα στον Ηρακλή από την πρώτη τοπική κατηγορία της Θεσσαλονίκης, καταρχήν μ’ εμπιστεύτηκε γρήγορα και μου έδωσε χρόνο συμμετοχής. Μου φέρθηκε σαν δεύτερος πατέρας. Με πίεσε να κάνω ατομικές προπονήσεις με σκοπό να αποκτήσω σωστή νοοτροπία αθλητή».

«Έκανα καριέρα χωρίς χιαστό στο δεξί πόδι»

Στα τμήματα υποδομής του Άρη είδε και απόειδε με συνέπεια να αναζητήσει μονοπάτι απόδρασης και… «στην 3η Λυκείου πήγα στον Μελιτέα. Εκεί συνάντησα τον (δημοσιογράφο) Πάρι Καλημερίδη ο οποίος είχε διευθυντικό ρόλο και γενικώς ήμουν πολύ δεμένος με τον Πάρι. Κάθισα δύο χρόνια και στα 17 έπαθα ρήξη χιαστού. Τότε δεν υπήρχε η πλαστική χειρουργική. Στην πραγματικότητα έπαιξα χωρίς χιαστό στο δεξί πόδι σε όλη μου την καριέρα. Την επόμενη χρονιά με ζήτησαν ο Άρης, ο ΠΑΟΚ, ο Ηρακλής… ο ορθοπεδικός του ΠΑΟΚ πρότεινε στην ομάδα να μην ασχοληθεί μαζί μου γιατί μ’ είχε χειρουργήσει και ήξερε ότι ο χιαστός μου… κρεμόταν. Στον Άρη φοβήθηκα μην περάσω ξανά αυτά που προηγήθηκα και πήγα στον Ηρακλή. Εκμεταλλεύτηκα τον Νόμο ο οποίος έδινε το δικαίωμα στον αθλητή να φύγει από μια ομάδα αν δεν είχε αγωνιστεί δύο χρόνια». Μάλιστα, ο άνθρωπος που διαπίστωσε την ύπαρξη αυτού του Νόμου, ήταν ο ίδιος που τον έβαλε στον χώρο του μπάσκετ. Ο πατέρας του.

Λένε ότι θα εκτιμήσεις κάτι μόνο όταν το χάσεις και ο Άρης το κατάλαβε το καλοκαίρι του 1985 όταν ο Παπαδόπουλος έδειξε τις δυνατότητές του στην πρώτη χρονιά του στον Ηρακλή. Τότε απέκτησε και το προσωνύμιο του «γιατρού» το οποίο δεν είχε σχέση με το μπάσκετ, αλλά με την επιστήμη που είχε επιλέξει.

«Εκείνη την εποχή το μπάσκετ ήταν ερασιτεχνικό. Το 1984 έδωσα εξετάσεις για την ιατρική και ως πρωτοετής στη στρατιωτική ιατρική πήρα μεταγραφή στον Ηρακλή. Λόγω των παράλληλων υποχρεώσεων, από τη ΣΑΣ μου είπαν ότι απαγορευόταν να ήμουν σε ‘επαγγελματικό’ σύλλογο κι έτσι σταμάτησα την ιατρική. Κι έτσι μετά τους 21 μήνες στη ΣΑΣ, πήγα ξανά φαντάρος γι’ ακόμη 17 μήνες και μέσω των Πανελλαδικών Εξετάσεων πήγα στην Πολιτική Ιατρική. Βέβαια, όταν ήμουν στη ΣΑΣ, αυτή κατέκτησε για πρώτη φορά στην ιστορία της το Πρωτάθλημα Σωμάτων που έγινε στην Αθήνα. Αρχικά δεν το αντιμετώπισα επαγγελματικά, αλλά παράλληλα με τις σπουδές μου. Πηγαίνοντας στον Ηρακλή, ο Μιχάλης Γιαννουζάκος με υποχρέωσε να κάνω ατομικές (πρωινές προπονήσεις). Στο 6ο έτος, το 1992, χρωστούσα δέκα μαθήματα εκ των οποίων πέρασα τα περισσότερα την περίοδο 1993-94 όπου έμεινα έξω λόγω τραυματισμού».

Τα 250 εκατομμύρια του Κοσκωτά

Στα τελευταία χρόνια το μπάσκετ διανύει τη δική του μνημονιακή περίοδο. Είχε προηγηθεί η αντίστοιχη της αλόγιστης σπατάλης. Ένας χορός εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών. Στη μέση της πίστας ήταν και ο Δημήτρης Παπαδόπουλος καθώς ανήκε στην «ελίτ» Ελλήνων αθλητών ως μέλος της Εθνικής Ομάδας η οποία κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 1989 στο Ζάγκρεμπ. «Δεν θαμπώθηκα από τον χορό των εκατομμυρίων. Ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων καθώς το μπάσκετ εκτόξευσε την εμπορικότητά του και πήγε σε άλλα οικονομικά μεγέθη. Την εποχή του Κοσκωτά, ο Ολυμπιακός είχε προσφέρει στον Ηρακλή 250 εκατομμύρια δραχμές και τέσσερις παίκτες.

Ο Ηρακλής αρνήθηκε. Ο ΠΑΟΚ ενδιαφερόταν σχεδόν κάθε χρόνο ενώ και ο Παναθηναϊκός του Παύλου Γιαννακόπουλου είχε προσφέρει 200 εκατομμύρια δραχμές και τέσσερις παίκτες ως αντάλλαγμα. Δεν μπορώ να πω ότι εκνευρίστηκα με τη στάση του Ηρακλή. Μου είχε δώσει μεγάλο συμβόλαιο και μάλλον χαιρόμουν αυτό που ζούσα, δηλαδή, ότι με διεκδικούσαν αυτές οι ομάδες».

Έπειτα από μια δεκαετία έκλεισε και ο κύκλος του στον Ηρακλή. Είχε προηγηθεί η απουσία του ενός χρόνου λόγω τραυματισμού την οποία και αξιοποίησε για να περάσει μαθήματα στην ιατρική. «Το μπάτζετ του Ηρακλή δεν είχε καμία σχέση με αυτό του Άρη, του ΠΑΟΚ ή των αθηναϊκών ομάδων. Αυτό που πετύχαινε κάθε χρόνο ο Ηρακλής ισοδυναμούσε με κατάκτηση Πρωταθλήματος, συμπεριλαμβανομένης και της αξιοπρεπούς πορείας στην Ευρώπη. Η ομάδα ενέπνεε σεβασμό και δεν απειλούσε απλά, αλλά κέρδιζε τους Πρωταθλητές. Δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα εξελισσόμουν σε μία από τις σημαίες του Ηρακλή. Όλα ήρθαν από μόνα τους και δείχνει ότι γενικώς δεν πρέπει να έχεις μακροπρόθεσμους στόχους.

Βάζεις μικρούς-μικρούς στόχους και τους πετυχαίνεις. Σκέφτεσαι το καλύτερο για τον εαυτό σου και προσπαθείς να κάνεις αυτό που αγαπάς. Έτσι είναι και το παιχνίδι. Δεν σκέφτεσαι το Κύπελλο, αλλά το κάθε σου βήμα στον αγωνιστικό χώρο. Παρότι έπαιζα μ’ έναν χιαστό, στη δεκαετία είχα τον πρώτο σοβαρό τραυματισμό κι έμεινα έξω για έναν χρόνο. Μετά πήγα στην ΑΕΚ, δεν χρησιμοποιήθηκα από τον Γιάννη Ιωαννίδη κι αυτό μου έκανε ζημιά. Συχνά ήμουν εκτός δεκάδας, αλλά ούτε μπορούσα να φύγω. Δεν μου απάντησε ποτέ γιατί δεν έπαιζα. Αυτό είναι και το απωθημένο μου. Εκείνα τα χρόνια κι έχοντας μεγαλύτερη εμπειρία αλλά και αθλητική δύναμη, εκτιμώ ότι, θα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα».

«Η κληρονομιά μένει»

Συνήθως οι αθλητές εκπνέουν την αίσθηση της νοσταλγίας καθώς εξιστορούν το παρελθόν. Στη συζήτηση με τον Δημήτρη Παπαδόπουλο αυτό δεν έγινε αντιληπτό. Έδειξε γεμάτος, στην πραγματικότητα, βαθύπλουτος και χορτάτος μ’ αυτό που έχει ζήσει. «Αυτή η περίοδος της ζωής μου, μου δίδαξε πολλά. Το μπάσκετ ήταν ένα σχολείο κοινωνικοποίησης, ένταξης σε μια ομάδα με παράλληλο συμβιβασμό με τους κανόνες λειτουργίας της. Όπως επίσης λειτούργησε παιδαγωγικά για τον χαρακτήρα μου. Γράφεις μια ιστορία στον χώρο κι αυτή παραμένει σε μια μορφή κληρονομιάς».

Η κουβέντα μεταφέρθηκε στα… λεφτά καθώς (κυρίως) στα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται ότι σημαντικό ποσοστό αθλητών με τεράστια συμβόλαια κατά την ενεργή καριέρα τους, προχωρούν σε αλόγιστη σπατάλη, αποτυγχάνουν να διαχειριστούν τη ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και η πορεία τους είναι άκρως πτωτική. «Προχώρησα σε επενδυτικές κινήσεις. Κάποιες αποδείχθηκαν καλές, άλλες όχι. Ακούω τις ιστορίες άλλων ανθρώπων οι οποίοι δεν κατάφεραν να κρατήσουν τα χρήματα που κέρδισαν από το μπάσκετ, αλλά δεν ανήκω σ’ αυτήν την κατηγορία. Θα έλεγα ότι πάντα ήμουν συνετός. Τότε βέβαια δεν είχαμε την επενδυτική εμπειρία, την απαραίτητη συμβουλή. Θα μπορούσα να είχα προχωρήσει σε επενδύσεις οι οποίες θα είχαν πολλαπλασιάσει τα χρήματα. Κάναμε ό,τι κατέβαζε το μυαλό μας και βάσει των βιωμάτων μας».

Ο αποκλεισμός από την Εθνική του ’87 και το Ζάγκρεμπ

Βάζοντας κάτω τα χρόνια και την πορεία του, η περίπτωση του Παπαδόπουλου είναι ομολογουμένως απίστευτη. Γιατί το 1984 ήταν στην πρώτη τοπική κατηγορία Θεσσαλονίκης και τρία χρόνια αργότερα έφτασε μια ανάσα από την τελική ομάδα της Πρωταθλήτριας Ευρώπης Ελλάδας. «Μου έχει μείνει η στιγμή του ’87, όταν συμμετείχα στη 16αδα της Εθνικής στο ξεκίνημα της προετοιμασίας.

Επιστρέφοντας από τουρνουά στη Ρώμη είχαμε μείνει 13 παίκτες κι έπρεπε να κοπεί ένας ακόμη. Ο Πολίτης μου ανακοίνωσε ότι ως μικρότερος δεν θα συνέχιζα κι αυτό μου στοίχισε αρκετά γιατί είχα το προαίσθημα ότι κάτι σπουδαίο θα γινόταν τότε, όπως κι έγινε. Κυρίαρχη στιγμή είναι το 1989 καθώς συμμετείχα στην κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου στο Ζάγκρεμπ. Με τον Ηρακλή έζησα πολλές στιγμές, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιες ως τις πιο δυνατές».

Λένε ότι για κάθε αθλητή της δικής του καριέρας, είναι δυσκολότερο να αντιληφθεί πότε πρέπει να σταματήσει. «Όταν ουσιαστικά τελείωσε την καριέρα μου, το 2000, με πλησίασε ο Μακεδονικός. Η ομάδα ήταν στην Α2 και ο τότε ιδιοκτήτης της, Κώστας Μεσάικος, μου πρόσφερε 40 εκατομμύρια δραχμές αλλά και αρκετά πριμ για να παίξω. Στην πραγματικότητα είχα πάρει τις αποφάσεις μου, ήθελα να δώσω και τα υπόλοιπα μαθήματα που χρωστούσα στην ιατρική για να πάρω πτυχίο. Στα πρώτα χρόνια δεν έβλεπα καθόλου μπάσκετ. Ήταν δύσκολο να το διαχειριστώ διότι αισθανόμουν ότι μπορούσα να παίξω κι άλλο. Θεωρώ όμως ότι το timing ήταν σωστή να κοιτάξω την ιατρική καριέρα».

«Είναι ενοχλητική η φθορά και η νοοτροπία»

Στο πέρασμα του χρόνου άλλαξαν πολλά. Από τον ίδιο το άθλημα μέχρι και τις σκέψεις αυτών που το «υπηρετούν». Μια σύγκριση εποχών οδηγεί σε οδυνηρά συμπεράσματα κι ας βαφτίζουμε «σύγχρονη» την τωρινή. «Σήμερα διαφέρει η νοοτροπία. Προσωπικά, εγκατέλειψα τις σπουδές μου στη ιατρική για την αγάπη μου για το μπάσκετ. Όταν το έκανα δεν υπήρχε οικονομικό κίνητρο, ούτε φαινόταν η κατεύθυνση που θα έπαιρνε το άθλημα. Στα πρώτα δύο χρόνια (1985-87) ο μισθός ήταν 22.000 δραχμές και μετά αυξήθηκαν στις 28.000 όταν ο μέσος μισθός ήταν 80-100 χιλιάδες δραχμές. Οι γονείς μου κάλυπταν τη διαφορά. Μετά τον πρώτο χρόνο, Άρης και ΠΑΟΚ επισκέπτονταν το σπίτι των γονιών μου και πρόσφεραν εκατομμύρια, ο Ηρακλής δεν με παραχωρούσε, σταδιακά αύξησε τον μισθό και μετά πήγαμε στα εκατομμύρια».

Είναι ενοχλητική η τωρινή εικόνα φθοράς. Το μπάσκετ σαν προϊόν εκμαυλίστηκε λόγω και της νοοτροπίας των γονιών την οποία δυστυχώς διοχετεύουν και στα παιδιά. Εμείς ξεκινήσαμε για την αγάπη μας για το άθλημα και όχι για το χρήμα. Σήμερα τα παιδιά αρχίζουν με σκοπό το χρήμα. Η έλλειψη παιδείας στον χώρο του αθλητισμού είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν γενιές γονιών και παιδιών για να λειτουργήσουν στο πρότυπο της ομάδας και του πραγματικού αθλητή. Το ζήτημα είναι ευρύτερο. Θα έλεγα ότι έχει κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις με όλες τις μεταβολές που συνέβησαν στα τελευταία χρόνια σε όλα τα επίπεδα. Αυτές επιφέρανε ανασφάλεια στην οικογένεια σε ότι αφορά τον βιοπορισμό και την οικονομία. Οδήγησαν και σε μετάλλαξη των αξιών στους ανθρώπους. Δεν υπάρχουν αξίες και ιδανικά, τα ΜΜΕ καλλιεργούν χυδαία πρότυπα και όλ’ αυτά είχαν επίπτωση στο μυαλό των γονιών κι αυτό μεταφέρθηκε στα παιδιά».

«Δεν γίνεται να γίνουν όλοι Αντετοκούνμπο»

Καθώς η συζήτηση επικέντρωνε στο σήμερα, ο τόνος της φωνής του σταδιακά δυνάμωνε. Ο λόγος του έβγαζε μια τσατίλα βάζοντας στη μία πλευρά της ζυγαριάς το «ποιοι ήμασταν» και στην άλλη το «πώς καταντήσαμε». Στην τωρινή εποχή βρίσκεις εύκολα μπασκέτα σ’ ένα ανοιχτό γήπεδο, κάποτε πήγαινες από το χάραμα για να «πιάσεις» μία. Τα παιδιά περιορίζονται στο αυστηρό πρόγραμμα των ακαδημιών με συνέπεια να μην γνωρίζουν τον εαυτό τους και τα πραγματικά χαρίσματά τους. «Σήμερα τα παιδιά λειτουργούν σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο. Έχει χαθεί η παιδικότητα της ψυχής του, κάνουν συνεχώς δεύτερες σκέψεις και σε ιδανικά που δεν είναι αγνά. Υπάρχει πλήρης εμπορευματοποίηση του μπάσκετ.

Αυτό πρέπει να αλλάξει. Να καταλάβουν όλοι ότι πρώτα είναι διασκέδαση, δεν είναι δουλειά. Πρέπει να χαίρονται το παιχνίδι και στην πορεία θα φανεί, ποιοι μπορούν να ακολουθήσουν επαγγελματική καριέρα και ποιοι όχι. Τώρα όλοι ξεκινούν με τη σκέψη ότι θα γίνουν επαγγελματίες και μετά είναι δύσκολο να διαχειριστούν την πραγματικότητα. Δεν γίνεται να γίνουν όλοι Αντετοκούνμπο.

Πρέπει να γίνει διαπαιδαγώγηση γονιών και παιδιών με τη χρησιμοποίηση της τεχνολογίας. Μέσω μιας επιστημονικής ομάδας μπορούμε να τροφοδοτήσουμε με πληροφορίες συλλόγους και ακαδημίες οι οποίες θα επιφέρουν την αλλαγή στην παιδεία όλων. Το σύστημα εξελίχθηκε σε μια κακής μορφής βιομηχανία και ό,τι κάνουν αποσκοπεί στο χρήμα. Οι ακαδημίες οφείλουν πρωτίστως να διαδραματίσουν ρόλο παιδαγωγού, να ευχαριστιέται και να διασκεδάσει ο αθλητής. Δεν έχει σημασία μόνο η νίκη και κυρίως στα τμήματα υποδομής. Προσωπικά, δεν έπαιξα ούτε έναν αγώνα σε παιδική και εφηβική ομάδα, αλλά έκανα αυτή την καριέρα. Το θέμα δεν είναι μόνο να κερδίζουμε, αλλά να εκπαιδεύσουμε τον αθλητή σε επίπεδο προτύπων».

«Η Ομοσπονδία πρέπει να λειτουργεί όπως μια εταιρία ευθύνης»

Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος αποφάσισε να ενεργοποιηθεί ενόψει των εκλογών στην ΕΟΚ υποστηρίζοντας την υποψηφιότητά του Παναγιώτη Φασούλα. Ωστόσο, αυτή η απόφασή του δεν είναι τωρινή. Μάλλον πρόκειται για τη φυσική εξέλιξη μιας σειράς δικών του αντιδράσεων απέναντι στον τρόπο διοίκησης της Ομοσπονδίας οι οποίες μάλιστα απέκτησαν ήχο ομοβροντιών όταν τέθηκε το ζήτημα ονοματοδοσίας του κλειστού ΟΑΚΑ σε «Νίκος Γκάλης». Τότε, η στάση της ΕΟΚ τον είχε εξοργίσει. Εξηγώντας την υποψηφιότητά του είπε… «εκπροσωπούμε μια γενιά η οποία απλώς ακολούθησε την αγάπη και το πάθος της για το άθλημα. Άρχισε ερασιτεχνικά και εξελίχθηκε επαγγελματικά. Υπήρξαμε υβριδικοί αθλητές γιατί προλάβαμε και τις δύο εποχές. Θέλουμε να μεταλαμπαδεύσουμε στον χώρο του αθλητισμού τη σωστή παιδεία και εκτιμώ ότι έχοντας σύγχρονες αντιλήψεις, μπορούμε να διοικήσουμε το άθλημα. Θέλουμε τον εκσυγχρονισμό της Ομοσπονδίας, την ψηφιοποίηση όλων των διαδικασιών και λειτουργία η οποία δεν θα είναι συγκεντρωτική.

Εδώ και χρόνια η ομοσπονδία διοικείται αναλόγως της σκέψης ενός ανθρώπου, του Γιώργου Βασιλακόπουλου. Πρέπει να διαμοιραστούν οι αρμοδιότητες, να λειτουργήσει η ομοσπονδία σε οργανόγραμμα σύγχρονης εταιρίας, με τον κλάδο του μάρκετινγκ, της διοίκησης προσωπικού, των πωλήσεων και γενικώς με πρόσωπα τα οποία θα έχουν ευθύνη και απαίτηση απόδοσης έργου. Εκτιμώ ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένας αυτόνομος οργανισμός γιατί υπάρχει ως κληρονομιά μια τεράστια πνευματική περιουσία και με καινοτόμες ιδέες μπορεί να δημιουργήσει έσοδα σε σημείο να είναι αυτάρκης και να μην εξαρτάται από την κρατική επιχορήγηση».

Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με την τωρινή παραγωγική διαδικασία καθώς πλανάται το ερώτημα για το αν το ελληνικό μπάσκετ συνεχίζει να παράγει ταλέντα. «Ένα μεγάλο κομμάτι του προγράμματός μας είναι το αναπτυξιακό με την ενσωμάτωση σύγχρονων τεχνολογιών, με τη διασύνδεση του κέντρου με την περιφέρεια ούτως ώστε να διαχέεται η σωστή γνώμη. Ήδη χάθηκαν πολλά ταλέντα και υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούν περισσότερα. Κακά τα ψέματα, παίκτες όπως ο Παπαλουκάς ή ο Διαμαντίδης δεν ήρθαν μέσα από τα αναπτυξιακά προγράμματα. Πιο τρανό παράδειγμα είναι ο Αντετοκούνμπο ο οποίος ήταν στην Ελλάδα αλλά δεν έπαιξε σε παιδικό ή εφηβικό Πρωτάθλημα. Άρα αυτή τη στιγμή, το αναπτυξιακό πρόγραμμα, ουσιαστικά δεν λειτουργεί».

 

Τελευταία Νέα